Ο εναλλακτικός δρόμος των κοινών: πέρα από την κρίση, την αυταρχική ολιγαρχία και τη μεταδημοκρατία
Μέσα στις σύγχρονες ιστορικές συνθήκες, όπου έχει καταρρεύσει η μόνη μεγάλης κλίμακας εναλλακτική –ο υπαρκτός σοσιαλισμός- και έχει εδραιωθεί ένα νεοφιλελεύθερο καθεστώς πολιτικού αυταρχισμού και φτωχοποίησης των πολλών, από τη δεκαετία του 1990 έχουν αρχίσει νέες αναζητήσεις και συζητήσεις, στη θεωρία και την πράξη, για την ανάκτηση της δημοκρατίας, της ισότητας και της βιώσιμης ευημερίας.
Το 1990 η Elinor Ostrom, πολιτική επιστήμονας στις ΗΠΑ, η οποία θα βραβευθεί αργότερα με το Νόμπελ Οικονομικών, δημοσιεύει το έργο της Η Διαχείριση των Κοινών Πόρων (Governing the Commons, Cambridge University Press, 1990). Σε αυτό αναλύει διεξοδικά διάφορα ιστορικά και σύγχρονα παραδείγματα διαχείρισης φυσικών πόρων –δασών, ψαρότοπων, αρδευτικών δικτύων, βοσκότοπων- από κατά τόπους κοινότητες με θεσμούς άμεσης συμμετοχικής δημοκρατίας και όρους που εξασφαλίζουν ισότητα και δίκαιη κατανομή των πόρων μεταξύ όλων των μελών της κοινότητας. Τα παραδείγματά της εκτείνονται από τη διαχείριση βοσκότοπων στις ελβετικές Άλπεις ως τη συλλογική λειτουργία και νομή αρδευτικών καναλιών στην Ισπανία, ψαρότοπους στην Τουρκία και τις ΗΠΑ κ.α.
Η Ostrom έδειξε ότι οι κατά τόπους κοινότητες έχουν τη γνώση, την εμπειρία και το συμφέρον να διαχειριστούν αυτούς τους πόρους πιο αποτελεσματικά από τις απομακρυσμένες κρατικές γραφειοκρατίες αλλά και ιδιωτικά συμφέροντα που προσβλέπουν στο κέρδος και αδιαφορούν για την οικολογία και τη συντήρηση των φυσικών πόρων. Η συλλογική κοινοτική διαχείριση των πόρων μέσα από θεσμούς άμεσης συμμετοχής όλων των μελών της κοινότητας (ψαράδων, γεωργών, κατοίκων χωριών και κωμοπόλεων) διαμόρφωσε δίκαιους κανόνες χρήσης και νομής που προστατεύουν τα φυσικά οικοσυστήματα και εξασφαλίζουν τη δίκαιη νομή των φυσικών προϊόντων. Αυτή η μορφή συλλογικής διαχείρισης διαφέρει σαφώς και από την κρατική, όπου μια άνωθεν γραφειοκρατία ή ιεραρχία λαμβάνει και επιβάλλει τις αποφάσεις για τους κανόνες διαχείρισης, αλλά και από την ιδιωτική της αγοράς, όπου τους πόρους τους ελέγχουν και τους διαχειρίζονται κατά βούληση ιδιώτες επιχειρηματίες με στόχο το κέρδος.
Τα «κοινά» (commons) ή οι «πόροι κοινής δεξαμενής» (common pool resources) ή η «βασισμένη στα κοινά ομότιμη παραγωγή» αναφέρονται σε ιστορικά ή σύγχρονα σχήματα συλλογικής αυτο-οργάνωσης γύρω από αγαθά τα οποία κατέχει ή/και παράγει συλλογικά μια κοινότητα. Υπάρχουν πολύ διαφορετικά είδη κοινών, από τους φυσικούς κοινούς πόρους (ψαρότοπους, δάση, αρδευτικά κάναλια) ως τα κοινά μέσα παραγωγής σε εργατικούς συνεταιρισμούς, και ψηφιακά κοινά όπως το ανοικτό λογισμικό. Το κρίσιμο είναι ότι τα «κοινά» σημαίνουν κοινούς πόρους τους οποίους διάφορες κοινότητες διαχειρίζονται, παράγουν και διανέμουν από κοινού, μέσα από τη συλλογική συμμετοχή και εξασφαλίζοντας ισότιμη πρόσβαση στα κοινά αγαθά, με τρόπους που ξεφεύγουν από τη λογική και της ατομικής ιδιοκτησίας στην αγορά (με στόχο το κέρδος, σε ανταγωνιστικό πλαίσιο κ.ο.κ) και της δημόσιας-κρατικής ιδιοκτησίας (με την ιεραρχική, συγκεντρωτική και γραφειοκρατική διοίκηση). Οι κοινότητες που κτίζονται με άξονα τα κοινά ανασυστήνουν κοινωνικούς δεσμούς, ικανοποιούν κοινωνικές ανάγκες, προάγουν τη δημοκρατική συμμετοχή και αυτοδιαχείριση στην οικονομία, την πολιτική και άλλα πεδία, και προωθούν νέες ιδέες συνεργατικές παραγωγής και αυτοδιαχείρισης.
H ιστορική αξία αυτών των κοινωνικών κινήσεων και νησίδων έγκειται ακριβώς ότι σε μια εποχή όπου η παγκόσμια ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού έχει διογκώσει σε κοινωνικά αβάστακτο βαθμό τις ανισότητες∙ όπου οι αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες βιώνουν μια χρόνια, οξεία κρίση αντιπροσώπευσης και δημοκρατίας, ενώ οι κοινωνίες αδυνατούν να συγκροτήσουν νέα συλλογικά μέτωπα απέναντι σε άπληστες και καταπιεστικές ελίτ∙ όπου ο οικολογικός βιόκοσμός μας κινδυνεύει να καταστραφεί∙ όπου η παγκόσμια μετανάστευση εξαιτίας των οικολογικών καταστροφών και των παγκόσμιων ανισοτήτων ρίχνει ξανά λάδι στη φωτιά των εθνικισμών, των ρατσισμών και των θρησκευτικών φανατισμών, και όπου δεσπόζει το δόγμα της ΤΙΝΑ («Δεν υπάρχει εναλλακτική») απέναντι στους βασικούς, οικονομικο—πολιτικούς άξονες αυτής της ιστορικής συνθήκης, τα «κοινά» δεν σκιαγραφούν μόνον ξανά το περίγραμμα μιας εναλλακτικής πρότασης απέναντι στο κυρίαρχο κράτος και την αντικοινωνική αγορά, αλλά και την πραγματοποιούν σποραδικά και εν μέρει.
Ανοικοδομούν κοινότητες δράσης και συνεργασίας ανοικτές στη διαφορετικότητα. Ικανοποιούν καθημερινές συλλογικές ανάγκες για τις οποίες αδιαφορεί η «επίσημη» οικονομία και το διαλυμένο κοινωνικό κράτος. Αναβιώνουν μια δημοκρατική πολιτική της συλλογικής σύμπραξης και συναπόφασης. Εφαρμόζουν τρόπους υλικής επιβίωσης και ευζωίας που συμβιώνουν με τα τοπικά και παγκόσμια οικοσυστήματα. Δημιουργούν μορφές προσωπικότητας και κοινωνικών σχέσεων πέρα από τους κυρίαρχους τύπους του καταναλωτισμού, της παθητικότητας και της πολιτικής ανάθεσης σε κυβερνήσεις και αντιπροσώπους που θα «βρουν» τις λύσεις και θα κάνουν πολιτική στη θέση των πολιτών. Τα κοινά είναι μηχανισμοί αντιμετώπισης άμεσων κοινωνικών αναγκών (π.χ. «το νερό για όλους τους πολίτες και όχι για τα ιδιωτικά κέρδη ή όπως ορίζουν οι γραφειοκρατίες»), εστίες συλλογικής αντίστασης στον κρατικό αυταρχισμό και την αρπακτικότητα των αγορών, σχολεία δημοκρατίας και εκπαίδευσης άλλων, υπεύθυνων, ενεργών και αλληλέγγυων πολιτών. Καλλιεργούν τα πρόσωπα και τους χώρους ενός άλλου πολιτισμού και μιας άλλης κοινωνικότητας με ίση ελευθερία, συνεργασία χωρίς εθνικές, φυλετικές και έμφυλες διακρίσεις ή ιδεολογικούς διαχωρισμούς, και συναλληλία μεταξύ των ανθρώπων και των άλλων όντων του πλανήτη.
Για να είναι κοινότητες ελευθερίας, τα κοινά δεν πρέπει να θεμελιώνονται σε οργανικές κοινότητες ουσίας –του έθνους, του αίματος, της αλήθειας, του κληρονομημένου πολιτισμού- αλλά να διαπλάθονται ως κοινότητες ανοικτής, μεταβλητής διάδρασης των διαφόρων ατόμων και ομάδων σε ποικίλα επίπεδα (τοπικό, περιφερειακό, υπερεθνικό, παγκόσμιο, ανάλογα με το αγαθό γύρω από το οποίο ενεργοποιούνται) που δικτυώνονται και συμπράττουν μέσα από ανοικτές πλατφόρμες ή συνελεύσεις. Τα κοινά ως εναλλακτική πρόταση ισότητας και ελευθερίας στην εποχή μας περιλαμβάνουν: α) ανοικτές και πλουραλιστικές κοινότητες, β) αγαθά όπως το νερό, η ενέργεια, ψηφιακά δίκτυα, καλλιτεχνικά έργα, χώρους και κτήρια στην πόλη κ.α. τα οποία οι κοινότητες διαχειρίζονται ισότιμα, συμμετοχικά, δίκαια με βάση τις ανάγκες όλων και με οικολογικά βιώσιμους τρόπους, γ) θεσμούς συμμετοχικής διακυβέρνησης με τους οποίους διεξάγεται η συλλογική διαχείριση και ο ορισμός των κανόνων για τη δημιουργία και τη χρήση των αγαθών. Οι θεσμοί αυτοί είναι θεμελιώδεις για τη συγκρότηση των κοινών με μια λογική πέρα από το σύγχρονο κράτος και την αγορά. Εκφράζουν μια άλλη αντίληψη συμμετοχικής δημοκρατίας με πραγματικό κοινωνικό έλεγχο, λαϊκή εξουσία και ισότητα.
Η ειδοποιός διαφορά των κοινών και, ευρύτερα, των συμμετοχικών δημοκρατιών είναι ότι η πολιτική λήψη αποφάσεων και η διοίκηση καθίστανται μια κοινή υπόθεση με την έννοια που προτάσσουν οι σύγχρονες θεωρίες των «κοινών»: ένα δημόσιο αγαθό προσιτό σε όλα τα μέλη μιας κοινότητας στη βάση της ισότητας. Στην «κοινή δημοκρατία» κάθε πολίτης μπορεί να συμμετάσχει στη συλλογική χάραξη πολιτικής και στην εκτέλεσή της – ὁ βουλόμενος στο λεξιλόγιο της αθηναϊκής δημοκρατίας, όποιος θέλει. Ένα τέτοιο δημοκρατικό καθεστώς είναι πραγματικά διαφορετικό ή ανταγωνιστικό προς τις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες όπου η λήψη αποφάσεων και η δημόσια διοίκηση ανατίθενται σε ειδικούς, γραφειοκρατίες και εκλεγμένες πολιτικές ελίτ, αποκλείοντας τον συγκεντρωμένο δήμο από οποιαδήποτε ουσιαστική σύμπραξη στην καθημερινή άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Σε αντίθεση με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, οι «κοινές» δημοκρατίες αναιρούν κάθε σταθερή διαίρεση ανάμεσα σε άρχοντες και αρχόμενους, επιτρέποντας σε καθένα και καθεμία να λάβει μέρος, αν το θέλει, στην πολιτική διαβούλευση, το νομοθετικό έργο, τη διοίκηση και την επιβολή του νόμου στις κοινές υποθέσεις. Η συλλογική αυτοδιαχείριση γίνεται λοιπόν επί της αρχής μια υπόθεση των απλών πολιτών, οποιουδήποτε και οποιασδήποτε. Καθένας/μία μπορεί να προτείνει νομοθετικά και πολιτικά μέτρα σε ανοικτούς χώρους διαβούλευσης, και έχει τη δυνατότητα να αναλάβει αξιώματα στους μηχανισμούς της διοίκησης και τα δικαστήρια.
Εν κατακλείδι, οι ιστορικές μορφές της συμμετοχικής δημοκρατίας και σύγχρονα παραδείγματα κοινωνικής αυτοδιαχείρισης παρέχουν πολλές ενδείξεις και ιδέες που μπορούν να συνδράμουν στη διάνοιξη οδών πολιτικής αυτονομίας πέρα από την ηγεμονική αντιπροσώπευση. Οι πρακτικές της αυτοκυβέρνησης από κοινού που αναπτύσσονται σήμερα στη συνεργατική παραγωγή και τη διαχείριση συλλογικών αγαθών, ανεξάρτητα εν μέρει τόσο από τις κρατικές όσο και από τις αγοραίες εντολές, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να συνυφανθούν σε ευρύτερες ενώσεις σε όλη την κοινωνία για να θέσουν σε κίνηση μια διαδικασία εκδημοκρατισμού από τη βάση.
Σε πολλά διαφορετικά μέρη του κόσμου, από την Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας ως το Βερολίνο και το Αμβούργο, τη Βαρκελώνη και τη Νάπολη της Ιταλίας, κινήσεις πολιτών αντιμάχονται την ιδιωτικοποίηση ζωτικών πόρων όπως το νερό και η ενέργεια. Επιδιώκουν τη συλλογική διαχείρισή τους σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης με την πραγματική συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων. Οργανώνουν νέους συνεταιρισμούς και αυτο-οργανωμένα πολιτικά σχήματα για να αναλάβουν θέσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση και να πραγματοποιήσουν έναν άλλο τρόπο διαχείρισης των κοινών, από τους πολίτες και για τους πολίτες, ισότιμα και με ιδιαίτερη μέριμνα για το περιβάλλον και τη βιώσιμη χρήση των αγαθών της φύσης και του πολιτισμού. Η πολιτική τους πράξη και λογική πηγαίνει πέρα και από τη γραφειοκρατική, ιεραρχική διαχείριση των τοπικών πόρων και της τοπικής αυτοδιοίκησης από δημάρχους και παραδοσιακά δημοτικά σχήματα ή από την αγορά.
Αυτή η διαφορετική δράση των απλών πολιτών για την πραγματική δημοκρατία, τις κοινωνικές ανάγκες και την προστασία του περιβάλλοντας μπορεί να λειτουργήσει ως πραγματικό ανάχωμα ενάντια στην εκποίηση από το κράτος δασών, νερών, παραλιών, εκτάσεων γης και ποικίλων πηγών ενέργειας. Και μπορεί να γίνει η βάση για μια άλλη δημοκρατία των πολιτών για το κοινό καλό, η οποία θα ξεκινάει από το άμεσο, τοπικό επίπεδο και θα ανεβαίνει σταδιακά προς το περιφερειακό και τοπικό επίπεδο με τη δικτύωση και τη συνεργασία των εναλλακτικών σχημάτων τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτό συμβαίνει ήδη σε μεγάλες πόλεις της Ισπανίας, της Ιταλίας και τη Γερμανίας, μεταξύ άλλων. Η επέκταση και ενίσχυση τέτοιων διαφορετικών συλλογικών πολιτικών σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο είναι το μεγάλο στοίχημα για μια άλλη δημοκρατία, της αλληλεγγύης, της οικολογίας, της ισότητας και των κοινωνικών αναγκών στον 21ο αιώνα.
Το 1990 η Elinor Ostrom, πολιτική επιστήμονας στις ΗΠΑ, η οποία θα βραβευθεί αργότερα με το Νόμπελ Οικονομικών, δημοσιεύει το έργο της Η Διαχείριση των Κοινών Πόρων (Governing the Commons, Cambridge University Press, 1990). Σε αυτό αναλύει διεξοδικά διάφορα ιστορικά και σύγχρονα παραδείγματα διαχείρισης φυσικών πόρων –δασών, ψαρότοπων, αρδευτικών δικτύων, βοσκότοπων- από κατά τόπους κοινότητες με θεσμούς άμεσης συμμετοχικής δημοκρατίας και όρους που εξασφαλίζουν ισότητα και δίκαιη κατανομή των πόρων μεταξύ όλων των μελών της κοινότητας. Τα παραδείγματά της εκτείνονται από τη διαχείριση βοσκότοπων στις ελβετικές Άλπεις ως τη συλλογική λειτουργία και νομή αρδευτικών καναλιών στην Ισπανία, ψαρότοπους στην Τουρκία και τις ΗΠΑ κ.α.
Η Ostrom έδειξε ότι οι κατά τόπους κοινότητες έχουν τη γνώση, την εμπειρία και το συμφέρον να διαχειριστούν αυτούς τους πόρους πιο αποτελεσματικά από τις απομακρυσμένες κρατικές γραφειοκρατίες αλλά και ιδιωτικά συμφέροντα που προσβλέπουν στο κέρδος και αδιαφορούν για την οικολογία και τη συντήρηση των φυσικών πόρων. Η συλλογική κοινοτική διαχείριση των πόρων μέσα από θεσμούς άμεσης συμμετοχής όλων των μελών της κοινότητας (ψαράδων, γεωργών, κατοίκων χωριών και κωμοπόλεων) διαμόρφωσε δίκαιους κανόνες χρήσης και νομής που προστατεύουν τα φυσικά οικοσυστήματα και εξασφαλίζουν τη δίκαιη νομή των φυσικών προϊόντων. Αυτή η μορφή συλλογικής διαχείρισης διαφέρει σαφώς και από την κρατική, όπου μια άνωθεν γραφειοκρατία ή ιεραρχία λαμβάνει και επιβάλλει τις αποφάσεις για τους κανόνες διαχείρισης, αλλά και από την ιδιωτική της αγοράς, όπου τους πόρους τους ελέγχουν και τους διαχειρίζονται κατά βούληση ιδιώτες επιχειρηματίες με στόχο το κέρδος.
Τα «κοινά» (commons) ή οι «πόροι κοινής δεξαμενής» (common pool resources) ή η «βασισμένη στα κοινά ομότιμη παραγωγή» αναφέρονται σε ιστορικά ή σύγχρονα σχήματα συλλογικής αυτο-οργάνωσης γύρω από αγαθά τα οποία κατέχει ή/και παράγει συλλογικά μια κοινότητα. Υπάρχουν πολύ διαφορετικά είδη κοινών, από τους φυσικούς κοινούς πόρους (ψαρότοπους, δάση, αρδευτικά κάναλια) ως τα κοινά μέσα παραγωγής σε εργατικούς συνεταιρισμούς, και ψηφιακά κοινά όπως το ανοικτό λογισμικό. Το κρίσιμο είναι ότι τα «κοινά» σημαίνουν κοινούς πόρους τους οποίους διάφορες κοινότητες διαχειρίζονται, παράγουν και διανέμουν από κοινού, μέσα από τη συλλογική συμμετοχή και εξασφαλίζοντας ισότιμη πρόσβαση στα κοινά αγαθά, με τρόπους που ξεφεύγουν από τη λογική και της ατομικής ιδιοκτησίας στην αγορά (με στόχο το κέρδος, σε ανταγωνιστικό πλαίσιο κ.ο.κ) και της δημόσιας-κρατικής ιδιοκτησίας (με την ιεραρχική, συγκεντρωτική και γραφειοκρατική διοίκηση). Οι κοινότητες που κτίζονται με άξονα τα κοινά ανασυστήνουν κοινωνικούς δεσμούς, ικανοποιούν κοινωνικές ανάγκες, προάγουν τη δημοκρατική συμμετοχή και αυτοδιαχείριση στην οικονομία, την πολιτική και άλλα πεδία, και προωθούν νέες ιδέες συνεργατικές παραγωγής και αυτοδιαχείρισης.
