Γιώργος Χατζηκυπραίος
Κοινόχρηστο δημόσια - 5:57 μ.μ.Είναι κάποιες φορές, βρε παιδί μου, που ο άνθρωπος παγώνει τον χρόνο και βάζει σελιδοδείχτη στις αναμνήσεις του. Το κακό είναι ότι τούτοι οι σελιδοδείχτες μπαίνουν στα άσχημα. Τα καλά στριμώχνονται ανάμεσά τους και χάνονται. Δε βαριέσαι, τα καλά παριστάνουν το μαξιλάρι που απαλύνει τις συγκρούσεις. Αν δεν ήταν κι αυτά θα είχαμε συνθλιβεί σα μυρμήγκια κάτω απ’ τις σόλες μιας σαρανταποδαρούσας ζωής. Είναι φορές που θέλεις να κάνεις το πιο απλό, να σκεφτείς κάποιες όμορφες στιγμές της ζωής σου και πάνω που αρχίζεις να το διασκεδάζεις, να την η σόλα. Έρχεται και σου τσαλαπατάει την ανάμνηση. Ε, εκεί είναι που σε πιάνει το πείσμα, λες, άει στο διάολο θαρρείς ότι θα σε φοβηθώ. Όχι βέβαια! Καβαλάς λοιπόν τον ταύρο και τον πιάνεις απ’ τα κέρατα. Έτσι νικιούνται οι φόβοι!
Για τους πολλούς, που ζούσαν τις καθημερινές ζωές τους και είχαν την πολυτέλεια των ανέξοδων τσαμπουκάδων. Μα όχι για τον Μάρκο.
Γι’ αυτόν ο φόβος λέγονταν ανάμνηση της πρώτης φυγής και συνοψίζονταν στον ψυχιατρικό όρο ανασφάλεια. Όταν πολύ μικρός έχασε την ασφάλεια και την σιγουριά της οικογένειας, του σπιτιού, της τακτοποιημένης ζωής του και βρέθηκε να παλεύει μ’ ένα σκοτεινό αύριο και πολλές ενοχές που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί υπήρχαν γύρω και μέσα του. Ήταν πρόσφυγας της ζωής του κι ας μην ήξερε τι ήταν αυτό. Σάμπως ξέρουν οι πρόσφυγες γιατί πρέπει να τρέχουν να σώσουν το τομάρι τους; Άλλοι τ’ αποφασίζουν! Κι αυτοί με τ΄ απομεινάρια της ζωής τους, θαλασσοπνίγονται μπας και βρουν κάποιο τόπο ν’ απαγκιάσουν. Ίσως γι’ αυτό οι πρόσφυγες δεν δένονται με πράγματα παρά μόνο με ανθρώπους. Όταν τρέχεις για να σώσεις τη ζωή σου, τότε καταλαβαίνεις τι είναι σημαντικό σ’ αυτή τη Γη. Ο τόπος π’ άφησες είναι η μόνη πατρίδα και ταυτόχρονα ένα ιδανικό που δεν θα ξαναβρείς. Όχι μόνο γιατί κάποιοι στο διέλυσαν αλλά πιο πολύ γιατί οι αναμνήσεις σου έχουν να κάνουν μ’ ευτυχισμένες μέρες μιας παιδικής ξενοιασιάς που δεν θα ξαναζήσεις.
Τώρα πια είσαι ο πρόσφυγας που όλοι αγαπούν και κανένας δεν θέλει…
Έτσι κι ο Μάρκος, ήξερε ότι οι αναμνήσεις του αντιστοιχούσαν σε πιτσιρίκο κι αυτός εξαναγκάστηκε μέσα σε λίγες μέρες να μεγαλώσει. Τον ωρίμασε η ανάγκη να διαμορφώσει μια συμπεριφορά που αντιστοιχούσε στην τρέχουσα κατάσταση κι αυτή η κατάσταση δεν χωρούσε την παιδικότητα της ηλικίας του.
