Κεφάλαια 17 και 18
17) Αχ, μωρέ κυρ- Στέλιο!
18) Γάμος με επιστράτευση
>>>>>> ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
(Θα σας εφιστούσα την προσοχή στο 17 ο κεφάλαιο)
Πάντως, για έναν περίεργο λόγο, η Τούλα έτρεχε πολύ γρήγορα την ¨υπόθεση¨ Άσε που πρότεινε να βιαστούν και λίγο – γιατί μια δουλειά που είναι να γίνει-
Αυτό το τελευταίο τον παραξένεψε τον Βασίλη. Εδώ ήταν πρόθυμη ν’ αναβάλει δυο και τρεις φορές τον γάμο του Νίκου και τώρα με την Ευτέρπη που της είχε και αδυναμία… Δεν κρατήθηκε και της έφερε την κουβέντα.
-Πως έτσι, ρε Τούλα και μας έπιασαν οι βιασύνες; Έτσι που τρέχεις, δεν θα προλάβεις να προσκαλέσεις τον Ωνάση και τον Νιάρχο.
-Άσε τις ειρωνείες, γιατί αν αργήσουμε κι άλλο θα κάνει μπαμ η νύφη!
-Ωχ.. Αμάν.. την.. την..;!
-Άσε τα ωχ και τα αμάν και κλείσ’ το στόμα. Τι να κάνουν τα παιδιά; Ερωτευμένα είναι!
-Ε το ‘να φέρνει τ’ άλλο.
Βουρ, λοιπόν να τελειώνει κι αυτή η δουλειά, για να της κάνει το νυφικό δηλαδή μην πάνε στον παπά με φόρεμα εγκυμοσύνης..
Ο Βασίλης το γλεντούσε με την ψυχή του. Από κει που η Τούλα λογάριαζε να κάνει τους γάμους του αιώνος, έτρεχαν να προλάβουν τις συνέπειες του.. αρραβώνος.
Έφτασε στο γραφείο κεφάτος, έτοιμος να τρελάνει τον Μίλτο στα πειράγματα. Ήξερε ότι ήταν ντροπαλός και μπλοκάριζε με κάτι τέτοια. Εκεί που μιλούσε κοκκίνιζε μέχρι τ’ αυτιά και ρετάριζε.
Αλλά δεν του βγήκαν τα σχέδια. Ο Μίλτος δεν είχε έρθει στο γραφείο.
Μια κοπέλα που είχαν πάρει, για να σηκώνει το τηλέφωνο όταν λείπουν, τον πληροφόρησε ότι πήρε ο κύριος Μίλτος και είπε, αν έχετε την καλοσύνη, να πάτε από το σπίτι γιατί είναι κάτι πολύ επείγον.
Παραξενεύτηκε. Δεν τον είχε συνηθίσει, ο Μίλτος σε κάτι τέτοια και δεν ήξερε τι να υποθέσει. Άρχισαν να του περνούν διάφορα απ’ το μυαλό.
«Έχει γούστο να θέλει να κάνει πίσω, τώρα. Αμ δεν είναι έτσι κύριε Μίλτο! Τώρα θα γίνεις πατέρας. Πρέπει ν’ αναλάβεις τις ευθύνες σου. Αυτά τα πράγματα έχουν συνέπειες. Συνέπειες και ευθύνες!»
Αλλά και πάλι, ο Μίλτος δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος και την Ευτέρπη την λάτρευε. Την κοιτούσε και ξελιγώνονταν. Όταν ήταν αυτή μπροστά, ούτε άκουγε ούτε έβλεπε κανέναν άλλον. Κοιτούσε τα αλλήθωρα μάτια της και χάνονταν ο κόσμος όλος. Κάτι άλλο θα έπρεπε να είχε συμβεί.
Έφτασε στο σπίτι και χτύπησε την πόρτα. Από μέσα ακούστηκε η φωνή του Μίλτου σιγανή, διστακτική. Μετά άνοιξε. Ήταν χλομός, τα μάτια του κατακόκκινα και πρησμένα, σημάδι ότι είχε κλάψει. Πιο μέσα η κυρά - Μάρθα, με σκυφτό το κεφάλι, είχε κρύψει το πρόσωπό της σ’ ένα μαντήλι και σφάδαζε βουβά.
Δεν χρειάστηκαν πολλά λόγια. Ο πατέρας του. Είπαν η καρδιά. Θα τον έφερναν στην Ραφήνα και να πήγαιναν από κει να παραλάβουν τον νεκρό.
Ξανά το κουδούνι. Αυτήν την φορά ήταν η Ντέπη. Δεν είχε μιλήσει καθόλου με τον Μίλτο και ήρθε για πρωινή επίσκεψη. Δεν χρειάστηκε και πολύ για να καταλάβει τι γίνονταν.
Έκλαψαν όλοι τους τον κυρ Στέλιο που δεν θα προλάβαινε να δει τον γιο του παντρεμένο ούτε να χαρεί το εγγονάκι του. Χωρίς να το καταλάβει τον έπιασαν και τον Βασίλη τα κλάματα και λίγο οι τύψεις που για μια στιγμή αμφέβαλε για την τιμιότητα του Μίλτου.
Η Ντέπη για να τους παρηγορήσει είπε στην κυρά Μάρθα:
-Αν είναι αγόρι θα το βγάλουμε Στέλιο κι αν είναι κορίτσι θα το πούμε Στέλλα.
Τι το ‘θελε; Μάνα και γιος άρχισαν να κλαίνε με λυγμούς.
Την άλλη μέρα πήγαν με τον Μίλτο να παραλάβουν το φέρετρο απ’ το καράβι. Μπροστά πήγαινε μια μεγαλοπρεπής νεκροφόρα που είχε συμφωνήσει ο Μίλτος από το γραφείο κηδειών. Ήθελε ο φουκαράς να κάνει για τον πατέρα του όσα δεν του επέτρεπαν να κάνει όσο αυτός ήταν ζωντανός
Το φέρετρο τους το παρέδωσαν σφραγισμένο.
Ο αξιωματικός, που είχε τα χαρτιά για την μεταφορά, τους είπε ορθά – κοφτά:
-Καλόν θα ήτο, να αποφύγετε τους σχολιασμούς και την δημοσιοποίησην!
Πήραν το φέρετρο και πέρασαν απ’ την παλιά ενορία του κυρ Στέλιου, τον Αϊ Λευτέρη στα Καμίνια και κανόνισαν να θαφτεί στο νεκροταφείο του Σχιστού προς τον Σκαραμαγκά. Έτσι για να ‘ναι κοντά στα ναυπηγεία, με τους παλιούς συναδέλφους και να τον πιάνει το αεράκι από το Πέραμα.
Στην κηδεία τον είχαν σκεπασμένο ολόκληρο, με μια εικονίτσα εκεί που φαίνονταν να ενώνονται τα χέρια.
Ο υπεύθυνος του γραφείου τελετών, τους είπε ότι το θέαμα… δεν…
Κρυφά, όμως είπε στον Βασίλη ότι είδαν κι έπαθαν να τον συμμαζέψουν. Τον είχαν χτυπήσει. Πολύ! Αλλά και τι να κάνουν, ν’ αρχίσουν τις φωνές; Θα μπλέξουν χειρότερα.
-Ο θεός να τους το πληρώσει.
Έτσι είναι. Όταν νοιώθεις ανήμπορος, ζητάς απ’ τον θεό ν’ αναλάβει την υπόθεσή σου λες κι είναι ο μπράβος του κάθε αδικημένου. Ας είναι.. όλα εδώ πληρώνονται.
Κηδεία ή όχι η Τούλα είχε βάλει πλώρη για τον γάμο και δεν την σταματούσε τίποτα.
Από μια μεριά είχε το δίκιο της. Σε λίγο θα άρχιζαν να φαίνονται οι συνέπειες του θυελλώδους πάθους του Μίλτου με την Ευτέρπη και δεν θα ‘ξεραν που να πρωτοτρέξουν στον παπά ή στο μαιευτήριο.. Έτσι αποφάσισαν ότι έπρεπε να τηρηθεί η σωστή σειρά και να ξεκινήσουν από τον παπά.
Έκλεισαν εκκλησία στην αγία Ελεούσα.
Η Τούλα συμφώνησε με την Ντέπη ότι είναι γραφικό και όμορφο εκκλησάκι και μιας και δεν θα είχαν πολύ κόσμο, με το πένθος του Μίλτου, δεν χρειάζονταν περισσότερα πράγματα. Πρόθυμα συμφώνησε κι ο Βασίλης που δεν γούσταρε τις παράτες που είχε στο νου της η Τούλα. Για την ακρίβεια του ήρθε κουτί.
-Έτσι πρέπει να παντρεύεται ο κόσμος, ρε Τούλα. Λες κι ο θεός δεν θα δώσει την ευχή του αν δεν μαζέψουμε όλο το τρίτο σώμα στρατού.
Η Τούλα όμως βρήκε την ευκαιρία να βγάλει το άχτι της.
-Αμ στο είπα καημένεεε.. Καφετζής έμεινες μια ζωή!
Τι της λες τώρα;
-Μπετατζής ήταν ο πατέρας σου, κυρά μου, δεν ήταν εφοπλιστής..!
Αλλά είπαμε: Ας όψεται η κυρά Φώκια η μάνα της που την τάισε όλο το ψώνιο του ντουνιά. Ακόμα είχε το μπαούλο με τα ρομάντζα που ήταν τίγκα στους λελέδες.
Τον Βασίλη δεν κατάφερε να τον αλλάξει, αλλά του Αλέκου του είχε φουσκώσει τα μυαλά ότι τάχα πρέπει να γίνει μέγας και τρανός. Όχι να σκέφτεται σαν τον πατέρα του που μια ζωή έμεινε καφετζής.
Ο Βασίλης δεν μιλούσε, γιατί ο Αλέκος από κει που δεν τα πολυκατάφερνε με το σχολειό, κόντευε να γίνει πρώτος μαθητής. Βέβαια τον είχε βοηθήσει σημαντικά κι ο Μίλτος, που είχε αναλάβει να τον ¨σπρώξει¨ λίγο με τα μαθήματα που ήταν αδύνατος. Πήρε μπροστά κι ο Αλέκος και πήγαινε μια χαρά. Είχε μάλιστα για συμβουλάτορα τον Μίλτο που του έλεγε ότι τα οικονομικά είναι το μέλλον του κόσμου.
Αμ τέτοιος που είναι ο κόσμος τα οικονομικά του αξίζουν. Την μισή τους ζωή να πνίγονται απ’ το άγχος και την υπόλοιπη μισή να κλαίνε για όσα νομίζουν ότι τους λείπουν. Κανείς ποτέ, δεν είπε στους ανθρώπους ότι δεν χρειάζονται πολλά πράγματα για να είναι ευτυχισμένοι. Ούτε καν τους εξήγησε ότι όσο περισσότερα μαζεύουν τόσο γεμίζουν με σκοτούρες και προβλήματα.
Τέλος πάντων, δεν είναι να τα πολυσυζητάς γιατί στο τέλος σου πετάνε κατάμουτρα ότι μια ζωή έμεινες καφετζής.
Ύστερα έπρεπε να βοηθήσει κι αυτός στις προετοιμασίες του γάμου. Η νύφη είχε πάρει να «γεμίζει» στην περιοχή της μέσης και αν δεν βιάζονταν, στην τελετή της στέψης, θα χρειάζονταν και την μαμή από δίπλα…
Ε.. όσο να πεις με τούτα και με ‘κείνα, της Τούλας, σύντομα έφτασε η μέρα του γάμου με πανευτυχή γαμπρό τον Μίλτο και την «λίγο πιο παχουλή» νύφη.
Αλλά και την μαυροφορεμένη κυρά-Μάρθα που κάθε λίγο σκούπιζε τα μάτια της μ’ ένα άσπρο μαντίλι που προσπαθούσε να θυμίσει στους καλεσμένους πως ήξερε ότι βρισκόταν στο γάμο του γιου της.
Και η ίδια το ήξερε, μα η καρδιά της στέκονταν περίλυπη μπροστά σ’ ένα φρέσκο μνήμα, στο νεκροταφείο του Σχιστού. Και οι καλεσμένοι το ήξεραν, αλλά ήταν επικίνδυνο να το δείξουν.
Λίγο – πολύ, όλοι τα είχαν πάρει απόφαση αυτά. Είχαν μάθει να κρύβουν την αγανάκτησή τους, καθώς και να ερμηνεύουν το βλέμμα αυτού που τους έκανε ένα ανεπαίσθητο νεύμα.
Το καταλάβαιναν αυτό το νεύμα όσο αδιόρατο κι αν ήταν, ακόμα κι αν υπήρχε μόνο σαν σκέψη. Όχι πως είχαν γίνει όλοι μέντιουμ, αλλά γιατί έγνεφαν κι αυτοί με τον ίδιο τρόπο.
Μια ιδιότυπη αντίσταση μέσα από μια αλληλουχία ανεπαίσθητων νευμάτων. Δεν εξέπεμπαν δα και κανένα περίπλοκο νόημα.
Όλα τα νεύματα έλεγαν το ίδιο πράγμα: Όπου να ‘ναι πέφτουν!!
Όχι γιατί είχαν κάτι στα χέρια τους που να τους το αποδεικνύει. Να.. έτσι απλά.. ήθελαν να πέσουν.
Οι πολλοί, σε τούτον τον τόπο, δεν άντεχαν την δικτατορία. Ήθελαν να βρίζουν ¨τους αλήτες τους πολιτικούς¨ αλλά να το κάνουν με την ησυχία τους!
Έτσι, όλοι στημένοι μπροστά στην εκκλησία περίμεναν την νύφη, με τον Μίλτο να κοντεύει να μαδήσει την ανθοδέσμη από την νευρικότητά του και τον Βασίλη να καταδιασκεδάζει με την σκέψη ότι ο Μίλτος θα πρέπει να φιλήσει την Ευτέρπη μπροστά στον κόσμο χωρίς να λιποθυμήσει από ντροπή.
Τέλος πάντων όλα καλά έγιναν, αν εξαιρέσουμε την κλοτσιά που έφαγε από την Τούλα όταν την ρώτησε ¨Θα ξέρει ο παπάς κατά που κοιτάει η νύφη;¨
Την είχε ήδη εκνευρίσει όταν της είπε ότι δεν είχε καλέσει όλους εκείνους τους λελέδες που έβλεπε στα ρομάντζα... Το δεύτερο πείραγμα της ήρθε πολύ κι έτσι, δεν την γλύτωσε την κλοτσιά.
Τέλος πάντων. Ήρθε η νύφη και άρχισαν οι μουρμούρες:
-Μα… πάχυνε η Ντέπη;
-Όχι, βρε παιδί μου… ε… δεν καταλαβαίνεις τώρα;…
Για να μην μένει αμφιβολία σε κανέναν, για την κατάσταση της νύφης, η Ευτέρπη στην διάρκεια της τελετής ένοιωσε μια λιγωμάρα και θα βρίσκονταν φαρδιά – πλατιά στο πάτωμα αν δεν προλάβανε να την συγκρατήσει ο Μίλτος. Μπροστά στον κίνδυνο του ασθενοφόρου, ο παπάς τέλειωσε την τελετή στο άψε-σβήσε, με την ευχή να έχουν βίον ανθόσπαρτον και καλούς απογόνους αλλά πολύ βιαστήκατε, βρε παιδιά μου… Παντζάρι ο Μίλτος!!
Είπαν να πάνε και ταξίδι του γάμου ¨κάπου κοντά¨ μιας και η Ντέπη δεν ήταν για μεγάλες διαδρομές.
Ο Βασίλης τους πρότεινε τον Σχοινιά αλλά μετά το άγριο βλέμμα της Τούλας του κόπηκε η διάθεση για άλλες κρυάδες. Τα σχέδια έπαιρναν κι έδιναν μέχρι που έφτασαν τα κακά μαντάτα:
Έγινε πραξικόπημα από τον στρατό στην Κύπρο και απ’ ό,τι λένε, σκοτώθηκε ο Μακάριος!!
Πρόεδρος ανέλαβε κάποιος στρατιωτικός, Νίκος Σαμψών που έκανε στρατιωτική κυβέρνηση την οποία η Ελλάδα έσπευσε να αναγνωρίσει σαν νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου. Άλλο ένα μεγάλο λάθος γι’ αυτό το έρμο το νησί.
Άμεσα η Τουρκία, έκανε επέμβαση στην Κύπρο αποβιβάζοντας στρατεύματα. Η αντίδραση της Ελληνικής χούντας ήταν να κάνει επιστράτευση. Άρχισαν να καλούν από το ραδιόφωνο, να παρουσιαστούν όλους όσους έχουν απολυτήρια με κάποιο συγκεκριμένο χρωματισμό.
Ανάμεσα στους επίστρατους ήταν κι ο Μίλτος. Η Ντέπη τον ξεπροβόδισε και έτρεξε για παρηγοριά στην Τούλα. Μπήκε στο σπίτι με τα μάτια κατακόκκινα απ’ το κλάμα. Αγκαλιάστηκαν οι δυο τους κι άρχισαν να κλαίνε τον Μίλτο ζωντανό. Ο Βασίλης, για να τις συνεφέρει, τους έβαλε τις φωνές:
-Μα καλά τι πράγματα είναι τούτα; Τον κλαίτε ζωντανό; Δεν το ξέρετε ότι αυτό που κάνετε είναι γρουσουζιά;
Με την Ντέπη, μάλιστα, ήταν ιδιαίτερα αυστηρός.
-Τι δουλειά έχεις εδώ, ρε Ντέπη; Ξέχασες ότι έχεις και μια πεθερά, που λίγο καιρό πριν έμεινε χήρα; Εκεί θα έπρεπε να βρίσκεσαι τώρα, να την στηρίξεις την καημένη.
Η Τούλα έδειξε να συνέρχεται από το πρώτο σοκ και είπε αυστηρά στην Ντέπη:
-Άκου να σου πω Ευτέρπη (!!!) θα πας στην πεθερά σου και θα κάτσεις μαζί της. Τέρμα τα παιδιαρίσματα, τώρα είσαι παντρεμένη γυναίκα. Και πιο μαλακά: Θα έρχομαι να κάθομαι κι εγώ μαζί σας. Δεν είναι να μένετε δυο γυναίκες μόνες.
Αν δεν ήταν τόσο σοβαρά τα πράγματα, ο Βασίλης, θα έβαζε τα γέλια. Θα πήγαινε η γενναία να υποστηρίξει της δειλές… Δεν είμαστε με τα καλά μας.
Και ήταν σοβαρά τα πράγματα!
Πριν από λίγο καιρό είχαν συναντηθεί με τον Λευτέρη, που ήξερε πολύ καλά την κατάσταση του στρατεύματος. Αυτά που του είχε πει δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά. Από καιρό ήξερε ότι έτσι και γίνει τίποτα με την Τουρκία θα πάθουμε πανωλεθρία. Ο στρατός είναι ξεβράκωτος. Ούτε όπλα δεν έχουν να τους δώσουν. Η χούντα είχε ξεπουλήσει μέχρι και τα λιανοντούφεκα. Άνοιγαν τα κιβώτια και μέσα έβρισκαν πέτρες. Το απόλυτο χάλι!
Κι ο Βασίλης, κάτι είχε μυριστεί όταν είχαν το αλισβερίσι στο στρατό με τα είδη ΚΨΜ. Είχε δει κάτι μούτρα να κυκλοφορούν στα «επάνω γραφεία» εκεί που ήταν οι αστεράτοι. Από ταξίαρχο και κάτω δεν καταδέχονταν να μιλήσουν. Ήταν φορές που συνοδεύονταν από κάτι τύπους ξενόγλωσσους. Εκεί να δεις κινητοποίηση, δεν μπορούσε να τους πλησιάσει ούτε κουνούπι. Γύρω τους είχαν ολόκληρο φράγμα από σωματοφύλακες. Όταν έβγαιναν αυτοί στους διαδρόμους, άδειαζε όλο το κτήριο. Άπαντες ήταν κρυμμένοι μέσα στα γραφεία και ούτε ήξεραν, ούτε έβλεπαν!
Ωστόσο ο Μίλτος πήγε επίστρατος αλλά η επιστράτευση δεν πήγε πουθενά. Ήταν σκέτη οπερέτα.
Ύστερ’ από καμιά εικοσαριά μέρες γύρισε κατακόκκινος από τον ήλιο και νηστικός από δυο μέρες. Μέχρι και το φαΐ τους είχε τελειώσει και οι επίστρατοι είχαν επιδράμει σ’ ένα κοντινό μποστάνι ταράζοντας τα καρπούζια και τα πεπόνια. Ευτυχώς που δεν τους κυνήγησε ο αγρότης με κανένα δίκαννο, γιατί οι ίδιοι ήταν… άοπλοι!
Στρατιωτικοί να σου πετύχει! Κυβερνούσαν από έξι χρόνια τώρα και δεν μπόρεσαν να κάνουν ούτε μια επιτυχημένη επιστράτευση. Καραγκιόζηδες!!!
Όλος ο κόσμος έλεγε ότι το πραξικόπημα στην Κύπρο σχεδιάστηκε από την χούντα της Αθήνας και πως ο Σαμψών ήταν ένας ρεζίλης και τίποτ’ άλλο. Ο Μακάριος είχε ξεφύγει ζωντανός και έκανε τεράστιο σαματά στον ΟΗΕ. Όλος ο κόσμος αγανάκτησε με τις σκηνές που ακολούθησαν την επέμβαση στην Κύπρο και οι διεθνείς πιέσεις προς την χούντα, έγιναν αφόρητες. Στο τέλος δεν άντεξαν και έπεσαν.
Η Αθήνα γέμισε με κόσμο που πανηγύριζε την πτώση της χούντας ενώ κάποιοι άλλοι έτρεχαν να κρυφτούν συναισθανόμενοι το βάρος των ανομιών τους.
Σαν αστραπή μαθεύτηκε και το νέο: Έρχεται, από το Παρίσι, ο Καραμανλής!
Αλήθεια, που ήταν τούτος όλον αυτόν τον καιρό; Άχνα δεν έβγαζε, ο μάγκας. Έκατσε στο Παρίσι και περνούσε μπέικα, περιμένοντας να πέσει η χούντα.
Κι όλοι αυτοί που τραβούσαν τα ζόρια τους; Ας πρόσεχαν;!! Α ρε Ελλάς, μεγάλη χώρα…
Ύστερα μας ήρθε κι Αντρίκος ο Παπανδρέου. Μέχρι εκείνη την στιγμή, ξέραμε ότι είναι ο σκανταλιάρης γιος, του γέρου της δημοκρατίας. Τώρα μας λέει ότι είναι ο φωστήρας που θα διδάξει όλον τον κόσμο τι θα πει αριστερά και για να είναι όλοι σίγουροι ότι αυτός είναι το κάτι διαφορετικό έβγαλε το πουκάμισο και την γραβάτα και φόρεσε μια μπλούζα ζιβάγκο. Δεν μας παρατάς και συ ρε πάνσοφε. Στην Γερμανία ήσουν όχι στην Μόσχα…
Ας είναι… στην Ελλάδα ανέκαθεν έτσι παίζονταν το πολιτικό παιχνίδι. Ο καθ’ ένας πρόβαλε τον εαυτό του σαν σωτήρα του τόπου ενώ κατήγγειλε όλους τους άλλους για προδότες, σκουπίδια, πουλημένους.
Μέχρι ν’ αποδειχτεί ότι το μεγαλύτερο σκουπίδι ήταν ο ίδιος. Λες ν’ αλλάξει κάτι τώρα; Θα δούμε. Μπορεί η χούντα, η εξορία και τα ξερονήσια να τους έβαλαν μυαλό.
Ήρθαν και οι εξόριστοι από τα ξερονήσια και όλοι όσοι είχαν φύγει διωγμένοι από την χούντα. Τώρα πια μπορούσαν να την λένε χούντα και δικτατορία και καθάρματα και προδότες
Δώστε - την - χούντα - στον - λαό!!!
Παραλήρημα και ευκαιρία να φωνάξει ο λαός που για επτά χρόνια ήταν με το στόμα κλειστό. Παντού γίνονταν συναυλίες από καλλιτέχνες που είχαν φύγει ή δεν μπορούσαν να μιλήσουν ή ακόμα χειρότερα, τους είχαν σε κανένα ξερονήσι και τους ξυλοφόρτωναν ολημερίς. Μαθεύτηκαν και τα τρομερά βασανιστήρια που γίνονταν στην ασφάλεια και στο ανακριτικό της ΕΣΑ. Ο Βασίλης, που είχε πάρει μια γεύση και ήξερε από πρώτο χέρι, έκανε τον βαθύ γνώστη:
-Εγώ σας τα ‘λεγα! Γι’ αυτό απομακρύνθηκα από τον στρατό. Όταν είδα τι συνέβαινε εκεί μέσα, εξαφανίστηκα. Δεν μπορούσα να δουλεύω άλλο μ’ αυτά τα τέρατα. Δεν μου το επέτρεπε η συνείδησίς μου! (Σώπα, ρε μεγάλε!!!)