H ιστορική αξία αυτών των κοινωνικών κινήσεων και νησίδων έγκειται ακριβώς ότι σε μια εποχή όπου η παγκόσμια ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού έχει διογκώσει σε κοινωνικά αβάστακτο βαθμό τις ανισότητες∙ όπου οι αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες βιώνουν μια χρόνια, οξεία κρίση αντιπροσώπευσης και δημοκρατίας, ενώ οι κοινωνίες αδυνατούν να συγκροτήσουν νέα συλλογικά μέτωπα απέναντι σε άπληστες και καταπιεστικές ελίτ∙ όπου ο οικολογικός βιόκοσμός μας κινδυνεύει να καταστραφεί∙ όπου η παγκόσμια μετανάστευση εξαιτίας των οικολογικών καταστροφών και των παγκόσμιων ανισοτήτων ρίχνει ξανά λάδι στη φωτιά των εθνικισμών, των ρατσισμών και των θρησκευτικών φανατισμών, και όπου δεσπόζει το δόγμα της ΤΙΝΑ («Δεν υπάρχει εναλλακτική») απέναντι στους βασικούς, οικονομικο—πολιτικούς άξονες αυτής της ιστορικής συνθήκης, τα «κοινά» δεν σκιαγραφούν μόνον ξανά το περίγραμμα μιας εναλλακτικής πρότασης απέναντι στο κυρίαρχο κράτος και την αντικοινωνική αγορά, αλλά και την πραγματοποιούν σποραδικά και εν μέρει.
Ανοικοδομούν κοινότητες δράσης και συνεργασίας ανοικτές στη διαφορετικότητα. Ικανοποιούν καθημερινές συλλογικές ανάγκες για τις οποίες αδιαφορεί η «επίσημη» οικονομία και το διαλυμένο κοινωνικό κράτος. Αναβιώνουν μια δημοκρατική πολιτική της συλλογικής σύμπραξης και συναπόφασης. Εφαρμόζουν τρόπους υλικής επιβίωσης και ευζωίας που συμβιώνουν με τα τοπικά και παγκόσμια οικοσυστήματα. Δημιουργούν μορφές προσωπικότητας και κοινωνικών σχέσεων πέρα από τους κυρίαρχους τύπους του καταναλωτισμού, της παθητικότητας και της πολιτικής ανάθεσης σε κυβερνήσεις και αντιπροσώπους που θα «βρουν» τις λύσεις και θα κάνουν πολιτική στη θέση των πολιτών. Τα κοινά είναι μηχανισμοί αντιμετώπισης άμεσων κοινωνικών αναγκών (π.χ. «το νερό για όλους τους πολίτες και όχι για τα ιδιωτικά κέρδη ή όπως ορίζουν οι γραφειοκρατίες»), εστίες συλλογικής αντίστασης στον κρατικό αυταρχισμό και την αρπακτικότητα των αγορών, σχολεία δημοκρατίας και εκπαίδευσης άλλων, υπεύθυνων, ενεργών και αλληλέγγυων πολιτών. Καλλιεργούν τα πρόσωπα και τους χώρους ενός άλλου πολιτισμού και μιας άλλης κοινωνικότητας με ίση ελευθερία, συνεργασία χωρίς εθνικές, φυλετικές και έμφυλες διακρίσεις ή ιδεολογικούς διαχωρισμούς, και συναλληλία μεταξύ των ανθρώπων και των άλλων όντων του πλανήτη.
Για να είναι κοινότητες ελευθερίας, τα κοινά δεν πρέπει να θεμελιώνονται σε οργανικές κοινότητες ουσίας –του έθνους, του αίματος, της αλήθειας, του κληρονομημένου πολιτισμού- αλλά να διαπλάθονται ως κοινότητες ανοικτής, μεταβλητής διάδρασης των διαφόρων ατόμων και ομάδων σε ποικίλα επίπεδα (τοπικό, περιφερειακό, υπερεθνικό, παγκόσμιο, ανάλογα με το αγαθό γύρω από το οποίο ενεργοποιούνται) που δικτυώνονται και συμπράττουν μέσα από ανοικτές πλατφόρμες ή συνελεύσεις. Τα κοινά ως εναλλακτική πρόταση ισότητας και ελευθερίας στην εποχή μας περιλαμβάνουν: α) ανοικτές και πλουραλιστικές κοινότητες, β) αγαθά όπως το νερό, η ενέργεια, ψηφιακά δίκτυα, καλλιτεχνικά έργα, χώρους και κτήρια στην πόλη κ.α. τα οποία οι κοινότητες διαχειρίζονται ισότιμα, συμμετοχικά, δίκαια με βάση τις ανάγκες όλων και με οικολογικά βιώσιμους τρόπους, γ) θεσμούς συμμετοχικής διακυβέρνησης με τους οποίους διεξάγεται η συλλογική διαχείριση και ο ορισμός των κανόνων για τη δημιουργία και τη χρήση των αγαθών. Οι θεσμοί αυτοί είναι θεμελιώδεις για τη συγκρότηση των κοινών με μια λογική πέρα από το σύγχρονο κράτος και την αγορά. Εκφράζουν μια άλλη αντίληψη συμμετοχικής δημοκρατίας με πραγματικό κοινωνικό έλεγχο, λαϊκή εξουσία και ισότητα.
Η ειδοποιός διαφορά των κοινών και, ευρύτερα, των συμμετοχικών δημοκρατιών είναι ότι η πολιτική λήψη αποφάσεων και η διοίκηση καθίστανται μια κοινή υπόθεση με την έννοια που προτάσσουν οι σύγχρονες θεωρίες των «κοινών»: ένα δημόσιο αγαθό προσιτό σε όλα τα μέλη μιας κοινότητας στη βάση της ισότητας. Στην «κοινή δημοκρατία» κάθε πολίτης μπορεί να συμμετάσχει στη συλλογική χάραξη πολιτικής και στην εκτέλεσή της – ὁ βουλόμενος στο λεξιλόγιο της αθηναϊκής δημοκρατίας, όποιος θέλει. Ένα τέτοιο δημοκρατικό καθεστώς είναι πραγματικά διαφορετικό ή ανταγωνιστικό προς τις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες όπου η λήψη αποφάσεων και η δημόσια διοίκηση ανατίθενται σε ειδικούς, γραφειοκρατίες και εκλεγμένες πολιτικές ελίτ, αποκλείοντας τον συγκεντρωμένο δήμο από οποιαδήποτε ουσιαστική σύμπραξη στην καθημερινή άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Σε αντίθεση με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, οι «κοινές» δημοκρατίες αναιρούν κάθε σταθερή διαίρεση ανάμεσα σε άρχοντες και αρχόμενους, επιτρέποντας σε καθένα και καθεμία να λάβει μέρος, αν το θέλει, στην πολιτική διαβούλευση, το νομοθετικό έργο, τη διοίκηση και την επιβολή του νόμου στις κοινές υποθέσεις. Η συλλογική αυτοδιαχείριση γίνεται λοιπόν επί της αρχής μια υπόθεση των απλών πολιτών, οποιουδήποτε και οποιασδήποτε. Καθένας/μία μπορεί να προτείνει νομοθετικά και πολιτικά μέτρα σε ανοικτούς χώρους διαβούλευσης, και έχει τη δυνατότητα να αναλάβει αξιώματα στους μηχανισμούς της διοίκησης και τα δικαστήρια.
Εν κατακλείδι, οι ιστορικές μορφές της συμμετοχικής δημοκρατίας και σύγχρονα παραδείγματα κοινωνικής αυτοδιαχείρισης παρέχουν πολλές ενδείξεις και ιδέες που μπορούν να συνδράμουν στη διάνοιξη οδών πολιτικής αυτονομίας πέρα από την ηγεμονική αντιπροσώπευση. Οι πρακτικές της αυτοκυβέρνησης από κοινού που αναπτύσσονται σήμερα στη συνεργατική παραγωγή και τη διαχείριση συλλογικών αγαθών, ανεξάρτητα εν μέρει τόσο από τις κρατικές όσο και από τις αγοραίες εντολές, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να συνυφανθούν σε ευρύτερες ενώσεις σε όλη την κοινωνία για να θέσουν σε κίνηση μια διαδικασία εκδημοκρατισμού από τη βάση.
Σε πολλά διαφορετικά μέρη του κόσμου, από την Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας ως το Βερολίνο και το Αμβούργο, τη Βαρκελώνη και τη Νάπολη της Ιταλίας, κινήσεις πολιτών αντιμάχονται την ιδιωτικοποίηση ζωτικών πόρων όπως το νερό και η ενέργεια. Επιδιώκουν τη συλλογική διαχείρισή τους σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης με την πραγματική συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων. Οργανώνουν νέους συνεταιρισμούς και αυτο-οργανωμένα πολιτικά σχήματα για να αναλάβουν θέσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση και να πραγματοποιήσουν έναν άλλο τρόπο διαχείρισης των κοινών, από τους πολίτες και για τους πολίτες, ισότιμα και με ιδιαίτερη μέριμνα για το περιβάλλον και τη βιώσιμη χρήση των αγαθών της φύσης και του πολιτισμού. Η πολιτική τους πράξη και λογική πηγαίνει πέρα και από τη γραφειοκρατική, ιεραρχική διαχείριση των τοπικών πόρων και της τοπικής αυτοδιοίκησης από δημάρχους και παραδοσιακά δημοτικά σχήματα ή από την αγορά.
Αυτή η διαφορετική δράση των απλών πολιτών για την πραγματική δημοκρατία, τις κοινωνικές ανάγκες και την προστασία του περιβάλλοντας μπορεί να λειτουργήσει ως πραγματικό ανάχωμα ενάντια στην εκποίηση από το κράτος δασών, νερών, παραλιών, εκτάσεων γης και ποικίλων πηγών ενέργειας. Και μπορεί να γίνει η βάση για μια άλλη δημοκρατία των πολιτών για το κοινό καλό, η οποία θα ξεκινάει από το άμεσο, τοπικό επίπεδο και θα ανεβαίνει σταδιακά προς το περιφερειακό και τοπικό επίπεδο με τη δικτύωση και τη συνεργασία των εναλλακτικών σχημάτων τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτό συμβαίνει ήδη σε μεγάλες πόλεις της Ισπανίας, της Ιταλίας και τη Γερμανίας, μεταξύ άλλων. Η επέκταση και ενίσχυση τέτοιων διαφορετικών συλλογικών πολιτικών σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο είναι το μεγάλο στοίχημα για μια άλλη δημοκρατία, της αλληλεγγύης, της οικολογίας, της ισότητας και των κοινωνικών αναγκών στον 21ο αιώνα.
Αλέξανδρος Κιουπκιολής
*Ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ και ο Ανδρέας Καρίτζης, δρ Φιλοσοφίας θα παρουσιάσουν το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του David Bollier, "Κοινά, μια σύντομη εισαγωγή", εκδόσεις Angelus Novus την Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου και ώρα 7:30 μ.μ. στο bar Manifesto.
*Ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ και ο Ανδρέας Καρίτζης, δρ Φιλοσοφίας θα παρουσιάσουν το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του David Bollier, "Κοινά, μια σύντομη εισαγωγή", εκδόσεις Angelus Novus την Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου και ώρα 7:30 μ.μ. στο bar Manifesto.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου