Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Ο ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ "ΚΕΦΑΛΑΙΑ 15 ΚΑΙ 16" -- ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ Ο ΑΕΡΑΣ ΜΥΡΙΖΕ ΜΠΑΡΟΥΤΙ




Κοινόχρηστο δημόσια  -  1:24 μ.μ.

Κεφάλαια 15 και 16



15) Μια τυχαία συνάντηση

Πράγματι αυτή τη φορά ο αέρας μύριζε μπαρούτι.
-Βασίλη, πως θα πας στο γραφείο αύριο; ( Ρώτησε ανήσυχα η Τούλα) στο κέντρο γίνονται ταραχές.


-Καλά… πάμε τώρα για ύπνο και βλέπουμε αύριο.
Την άλλη μέρα σηκώθηκε πολύ πρωί να πάει στο γραφείο. Είχε πει και στο Μίλτο να έρθει νωρίς, για να βάλουν τα πράγματα σε μια σειρά. Έπρεπε να δουν ποιους απ’ τους πελάτες έχασαν και ποιοι τους έμειναν και να κάνουν μια εξόρμηση να πιάσουν καινούριους. Ε! Πώς να το κάνουμε την ήξεραν πια την αγορά και προ πάντων ήξεραν που να ψάξουν για καινούρια πελατεία.
Το πολύ- πολύ θα ξεκίναγαν θα πήγαιναν από μόνοι τους στα ξενυχτάδικα και θα έκαναν προσφορές στα ποτά. Και θα ξεχνούσαν και τα τιμολόγια. Αυτοί άκουγαν ¨τιμολόγιο¨ κι έβγαζαν σπυράκια.
Αυτό το: ΄΄ χαρτόσημον τιμολογίου ΄΄ τους τσάκιζε τα νεύρα.
Ο Μίλτος απ’ την άλλη είχε βγάλει ολόκληρες εισαγωγές χωρίς παραστατικά εισόδου, γιατί είχε βρει έναν συμφοιτητή του στο τελωνείο και δεν ήξεραν τι να τα κάνουν.
Θα πήγαιναν λοιπόν από ξενυχτάδικο σε ξενυχτάδικο και θα έκαναν απ’ ευθείας πωλήσεις και.. θα ξέχναγαν τα τιμολόγια.
Όχι που θα τον έπιαναν Κότσο οι καραβανάδες. Χώρια που με το ξωπέταγμα που τους είχαν κάνει από την αποθήκη του στρατού είχαν δηλώσει τα τετραπλάσια για κατεστραμμένα κι ως που να βγει το πόρισμα της ΕΔΕ θα πέρναγαν καμιά δεκαριά χρόνια… και βάλε.
Μέχρι τότε ποιος ζει ποιος πεθαίνει. Θα είχαν πουλήσει όλη την παραγωγή του Κωστή



Μόνο να μην έμπαιναν μες’ τα ποδάρια τους οι ρουφιάνοι της χούντας.
Έτσι την έλεγαν οι φοιτητές απ’ το ραδιόφωνο τους και ήταν η πρώτη φορά που κάποιος είπε ανοιχτά πως είναι «χούντα και πως καταπιέζουν τον Ελληνικό λαό»
Δηλαδή τι εννοούσαν ¨καταπιέζουν¨; Εμπόδισε κανένας, όποιον ήθελε ν’ ανοίξει μαγαζί ή να κάνει δική του δουλειά; Όχι! Ναι αλλά άμα δεν σε γούσταραν δεν άφηναν κανέναν να δουλέψει μαζί σου.
Ε! μάλλον αυτό θα εννοούν καταπίεση. Ή μήπως θέλουν να πουν για τους κομμουνιστές;
Αυτοί έτσι κι αλλιώς είναι ζεματισμένοι από δω και τόσα χρόνια. Μετά το πενήντα τους σκότωναν σα τα ποντίκια, όπου τους έβρισκαν κι ο Παπαδόπουλος τώρα τους φταίει… Αυτός τώρα τελευταία τους έδωσε κι αμνηστία. Μη βλέπεις που οι περισσότεροι την κοπάνησαν στο εξωτερικό.
Σαν το δικό μας το μανάρι! Που να σταθεί εδώ μέσα. Θα πάει κι αυτός στη Γαλλία μαζί με τον Καραμανλή να τα πίνουν στο Παρίσι. Μόνο να βρούμε τρόπο να στείλουμε κει και την Βαγγελιώ, μη τον ξελογιάσει καμιά Παριζιάνα και μετά τι κάνουμε με το αστροπελέκι;!
Τον είχαν φορτώσει όλες αυτές οι σκέψεις μιας και έκανε μεγάλο γύρο για να ξεφύγει το κέντρο, μπας και πέσει σε τίποτα φασαρίες και τον τραβάνε πάλι στις ασφάλειες στα καλά καθούμενα. Τώρα δεν θα ήταν σαν την προηγούμενη φορά που του μιλούσε ο μπάτσος και κοκκίνιζε…
Τώρα είχε γίνει ο ¨ρε συ¨. Ο συνέταιρος του απατεώνα ¨κρυπτοκομμουνιστή¨. Κάπως ύποπτος και ο ίδιος για ¨αριστερά ιδεοληψία¨. Ρε τι καλά που σου κολλάνε την ρετσινιά και ύστερα σου κάνουν ένα φάκελο ίσαμε την βιβλιοθήκη της Ελλάδος.
Περνώντας απ’ το ύψος του κέντρου είδε κάποιες κινήσεις που του τράβηξαν την προσοχή. Απ’ ό,τι φάνηκε η αστυνομία κυνηγούσε κάποιους, όχι πολλά πράματα.
Άφησε κάπου τ’ αμάξι και μπήκε στην πολυκατοικία. Μαζί του χώθηκε κι ένας νεαρός με μακρύ μαλλί.
Θα ήταν λίγο πιο μεγάλος απ’ τον Αλέκο. Ο Βασίλης κράτησε την πόρτα ανοιχτή.
-Τι έγινε ρε παλικάρι; Δεν σ’ έχω ξαναδεί εδώ μέσα, για πέρνα σε παρακαλώ έξω!
Ο νεαρός τον κοίταξε ικετευτικά.
Το πρόσωπό του δεν είχε χάσει ακόμη την παιδικότητά του και το τρομαγμένο βλέμμα του τον έκανε να μοιάζει με πιτσιρίκο που ετοιμάζεται η μάνα του να του τις βρέξει.
-Σας παρακαλώ κύριε, κλείστε την πόρτα! Θα μπουν μέσα κι αλίμονο και στους δυο μας.
Τον ξανακοίταξε. Ναι έμοιαζε λίγο στον Αλέκο. Χωρίς την τρομάρα…
-Έλα μαζί μου.