Μαζί με τους εξόριστους, γύρισε κι ο Νίκος με το αστροπελέκι. Είχαν κάνει κι άλλο παιδί με τις υποχρεώσεις να έχουν διπλασιαστεί. Όχι πως ο Νίκος δεν θα τα κατάφερνε. Αυτόν κι από τον πύργο του Άιφελ να τον έριχνες, θα στέκονταν με τα πόδια. Ήταν εντελώς αγνώριστος, είχε αφήσει μούσι και παρίστανε τον ινστρούχτορα της αριστεράς. Στο Παρίσι είχε μπλεχτεί με κάποιες πολιτικές οργανώσεις και ήταν πλέον, μέλος του ΠΑΚ που μετά το είπαν ΠΑΣΟΚ. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν αντιστασιακοί, άλλοι ότι είναι τρομοκράτες κι άλλοι τους έλεγαν καραγκιόζηδες.
Ήρθε κι Ο Μάρκος με την γυναίκα του και τα παιδιά του. Αγκάλιασε την Τούλα και έκλαιγαν από χαρά που βρέθηκαν κι από λύπη που δεν μπόρεσε ο Μάρκος να είναι στην κηδεία των γονιών του. Η Τούλα φρόντισε να τους καλέσει όλους για φαγητό έχοντας ανάμεσα στα εδέσματα και ένα προσεγμένο ιμάμ, για να θυμηθούν με τον Νίκο την πρώτη τους συνάντηση. Το κρασάκι βοήθησε να ζωντανέψουν οι αναμνήσεις και ο καθ’ ένας έλεγε τις περιπέτειες του λες και αφηγούνταν μάχες του ’40. Πάνω στην κουβέντα ο Νίκος είπε στον Βασίλη:
-Σ’ ευχαριστώ, αδερφέ. Αν δεν μου ‘στελνες όλα εκείνα τα λεφτά δεν ξέρω πως θα τα κατάφερνα. Ειδικά τον πρώτο καιρό τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
Τα μάτια του είχαν βουρκώσει ενώ της Νέλης έτρεχαν βρύση καθώς αγκάλιασε την Τούλα και της έδωσε ένα φιλί κάνοντάς της το μάγουλο κατακόκκινο από το κραγιόν.
Όταν έφυγαν οι καλεσμένοι κι έμειναν μόνοι τους, η Τούλα τον αγκάλιασε και του είπε:
-Είσαι μεγάλη καρδιά, Βασίλη μου. Πάντα το ‘λεγα: Έχω τον καλύτερο άντρα του κόσμου!
Ο Βασίλης βρήκε την ευκαιρία να ρίξει την μπηχτή του.
-Μπα! Δεν το ΄ξερα ότι οι καφετζήδες έχουν μεγάλη καρδιά…
Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν κατακλυσμικά. Η Ελλάδα από ‘κει που ήταν το σκουπίδι της Ευρώπης, έγινε η μεγάλη κυρία. Και ποιος δεν μας κουβαλήθηκε. Πρόεδροι, πρωθυπουργοί, διανοούμενοι, και όλοι τους να λένε για την τρομερή αντίσταση του Ελληνικού λαού, που έριξε την χούντα, που δεν την ήθελε, που ήταν όλοι συνεπείς δημοκράτες. Όλο τέτοια λέγανε…
Μα αν ήταν έτσι, τότε ποιοι ήταν όλοι αυτοί που πήγαιναν στις φιέστες της χούντας και χειροκροτούσαν με πάθος τον Παπαδόπουλο; Ποιοι ήταν αυτοί που μαζεύονταν σε θεμελιώσεις και εγκαίνια και χειροκροτούσαν τον Παττακό; Ποιοι ήταν οι «άλλοι» που κατέδιδαν τους γείτονές τους για αριστερούς και τους κατέστρεφαν την ζωή;
Τώρα όλοι είχαν γίνει αντιστασιακοί. Άφησαν και μούσια. Το ‘παιζαν και αριστεροί…
Τρίχες! Δεν αλλάζει ο Έλληνας, μια ζωή θα είναι ραγιάς και θα χορεύει όπως του σφυράνε. Έχουν μπλέξει την πολιτική με την μόδα και μιας και η αριστερά είναι της μόδας, ο καθ’ ένας προσπαθεί ν’ αποδειχτεί πιο αριστερός απ’ τον άλλο. Όπως τότε που οι πιτσιρικάδες ανταγωνίζονταν ποιος θα φορέσει την μεγαλύτερη καμπάνα στο μπατζάκι. Στο τέλος κάποιοι το κατάφερναν, αυτοί που γίνονταν και οι πιο γελοίοι. Και τώρα γελοιότητα είναι. Κάνουν τους αριστερούς αλλά στις εκλογές πήγαν και ψήφισαν τον Καραμανλή. Όλοι λένε ότι ψήφισαν τον Παπανδρέου ή το ΚΚΕ, που χώρισε (πάλι) στα δυο, αλλά δεν τους έφτασε και διασπάστηκε ξανά από κάτι τύπους που λένε ότι, αυτοί είναι η αριστερά και όλοι οι άλλοι είναι σκουπίδια και συνεργάτες της δεξιάς.
Να, γι’ αυτό σ’ αυτήν την χώρα θα μας κάνουν ό,τι θέλουν οι εχθροί μας. Γιατί οι μισοί τους χαρίζουν τους άλλους μισούς.
Έτσι με πρωθυπουργό τον Καραμανλή, η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ. Λίγοι ξέρουν τι ακριβώς είναι αυτό το πράγμα μιας και ο Καραμανλής δεν έκανε τον κόπο να μας εξηγήσει επαρκώς.
Οι δεξιοί πάντως, λένε ότι είναι ό,τι καλύτερο μας έχει συμβεί γιατί είμαστε πλέον με τους πολιτισμένους και δεν κινδυνεύουμε να γίνουμε ένα με τους ξεβράκωτους του ανατολικού μπλοκ, που βλέπουν το κρέας με το μακαρόνι και κυκλοφορούν ξυπόλυτοι. Οι αριστεροί πάλι, λένε ότι η ΕΟΚ είναι η επί γης κατάρα κι ότι από δω και πέρα θα είμαστε υπηρέτριες των Ευρωπαίων και των Αμερικάνων. Φώναζαν μάλιστα: Έξω η ΕΟΚ, έξω το ΝΑΤΟ, έξω οι Αμερικάνοι κι ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα!
Όλα αυτά, βέβαια, ήταν αναμπουμπούλα και ως γνωστόν, ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται. Κι ο Νίκος είναι μοναδικός λύκος. Πήγαινε και μόστραρε την αφεντιά του σαν βαθύ γνώστη των πραγμάτων της ΕΟΚ, μιας και ήταν στο Παρίσι και ήξερε από πρώτο χέρι τι σημαίνει να είσαι μέλος της κοινότητας και ποια πράγματα θα έπρεπε να κάνει η Ελλάδα για να μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στον ρόλο του κράτους – μέλους. Παράλληλα είχε βρει και κάποιους τύπους απ’ τα παλιά και έκαναν ένα σύλλογο διωχθέντων από την χούντα. Παρίσταναν τους αδικημένους δημοκράτες που τους κατάστρεψε το μέλλον η δικτατορία. Όχι ότι είχαν άδικο, αλλά δεν ήταν αυτός ο σκοπός τους. Δεν κοίταζαν να διορθώσουν τα κακά της Ελλάδας, τα οικονομικά τους προσπαθούσαν να βολέψουν…
Κάτι τέτοιοι σύλλογοι είχαν γίνει της μόδας προσφέροντας το καλύτερο εισιτήριο για τις πόρτες των υπουργείων. Ειδικά για ‘κείνες που άνοιγαν τον δρόμο για τις νέες προμήθειες του δημοσίου. Η χούντα είχε αφήσει πολλά κενά και έτρεχαν όλοι να τα γεμίσουν, με το αζημίωτο φυσικά. Η μίζα έγινε κανόνας και μάλιστα οριστικοποιήθηκε σε ποσοστό επί των αγορών. Όλοι έπαιρναν μίζα, από τους διευθυντές των υπουργείων μέχρι τους κλητήρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου