Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ.....ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ ΨΙΛΟΒΕΛΟΝΗΣ του ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΠΡΑΙΟΥ



Γιώργος Χατζηκυπραίος






Τελευταία συνέχεια...    ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ  ΨΙΛΟΒΕΛΟΝΗΣ
     
Ο κύριος Βησσαρίων δεν επέμεινε να πάρει απάντηση. Έτσι κι αλλιώς είχε πάρει απόφαση ότι θα πήγαινε μαλακά αυτήν την υπόθεση. 
Ο Αστέρης είχε προβληματιστεί με όλη αυτήν την κατάσταση και όταν συναντήθηκαν με την Λούση ήταν αφηρημένος και απόμακρος, πράγμα που δεν ξέφυγε από την προσοχή της.
-Μα θα μου πεις τι έχεις? Αρχίσαμε τα μυστικά τώρα?
-Να.. ξέρεις… είναι λίγο περίεργο, αλλά θα πρέπει να με καταλάβεις. Ξέρεις ο πατέρας μου είναι λίγο... και μια θεία μου του είπε ότι… Κατάλαβες?
-Αστέρη, με δουλεύεις? Τα κοπάνησες πρωί – πρωί? 
-Καλά, καλά! Έχεις δίκιο, λέω αρλούμπες… Λοιπόν άκου! 
Της εξήγησε την κατάσταση με το σπίτι του προσπαθώντας να της εξηγήσει ότι το μυαλό των δικών του είχε σταματήσει κάπου στα μέσα του προηγούμενου αιώνα… ε… και κάπως πιο παλιά…! Τι να της έλεγε ο έρμος? Ότι για την λογική του πατέρα του, την οικογενειακή ευτυχία την καθόριζε το ύψος της προίκας με τελική επισφράγιση από το πανωπροίκι? Η Λούση θα νόμιζε πως βρίσκεται στη ζώνη του λυκόφωτος και ότι οι σκοτεινές δυνάμεις την μετέφεραν κάπου στον μεσαίωνα. Της το έφερε όσο πιο μαλακά γίνεται μέχρι που η άλλη έδειξε σημάδια αντίληψης. Μετά το πρώτο σοκ και τους υπερεκατό όρκους του Αστέρη ότι την αγαπάει περισσότερο κι απ’ τη ζωή του κι ότι δεν συμμερίζεται καμιά απ’ αυτές τις χοντράδες της οικογένειάς του, άρχισαν να συζητούν το θέμα μπας και βρουν κάποια λύση, μιας και η πολεμική με το σπίτι κατά την φοιτητική περίοδο δεν είναι και ό,τι καλύτερο.
-Να λέγαμε ότι τα χαλάσαμε?
-Μπα κι αν μας ξαναδεί κανένα μάτι σαν της θείας μου της Τέτας?
-…Την ατυχία μου..!
Το πράγμα έδειχνε άβολο κι εκνευριστικό, δηλαδή. Αν είναι δυνατόν στις μέρες μας να συζητούν τέτοια θέματα. Να παθαίνεις μπλακ άουτ… Πως ν’ αντιμετωπίσεις τέτοιο συντηρητισμό..? Στο τέλος φάνηκε ότι στο μυαλό της Λούση γυρνούσε κάποια ιδέα.. 
-Αστέρη, είπες ότι είναι συντηρητικοί έτσι?
- Ναι όσο δεν φαντάζεσαι. Όμως εγώ…
-Έλα παραπονιάρη, δεν λέω για σένα .. Λοιπόν άκου τι θα κάνουμε. Αλλά πρώτ’ απ’ όλα για πες μου μπορείς να κάνεις την αδερφή?
-Ε???!!!
-Στα ψέματα, ρε παιδί μου! Δεν είπαμε να το πιστέψεις κιόλας..
-Για εξήγησε μου να καταλάβω που το πας? 
-Λοιπόν άκου τι σκέφτηκα. Ο πατέρας σου, σαν γνήσιος συντηρητικός, θα καμαρώνει για τον άντρακλα, το γιο του. Έτσι?
-Ε.. πως… καμαρώνει. Με το δίκιο του, ο άνθρωπος!!!
-Έλα Σταλόνε, ξεκόλλα… Άκου τι θα κάνουμε: Θα πεις στον πατέρα σου ότι εσύ κι εγώ είμαστε απλοί φίλοι και ότι οι γυναίκες δεν σ’ ενδιαφέρουν καθόλου και ότι απορείς τι βρίσκουν σ’ αυτές οι άντρες. Μην ξεχάσεις να του πεις ότι εγώ σε μαθαίνω θεατρική κίνηση και ότι σου αρέσει όπως περπατούν τα μανεκέν στην πασαρέλα ή ό,τι σου έρθει τέλος πάντων, που να τον βάλουν σε υποψίες ότι είσαι γκέι.
-Δεν είμαστε με τα καλά μας!




-Άκου που σου λέω! Σ’ αυτά τα πράγματα οι παραδοσιακοί πατεράδες είναι πολύ ευαίσθητοι…
-Καλά… και μετά τι βλέπεις να γίνεται?
-Κλείσε εκεί την κουβέντα και από κει και πέρα θ’ αναλάβω εγώ.
Ο Αστέρης την επόμενη μέρα, πιστός στην υπόσχεση του, ενημέρωσε τον πατέρα του ότι με τη Λούση έχουν μια πολύ καλή φιλία (λίγο ακόμα και θα του έλεγε ότι είναι πρώτες φιλενάδες) πως τον μαθαίνει θεατρική κίνηση και ,προς επίδειξη, φρόντισε να κάνει μερικά βήματα σαν γαζέλα της πασαρέλας ρωτώντας με νόημα τον πατέρα του αν κατάλαβε ή αν ήθελε να συνεχίσουν την κουβέντα. 
Όχι δεν ήθελε!! Φοβόταν για το τι θ’ άκουγε και τον έκοψε κρύος ιδρώτας. 
Μεγάλη ταραχή ξέσπασε στο κεφάλι του κυρίου Βησσαρίωνα! Αισθάνονταν το πάτωμα να φεύγει κάτω από τα πόδια του. Έφυγε ο γιος του κι αυτός έμεινε για αρκετή ώρα μόνος με σβηστά τα φώτα και σκυμμένο το κεφάλι. Προσπαθούσε να καταλάβει τι στραβό είχαν κάνει και τους βγήκε το παιδί… Μανταλένα!! Στο δρόμο για το σπίτι παραμιλούσε:
-Τι μου ‘κανες, μωρέ Αστέρη… Τώρα εγώ θα γίνω Αστέρω και θα πάρω τα βουνά από την ντροπή μου! 
Γυρνώντας στο σπίτι τον περίμενε η Ματούλα όλο αγωνία να τον ρωτήσει πως πήγε η κουβέντα τους. Αυτός γρύλισε κάτι μέσ’ απ’ τα δόντια του για να της κόψει την κουβέντα, πράγμα που την εξόργισε. Άρχισε λοιπόν να φωνάζει ότι δεν την υπολογίζει κι ότι δεν είναι κανένα θύμα αυτή σαν κι αυτά που ξέρει κι αν δεν της έλεγε αλίμονό του. Εκεί ξέσπασε όλη η ένταση και ο εκνευρισμός του. Άρπαξε απ’ τα χέρια της το πιάτο με τη φακή και το εκσφενδόνισε σ’ ένα σερβάν που είχε η Ματούλα από την γιαγιά της (ναι αντίκα, φτιαγμένο όλο στο χέρι από Φλωρεντίνους μαστόρους. Όλο μαρκετερί!!!) 
-Το σόι σου μέσα και τους κουνιστούς που έχει βγάλει!!!




-Εμένα λες? Το σόι μας έχει βγάλει άντρες! Ο παππούς μου ο Ζήνων ήταν αντάρτης με τον Ζέρβα! 
-Ναι κι ο ξάδερφος σου ο Λάκης? Όλοι ξέρουν ότι είναι κορδελιάστρα!
-Ενώ εσείς Ε? Ξέχασες τον θείο σου τον Βάκη που τον έπιασαν με ‘κείνον τον μπετατζή? Έτσι?? 
Το υπόλοιπο βράδυ κύλισε ήσυχα. Είχαν κλειστεί σε διαφορετικά δωμάτια κι έκλαιγαν τη μοίρα τους για το κακό που τους βρήκε. Όταν γύρισε ο Αστέρης τον περίμεναν με χαμόγελα σα να μη συνέβαινε τίποτα, μπας και χάσουν την επικοινωνία με το παιδί τους και τότε ήταν σίγουρο ότι θα το έχαναν για πάντα. Αυτός ωστόσο κατάλαβε τι είχε προηγηθεί γιατί τα σημάδια της φακής στο σερβάν παρέμεναν ως ακλόνητα στοιχεία της μάχης που είχε προηγηθεί. Έκανε ότι δεν κατάλαβε και για να ξεφύγει την κουβέντα, είπε πως έπρεπε να διαβάσει για ένα μάθημα που κινδύνευε να κοπεί. 
Μετά από δυο μέρες κατέφθασε η Λούση στο καφεκοπτείο του κυρίου Ψιλοβελώνη πως τάχα έφερε ένα βιβλίο της σχολής στον Αστέρη. Χωρίς το σκουλαρίκι στη μύτη και με τρόπους που θα τους ζήλευε και μαθήτρια από την σχολή Καρμελιτισσών. Ο κύριος Βησσαρίων έσπευσε να την υποδεχτεί με χαμόγελα και ρεβεράντζες, βλέποντας την ευκαιρία να την ψαρέψει μπας και καταλάβει τι τρέχει με το γιο του. 
-Ο Αστέρης, μου είπε ότι κάνετε καλή παρέα…
-Α, κύριε Ψιλοβελώνη, έχετε ένα παιδί σπάνιου χαρακτήρα. Εξαιρετικά ευαίσθητος άνθρωπος και μεγάλο ταλέντο στην θεατρική κίνηση!
Εκεί του ήρθε μια ζάλη αλλά συγκρατήθηκε. « Άκου θεατρική κίνηση? Κουνίστρα δηλαδή!!!» 
Το πράγμα δεν σήκωνε αναβολή έπρεπε να βγάλει κάτι από τούτη την κουβέντα. Έτσι κι αλλιώς φαίνεται ότι τούτη ‘δω η μικρή είναι πολύ κοντά του και όλο και κάτι θα έχει καταλάβει…
-Δε μου λες, βρε κορίτσι μου, έχεις διακρίνει κάποια περίεργη συμπεριφορά στο γιο μου? 
-Δηλαδή? Τι εννοείτε όταν λέτε ¨περίεργη συμπεριφορά¨?
Εκεί ζορίστηκε πολύ… Πάρα πολύ!! Αλλά και τι να κάνει? Έπρεπε να συνεχίσει την κουβέντα.
-Να.. σου φαίνεται ότι… πώς να το πω… ότι δεν είναι αρκετά αρσενικός?
Η Λούση άρχισε να το διασκεδάζει με την ψυχή της. Δεν τους πήγαινε του συντηρητικούς και βρήκε την ευκαιρία να κάνει νουμεράκια σ’ έναν απ’ αυτούς.
-Τι να σας πω… δεν το ‘χω σκεφτεί καθόλου. Τώρα που το λέτε… πράγματι έχετε δίκιο. Δεν δείχνει και μεγάλο ενδιαφέρον για τα κορίτσια… 
-…Μήπως… για τα αγόρια…? 
-Δεν μου πέρασε απ’ το νου κάτι τέτοιο… Αν και δεν συζητούμε αυτά τα πράγματα. Με τον Αστέρη λέμε μόνο για θέματα της σχολής και για το θέατρο. 
-Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη?
-Ό,τι θέλετε!
-Θα μπορούσες να κάνεις μια συζήτηση μαζί του για τα θέματα των σχέσεων κλπ. Εσύ είσαι στην ηλικία του και θα μιλήσει πιο εύκολα μαζί σου. 




Τέτοιο sms δεν είχε πάρει ξανά ο Αστέρης το κοίταζε, το ξανακοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει:
«Θρίαμβος! Ο πατέρας σου θέλει να σε ψαρέψω. Είσαι επισήμως, τσιπούρα!» 
Τα υπόλοιπα τα είπαν από κοντά στην καφετερία ¨ο διάδρομος¨ που είχε ήσυχο κοινό, έβαζε και καμιά μουσική της προκοπής χωρίς να σου παίρνει τ’ αυτιά. Η πρόταση της Λούση ήταν ότι έπρεπε να πειστεί ο κύριος Βησσαρίων πως ο γιος του είχε αποξεχάσει την σεξουαλικότητά του και ότι υπάρχουν κι άλλοι ανησυχητικοί παράγοντες που δεν τον αφήνουν ν’ αποφασίσει τι τελικά θέλει να κάνει στη ζωή του.
-Μα δεν είναι λίγο χαζό να παριστάνω το μπερδεμένο δεκατετράχρονο?
-Έχω το σχέδιό μου, σου λέω. Θα δεις!
Μετά από μια εβδομάδα η Λούση, με παρόμοια περιβολή σχολής καλογραιών, πέρασε από καφεκοπτείο με τον κύριο Βησσαρίωνα να τρέχει να την υποδεχτεί με χαμόγελα και κεράσματα. Έκλεισε και το μαγαζί ¨για το μεσημεριανό¨. Σχεδόν με το ζόρι, την πήρε να της κάνει το τραπέζι σε κοντινό εστιατόριο, που δεν έπρεπε να του αρνηθεί επ’ ουδενί. «Κάτι ψάρια, μοσχοβολούν θάλασσα» Ήταν αποφασισμένος μέχρι αστακό να την ταΐσει για να της αποσπάσει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε. Πράγματι η Λούση ήταν λαλίστατη και περιέγραφε τα ενδιαφέροντα του Αστέρη με πάσα λεπτομέρεια, αποφεύγοντας ωστόσο τα ¨επίμαχα¨ σημεία.
-Ναι, βρε κορίτσι μου, τα ξέρω αυτά! Για το «άλλο» δεν του ‘φερες την κουβέντα?
-Πως αμέ!
-Ε, πες το και μ’ έσκασες!!
-Τι να σας πω κύριε Βησσαρίων… τζίφος.
-Δηλαδή?!
-Φαίνεται ¨κάτι¨ να μην έχει ξυπνήσει μέσα του. Τον έχει απορροφήσει πολύ η σχολή αλλά και κάτι ακόμη που δεν ξέρω πως θα το βλέπατε εσείς…
-Τι πράγμα? Πες μου ό,τι είναι θέλω να το ξέρω!!
-Βλέπω ότι από καιρό έχει δώσει όλη την προσοχή του σε κάποια βιβλία αγιορειτών μοναχών. Κάθεται στην βιβλιοθήκη και τα διαβάζει με τις ώρες..
Εδώ του ήρθε δεύτερος ταμπλάς! Τελικά αυτό ήταν το μυστήριο. Δεν ήταν αδελφή αλλά το πάει για καλόγερος. Π’ ανάθεμά σε Ματούλα, με τα κατηχητικά σου , μου το ‘φαγες το παιδί! Δε θα γυρίσω στο σπίτι? Καυσόξυλα θα της το κάνω το σερβάν!!! 
Την κοιτούσε συνοφρυωμένος με το χέρι μετέωρο στον αέρα, πράγμα που παραξένεψε τη Λούση. Γιατί τόσος πανικός? Ποτέ δεν θα μπορούσε να καταλάβει… Μόνο ο ίδιος ήξερε τον πόνο του. Η περιουσία, το θησαυροφυλάκιο των Ψιλοβελωναίων, δωρεά σε κάποιο μοναστήρι!!




-…Την ατυχία μου! Του ξέφυγε φωναχτά.
Όπως το φαντάστηκε! Ο κύριος Βησσαρίων αντιμετώπιζε με τρόμο την πιθανότητα να βρεθεί ο γιος του καλόγερος σε καμιά αγιορείτικη μονή. Με δήθεν αφελές ύφος, άρχισε να… του ξύνει την πληγή. 
-Μα γιατί ανησυχείτε, κύριε Βησσαρίων. Είναι σημαντικό πράγμα ο μοναστικός βίος! Όχι βέβαια πως εγώ συμφωνώ με κάτι τέτοιο… Να πηγαίνουν χαμένες οι ζωές τόσο σημαντικών ανθρώπων, όπως ο Αστέρης με υψηλή ευφυΐα και αδαμάντινο χαρακτήρα. Ε… και τόσο ευπαρουσίαστος άντρας… 
Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Ακαριαία είδε την ευκαιρία και δεν εννοούσε να την αφήσει να πάει χαμένη
-Δεν μου λες Λούση μου, εγώ… να… σαν πατέρας στο λέω. Εσύ δηλαδή πως θα έβλεπες τον Αστέρη?
-Σαν ένα πολύ καλό φίλο.
-Μόνο?!!
-…Τι να σας πω. Βέβαια είναι ένας λαμπρός άνθρωπος… αλλά…
Αμάν αυτό το «αλλά»!! Σκέφτηκε ο πικραμένος πατέρας, μαχαίρι να ήταν θα πονούσε λιγότερο. Να σου λένε για τον άντρακλα, τον γιο σου.. "αλλά"!
-… Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, συνέχισε η Λούση. Τώρα που μου το αναφέρετε έχετε δίκιο!
¨Ουφ! Αυτό ήταν? Είπα κι εγώ…¨
Το πρόσωπό του είχε την έκφραση του ανθρώπου που του έδωσαν χάρη λίγο πριν πέσει το λεπίδι της γκιλοτίνας. Τελικά αυτή η Λούση δεν ήταν το κακό κορίτσι που έλεγε η χαζο – Ματούλα. Αντιθέτως ήταν μια χαρά άτομο σοβαρό και μετρημένο!
-Δηλαδή.. θα έβλεπες ότι μπορεί ν’ αναπτυχθεί ένα φλερτ ανάμεσά σας?
-Μα τι λέτε, κύριε Ψιλοβελώνη? Αν είναι δυνατόν?!!! 
-Ε, πως… τώρα δεν είπες ότι ο γιος μου είναι άνθρωπος αδαμάντινου χαρακτήρα και ευφυής? Για να μην πούμε και για το ¨ευπαρουσίαστος¨… έτσι δεν είναι? 
-Μα.. να σας πω… δεν το σκέφτηκα έτσι…
-Ε, γιατί δεν το σκέφτεσαι?! 
Η Λούση κατέβασε το κεφάλι σεμνά.
-Με τιμά η εμπιστοσύνη σας… 
Στον δρόμο για το σπίτι ο κύριος Βησσαρίων αισθάνονταν ανάλαφρος σαν πουλάκι. Ο γιος του, το καμάρι του, πρώτ’ απ’ όλα δεν ήταν κουδουνίστρα!! Και δεύτερον για όλα τα υπόλοιπα έφταιγε η Ματούλα! Με την βλακεία που την διέκρινε, πήγαινε το παιδί σ’ εκείνα τα κατηχητικά και τώρα κοντεύουν να το χάσουν.
Ώρα είναι να τον ψάχνω σε κάνα μοναστήρι σαν πατέρα Αστέριο. Να του φιλάω και το χέρι!! Τέλος πάντων.. ας ελπίσουμε ότι θα τον τραβήξει η Λούση απ’ όλα τούτα και θα τον κάνει ξανά φυσιολογικό άνθρωπο. Άντε για την ώρα θα την γλιτώσει και το σερβάν της Ματούλας. Αλλά αν συνεχίσει να κατηγορεί την Λούση, θα της το κάνω οδοντογλυφίδες!




Όλα πολύ καλά και οι αφήγηση της Λούση πολύ καλή αλλά ο Αστέρης, εκτιμώντας την κατάσταση και με την μέχρι τώρα, οικογενειακή πείρα δεν μπορούσε να επαναπαυθεί με την πρόσκαιρη αντίδραση του πατέρα του. Ήξερε ότι μετά από λίγο θα επανεξέταζε την κατάσταση και ποιος ξέρει που θα τον οδηγούσε η… αναθεώρηση των πραγμάτων. Έπρεπε να πειστεί και η κυρία Ματούλα ότι το βλαστάρι της όδευε προς τον μοναστικό βίο και μάλιστα στο άβατο του αγίου όρους, όπου δε υπήρχε περίπτωση να τον ξαναδεί εφ’ όρου ζωής! Την μεθεπομένη της ¨επιτυχίας¨ του πατέρα του γύρισε στο σπίτι μ’ ένα κομποσκοίνι περασμένο στον καρπό του χεριού του και ¨ξέχασε¨ δήθεν επάνω στο τραπεζάκι της εισόδου δυο βιβλία με βίους αγίων και ένα φάκελο. Φυσικά η πονεμένη μάνα φρόντισε ν’ ανοίξει προσεχτικά τον φάκελο για να βρεθεί στα χέρια της μια επιστολή με σταυρουδάκια που έγραφε: Εν Χριστώ αδελφέ ημών, συ αναμένομεν μετά χριστιανικής προσμονής όπως συ ενημερώσομεν δια την χάριν του μοναστικού βίου και δη περί του μοναστικού ασκητισμού. 
Οι αδελφοί σου της Μονής …Τάδε
Η κυρία Ματούλα σωριάστηκε στον καναπέ για να μην καταρρεύσει εκεί μπροστά στην είσοδο. Δηλαδή όχι μόνο καλόγερος αλλά και ασκητής! Πάει το παιδί!!!! 
-ΒΗΣΣΑΡΊΩΝ ΤΡΈΧΑ!!!! 
Στην θέα της επιστολής, ο βασανισμένος πατέρας κατέρρευσε δίπλα στη σύζυγό του βλαστημώντας βαρύτατα αυτήν και τα κατηχητικά της, για να καταλήξει:
-Αλλά δεν φταίει κανείς άλλος. Εγώ φταίω που σ’ άφηνα να κάνεις ό,τι σου κατέβει στο κεφάλι και να τα τώρα τ’ αποτελέσματα!! 
-Βησσαρίων! Μια λέξη ακόμη και σου σπάζω το κεφάλι, να πίνουν οι κότες νερό!! Εσύ δε μου ‘λεγες να πηγαίνω το παιδί στο κατηχητικό γιατί ¨καλόν είναι να μας δει με καλό μάτι ο πάτερ Παχώμιος που είναι και αρχιμανδρίτης¨? Τα ξέχασες?!!!
Ωχ, δίκιο έχει, σκέφτηκε βλέποντας να καταρρέει όλο το κατηγορητήριο, της μέχρι πριν ένα λεπτό, ένοχης κυρίας Ματούλας.
Μετά το πρώτο σοκ έβαλαν κάτω τα πράγματα και αποφάσισαν ότι τώρα παρά ποτέ είναι ανάγκη να ζητήσουν την βοήθεια εκείνου του άγιου κοριτσιού, την Λούση, μπας και το σώσουν το παιδί.
Η αποφασιστική συνάντηση του ζεύγους Ψιλοβελώνη έλαβε χώρα σε παράμερη καφετερία. Το ύφος τους την έκανε να τους λυπηθεί. Το παρατραβήξαμε και ‘μείς, σκέφτηκε αλλά ύστερα απ’ αυτά που της είχε πει ο Αστέρης για την νοοτροπία τους, αποφάσισε ν’ ακολουθήσει άτεγκτη γραμμή.
-Τι να σας πω… εγώ έκανα ό,τι μπορούσα. Βέβαια βλέπω ότι ενδιαφέρεται για μένα αλλά πρέπει ν’ αλληλογραφεί και με κάποια μονή στην οποία σκέπτεται να πάει!
-Ναι, ναι, αναφώνησε η κυρία Ματούλα, μ’ αυτό τι θα κάνουμε?!



Να σας πω τι σκέφτηκα, αλλά θέλω να συμφωνείτε και σεις, Έχω ένα ξάδελφο νταλικέρη, θα τον παρακαλέσω, στα πόδια του θα πέσω  να πάρει τον Αστέρη και να τον πάει σε τίποτα πονηρά μπαράκια για να ξεφύγει ο νους του από τις μονές κι όλα αυτά τα πράγματα.
-Είπες θα πέσεις στα πόδια του ξαδέλφου σου…?
-Ε… τι να κάνω…
-Τον αγαπάς λοιπόν τον Αστέρη!!
Η Λούση κατέβασε σεμνά το κεφάλι καταφέρνοντας ακόμα και να κοκκινίσει σαν παντζάρι. Τι ταλέντο αυτό το κορίτσι. Μεγάλο αστέρα έχασε το θέατρο!!
-Ναι να το κάνεις κορίτσι μου, είπε ο κύριος Βησσαρίων, που δεν είχε περάσει ούτε απ’ έξω από τούτα τα μπαράκια, και τα έξοδα όλα δικά μου. Μόνο, βρε παιδάκι μου, μη από καλογεροδωσμένο τον κάνουμε μπαρόβιο… 
-Ε όχι βέβαια, αντέταξε η Λούση. Όχι να τον γλιτώσω από τους καλόγερους και να μου τον πάρει καμιά παρδαλή!! 
-Έτσι μπράβο κορίτσι μου, ενθουσιάστηκε η κυρία Ματούλα…
Όταν σηκώθηκαν για να φύγουν, αγκάλιασαν κι οι δυο τους και φίλησαν τη Λούση. 
Την μόνη τους ελπίδα!!!
Που μετά από λίγο καιρό την υποδέχτηκαν στο σπίτι όταν την έφερε ο Αστέρης Που αν τολμούσε να ξεγελάσει, αυτό το καλό κορίτσι θα τον αποκλήρωναν!!
-Ακούς κακομοίρη μου?! Τη Λούση και τα μάτια σου!!!           Γ. Χ.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χρυσές Συνταγές Χρυσές Συνταγές Πάω για τρίτη δόση! Κουραμπιέδες λαδιού που λιώνουν στο στόμα!

Χρυσές Συνταγές Πάω για τρίτη δόση! Κουραμπιέδες λαδιού που λιώνουν στο στόμα! Published   13 ώρες ago   on   23 Νοεμβρίου, 2024 By   Χρυσές...