Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Η ΟΜΙΛΗΤΡΙΑ-- Ένα ελαφρύ εύθυμο διήγημα του ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΠΡΑΙΟΥ

Ανάγνωσμα ελαφρύ ναΐφ και στο βάθος ολίγον μπρουτάλ..

Η ομιλήτρια 
Πριν από λίγες μέρες είχε πάρει την πρόσκληση και δεν ήξερε καλά – καλά ποιος του την είχε στείλει και για ποιο λόγο. Μια άγνωστη ομιλήτρια, Χρύσα Αδαμοπούλου, σε μια αίθουσα, στου διαόλου τη μάνα… 
Το ξανασκέφτηκε και υπέθεσε ότι θα πρέπει να έγινε κάποιο λάθος και μπήκε το όνομά του στην λίστα με τους κόπανους, που έτρεχαν σε κάτι τέτοια απογευματινά που σου πέφτει η μασέλα απ’ το χασμουρητό. 
Η τύπισσα ήταν φιλόλογος και θα παρουσίαζε, λέει, τις νέες τάσεις της αστικής ποίησης. Τρίχες δηλαδή, για αργόσχολους. Αν το κείμενο δεν στάζει πάθος και επανάσταση. δεν κάνει ούτε για προσάναμμα στο τζάκι. 
Δεν μας φτάνει που μαζεύτηκαν όλοι οι μπούληδες για να μας κυβερνήσουν χωρίς να έχουν ιδέα τι πάει να πει μεροκάματο, ήρθαν κι οι αργόσχολοι φιλόλογοι να μας μιλήσουν για αστική ποίηση. Δηλαδή ρομάντζα της δεκάρας για βαριεστημένες νοικοκυρές και αδερφάρες… 
Είπε μια φορά να πάρει το κωλόχαρτο και να το πετάξει στα σκουπίδια, αλλά το ξανασκέφτηκε. 
-Δε βαριέσαι. Έτσι κι αλλιώς δεν έχω να κάνω τίποτα μεθαύριο. Αντί να πάω σε κανένα ηλίθιο θέατρο και να πετάω τα λεφτά μου, δεν κάνω μια βόλτα από την αίθουσα ¨Κίμων Μπασδραβάνης¨ να χαζέψω τις κλώσες και τις αδερφές; Αν έχω κέφι θα κάνω και τίποτα ¨αιχμηρές¨ ερωτήσεις και τους κάνω άνω – κάτω εκεί μέσα. 
Ευθύμησε με την σκέψη του ότι θα προβοκάριζε την φλύαρη χαμούρα και άφησε την πρόσκληση πάνω στο τραπεζάκι της εισόδου. 
Πάλι καλά. Το είχε ξεχάσει εντελώς και βλέποντας το, καθώς γύρισε από την δουλειά του μεγάλωσε η επιθυμία του να στήσει ένα ανώδυνο καβγαδάκι. Του τα είχαν πρήξει στο γραφείο δυο γριές καρακάξες που ήθελαν σώνει και καλά να πάρουν δάνειο για να πάνε στα Φίτζι…! 
-Ρε καλές μου, ρε χρυσές μου, δεν δίνουμε πια τέτοια δάνεια. 
Τίποτα! Σηκώθηκαν και πήγαν στον διευθυντή κι έκαναν σαν τρελές για να πάρουν το ¨δανειάκι¨ 
Τελικά αποκαλύφτηκε ότι ήθελαν να πάνε ως εκεί για να σκορπίσουν την τέφρα του αποθανόντος συζύγου της μιας, που το είχε αφήσει τελευταία επιθυμία. Η άλλη ήθελε να την συνοδέψει μπας και πεθάνει, η χήρα, στα ξένα, για να υπάρχει κάποιος χριστιανός να φέρει πίσω το κουφάρι. 
Λες και είχε κάνει συμβόλαιο η ίδια ότι δεν θα πέθαινε. Αφού και οι δυο τους είχαν περάσει το προσδόκιμο ζωής εδώ και μια δεκαετία. 
Τελικά πείστηκαν να σκορπίσουν την τέφρα στο Τρίκερι που είχε εξοχικό η χήρα∙ γιατί, λέει, ο καλός θεούλης θα έπαιρνε την τέφρα του μακαρίτη και θα την πήγαινε τσιφ στα Φίτζι σαν ταχυδρόμος, μιας και θα γούσταρε πολύ την τρέλα του αποτεφρωθέντος μερακλή. 
Με τούτα και με ‘κείνα είχε χάσει μισή μέρα να προσπαθεί να πείσει τις Καπνικαρέες ότι αν τους έδινε τέτοιο δάνειο θα τον έστελναν να φυλάει πρόβατα στο Καρπενήσι. 
Χώρια που τα νεύρα του είχαν γίνει σαν τις τιράντες του Σαββόπουλου. 
Γύρισε στο σπίτι και πέταξε τα κλειδιά στο τραπεζάκι της εισόδου. Αυτά χτύπησαν την πρόσκληση που είχε παρατημένη από προχθές και έπεσαν όλα κάτω, μαζί με το ξεσκονόπανο που είχε ξεχάσει εκεί πάνω η Μανιάνα, η γυναίκα που είχε αναλάβει την διάσωσή του από τέτανο, λόγω υπερσυγκέντρωσης μικροβίων. 
Σήκωσε τα κλειδιά, το προσκλητήριο και το ξεσκονόπανο έτοιμος να πετάξει όλα τα άχρηστα στον σκουπιδοτενεκέ. Ύστερα πρόσεξε καλύτερα το προσκλητήριο και σκέφτηκε ότι το κάζο με τις μπαμπόγριες, θα το πλήρωνε η αστικοβλαμένη φιλόλογος και το ¨προβληματισμένο¨ ακροατήριό της. 
Ντύθηκε σαν διανοούμενος του ’80 και ξεκίνησε για τα Πετράλωνα που ήταν η αίθουσα ¨Κίμων Μπασδραβάνης¨ 
Έφτασε μισή ώρα νωρίτερα. Έτσι για να γραδάρει το κοινό. Δεν είχε πολύ κόσμο. Μάλλον το σόι της ομιλήτριας και κάποιοι αργόσχολοι που δεν ήθελαν να γυρίσουν στο σπίτι, μπας και γλυτώσουν την γκρίνια της συμβίας. 
Το σχέδιο έδειχνε να μπατάρει. Άντε να πιάσεις κουβέντα μ’ αυτούς τους βαριεστημένους. Κατά πάσα πιθανότητα θα τους έπαιρνε ο ύπνος τα πρώτα πέντε λεπτά. Ετοιμάστηκε να φύγει. Το πράγμα είχε χάσει το ενδιαφέρον του. Εκείνη την στιγμή όμως μπήκε η ομιλήτρια και ντράπηκε να φύγει μπροστά στα μούτρα της. Όλα κι όλα! Μια κάποια αγωγή την έχει…
Αυτή ανέβηκε στο βήμα και απόθεσε ένα πάκο χαρτιά στο αναλόγιο. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το (όχι και τόσο πολυπληθές) κοινό. 
Τότε την γνώρισε. 
-Μα αυτή είναι η Χρύσα!! Το Χρυσάκι του! Ο πιο τρελός έρωτας της ζωής του. Αδαμοπούλου την έλεγαν; Πως του ξέφυγε τ’ όνομά της; Γι’ αυτό δεν την έβρισκε; Αυτός την έψαχνε σαν Φωτιάδου. Να έκανε τόσο λάθος ή να της έμοιαζε τόσο πολύ. Βέβαια είχαν περάσει και τόσα χρόνια… Αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να την ξεχάσει. Όποτε την σκέφτονταν η καρδιά του τινάζονταν στο στήθος του σαν τρομαγμένο βατράχι. 
Περίμενε υπομονετικά να τελειώσει την ομιλία της για να την πλησιάσει. Ούτε κατάλαβε τι έλεγε. Κοιτούσε τα μάτια της, τα χείλια της, τα χέρια της και σιγουρεύονταν όλο και πιο πολύ ότι ήταν αυτή. 
Όταν τελείωσε την πλησίασε διστακτικά και της είπε δειλά:
-Συγγνώμη, μήπως παλιότερα σας έλεγαν.. Φωτιάδου;
Καταντράπηκε με το ηλίθιο ύφος του και την εξ ίσου ηλίθια ερώτησή του. 
Η απάντηση όμως τον δικαίωσε απόλυτα. 
-Ναι. Φωτιάδου και συ είσαι ένα τέρας που με ξέχασε!
-Εγώ; Εγώ! Σε ψάχνω τόσα χρόνια Φωτιάδου και μου βγήκες Αδαμοπούλου! Σεσημασμένη είσαι κι άλλαξες όνομα; 
-Όχι. Παντρεύτηκα αλλά μετά έμεινα χήρα. Ύστερα που να τ’ αλλάζεις…
-Έλα μαζί μου. 
Την τράβηξε σε μια αποθηκούλα γεμάτη με κουβάδες, σκούπες και.. τόνους σκόνη. 
-Που με πας; Είναι γεμάτο σκόνη…
-Θα τους φέρω την Μανιάνα να καθαρίσει 
- Μπα! Η γυναίκα σου; 
-Όχι η παραδουλεύτρα μου. Εσύ θα γίνεις η γυναίκα μου. 
Την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του με δύναμη, σφραγίζοντας τα χείλη της μ’ ένα δυνατό φιλί. 
Αυτή εγκαταλείφθηκε στην αγκαλιά του βάζοντας τα χέρια της μέσα στις τσέπες του σακακιού του, όπως το συνήθιζε όταν ήταν νεαρούλια. 
Όταν την άφησε, προσπάθησε να συνέλθει και ν’ αποκτήσει ξανά τον έλεγχο του εαυτού της. 
-Μα δεν με ρώτησες… 
-Σε ρώτησα! Ρώτησα τα ματάκια σου και μου είπαν: ναι. Ρώτησα τα χειλάκια σου και ξετρελάθηκαν απ’ την χαρά τους. Ρώτησε τώρα και συ την καρδιά σου. Θέλει;
-Ναι… θέλει. Κι αυτή μαζί με όλα τ’ άλλα. Ποτέ δεν έπαψα να σ’ αγαπώ. Αλλά αυτή η Μανιάνα θα πάρει δρόμο. Εγώ θα είμαι τώρα η νοικοκυρά στο σπίτι μας.
-Α ρε Μανιάνα. Τι όνειρο να ‘βλεπες; Δε βαριέσαι, θα την συστήσω στην αίθουσα ¨Κίμων Μπασδραβάνης¨ 
Γ. Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αυτή είναι η πινακίδα που στέλνει στα θρανία χιλιάδες οδηγούς -Γιατί κανείς δεν τη γνωρίζει, τι ακριβώς σημαίνει

  Αυτή είναι η πινακίδα που στέλνει στα θρανία χιλιάδες οδηγούς - Γιατί κανείς δεν τη γνωρίζει, τι ακριβώς σημαίνει CAR & MOTOR TEAM 23 ...