Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Ο ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ "ΚΕΦΆΛΑΙΑ 13 ΚΑΙ 14"-=Σε κάνα τέταρτο έρχονται δυο αστυφύλακες και στέκονται μπροστά του.-Τσιμπίάκος Βασίλειος--Μάλιστα--Έλα μαζί μας

Ο  ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ

Κεφάλαια 13 και  14



 13]          
                              Μιά δύσκολη νύχτα

Ο Βασίλης ξανάκατσε στο παγκάκι και βολεύτηκε όσο μπορούσε καλύτερα. Όπως φαίνονταν το πράγμα, θα περνούσε όλη τη νύχτα εκεί, (και ήταν σκληρό το άτιμο).
Αμ δε… .Σε κάνα τέταρτο έρχονται δυο αστυφύλακες και στέκονται μπροστά του.
-Τσιμπλιάκος Βασίλειος; 
-Μάλιστα.
-Έλα μαζί μας.
Σηκώθηκε σαν αυτόματο και τους ακολούθησε. 
«Μάλλον θα ‘κανε το θαύμα του ο ¨παρ’ Αρείω Πάγω¨ και θα μ’ αφήσουν να φύγω» 
Κατέβηκαν την σκάλα και συνέχισαν να κατεβαίνουν και μετά τον διάδρομο εισόδου. Εκεί κάτι δεν του ¨πήγε¨ καλά. 
«Πού στο διάολο με πάνε αυτοί;»
Τελειώνοντας η σκάλα, έφτασαν σ’ ένα στενό διάδρομο με δυο κλειστές πόρτες και χαμηλό φως. Στη μέση του διαδρόμου στέκονταν ένας αστυνομικός με γαλόνια. Έφτασαν κοντά του.
-Φέραμε τον Τσιμπλιάκο.
Ο αστυνομικός ξεκλείδωσε την πόρτα και είπε ξερά:
-Πέρνα μέσα.
Δηλαδή στο κρατητήριο; Αυτό κατάφερε ο δικηγόρος; Να τον βάλουν στο κρατητήριο;
-Μα… εγώ δεν… κάνετε λάθος. Εγώ δεν είμαι ένοχος για τίποτα.
-Άσε τα μα και τα ξεμά. Πέρνα μέσα είπα!
 Νά ‘τος πάλι, αυτός ο επιτακτικός τόνος βάρβαρης εξουσίας. Μπήκε μέσα στο κρατητήριο, νοιώθοντας μια έντονη ζάλη που τού ‘φερνε εμετό.
Η πόρτα έκλεισε πίσω του κι ακούστηκε το κλειδί να γυρνάει δυο φορές. Έκατσε σ’ ένα φαρδύ πάγκο, που ήταν στηριγμένος στον τοίχο προσπαθώντας να συνέλθει και να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά. Τότε πρόσεξε στο βάθος του δωματίου έναν μπόγο που ήταν πεταμένος κατά γης, σα σωρός από κουρέλια. Παράθυρο δεν υπήρχε για να μπει φως ενώ μια λάμπα που άναβε μέσα υποφώτιζε τον χώρο  και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν αυτός ο όγκος. 
Όταν συνήθισαν τα μάτια του στο φως, κατάλαβε ότι ήταν άνθρωπος. 
Το πρόσωπό του ήταν γυρισμένο προς τον τοίχο και δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν νέος ή γέρος, αν κοιμόνταν ή ήταν πεθαμένος. Έμεινε στη θέση του να τον κοιτάζει σαν υπνωτισμένος. Ποιος να ήταν; Τι να έκανε και τον είχαν πεταμένο εδώ μέσα σ’ αυτό το χάλι; 
Πάντως ο Νίκος δεν ήταν, σίγουρα. Αυτόν θα τον καταλάβαινε απ’ τον όγκο. Τούτος ‘δω ήταν, μάλλον, αδύνατος κι έτσι όπως ήταν κουβαριασμένος δεν μπορούσε να καταλάβει καλά.  
Ναι αλλά κι έτσι πάνω στο τσιμέντο;  Δεν θα πλευριτώνονταν;  
-«Κρίμα ο φουκαράς.»
Σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του. Τον γύρισε και τον έπιασε απ’ τις μασχάλες. Τον τράβηξε προς τον πάγκο. Έβαλε δύναμη και τον κάθισε, αλλά δεν στηρίζονταν. Ήταν λιπόθυμος. Τον ξάπλωσε στον πάγκο κι έβαλε και τα πόδια του λίγο πιο μέσα, για να ‘χει κι αυτός που να κάτσει. Ύστερα τον κοίταξε συλλογισμένος. Ήταν ένα νέο παιδί όχι πάνω από είκοσι χρονών. Ίσως και λίγο μεγαλύτερος. Στο πρόσωπο είχε αίματα και το ένα μάτι του ήταν πρησμένο ενώ φαίνονταν ένα βαθύ κόψιμο στο κάτω χείλος. 
Τον σκούντησε ελαφρά, μιλώντας χαμηλόφωνα.
-Μ’ ακούς; Εεε.. μ’ ακούς;
Καμιά απόκριση. Φαίνεται ότι τον είχαν κι αυτόν για ύποπτο και τον ¨ανέκριναν¨  
Έσφιξε τα δόντια και μούγκρισε: 
-Τέρατα.. θεότρελοι... καθίκια. 
Μετά έκατσε στον πάγκο και ξανασκούντηξε, μάταια, τα πόδια του νεαρού, μήπως και του δώσει κάποιο σημάδι ότι συνέρχεται.  Μόνο η ελαφριά του ανάσα ακούγονταν. Τίποτ’ άλλο. 
Μαζεύτηκε στην άκρη του πάγκου και κοίταξε ένα γύρω το κρατητήριο.  Στις γωνιές είχε αράχνες και το πάτωμα ήταν γεμάτο λεκέδες. Πρέπει να είχε άβαφτο από χρόνια και οι τοίχοι ήταν κίτρινοι απ’ την τσιγαρίλα, μ’ ένα σωρό γραψίματα  (κάτω, χαμηλά στον πάγκο). 
Βάλθηκε να παρατηρεί τι έγραφαν αυτοί που πέρασαν πριν απ’ αυτόν και προσπαθούσε να καταλάβει τι είδους άνθρωποι να ήταν. 
Μπορεί να ήταν εγκληματίες, ίσως και όχι.. 
Αλλά πάλι τί γύρευαν μέσα στο κρατητήριο; 
Γιατί κι ο ίδιος δεν ήταν μέσα;  Τί ήταν;  Εγκληματίας; 
Να… μόνο που τον υποψιάζονταν για αριστερό. 
Ε και λοιπόν;   Έγκλημα ήταν αυτό; 
Στο κάτω-κάτω δεν οδήγησε αυτός την Ελλάδα στον ¨κρημνόν¨ που έλεγε κι ο Παπαδόπουλος! 
Αν ήταν να γκρέμιζε την Ελλάδα ο κάθε καφετζής, τότε πάει να πει πως ήταν για γκρέμισμα… 
«Ας είναι, δε βαριέσαι (σκέφτηκε) ας κάνει κάτι ο κύριος ¨παρ’ Αρείω Πάγω¨ να βγω από ‘δω μέσα και… βλέπουμε»
Όμως έπρεπε να περάσει η νύχτα!


Να περάσει η νύχτα.. μια κουβέντα είν’ αυτή!   Έτσι όπως ήταν στριμωγμένος στην άκρη του πάγκου, είχε μουδιάσει στο πρώτο δεκάλεπτο και χρειάστηκε να κάνει κάμποσες φορές τον γύρο του δωματίου για να κυκλοφορήσει το αίμα στα πόδια του. Ξανακάθισε, για να σηκωθεί μετά από λίγο. Και ξανά και ξανά… 
«Και να φανταστείς ότι δεν μ’ άρεσε το παγκάκι επάνω. Άϊντε τώρα να δω πως θα περάσει η ώρα στην ψειρού!  Πολύ μεγάλη νύχτα είναι τούτη… η ρουφιάνα.» 
Τέλος, βολεύτηκε.. κάπως, ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο και περίμενε να περάσει η νύχτα.  Θα έλεγε πως κάπου-κάπου τον ακουμπούσε ο ύπνος κι άρχιζε να σκουντουφλάει, αλλά αμέσως τινάζονταν, σα να φυλούσε σκοπός και περίμενε να του κάνουν έφοδο. 
«Εδώ μέσα δεν είναι να σε πιάνουν στον ύπνο»  
Άγρυπνος στύλωνε τα μάτια στην πόρτα του κελιού, σα να περίμενε τις ορδές να ορμίσουν κατά πάνω του και φυλούσε τον εαυτό του (άντε.. κι αυτόν τον φουκαρά, που δεν έλεγε να συνέλθει).  
Η μόνη του παρέα ήταν τα τσιγάρα του.  Μπορεί το στόμα να είχε γίνει ¨τσαρούχι¨ αλλά και δεν του περνούσε απ’ το νου να έμενε από τσιγάρο. 
Αργά την νύχτα δεν άντεξε και μάζεψε τα πόδια του κακομοίρη κι έκατσε λίγο καλύτερα. Το κεφάλι του έγειρε στο στήθος και τον πήρε αμέσως ο ύπνος.   Ένας ύπνος βαρύς, χωρίς όνειρα, που τον διέκοψε το γύρισμα του κλειδιού στην πόρτα. 
Πετάχτηκε όρθιος, νοιώθοντας έναν έντονο πόνο στο σβέρκο ενώ ακούστηκε ένα παρατεταμένο κρατς στη ραχοκοκαλιά του. 
Στην πόρτα φάνηκε ένας αγουροξυπνημένος αστυφύλακας.
-Τσιμπλιάκος;
-Μάλιστα!
-Έλα μαζί μου.
Ανέβηκαν πάλι στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. Μέσα ήταν ο ίδιος αστυνόμος.
-Βάλε ‘δω μιά υπογραφή και να πας σπίτι σου. Και άλλη φορά να προσέχεις με ποιους κάνεις παρέα. 
Ο Βασίλης σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να κρατήσει την ίδια γραμμή.
-Μα τι λέτε κύριε αστυνόμε; Εγώ κάνω παρέα μόνο με σωστούς ανθρώπους και καλούς νοικοκυραίους. Τώρα αν κάποιος έχει να κρύψει κάτι, πού να το ξέρω εγώ;  Τζέημς-μπόντ είμαι;
-Καλά – καλά… πήγαινε τώρα.
Δεν ήθελε και παρακάλια. Με ύφος που έλεγε: 
«Δεν σας τά ‘λεγα εγώ.. είμαι αθώα περιστερά» 
Βγήκε απ’ το κτήριο της ασφάλειας και μπήκε στο πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά του. 
Έδωσε την διεύθυνση στον ταξιτζή και προσπαθούσε να μείνει ξύπνιος σ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής καθώς έπεφταν τα βλέφαρά του.
Στο σπίτι τον περίμενε η Τούλα με τα μάτια πρησμένα απ’ την αϋπνία και η Νέλη να κοιμάται του καλού καιρού. 
Ο Βασίλης την καθησύχασε και της είπε τι έγινε με τον Νίκο. 
Η Τούλα άφησε να της φύγει ένα.. Ωχ!   Που πάει να πει: να και τα χειρότερα.
-Λέγε, Τούλα, πες τα όλα να ξέρουμε τι μας περιμένει.
-Εμάς τίποτα. Αυτή η φουκαριάρα περιμένει παιδί!
-Ωχ!  
Αυτή τη φορά ήταν σειρά του Βασίλη να βογκήξει. Αλλά και τι να έκανε; Μάνα θα γίνονταν η έρμη. Κουφιοκέφαλη αλλά… μάνα. 
Έμεινε για λίγο συλλογισμένος δουλεύοντας το πράγμα στο νου του και μετά από δυο λεπτά είπε αποφασιστικά.
-Τι να κάνουμε; Δεν γίνεται να μείνει έτσι κι αυτή. Θα… την κάνουμε ψυχοκόρη.
Η Τούλα τον αγκάλιασε και του ‘σκασε ένα φιλί.
-Ο Θεός θα στο ξεπληρώσει!
-Άκου, Τούλα,  δεν ξέρω τι θα κάνει ο Θεός. Οι μπάτσοι με φοβίζει τι θα κάνουν.. Αλλά και να την αφήσουμε έτσι μόνη δεν γίνεται. 










 14]                                           Και οι  δύσκολες μέρες



Την άλλη μέρα πήγε στο γραφείο αλλάζοντας δυο φορές τον δρόμο του ( καλού-κακού). Μπήκε μέσα χαμογελαστός σα να μη συνέβαινε τίποτα.  Καλημέρισε εγκάρδια τα ¨παιδιά¨ και προχώρησε στο ¨μέσα¨ γραφείο. Άνοιξε τα συρτάρια για να δει μήπως τ’ ¨ανακάτωσε¨ κανένας. Όλα φαίνονταν στη θέση τους.  Πήρε στο τηλέφωνο τον Πέτρο.
-Καλημέρα Πετρή.  Έχω εδώ κάτι τιμολόγια που θέλουν πέρασμα στο βιβλίο και είπα να στα φέρω εγώ.. να σε δω και λίγο.
Τόνισε τις τελευταίες λέξεις για να δώσει στον άλλον να καταλάβει ότι ήταν ανάγκη να μιλήσουν. 
-Εντάξει σε περιμένω. 
Απάντησε ο λογιστής και χωρίς να περιμένει άλλη απάντηση έκλεισε το τηλέφωνο. 
Σε λίγα λεπτά είχε φτάσει στο γραφείο του για να βρει έναν Πέτρο έξαλλο 
-Καλά, ήταν ανάγκη να πάρεις τηλέφωνο;  Αφού ξέρεις ότι είμαι συνέχεια εδώ κι αν λείψω για λίγο δεν έγινε και τίποτα… θα ‘ρθω.  Γαμώτο! Δεν ξέρεις ότι τα τηλέφωνα παρακολουθούνται; 
-Μην κάνεις έτσι, ρε Πέτρο, γι’ αυτό είπα πως σου φέρνω τιμολόγια.
-Ναι κι αυτοί το ‘χαψαν! Με δουλεύεις; 
Τον είχε καταλάβει ένας υστερικός φόβος.  Πάλι καλά που δεν τον έπιασε και τρεμούλα. 
-Μα καλά.. (αποτόλμησε να πει ο Βασίλης) αυτοί δεν έδωσαν αμνηστία σ’ όλους τους αριστερούς;  Αφού έκλεισαν και τον Αβέρωφ!
-Αγαθός είσαι;!!
Κατάλαβε ότι πάρα πέρα κουβέντα με τον Πέτρο δεν οδηγούσε πουθενά. Τον είχε πιάσει πανικός, σα να ήταν η ασφάλεια έξω απ’ την πόρτα και θα μπουκάριζε όπου να ‘ναι. 
Άλλαξε κουβέντα για να μην πάθει τίποτα και τον πάρει στον λαιμό του.
-Ασ’ τα αυτά τώρα, να δούμε τι θα κάνουμε με τον Νίκο.
-Σαν τι να κάνουμε; Αυτός το ‘καψε το καλύβι του. Κοίτα μη μπλέξεις και συ, γιατί θα πάτε στον πάτο.  Δουλειές με επισκεπτήρια στο… ξερονήσι δεν γίνονται. 
-Αμάν, ρε Πέτρο, πολύ δραματικά τα βλέπεις. Δεν είναι δα και τόσο σοβαρά. Πιτσιρικάς ο Νίκος έκανε κάποιες απερισκεψίες, δεν βγήκε δα κι αντάρτης στα βουνά. Μπορούμε να το φέρουμε βόλτα το πράμα. Βλέπεις είναι κι η Βαγγελιώ έγκυος.. 
-Ωχ!
-Ναι αυτό είπα κι εγώ..   Γι’ αυτό σου λέω, να πούμε σ’ αυτόν τον δικηγόρο ν’ αναλάβει το θέμα, μπας και τον ξελασπώσουμε. Εσύ τον ξέρεις καλύτερα και θα σ’ ακούσει.
-Μωρέ τι εμένα και σένα; Αυτός ακούει τα λεφτά! 
Τάξε του χρήμα και στον βγάζει τον Νίκο… πατριάρχη Αθηναγόρα.  
Ξανά πίσω στο γραφείο, γιατί ο Πέτρος φοβόνταν ν’ ακουμπήσει το τηλέφωνο σα να ‘ταν σκορπιός. Έκλεισε ραντεβού για τ’ απόγευμα και άρχισε τις προσπάθειες για να.. ξετρυπώσει τον Μίλτο. 
Η Ευτέρπη είχε να τον δει από δυο μέρες και δεν μπορούσε να τον ¨πιάσει¨ σε κανένα τηλέφωνο. Η μάνα του δεν είχε ιδέα που μπορεί να έχει πάει (πάνω κει ¨ράγισε¨ η φωνή της κι άρχισε να κλαψουρίζει)
-Τι κακό μας βρήκε Βασίλη μου; 
Δεν άντεχε άλλο να κάνει την παρηγορήτρα σ’ όλον τον.. γυναικείο πληθυσμό κι έβαλε τις φωνές. 
-Έλα τώρα! Μην κάνεις έτσι δεν χάθηκε ο κόσμος!  Ο Νίκος είναι.. λίγο μπλεγμένος. Θααα… τον ξεμπλέξουμε. Αν μιλήσεις με το Μίλτο πέσ’ του ότι τον θέλω. Αύριο βράδυ κατά τις επτά, να πάει εκεί που ήμασταν πριν πάω στην ασφάλεια. Και πες του ότι δεν τρέχει τίποτα. Αυτός είναι… λευκή περιστερά. 
Την υπόλοιπη μέρα προσπάθησε να βάλει μια σειρά στη δουλειά και να ξεμουδιάσει τους υπόλοιπους, που περίπου τον.. έκλαιγαν ζωντανό.


Το απόγευμα της επομένης ξεκίνησε για το Μπουρνάζι αλλάζοντας συνέχεια δρόμο, περνώντας από έρημα στενά, για να δει μήπως τον παρακολουθούσε κανείς. Στο τέλος αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν κανένας στο κατόπι του, πήγε στο καφενείο που είχαν κάτσει την τελευταία φορά. Παράγγειλε καφέ και άνοιξε μια εφημερίδα, κάνοντας πως διαβάζει, αλλά παρακολουθούσε την κίνηση μέσα κι έξω απ’ το καφενείο.  Τέλος, κατά τις εννιά το βράδυ, φάνηκε ο Μίλτος… με καπέλο και σκούρα γυαλιά.  Μπήκε φουριόζος, κοίταξε δεξιά-αριστερά και πλησίασε τον Βασίλη.
-Καλησπέρα.  
Είπε σχεδόν ψιθυριστά, χωμένος μέσα στους γιακάδες της καμπαρντίνας του.
-Κάτσε!  Τι χάλια είναι τούτα μωρέ;  Τι παριστάνεις;  Τον Αρσέν Λουπέν; 
-Μα… μη με δει κανένας… και..
-Δε μου λες; Αν εσύ έβλεπες έναν τύπο, ντυμένο.. έτσι, τι θα έκανες;  Θα ‘λεγες ότι είναι αθώος ή θα φώναζες κάναν μπάτσο για να τον μαζέψει;  Βγάλε, γρήγορα, αυτά τα μασκαραλίκια και κάτσε σαν άνθρωπος!
Αφού κατάφερε και τον ηρέμησε, του εξήγησε πως έχει η κατάσταση για να πάψει να τρέμει.  
Ο φουκαράς ο Μίλτος, μέχρι που να καταλάβει ότι δεν κυνηγούσαν κι αυτόν, είδε κι έπαθε. Τον είχε πιάσει πανικός κι έβλεπε παντού μυστικούς αστυνομικούς και χαφιέδες της ΚΥΠ. 
Ο Βασίλης άρχισε να του μιλάει γρήγορα για να καταφέρει να του αποσπάσει την προσοχή.
-Άκου, Μίλτο, κανένας δεν νοιάζεται για μένα ή για σένα. Το πρόβλημα είναι όλο στο Νίκο κι αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημά μας. Πολύ φοβάμαι ότι θ’ αλλάξουν αρκετά πράγματα τις επόμενες μέρες και πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Λοιπόν εσύ θα πας στο γραφείο και..
-Που; Που.. να πάω;!!
Ο Μίλτος είχε γουρλώσει τα μάτια, ενώ τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν.
-Μα καλά… δεν ντρέπεσαι λίγο; Φαντάζεσαι να σ’ έβλεπε σ’ αυτό το χάλι η Ντέπη;
Ο Βασίλης έριξε, μπαμπέσικα, το ¨χαρτί¨ της Ευτέρπης στο τραπέζι, για να του τονώσει το ηθικό. Και είχε δίκιο! Ο Μίλτος φάνηκε να ¨παίρνει τ’ απάνω του¨ . Πήρε βαθιά ανάσα και.. τα ‘ριξε όλα μαζί.
-Έχετε δίκιο κύριε Βασίλη δεν θα μας πάρουν αυτοί τον αέρα. Όσο τους φοβόμαστε τόσο χειρότερα είναι!
-Μπράβο λιοντάρι μου!
«Λιοντάρι.. χεσμένο (σκέφτηκε) αλλά δε βαριέσαι.»
Από την επόμενη μέρα πράγματι, είχαν αλλάξει πολλά πράγματα. 
Οι στρατιωτικοί, που  του έκαναν ένα σωρό χαρούλες (είναι βλέπεις που τους είχε καλομαθημένους, με τα δωράκια τους και τα χατιράκια τους) τώρα δεν.. τον ήξεραν, ενώ αυτοί που του έδιναν παραγγελίες έκλειναν το τηλέφωνο μόλις άκουγαν με ποιόν μιλούσαν.  
Αδιέξοδο!  Αλλά δεν μπορούσε να γίνει και τίποτα περισσότερο. 
Το να χάσει ένα τόσο μεγάλο κομμάτι δουλειάς του κόστισε πολύ, αλλά δεν έδειξε τίποτα σε κανέναν. 
Μόνο κάποιες φορές, όταν έμενε μόνος στο γραφείο, άρχιζε ατέλειωτους διαλόγους με απόντες συνομιλητές. Τον συνέπαιρνε η κουβέντα με τον εαυτό του και ‘κει που αγόρευε έριχνε και καμιά γροθιά στο τραπέζι, αναποδογυρίζοντας ό,τι βρίσκονταν επάνω του. Μετά νευρίαζε με τον εαυτό του, που άφηνε να του ξεφεύγει η κατάσταση για να ξαναρχίσει, μετά από λίγο τον μονόλογο. 
Από τη μιζέρια του τον έβγαλε η Ευτέρπη που τους επισκέφτηκε.. κατά τύχη ένα πρωί. Ήταν μια από τις συνηθισμένες της ¨βόλτες¨ που κατά σύμπτωση την έβγαζαν κοντά στο γραφείο… « και μιας και περνούσα είπα να σας πω μια καλημέρα.» 
Ο Βασίλης χωμένος μέσα σε καταλόγους και απογραφές αποθήκης δεν μπορούσε να της πιάσει την κουβέντα και άφησε τον Μίλτο να εκτελέσει τα καθήκοντά του.  
Κι αυτός (ο μπαγάσας) έκατσε και της είπε τις στεναχώριες τους.
-Ασ’ την ρε Μίλτο, την κοπέλα, να μη φορτώνουμε κι άλλους με τις φουρτούνες μας. 
-Α! όλα κι όλα, Βασιλάκη μου, τώρα με προσβάλεις! Μια οικογένεια είμαστε. Όλα πρέπει να τα ξέρουμε. 
-Γιατί ρε Ευτ…  Ντέπη να τα ξέρεις;   Για να κλαίμε μαζί την μοίρα μας;    Έφυγαν;  Έφυγαν!    Ώρα καλή και να μας γράφουν.  Εδώ δεν προλαβαίναμε την υπόλοιπη δουλειά σ’ αυτούς θα κολλήσουμε;
Μπορεί να παρίστανε τον ατρόμητο αλλά μέσα του σάλευαν ένα σωρό φόβοι.  
Πρώτ’ απ’ όλα δεν ξεχνούσε ότι είχαν περάσει, πλέον, από την ¨άλλη μεριά¨ και δεν μπορούσαν να επικαλεστούν τις συγγένειες με τον Παπαδόπουλο ή να ¨κλείνουν το μάτι¨ πως τάχα αυτοί είναι μέσα σ’ όλα και για διασυνδέσεις κι ένα σωρό άλλα παραμύθια π’ αράδιαζαν σε όσους ήθελαν να εντυπωσιάσουν. 
Αλλά και πάλι τι είχαν να φοβηθούν; Είχαν μαζέψει ένα σωρό κεφάλαιο σε ρευστό, χώρια που είχαν τρεις αποθήκες γεμάτες μέχρις επάνω με εμπορεύματα. 
-Αμάν οι αποθήκες!


Μέσα στην ταχύτητα των εξελίξεων είχε ξεχάσει εντελώς ότι οι αποθήκες βρίσκονταν μέσα σε στρατιωτικούς χώρους! Έπρεπε με κάποιο να πάνε να τα πάρουνΣτο κάτω -  κάτω ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτά τα χρωστούσαν κι έπρεπε να ξεκινήσουν, στα γρήγορα, να πουλάνε στα μαγαζιά πριν αρχίσουν οι προμηθευτές να ζητάνε τα λεφτά τους.
Πρωί – πρωί την άλλη μέρα ξεκίνησε, με δυο παλικάρια κι ένα φορτηγό, να πάει να τα μαζέψει. Τα ζόρια όμως φάνηκαν απ’ την ώρα που έφτασε στην πύλη.  Τον σταμάτησε ο φαντάρος και του είπε πως έχει διαταγή να περιμένει να τον συνοδέψει ένας αξιωματικός, γιατί  ¨δεν κάνει να περιφέρονται πολίτες μέσα στο στρατόπεδο¨  
Το ότι πριν από λίγες μέρες του δίνανε και φαντάρους για να τον βοηθάνε να κουβαλάει τα εμπορεύματα. Τώρα ¨δεν έκανε να περιφέρεται σε στρατιωτικούς χώρους¨ 
-Καθίκια καραβανάδες. Μουρμούρισε, χωρίς να τον ακούσει ο ¨συνοδός¨ του.  
Αλλά δεν έδωσε σημασία. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να τελειώνει και να φύγει από κει μέσα γι’ αυτό και άνοιξε το βήμα του για να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα. 
Τότε τα είδε!  Όλα μαζί, ένα σωρό σα να ήταν μπάζα. Σίγουρα πρέπει να τα σώριασαν με κάποιο μηχάνημα, γιατί τα μπουκάλια είχαν σπάσει σχεδόν όλα και είχαν μουσκέψει όλα τα υπόλοιπα που βρίσκονταν από κάτω τους. Μάλλον πρέπει να το είχαν κάνει επίτηδες για να προκαλέσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ζημιά.  
Μετά από λίγα λεπτά πλησίασε ένας λοχαγός ο οποίος (με πολύ αυστηρό ύφος) τον πληροφόρησε ότι έχει διαταχθεί ένορκη διοικητική εξέταση, για να δουν ποιος ήταν αυτός που του επέτρεψε να φέρει οινοπνευματώδη ποτά εντός της μονάδος και θα διατάζονταν η παραδειγματική του τιμωρία. 
Αυτός, όμως,  «όφειλε να συγκεντρώσει όλα του τα είδη εντός των επομένων τριών ωρών, άλλως θα διετάζετο, από τον κύριον διοικητήν της μονάδος, η απόσυρσίς των μετά των υπολοίπων απορριμμάτων του στρατοπέδου» 
Τι ¨εξέτασις¨ και κουραφέξαλα; 
Αφού είχαν έρθει στην αποθήκη μαζί με ¨τον κύριον διοικητήν¨ και μόνος του είχε διαλέξει τρία κιβώτια απ’ το καλύτερο ουίσκι, ρεγάλο απ’ τον Βασίλη «με τα χαιρετίσματά του στην κυρία»  
Ο υποκρίταρος! Τώρα διέταζε την ¨εξέτασιν¨ για να μάθει ό,τι ήξερε απ’ την αρχή.  
Αν ήθελε να τιμωρήσει κάποιον ας βούταγε τον εαυτό του.  Λυκόρνιο! 
Πήρε άδεια κι έφερε μέσα το φορτηγό με τους ανθρώπους κι άρχισαν να μαζεύουν στα γρήγορα ό,τι φαίνονταν σε καλή κατάσταση κι άφησαν τα κατεστραμμένα ¨να τα αποσύρουν με τα υπόλοιπα απορρίμματα του στρατοπέδου¨. 
Τα πήγαν στο οικόπεδο της Τούλας και τα ξεφόρτωσαν. 
Εκεί τους περίμενε ο Μάκης με δυο ανθρώπους που ξεκίνησαν σβέλτα να στήνουν γύρω απ’ το σωρό με τα πράγματα μια αποθήκη με λαμαρίνες, πριν πιάσει καμιά βροχή και καταστρέψει και τα υπόλοιπα. Κατά το βράδυ πεθαμένος απ’ την κούραση πήγε σ’ ένα κοντινό περίπτερο και τηλεφώνησε στο γραφείο. Του απάντησε ο Μίλτος, με μια φωνή γεμάτη αγωνία:
-Τι έγινε κύριε Βασίλη, γιατί χαθήκατε;
-Μίλτο, άσε τις πολλές κουβέντες κι έλα στο Αιγάλεω, στο οικόπεδο της Τούλας και πάρε μαζί σου κάνα παλτό και δυο τρεις κουβέρτες.
-Τι… τι θα κάνω;
-Έλα και θα σου πω!
Ο Μάκης είχε προβλέψει κι έκανε ένα παράσπιτο με λαμαρίνα για να κάθεται ένας φύλακας. Σα σκυλόσπιτο ήταν, αλλά δε βαριέσαι. Δεν ήταν ώρα για πολυτέλειες. 
Πάντως, όταν έφτασε ο Μίλτος δεν έκρυψε την έκπληξή του.
-Πότε το κάνατε αυτό;
-Το κάναμε! Αλλά δεν σε φώναξα για να μου πεις αν είν’ ωραίο. Πρέπει να κάτσει κάποιος εδώ, μήπως περάσουν τίποτα λεβεντόπαιδα και μας νοικοκυρέψουν.  
Εγώ είμαι ψόφιος στην κούραση έτσι ο κλήρος πέφτει σε σένα. 
-Καλά φύγετε εσείς και θα κάτσω εγώ. Αλλά πρώτα θα πάω να πάρω δυο τρία πράγματα που χρειάζομαι και θα γυρίσω.
Ο Μίλτος έφυγε και μετά από λίγα λεπτά γύρισε κρατώντας δυο μεγάλα μπλοκ και έναν φακό με μπαταρίες.
-Μια και θα κάτσω μην πάει χαμένη η ώρα. Θα κάνω απογραφή στα πράγματα που φέρατε για να δούμε τι έχει μέσα η αποθήκη.
Ο Βασίλης δεν είχε κουράγιο ούτε την γνώμη του να πει. Ξεκίνησε να πάει στο σπίτι γιατί δεν τον κρατούσαν τα πόδια του.  Με το που μπήκε απ’ την πόρτα χτύπησε το τηλέφωνο. 
-Κομνηνός. Δικηγόρος!  Αυτοαναγγέλθηκε όλο ύφος. Εξέτασα την υπόθεση του Νικολάου Παπαδοπούλου.   Η κατηγορία είναι πλαστοπροσωπία… τίποτα σημαντικό.   Θα το παλέψουμε, αλλά θα ήθελα να έλθεις αύριο στο γραφείο μου, για να πούμε κάποια πράγματα από κοντά.
«Λεφτά θα θέλει» σκέφτηκε ο Βασίλης «κι αφού είναι υπόθεση με λεφτά, πάει να πει ότι θα πάμε καλά» 
-Εν τάξει θα έρθω αύριο πρωί, κατά τις δέκα.
Την άλλη μέρα, ξεκούραστος και πιο αισιόδοξος έφτασε στο γραφείο του ¨παρ’ Αρείω Πάγω¨, όπως ανακοίνωνε μια ταμπέλα πάνω στην πόρτα του γραφείου. Μπαίνοντας τον περίμενε μια μεγάλη έκπληξη.  Καθισμένος φαρδύς πλατύς ήταν ο Παύλος!
-Ρε Παύλο! Εσύ τι… πως από δω;
-Ασ’ τα ρε Βασίλη. Τα έμαθα. Όλος ο στρατός για σας συζητάει. Και καλά αυτός ο τύπος! Που απ’ την αρχή εμένα δεν μ’ άρεσε..
Τι δεν του άρεσε ακριβώς; Που όταν είχε δει τις φωτογραφίες, που του μόστραρε ο Νίκος, μόνο το χέρι που δεν του φίλησε.  Αλλά δεν ήταν ώρα τώρα να λένε τέτοια. 
-Όχι ρε Παύλο. Καψοκαλύβας είναι κι αυτός μην το βλέπεις έτσι.
-Ακούστε με (μπήκε στη μέση ο δικηγόρος) το τι έκανε το ξέρουμε καλά! Το θέμα τώρα είναι να τον ξεμπλέξουμε και να σώσετε και σεις την δουλειά σας. 
Ο κύριος αντισυνταγματάρχης, από δω, έχει να σου πει κάτι σημαντικό.
-Αντισυνταγματάρχης;! Μπράβο ρε Παύλο κι εις ανώτερα! Είδες που στο είπε η Τούλα; Θα είσαι η ποιο λεβεντιά στρατηγός μας. Λοιπόν θα σας κάνουμε το τραπέζι, με ό,τι προτιμάς εσύ. Εσύ θα έχεις τον πρώτο λόγο! Αλλά θα φέρεις και την Ρένα και… θα φροντίσω να της πιάσει την κουβέντα η Τούλα.
Να τες πάλι οι ύπουλες μαχαιριές. Τον ήξερε καλά τον Παύλο και τον χτυπούσε στο αδύνατο σημείο του. Για ένα καλό φρικασέ, μπορούσε να παραδώσει την Ελλάδα εις τον εχθρόν κι αυτός τον άφηνε να μυριστεί μπόλικα καλούδια, απ’ την μαστόρισσα την Τούλα, που στο κάτω- κάτω κολακεύονταν απ’ καλά λόγια του, για την υπέρτατη τέχνη της στο μαγείρεμα. 
-Λοιπόν άκου να σου πω Βασίλη (είπε ο Παύλος) δεν θέλησα να έλθω σε απ’ ευθείας επικοινωνία μαζί σου για… ξέρεις τώρα. Αλλά όταν έμαθα τι συμβαίνει, φρόντισα και μάζεψα τα πράγματα που είχατε στις δυο αποθήκες, που ήταν στην δική μου ευθύνη και τα πήγα σε έναν δικό μου άνθρωπο. Θα σου δώσω την διεύθυνση να πας να μιλήσετε. Αλλά να ξέρεις εγώ από δω και πέρα δεν ξέρω τίποτα.
-Μπράβο ρε Παύλο είσαι μεγάλη καρδιά. 
Ο Βασίλης συγκινήθηκε από την πράξη του Παύλου. Δεν ήταν τίποτα μεγάλες ποσότητες, αλλά μετά από την ζημιά που έπαθαν στην μεγάλη ποσότητα, ό,τι κι αν σώζονταν ήταν κέρδος. Ξάφνου ένοιωσε τύψεις, για το ξύλο που έριχνε στον Παύλο όταν ήταν πιτσιρίκια και για τα λόγια που ‘λεγε για την Ρένα. Δε βαριέσαι ας ήταν βούρλο…. Τώρα που χρειάστηκε τον βοήθησαν. 
Του άξιζε κι ένα καλό γαλακτομπούρεκο και μπακλαβάς και Γιαννιώτικες φλογέρες. 


Για τις επόμενες μέρες, συμφώνησαν, ο δικηγόρος ν’ ασχοληθεί με το θέμα του Νίκου κι αυτός να πάει να δει τι θα γίνει με την δουλειά. Είχε μπει ο Νοέμβρης και οι μέρες μίκραιναν όλο και περισσότερο, δεν έφτανε η μέρα για να δει όλους τους πελάτες που ήθελε. Αλλά και κάτι βροχούλες τον έκαναν ν’ ανησυχεί για τα πράγματα στην πρόχειρη αποθήκη που είχε στήσει ο Μάκης. Κι αυτά, όμως αντιμετωπίζονταν. Το κακό είναι ότι άρχισαν κάποιοι προμηθευτές να γίνονται ανυπόμονοι και να του στέλνουν ραβασάκια με ¨ευγενικές¨ προτροπές, να επισπεύσει την εξόφληση του λογαριασμού του.  Άρχισε να πηγαίνει από εταιρεία σ’ εταιρεία για να τους καθησυχάζει τους φόβους, αφήνοντας τον Μίλτο να τρέχει την δουλειά. Αλλά και ‘κει φαίνονταν ότι ¨κάτι δεν πήγαινε καλά¨. Δεν χρειάστηκε και πολύ για να καταλάβει ότι ¨κάποιοι¨ μίλησαν στους πελάτες. Αρκετοί απ’ αυτούς, με κάποιες αστείες δικαιολογίες, διέκοψαν την συνεργασία.  Ένας όμως δεν κρατήθηκε και μίλησε στα ίσα. Ο Βασίλης τον είχε βοηθήσει παλιότερα, που είχε πρόβλημα με την υγεία της γυναίκας του κι ο ερίφης αισθάνονταν την υποχρέωση. 
Τον πήρε σ’ ένα εσωτερικό γραφείο που είχε στο μαγαζί κι αφού τον κέρασε καφεδάκι του άνοιξε την καρδιά του.
-Άκου να σου πω, ρε Βασίλη, μ’ έχεις βοηθήσει και στο χρωστάω.  Να ξέρεις ότι πέρασαν κάτι τύποι και μου είπαν ότι δεν πρέπει να δουλεύω μαζί σας γιατί είσαστε αναρχικά στοιχεία και… κάτι τέτοια.  Εγώ δεν θα τους έδινα καμιά σημασία αλλά, να.. ξέρεις, το παιδί δουλεύει στη βάση στο Ελληνικό και δεν θέλω να βρεθεί για έναν τέτοιο λόγο στο δρόμο ή και τίποτα χειρότερο. 
Δεν χρειάστηκε και πολλά για να καταλάβει τι είχε συμβεί. 
Αυτά που έκαναν μ’ όλους όσους έβαζαν στο μάτι, τώρα το έκαναν και μ’ αυτούς. 
Αυτό που είχε πάντοτε σαν αρχή του «ποτέ να μην αφήνεις να σε βάζουν στο ¨μάτ騻 τώρα του είχε έρθει κατακέφαλα. 
Όχι μόνο τον έβαλαν στο μάτι αλλά απ’ ό,τι κατάλαβε, όλοι ασχολούνταν μαζί τους. 
Που πάει να πει: Ξέχνα την δουλειά που χάσαμε και κοίτα να σώσουμε το τομάρι μας. 
Δεν ήταν άσχετος! Ήξερε καλά τι σήμαιναν όλα τούτα, αλλά παλιότερα δεν τον ενδιέφερε γιατί δεν κυνηγούσαν τον ίδιο, τώρα που τον έβαλαν στο μάτι κατάλαβε τι εστί βερίκοκο. Από δω και πέρα έπρεπε να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Σίγουρα στον στρατό, θα είχαν βρει κάποιους άλλους να τους προμηθεύουν. Αν και ο Παύλος του είχε πει ότι είχαν γίνει πολύ σφιχτά τα πράγματα. Θεωρούσαν ότι τους είχαν δουλέψει πολύ άσχημα και για να περάσει άνθρωπος μέσα στο τμήμα προμηθειών έπρεπε να τον ψάξουν μέχρι τρίτης γενεάς. 
Εκτός φυσικά από τα μεγάλα ψάρια! Αυτοί έμπαιναν όπου ήθελαν και κανένας δεν τολμούσε να βγάλει άχνα. 
Είχε την εντύπωση πως ξεκινούσε απ’ την αρχή. Μόνο που αυτή η αρχή δεν είχε ούτε τον ενθουσιασμό, ούτε και τις προϋποθέσεις που είχαν παλιότερα. Έτσι κι αλλιώς είχε μείνει μόνος του. 
Τον Νίκο κατάφεραν να τον βγάλουν απ’ τη φυλακή, με κάτι νομικίστικα κόλπα του δικηγόρου (κάτι με την παρέλευση του χρόνου απαγγελίας της κατηγορίας, κάτι με τις διασυνδέσεις του) τελικά ο Νικολάκης την έβγαλε καθαρή.   
Ε!   όχι και τόσο καθαρή… Απ’ ό,τι τους είπε ο δικηγόρος, του είχαν κάνει ένα φάκελο ίσα με δυο φορτηγά. Έτσι το πήρε, ο φουκαράς, απόφαση και έφυγε για την Γαλλία μέσα σ’ ένα βαγόνι- ψυγείο. Τον τρόπο τους τον έδειξε ο Λευτέρης που είχε γίνει αντισυνταγματάρχης και είχε στην ευθύνη του τον εφοδιασμό των κρεάτων. Ας είναι καλά ο άνθρωπος, όταν του είπαν το πρόβλημα και πως είναι έγκυος η Νέλη, τον συμπόνεσε. Κανόνισε, λοιπόν, σε μια απ’ τις επόμενες παραλαβές να στείλει τα ψυγειοβαγόνια και μέσα σ’ ένα απ’ αυτά να είναι και ο Νίκος. Του ‘βαλε μέσα και το κάτι τις του για να ‘χει να βολεύεται στο δρόμο. Τι κάτι τις δηλαδή, μισός λόχος μπορούσε να περάσει για ένα μήνα με τόσο φαΐ. Αλλά είπαμε, ο Νικολάκης έτσι κι έμενε λίγη ώρα χωρίς μπούκωμα του ‘ρχονταν λιγοθυμιά. 
Άσε που ο έρμος όταν τον έβγαλαν απ’ τη στενή είχε χάσει ίσα με δέκα κιλά. Τον έβλεπε και δεν μπορούσε να τον γνωρίσει. Η Νέλη μόλις τον είδε άφησε ένα βογκητό και την έπιασαν λυγμοί. Στην προσπάθειά της η Τούλα να την ηρεμήσει έκανε τα πράγματα χειρότερα.
-Έλα ησύχασε, δεν είδες που έκανε και σιλουέτα;
Και δώσ’ του η Νέλη να κλαίει πιο γοερά. 
Πήρε ο Νίκος και το ύφος του θύματος, μάλλον για να γλιτώσει το ξύλο απ’ το Βασίλη. Τον είχε δει ότι ήταν εξαγριωμένος. 
Πράγματι μέσα του έβραζε. Ήθελε να τον στριμώξει και να του τα ψάλει απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, που με τα ψέματά του κόντεψε να τους βάλει όλους φυλακή.   
Αλλά… δε βαριέσαι. Τι να κάνουμε τώρα; Ψέματα, αλήθεια αυτή ήταν η κατάσταση. 
Δεν ήθελε ν’ αναστατώσει και την έγκυο γυναίκα. Αλλά του είπε με αυστηρό ύφος ότι θα πρέπει να ζυγίσει καλά τι θα κάνει από δω και πέρα. 
Έτσι το πήρε απόφαση, ο Νίκος, να φύγει, με κάποιο τρόπο, στη Γαλλία που είχε εκεί κάτι συγγενείς του και μόλις έστρωνε κάπως την κατάσταση να έπαιρνε και την Νέλη. Όλους τους είχε ζορίσει αυτή η κατάσταση εκτός, βέβαια, απ’ τη Βαγγελιώ που έπλεε σε πελάγη ευτυχίας που θα πήγαινε στο Παρίσι και θα ξαναζούσε το μήνα του μέλιτος. 
Ε! δεν μπορούσες να περιμένεις και περισσότερα από λόγου της. 
Μάλιστα ο Βασίλης στο στόμα το ‘χε να της το ¨πετάξει¨ 
«Αμάν μωρέ Νέλη, είναι κατόρθωμα να είσαι τόσο ηλίθια» 
Αλλά ας το πάρει το ποτάμι. Βλέπεις ήταν και έγκυος. Την είχε πάρει και η Τούλα υπό την προστασία της… και ποιος τα βάζει με την Τούλα.     Για τέτοια είμαστε τώρα; 
Έτσι βρέθηκε ο τρόπος με την μεσολάβηση του Λευτέρη, που ο αθεόφοβος ήρθε μέρα μεσημέρι στο σπίτι του Βασίλη να μάθει τα καθέκαστα. 
Του Βασίλη βέβαια, κάπως του φάνηκε αυτή η επίσκεψη. Το ‘ριξε μάλιστα στα ίσα.
-Εσύ ρε Λευτεράκη, πως γίνεται και μας πλησιάζεις έτσι άφοβα;
-Μα δεν πλησιάζω εσάς! Υποτίθεται πως πάω στο γήπεδο του Πανιωνίου να κλείσω θέσεις για μένα και τον γιό μου. Έ! Ξεστράτισα και λίγο, αφού πρώτα βεβαιώθηκα πως δεν είναι κανένας εδώ γύρω να παρακατσεύει..  Αλλά θα ήθελα να δω και λίγο αυτόν τον πονηρό να μου πει πως κατάφερε κι έστησε τόσο έξυπνα την κομπίνα. Ο μπαγάσας όλους μας έφερε βόλτα!  
Σταμάτησε για λίγο τον μονόλογο και μετά από μια μικρή παύση.
-Δε μου λες ρε Βασίλη, εσύ δεν ήξερες τίποτα για την πονηριά που έκανε;
Ο Βασίλης ήταν έτοιμος για μια τέτοια ερώτηση. Ύστερα θυμόταν κι αυτά που του είχε πει ο δικηγόρος: 
«Εσύ τον ανήξερο! Τον Παπαδόπουλο τον γνώρισες το εβδομήντα και ήξερες ότι ήταν ανίψι του Γεωργίου Παπαδοπούλου και εθνικόφρων μέχρι το κόκαλο» 
Πήρε λοιπόν το ποιο αθώο ύφος του κόσμου και γουρλώνοντας τα μάτια αναφώνησε.
-Λευτέρη μου! Σε ό,τι έχω ιερό! Δεν ήξερα τίποτα και μα το θεό θα του τις είχα βρέξει, αλλά έχει χάρη που είναι έγκυος η γυναίκα του και δεν θέλω να φέρω αναστάτωση.  
Και μη σου πάει ο νους σε τίποτα… φοβερό. Καψοκαλύβας είναι. Θέλησε κι αυτός να πιαστεί από κάπου.  Αλλά όπως θα είδες, όλο τον καιρό που δουλέψαμε και τίμιοι ήμασταν και φερέγγυοι. Πώς να το κάνουμε… τόσα συγχαρητήρια μας έχετε δώσει. 
-Μπα!   Έγκυος η κυρία Παπαδοπούλου;  (Είπε ο Λευτέρης αλλάζοντας κουβέντα)   Μπράβο Νικολάκη θα γίνεις και μπαμπάς! Δε… βαριέσαι  καλά έκανα και τον βοήθησα. 
-Ναι ρε Λευτέρη!  Πες πως άναψες ένα κερί, είναι κρίμα ο φουκαράς.
-Άσε, ρε Βασίλη, τα πονηρά. Αυτουνού του χρειάζεται στειλιάρι. Εγώ θα είμαι κρίμα που έτσι και με πάρουν πρέφα ότι τον βοήθησα να την κοπανήσει, θα με στήσουν στα δέκα μέτρα. Ευτυχώς που έχουν αλλού το νου τους τώρα. Βλέπεις άρχισαν πάλι οι φοιτητές να κάνουν φασαρία. Έχουν μαζευτεί στο πολυτεχνείο, έφτιαξαν κι έναν πειρατικό σταθμό και φωνάζουν ότι θέλουν ψωμί και παιδεία… τρομάρα τους. Δεν κοιτάνε κει τα μαθήματά τους που έχουν δυο πήχες μαλλί ο καθ’ ένας τους σα γκόμενες. 
-Ρε τα παλιόπαιδα!  Γι’ αυτά πληρώνουν οι πατεράδες τους; Σα δε ντρέπονται!
Έκανε τον αγανακτισμένο, για να καλοπιάσει τον Λευτέρη που είχε σηκωθεί και φορούσε το πανωφόρι του για να φύγει.
Η Τούλα δεν τον άφησε έτσι μ’ άδεια χέρια. Του ‘δωσε ένα βάζο γλυκό περγαμόντο που είχε φτιάξει:  ¨πεσκέσι για την κυρία¨
Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω απ’ τον Λευτέρη όρμηξαν κι οι δυο στο ραδιόφωνο να πιάσουν τον πειρατικό σταθμό του πολυτεχνείου.


Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διατροφή στη διάρροια: Λίστα με σωστές και λάθος τροφές για όλους

  Διατροφή στη διάρροια: Λίστα με σωστές και λάθος τροφές για όλους Bigstock Μιχάλης Θερμόπουλος Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου 2024 09:00 Η διάρροια...