Μια γρήγορη απόφαση. Χωρίς σκέψη. Μπορεί και να ‘μπλεκε σε ό,τι χειρότερο του είχε συμβεί. Αλλά… δε βαριέσαι. Κάποια μάνα τον περίμενε κι αυτόν τον φουκαρά. Δεν του πήγαινε να τον πετάξει στον δρόμο με τα λυσσασμένα μαντρόσκυλα. Πες πως ήταν κατοχή και τον κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Θα τον έδινε; Όχι!
Ανέβηκαν πάνω. Ο νεαρός τον είχε καταπόδι, τόσο που φοβόταν μην του πατήσει την ¨φτέρνα¨ απ’ το παπούτσι και τον γκρεμίσει κάτω. Άνοιξε με το κλειδί του το γραφείο, που ήταν άδειο, όπως το περίμενε. Κανείς δεν είχε έρθει.
«Α! ρε λιοντάρια» σκέφτηκε «όλοι σας για το Ελ Αλαμέιν μου είσαστε.»
Προχώρησε στο ¨μέσα¨ γραφείο κι έκατσε στην γυριστή πολυθρόνα.
Ο νεαρός δεν είχε προχωρήσει πιο μέσα.
-Ε… παλικάρι! Τι έκατσες εκεί, έλα μέσα.
Πρόβαλε στην πόρτα και με απολογητικό ύφος άρχισε τον μονόλογο.
-Δεν θα σας ενοχλήσω. Λίγο να ησυχάσουν τα πράγματα και θα φύγω.
-Τώρα που ήρθες… κάτσε. Πως σε λένε;
-Γιώργο
-Που κάθεσαι;
-Στην Καλλιθέα
-Α! είμαστε και γείτονες. Εγώ κάθομαι στην Νέα Σμύρνη. Τότε κάτσε ‘δω και περίμενε, να δω αν θα ‘ρθει κανείς κι άμα περάσει λίγο η ώρα θα σε κατεβάσω μέχρι την Καλλιθέα.
-Μη σας γίνω βάρος..
-Βάρος θα ήσουν αν σ’ είχα φορτωθεί στην πλάτη.
Τον είδε έτσι μαζεμένο στην καρέκλα σα δαρμένο σκυλί και τον πόνεσε. Μάλλον από παρεξήγηση θα είχε μπλέξει κι αυτός. Δεν φαίνονταν από ‘κείνα τα άτομα που κάνουν φασαρίες. Είχε τρόπους, φαίνονταν παιδί από σπίτι. Όχι κανένας αληταράς.
Πήρε απ’ το ντουλάπι ένα απ’ τα ¨προϊόντα¨ του Γκας. Ουίσκι πρώτης ποιότητος. Το πρότεινε στο νεαρό.
Άντε τράβα μια
 δυο, να πάει η ψυχή στον τόπο της.
Ο νεαρός ¨τράβηξε¨ μια γερή και γούρλωσε τα μάτια.
-Τι είναι αυτό; Χλωρίνη;
-Ουίσκι. Δεν έχεις ξαναπιεί;
-Έχω πιει κουαντρώ.
-Μμμ, πρώτο ποτήρι κι εσύ.
Χλωρίνη- ξεχλωρίνη, το χρώμα ξανάρθε στο πρόσωπό του κι έπαψε να τεντώνει τ’ αυτιά σα λυκόσκυλο, κάθε φορά που άκουγε στο διάδρομο την πόρτα του ασανσέρ.
Απ’ την άλλη ο Μίλτος δεν έλεγε να κάνει την εμφάνισή του. Ποιος ξέρει σε ποια τρύπα θα είχε χωθεί… ο λέων της Νεμέας. Ας είναι. Κάτι τέτοιες μέρες δεν είναι για παρεξήγηση ο φόβος. Έχει κι αυτός να σκεφτεί τη μάνα του. Ε! και την Ευτέρπη.
Αυτή κι αν ήταν λιοντάρι! Δεν ξεμυτούσε απ’ το σπίτι, ούτε μέχρι το περίπτερο. Λες και οι ταραχές γίνονταν στα Πετράλωνα.
Τι να γίνει; Θα το ‘ριχνε λίγο στην κουβέντα με τον πιτσιρικά ως που να περάσει λίγο η ώρα.
-Δε μου λες… τι γίνεται τώρα με σας στο Πολυτεχνείο; Δηλαδή.. πως το βλέπετε το πράγμα, αλλιώτικα από μας; Ας πούμε.. ξέρει ο πατέρας σου ότι είσαι ανακατωμένος στις φασαρίες, δεν σου λέει τίποτα;
-Το ξέρει. (Είπε κοφτά ο νεαρός) Ήρθε κι αυτός.. περισσότερο από ανησυχία.
-Ε και το θεωρείς καλό, αυτό το πράμα, να βάζεις την οικογένειά σου σε τέτοια δοκιμασία; Σκέφτεσαι την τρομάρα της μάνας σου;
-Ναι, δίκιο έχετε, αλλά κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή! Κι αφού δεν ξεκινήσατε εσείς οι μεγάλοι, ξεκινήσαμε εμείς.
-Στάσου ρε καπετάν-φασαρία. Τι νομίζεις ότι θα πετύχετε; (Χωρίς να περιμένει την απάντηση του άλλου προχώρησε ακάθεκτος να νουθετήσει τον.. άφρονα) Τίποτα! Στο τέλος θα σας μαυρίσουν στο ξύλο και θα σας μαντρώσουν. Το ξέρεις ότι θα σας κάνουν φάκελο; Βρε, θα χάσετε το μέλλον σας!
-Και τι μέλλον είν’ αυτό με φακέλους και φυλακές;
Τώρα, τι να του πει; Αφού κι αυτός, τα ίδια σκέφτονταν. Αλλά απόδιωχνε τις σκέψεις, γιατί τον παράσερνε η καθημερινότητα. Ύστερα, είχε μάθει να ζει μ’ αυτήν την κατάσταση.
Ήξερε… όλοι ήξεραν τον μηχανισμό που είχε στηθεί και παρακολουθούσε τις ζωές όλων και δεν ήταν μόνο από τώρα! Χρόνια ολόκληρα, ακόμη πριν απ’ τον πόλεμο, είχαν στήσει ολόκληρη φάμπρικα για να παρακολουθούν τους πάντες. Τώρα με την ¨κατάσταση¨ το είχαν κάνει ολόκληρη επιστήμη. Άσε που, όπως λένε, τους βοηθούν και οι Αμερικάνοι. Μια κουβέντα να σου ξεφύγει σ’ ακατάλληλο αυτί, την μαθαίνουν αμέσως και σ’ ακολουθεί μέχρι τον τάφο. Μια τέτοια ¨ενοχλητική¨ κουβέντα γίνεται αιτία να μην προσλαμβάνουν το παιδί σου ή να στέλνουν σε δυσμενή μετάθεση κάποιον στενό σου συγγενή. Άσε που αν τους κάθονταν στραβά, αυτό που είπες, σου έστηναν έξω απ’ το σπίτι τους χαφιέδες, να βλέπουν ποιος μπαινοβγαίνει.
Τα ‘ξερε… όλοι τα ‘ξεραν.
Αλλά και τι να έκαναν; Μπορείς να τα βάλεις με το κράτος; Θα σε διαλύσουν!
Σαν απόηχος της σκέψης του άκουσε το νεαρό να του λέει:
-Εσείς, ας πούμε, δεν θα θέλατε να λέτε τις απόψεις σας ελεύθερα;
-Γιατί, ποιος με σταματάει; Κάνω ότι θέλω, χωρίς να με ρωτάει κανείς: Γιατί έκανες αυτό ή εκείνο.
-Για τις πολιτικές σας πεποιθήσεις, μιλάτε ελεύθερα;
-Α! Όλα κι όλα! Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα!
-Δεν θέλετε να σταματήσουν να είναι επικίνδυνα; Σ’ όλα τα πολιτισμένα κράτη ο κόσμος είναι ελεύθερος να λέει αυτό που πιστεύει και να επιλέγει αυτόν που θέλει να τον κυβερνήσει. Εμείς πότε θα γίνουμε ένα τέτοιο κράτος; Ως πότε θα παίρνουν τους φόρους μας και θα πληρώνουν την ΚΥΠ να μας κάνει την ζωή μαύρη;
Ο Βασίλης είδε ότι ο μικρός έμπαινε σε πολύ γλιστερό έδαφος.
«Εμ.. νεαρός είναι. Που να ξέρει πόσο μας έχουν κοστίσει όλα αυτά.»
Πόσοι και πόσοι δεν κατάπιαν ρετσινόλαδο με τα… καρδάρια στην δικτατορία του Μεταξά. Άσε που τους έδεναν πάνω σε κολόνες με πάγο μέχρι που να τα κακαρώσουν απ’ το πάγωμα. Αλλά και τώρα με τον Παπαδόπουλο. Λίγα έχουν ακουστεί για τα πανηγύρια στην ΕΣΑ; Ο ίδιος δεν είχε ακούσει τα ουρλιαχτά… υποδοχής, όταν είχε πάει να κάνει τον πλασιέ.
Ακόμα κι ο Λευτέρης, που ήταν αξιωματικός, όταν του είχαν μιλήσει για ΕΣΑ κόντεψε να λιποθυμήσει από την τρομάρα του. Αυτό από μόνο του τα ‘λεγε όλα. Τώρα έρχονταν ένας πιτσιρίκος να του κάνει κουβέντα για… ελευθερία του λόγου. Που; Στην Ελλάδα; Δεν θα ‘μαστε με τα καλά μας! Αλλά πάλι, μικρός ήταν…
-Κοίτα… είσαι μικρός ακόμη και δεν καταλαβαίνεις. Εμείς τα ‘χουμε ζήσει από καιρό κι έχουμε μάθει να μην παίζουμε με την φωτιά. Εδώ δεν γίνεται ό,τι θέλουμε εμείς. Έχουμε άλλους μπαρμπάδες. Οι Εγγλέζοι, οι Αμερικάνοι.
-Που μεσ’ τη δική μας χώρα; Εμείς, πότε θα κάνουμε κουμάντο στο δικό μας το σπίτι;
-Ναι αλλά αν δεν ήταν κι αυτοί, τώρα θα πεινούσαμε χειρότερα κι απ’ την κατοχή.
Ξέρεις πόσα λεφτά μας έδωσαν;
-Εσείς πήρατε;
-Όχι εγώ, αλλά…
-Αλλά οι δικοί τους άνθρωποι.
( Τον έκοψε ο νεαρός. Είχε ξεθαρρέψει με την κουβέντα και δεν τον σταματούσε τίποτα.)
Δηλαδή εσείς πιστεύετε ότι τα λεφτά τα έδωσαν γιατί μας αγαπούσαν; Όχι! Τα ‘δωσαν για να στηθεί η μηχανή που ελέγχει τις ζωές μας και τόσο φοβάστε! Γιατί φοβούνται μη τυχόν και ξεσηκωθούμε.
-Σώπα μωρέ τώρα! Άκου λέει.. να ξεσηκωθούμε. Τι θαρρείς ότι είμαστε; Μια κουτσουλιά στο χάρτη.
-Αν, όπως λέτε, είμαστε μια κουτσουλιά, τότε τι γυρεύουν όλοι αυτοί εδώ και τρέμουν μην τυχόν και κάνουμε το παραμικρό. Τόσο πολύ φοβούνται την… κουτσουλιά; Αλλά φαίνεται την φοβούνται! Αν το καταλάβουμε και ‘μείς θα δείτε πόσα πράγματα θ’ αλλάξουν στον τόπο μας. Μόνο την χούντα να ρίξουμε…
-Σουτ – σουτ! τι πράγματα είν’ αυτά που λες; Πρόσεχε! Και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Αν σ’ ακούσει κανείς να τους λες χούντα αλίμονό σου.
-Αυτούς που φωνάζουν δεν τους ακούτε; Κάτω η χούντα λένε!
-Καλά – καλά.. πάμε τώρα να φύγουμε γιατί πέρασε η ώρα. Ας γλιτώσουμε απ’ τους δικούς μας μπασκίνες και θα δούμε τι θα γίνει με τους Αγγλογάλλους.
Κατέβηκαν στην είσοδο. Πριν ξεμυτίσουν, αφουγκράστηκαν καλά τον δρόμο μην τυχόν και πλησίασαν οι φασαρίες στο μέρος τους.
Τίποτα… ησυχία. Ούτε φωνές, ούτε φασαρία. Βγήκαν στον δρόμο, με βήμα ήρεμο και αδιάφορο πλησίασαν στο αμάξι.
-Μπες μέσα και βούλιαξε στο κάθισμα, μη σε δει κανένα μάτι και θα σε πάω από γύρω, να ξεφύγουμε απ’ το σαματά.
Ο νεαρός στάθηκε μετέωρος, μπροστά στ’ αμάξι και κοίταξε αριστερά – δεξιά τον έρημο δρόμο. Ύστερα είπε στον Βασίλη.
-Ευχαριστώ. Δεν θα ‘ρθω.
-Μπες μέσα που σου λέω! Δεν σκέφτεσαι τη μάνα σου;
-Θ’ αντέξει! Εγώ δεν αντέχω να παρατήσω τον αγώνα στη μέση. Είναι κι άλλοι πολλοί εκεί. Μαζί ξεκινήσαμε! Αν τώρα την κοπανάει ένας-ένας, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα ούτε σε είκοσι χρόνια, σαν την χούντα του Φράνκο. Τέρμα, ή τώρα ή ποτέ!
-Όπως θέλεις, εγώ μια φορά θα σε συμβούλευα να μην κάνεις τρέλες.
Αυτό το τελευταίο το είπε με πιο σιγανή φωνή, σα να μην το πολυπίστευε. Έβλεπε ότι ο άλλος ήταν αποφασισμένος να κάνει του κεφαλιού του, ό,τι κι αν του ‘λεγε θα πήγαινε στο βρόντο.
Ύστερα δεν ήταν βέβαιος αν αυτός είχε το δίκιο ή ο νεαρός.
Σε όλες τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας, κάποιοι έμπαιναν μπροστά. Ο ίδιος δεν θα το έκανε ποτέ, ούτε θ’ άφηνε τον Αλέκο να μπλεχτεί με τέτοια πράγματα. Μπορείς να τα βάλεις με το κράτος; Έχουν τα πάντα στα χέρια τους, μπορούν να σε λιώσουν.
Αυτοί όμως οι πιτσιρικάδες φαίνεται ότι δεν θέλουν να το καταλάβουν. Τι να πεις; Άπειρα παιδιά!
Και πριν απ’ αυτούς ήταν άλλοι κι άλλοι… κι άλλοι, τι άλλαξε;
Α! ναι άλλαξε, πως δεν άλλαξε! Όταν η κυβέρνηση δεν έκανε τα γούστα των Άγγλων ή των Αμερικάνων, τους έφερναν τούμπα με βοηθό το παλάτι κι όταν δεν έπαιρνε γιατρειά το πράμα κουρντίζανε κι έναν Παπαδόπουλο! Τώρα ετούτοι ‘δω θαρρούν ότι θ’ αλλάξουν τον κόσμο.
Άιντε και να δούμε!



Θ’ αγριέψει πάλι ο Παπαδόπουλος, θα μας μπαγλαρώσουν όλους στα σπίτια μας και θα μας ταράξουν πάλι στο ¨σκέπασε μάνα σκέπασε¨ και στην καραγκούνα.
Ξεκίνησε, κάνοντας έναν μεγάλο γύρο, για να ξεφύγει το κέντρο και την φασαρία.
Πηγαίνοντας προς το σπίτι, η κίνηση στο δρόμο ήταν λιγοστή αλλά τα φώτα, σ’ όλα τα σπίτια ήταν αναμμένα.
Στους δρόμους επικρατούσε ηρεμία. Όλη η ταραχή ήταν στις καρδιές.
Και την επόμενη μέρα βγήκαν ξανά τα τανκς στους δρόμους.



16) Χαρές με… Χούντες


Τα πράγματα έγιναν όπως τα περίμεναν όλοι.
Ντου στο πολυτεχνείο με τα τανκς. Μάντρωσαν όσους βρήκαν εκεί μέσα και μετά τους έδειχναν στην τηλεόραση με τον Μαστοράκη, λες και θα ‘παιζαν το μπίνγκο.
Ξανά στρατιωτικός νόμος. Ξανά εμβατήρια και απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά την ¨ενάτην νυκτερινήν, καθώς και αι συναθροίσεις άνω των τριών ατόμων¨.
Και ‘κει που έδειχναν τα πράγματα να ησυχάζουν άντε πάλι εμβατήρια και κλαρίνα.
-Τι έγινε, ρε παιδιά, ο Παπαδόπουλος έκανε χούντα πάνω στην χούντα;
Αμ δε. ‘Άλλος ήταν που είχε σειρά τώρα.
Οι ψίθυροι έλεγαν ότι τον Παπαδόπουλο και την υπόλοιπη κομπανία τους έχουν μαντρώσει στα σπίτια τους. Την κυβέρνηση την έχει αναλάβει άλλη παρεούλα και πως τώρα κάνει κουμάντο ο Ιωαννίδης της ΕΣΑ.



Με το άκουσμα του ονόματος ο Βασίλης θυμήθηκε ένα μόνο πράγμα: Το βλέμμα εκείνο που είχε δει όταν είχε περάσει από το γραφείο της ΕΣΑ. Το βλέμμα του αρπακτικού και τον φουκαρά που είχαν ανάμεσα σε δυο εσατζήδες, αγνώριστο από το ξύλο.
Η καινούρια χούντα αποδείχτηκε πιο σκληρή απ την παλιά.
Άχνα δεν τολμούσε να βγάλει ο κόσμος.
Ο Βασίλης, πότε – πότε έβαζε στο νου του το νεαρό απ’ την Καλλιθέα. Να τον είχαν πιάσει όταν έκαναν ντου στο πολυτεχνείο ή τελικά γύρισε στο σπίτι του. Αν όμως τον είχαν πιάσει, τι θα γίνονταν τώρα με την νέα χούντα; Λες να τον είχαν περάσει απ’ τα ¨γραφεία¨ της ΕΣΑ; Ο θεός να τον φυλάει…!
Ξανάσφιξαν τα πράγματα. Οι ελευθερίες που είχε αφήσει ο Παπαδόπουλος πήγαν περίπατο και ο έλεγχος της καθημερινότητας έγινε αφόρητος. Όλα υπό έλεγχο μεν αλλά..
Αλλά βρέθηκε μια καλή ευκαιρία και φόρτωσαν την Νέλη σ’ ένα αεροπλάνο, για τάχα γραμματέα ενός πελάτη τους και την έστειλαν πακέτο στον Νικολάκη. Με άλλο όνομα που φρόντισε να της εξασφαλίσει ο Λευτέρης.
Η Τούλα πλάνταζε στο κλάμα:
-Που θα πάει, το καημένο, ξένη σε ξένο τόπο;
Ο Βασίλης δεν ανησυχούσε καθόλου. Ήξερε ότι η τύχη βοηθούσε τους χαζούς.
-Μη σε νοιάζει, ρε Τούλα, ¨στα γκαβά πουλιά, χτίζει ο θεός φωλιά¨. Να δεις που τώρα θα τους πάνε τα πράγματα καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι να μένει, αυτός ο άσωτος, μόνος του. Με γυναίκα και παιδί, θα σφιχτεί και θα τα καταφέρει. Εμείς να δούμε τι θα κάνουμε, εδώ, με τους καινούριους εθνοσωτήρες.
Δεν δάγκωνε την γλώσσα του καλύτερα; Η νέα χούντα ήταν χειρότερη απ΄ την παλιά. Χωρίς τα κυμπαριλίκια της Δέσποινας στα ξενυχτάδικα, που μοίραζε κομπολόγια με το ¨πουλί¨.
Αυτοί παρίσταναν τους αδιάφθορους και δεν πλησίαζαν σε τέτοιους ¨οίκους απωλείας¨
Καλά! Είναι αρχή ακόμα. Σε λίγο καιρό κι αυτοί θα ξημεροβραδιάζονται στα μπουζουκομάγαζα. Μόνο να πιαστούν γερά στην εξουσία και τα ξαναλέμε.
Πάντως είναι αλήθεια ότι δεν κολλούσαν επάνω τους τ’ ανέκδοτα που είχαν πλημμυρίσει τον τόπο για τους προηγούμενους. Δεν υπήρχε ένας Παττακός, ρε παιδί μου, να κυκλοφοράει με το εξάσφαιρο μυστρί. Κι αυτός που έβαλαν για πρωθυπουργό είναι σαν να τον έβγαλαν από κανένα μνήμα. Ένα ξέπλυμα που από μακριά φωνάζει ότι είναι ανδρείκελο.



Πάντως όποια ελευθερία είχε δώσει ο Παπαδόπουλος, αυτοί την πήραν πίσω.
Ξανά κυνηγητά και μάζεμα των αριστερών σε φυλακές και ξερονήσια.
Ξανά κουβάλημα στα αστυνομικά τμήματα και στην ασφάλεια.
Ξανά οι τρομερές φήμες για βασανιστήρια στα κρατητήρια της ΕΣΑ.
Ως πότε, ρε παιδί μου, ως πότε;
Αλλά τα πρώτα ¨σφιξίματα¨ χαλάρωσαν κι ο κόσμος άρχισε σιγά – σιγά να γυρνάει στις παλιές του συνήθειες. Βγήκε κι ο Μίλτος απ΄ την κρυψώνα του κι άρχισαν παρέα τις βόλτες στα νυχτομάγαζα. Ντυμένοι κι οι δυο με κουστούμια, λες κι ήταν πελάτες, πήγαιναν κι έπιαναν το αφεντικό. Του έκαναν μια καλή προσφορά και τόνιζαν ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη να κοπεί τιμολόγιο. Αυτό το τελευταίο έφερνε και τα πλατιά χαμόγελα. Τι άλλο ήθελαν; Αμερικάνικο ουίσκι (και με την βούλα) και αόρατο απ’ την εφορία. Ζάχαρη!!
Η δουλειά έδειχνε να στρώνει καλά και η πελατεία να γίνεται μόνιμη. Ο Μίλτος ήταν σκέτο κομάντο, με το που έπαιρνε ένας πελάτης τηλέφωνο για εμπόρευμα το είχε στα χέρια του μέσα σε λίγα λεπτά. Θησαυρός.
Η Τούλα άκουγε τον Βασίλη να τον εκθειάζει, χωρίς να λέει ούτε καλό ούτε κακό. Περίεργο πράγμα. Συνήθως η Τούλα, όταν έρχονταν η κουβέντα στον Μίλτο, έσταζε μέλι.
-Τι συμβαίνει, ρε Τούλα, εσύ όταν μιλούσαμε για τον Μίλτο σ’ έπιανε λιγωμάρα. Τώρα γιατί παριστάνεις το στρείδι;
-Ε.. κάτι έχω κι εγώ..
-Ααα δεν μπορώ τα αινίγματα. Ό,τι έχεις να πεις, πες το καθαρά.
Η Τούλα ήθελε από καιρό να κάνει κουβέντα στον άντρα της αλλά έτσι φορτωμένο που τον έβλεπε δεν της έρχονταν να ξεκινήσει την επίθεση. Τώρα της έδινε την ευκαιρία ο ίδιος ο Βασίλης. Αλλά ήθελε να του το φέρει και με τρόπο, μήπως και πέσει σε τοίχο.
-Καλός ο Μίλτος, δεν λέω, αλλά πάει τόσος καιρός, τώρα, που είναι με την Ντέπη και δεν βγάζει άχνα για γάμο. Το έχει εκθέσει το κορίτσι!
-Έλα ρε Τούλα, τώρα, μικρά παιδιά είναι και ανέλαβες εσύ την κηδεμονία; Άσ’ τους θα τα βρουν μόνοι τους. Έχει κι ο Μίλτος τα δικά του προβλήματα. Πώς να παντρευτεί χωρίς τον πατέρα του στην εκκλησία; Τι να λέει, ότι είναι ορφανός;
Η Τούλα αυτό δεν το περίμενε. Έμεινε για λίγο σιωπηλή και ύστερα της ήρθε η φώτιση.
-Βεβαίως! Θα πούμε ότι ο πατέρας του έχει πεθάνει!
-Βρε, άει στο διάολο. Θα τον πεθάνουμε τον άνθρωπο, για να περάσει το δικό σου.
Πάλι λάθος λογαριασμό έκανε ο Βασίλης. Η Τούλα δεν το σήκωνε έτσι εύκολα το ¨όχι¨.
Το σπίτι έγινε κάτεργο. Μούτρα απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ.
Ο έρμος άρχισε να αισθάνεται σαν τον κουμπάρο του, τον Μάκη.
« Θες να την πάθω κι εγώ, σαν τον φουκαρά τον Μάκη και να κοιμάμαι στην δουλειά; Τουλάχιστον αυτός είχε και μια στοίβα στουπί για να ξαπλώνει. Εγώ τι θα κάνω; Θα την περνάω πάνω στο γραφείο σαν φακίρης;»
Τελικά το ζύγισε το πράγμα και πήρε σοβαρές αποφάσεις. Κάλεσε το απόγευμα τον Μίλτο ¨για να μιλήσουν¨ Είχε αποφασίσει ότι εδώ που έφτασαν τα πράγματα, με τον Νίκο σε ξένη χώρα κι αυτόν μονάχο του να προσπαθεί να τα προλάβει όλα, δεν θ’ άντεχε για πολύ καιρό. Ο Μίλτος ήταν έντιμος άνθρωπος κι έδινε και την ψυχή του στην δουλειά. Θα τον έκανε συνεταίρο. Έτσι κι αλλιώς, αν δεν ήταν αυτός δεν θα είχαν καταφέρει να επιβιώσουν όταν τους πέταξαν έξω απ’ τον στρατό. Τους πρόσφερε ένα σωρό προοπτικές και αξιοποίησαν μια χαρά το ¨εισαγωγαί – εξαγωγαί¨
Όταν το είπε στον Μίλτο, αυτός τα ‘χασε. Άρχισε πάλι να μιλάει με τα ακαταλαβίστικα που τον έπιαναν όταν είχε τρακ.
-Μα εγώ δεν έχω να… Πώς να είμαι σε… Εσείς πως θα..
-Ασ’ τα πως και τα γιατί. Έκανες πολλά πράγματα για την εταιρεία. Λες να μην το καταλαβαίνω; Ύστερα θα θέλεις κι εσύ να φερθείς έντιμα απέναντι στην Ευτερ… στην Ντέπη εννοώ.
Του έριξε πλάγια και ύπουλη βολή, εκεί που δεν το περίμενε ο Μίλτος. Του είχαν πέσει μαζωμένα και δεν πρόλαβε να τα επεξεργαστεί όλα.
Ο Βασίλης δεν τον άφησε να συνέλθει.
-Φαντάζομαι θα τα έχετε συζητήσει, με την Ντέπη;
-Ναι… πως.. αλλά δεν ορίσαμε.. να
-Ε τότε είναι ευκαιρία να το προγραμματίσετε. Τώρα που θα είσαι και.. συνέταιρος!
Του φουκαρά του Μίλτου του έπεσαν όλα μαζί και δεν προλάβαινε να τα επεξεργαστεί όλα μαζί. Από κει που σχεδίαζαν με την Ντέπη να πάνε στο άλσος Κηφισιάς για καφέ, βρέθηκε να ψάχνει ημερομηνία για τον γάμο. Άσε που θα έπρεπε να κάνει κι ένα σωρό δουλειά για την αλλαγή των προσώπων στην εταιρεία. Και οι παραγγελίες που έπρεπε να παραδώσει; Ποιος θα τα έτρεχε όλα αυτά μαζί; Του ήρθε κάτι σαν ζάλη κι έκατσε απότομα στην καρέκλα μην πέσει κάτω.
-Ρε Μίλτο; Τι έγινε, γιατί χλόμιασες; Δεν πιστεύω να θες να κάνεις πίσω τώρα;
Ο Μίλτος άρχισε να λέει όλα μαζί όσα τον απασχολούσαν και ήταν η σειρά του Βασίλη να ζαλιστεί.
-Στάσου – στάσου, τον έκοψε, δεν χρειάζεται να τα κάνεις όλα μόνος σου. Θα πούμε στον Πέτρο να βοηθήσει στα θέματα της εταιρείας και θα πάρουμε και κάνα δυο παιδιά στην δουλειά για να προλαβαίνουμε όλες τις παραδόσεις. Αρκετά τρέξαμε εμείς! Τώρα η δουλειά μεγάλωσε και δεν μπορούμε να την βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Εμείς θα κάνουμε τα.. μεγάλα αφεντικά.
-Δίκιο έχετε για την Ντέπη, έχουμε πολύ καιρό μαζί, θα πρέπει να ορίσουμε τον γάμο. Μόνο να… σκέφτομαι και τον πατέρα μου που..
Ο Μίλτος κατέβασε το κεφάλι. Είχαν πολύ καιρό να πάρουν νέα από τον πατέρα του και δεν ήξεραν τι συμβαίνει. Παλιότερα, με τον Παπαδόπουλο, ήταν ευκολότερα τα πράγματα. Σχεδόν κάθε βδομάδα τους έγραφε και ήξεραν ότι είναι καλά. Αλλά τώρα τους είχε φάει η ανησυχία. Η νέα χούντα δεν επέτρεπε καμιά επικοινωνία των ¨εκτοπισμένων¨ με τον έξω κόσμο. Όλοι όσοι είχαν ανθρώπους στις εξορίες περνούσαν ένα μαρτύριο.



Ο Βασίλης τον ένοιωθε. Ανησυχούσε κι αυτός, περισσότερο γιατί είχε δει με τα μάτια του τι σήμαινε ΕΣΑ. Δεν ήθελε όμως να δείξει τίποτα στον Μίλτο γιατί έτσι θα χειροτέρευε τα πράγματα, έτσι κατέβασε το κεφάλι και έκανε ότι κοιτούσε τα μπλοκ με τις παραγγελίες. Ωστόσο προσπάθησε να τον καθησυχάσει, χωρίς να το πολυπιστεύει.
-Μη σε νοιάζει, ρε Μίλτο, απλά κάνουν τους άγριους. Να δεις που δεν συμβαίνει τίποτα. Τους μάθαμε δα τόσα χρόνια τους καραβανάδες. Τάχα μου όλα είναι πολύ σοβαρά κι επίσημα αλλά από πίσω όλα είναι χύμα.
Τώρα είναι που έλεγε χοντρά ψέματα. Αλλά και τι να πει στον Μίλτο που κι αυτός με την σειρά του προσπαθούσε να καθησυχάσει τους φόβους της μάνας του.
Αποτυχημένος στο ρόλο του παρηγορητή ο Μίλτος αλλά σαΐνι η Ευτέρπη, που είχε αρχίσει εδώ και κάμποσο καιρό να μπαίνει στο σπίτι του Μίλτου σαν αρραβωνιαστικιά
Μάλιστα, η κυρά Μάρθα, η μάνα του Μίλτου, είχε δώσει την ευχή της στη ¨Ντέπη¨ μιας και είδε ότι ο γιος της την έβλεπε και τον έλιωναν τα σορόπια. Τις ¨κάποιες ατέλειες¨ της νύφης, τις ξεπέρασε με την θυμοσοφία που επιδεικνύουν οι μάνες που έχουν ερωτευμένους γιους:
-Οι ομορφιές έρχονται και περνούν. Πρώτ’ απ’ όλα καλό άνθρωπο να έχει δίπλα του ο Μίλτος μου και όλα τα’ άλλα θα έρθουν μόνα τους.
Από καλοσύνη, όση θες! Σπουδαίο κορίτσι η Ευτέρ.. η Ντέπη. Αλλά κι ο Μίλτος, πολύ καλό παιδί και αστέρι στην δουλειά. Το καλύτερο που είχε να κάνει είναι, εκτός από συνέταιρο και συγγενή, να τον έκανε και κουμπάρο. Εύκολο πράγμα. Δεν είχε παρά να κάνει κουβέντα στην καθ’ ύλην αρμόδια.
-Τι λες, ρε Τούλα, θέλεις να τους παντρέψουμε κι αυτούς, τώρα που πήραμε το κολάι;
Αν ήθελε λέει; Εδώ έγινε κουμπάρα στον Νίκο και την Νέλη και θ’ άφηνε την Ντέπη που την είχε από μικρή, μη στάξει και μη βρέξει; Αλλά!! Αυτήν την φορά, έθεσε τους όρους της. Δεν θα άφηνε τον αγροίκο τον άντρα της να κάνει ό,τι θέλει. Όλες οι ετοιμασίες του γάμου καθώς και η τελετή θα έπρεπε να τύχουν της εγκρίσεώς της.
Χαρά θεού, Ο Βασίλης έτριβε τα χέρια του, μέχρι τον γάμο είχε εξασφαλίσει την ησυχία του. Μάλιστα έβαλε κι αυτός τους όρους του: Τον Μίλτο δεν θα τον απασχολούσαν για κάθε λεπτομέρεια. Αλλά.. αφού είχε πάρει το θέμα επάνω της η Τούλα όλοι οι άλλοι περίσσευαν.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ>>>>>>>>>>>>

1 σχόλιο:

  1. George, come stai? non ho più avuto tue notizie. Sono molto addolorata per questo.....Se puoi scrivimi al mio indirizzo mail. Hai chiuso la pagina G+ ed ora si chiuderà per tutti
    la mia mail
    gil.siddharta@gmail.com
    un forte abbraccio
    scrivimi...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αυτή είναι η πινακίδα που στέλνει στα θρανία χιλιάδες οδηγούς -Γιατί κανείς δεν τη γνωρίζει, τι ακριβώς σημαίνει

  Αυτή είναι η πινακίδα που στέλνει στα θρανία χιλιάδες οδηγούς - Γιατί κανείς δεν τη γνωρίζει, τι ακριβώς σημαίνει CAR & MOTOR TEAM 23 ...