Αυτήν την είχε αντικαταστήσει με τις στιγμές που χάνονταν μέσα στη σκέψη του, εκεί που έφτιαχνε τα δικά του παραμύθια χωρίς κάστρα και πριγκιποπούλες, μα με δρόμους ατέλειωτους που πλήγιαζαν τα πόδια του. Αληθινά παραμύθια έτσι όπως τα ‘θελε ο ίδιος μιας και τα παραμύθια για πρόσφυγες δεν έχουν εφευρεθεί ακόμα. Αυτοί πρέπει να είναι διαρκώς προσγειωμένοι. Ενδεχόμενη απώλεια επαφής με το στέρεο έδαφος είναι πέρα πάσης συζητήσεως. Όποιος ζει πιασμένος στο φτερό του ανεμόμυλου δεν μπορεί να φαντάζεται τις δικές του πτήσεις. Αυτές τις κανονίζει η τροχιά του φτερού. Απλά έμαθε ότι για όλα έπρεπε να παλεύει, να διεκδικεί και για να το πετύχει προπονούνταν στα πεδία των μαχών της φαντασίας του.
Όταν η ζωή που σου ετοιμάζουν είναι πάλη, τότε μαθαίνεις να παλεύεις με την φαντασία σου. Χτίζεις τον αντίπαλο σ’ όλα τα πιθανά πρότυπα κι ύστερα τον βάζεις να στέκεται απέναντί σου στο πεδίο μιας πιθανής καθημερινότητας δίνοντας επικές μάχες. Να κάτι τέτοια παραμύθια ζούσε…
Μόνο που τούτος εδώ ο πρόσφυγας δεν ήξερε τον μεγάλο του εχθρό. Την ανασφάλειά του.
Αυτή που του υπαγόρευε και τα μεγαλύτερα λάθη.
Εκείνο που δεν ήξερε αν έκανε λάθος ή τον υποχρέωνε κάποιος ψυχαναγκασμός, ήταν μια εσωτερική παρόρμηση φυγής. Του ήταν αδύνατον να νοιώσει ότι με κάποιο τρόπο παγιδεύτηκε. Ίσως κάτι απ’ τα παλιά ή από τις συνέπειες της ζωής που είχε ζήσει, τον εξανάγκαζε να κλείνει εκείνο το κεφάλαιο και να εξαφανίζεται ή ακόμα και να δραπετεύει από την ίδια του τη ζωή.
Αρκεί να ένοιωθε ότι τον γυρόφερνε μια παγίδα που απειλούσε να τον κλείσει μέσα της κι έκανε σαν τρομαγμένο αγρίμι. Έφευγε τρέχοντας χωρίς να γυρίσει πίσω το κεφάλι. Όχι πως τον έσωνε το φευγιό, κάθε άλλο! Οι αιτίες που τον έκαναν να τρέχει δεν είχαν μόνο δεσμεύσεις αλλά και όλα εκείνα τα συστατικά που πλέκουν τις ζωές των ανθρώπων. Άλλοτε ένας φίλος που χρειάστηκε να τον ξεκόψει γιατί τον δέσμευε σε μόνιμες καταστάσεις, άλλοτε μια κοπελιά που χάιδευε με χαμόγελα την τρομαγμένη του ψυχή αλλά δεν μπορούσε να δώσει συνέχεια γιατί την έβλεπε σαν το τυρί στη φάκα και όχι… αυτές τις φάκες δεν τις άντεχε για τίποτα στον κόσμο. Μπορείς να πεις ότι έπασχε από μια μορφή αισθηματικής κλειστοφοβίας, αν μπορούσε να υπάρξει τέτοιος όρος.
Ιδιότυπη περίπτωση πρόσφυγα που δεν δένεται με πράγματα και φοβάται να δεθεί με ανθρώπους. Με μια πατρίδα που την νοσταλγούσε αλλά δεν ήθελε να την ξαναδεί κι ευτυχισμένες μέρες που ήθελε να ξεχάσει. Λες και η ευτυχία ήταν αρρώστια ή ο απαγορευμένος καρπός.
Γ.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου