Γιῶργος Χουλιάρας
Χαστούκια
ΠΑΙΝΑΜΕ ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ καὶ ἄρχιζε τὰ χαστούκια, μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ ἤμουν στὴν Ἑλλάδα καὶ ξαναβρεθήκαμε.
Δὲν γνωριζόμασταν τόσο καλὰ καὶ σκέφτηκα μήπως εἰρωνευόταν αὐτὸ ποὺ τῆς εἶχα πεῖ. Στὴν Ἀμερικὴ εἶχα παρακαλέσει φίλους νὰ ὑπαινιχθοῦν σκοτεινὲς προτιμήσεις, θέλοντας νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ συμφοιτήτρια ποὺ τὴ θεωροῦσαν γιὰ δέσιμο καὶ μὲ εἶχαν συμβουλεύσει νὰ τὴν ἀποφύγω. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἐμφανιστεῖ μὲ κρυμμένο ἕνα σκοινὶ στὸ ἀμπέχονό της καὶ νὰ πρέπει νὰ ἐξηγήσω ὅτι ποτὲ δὲν ὑπῆρξα πρόσκοπος. Δὲν ἤξερα καθόλου ἀπὸ κόμπους, ἂν ἑξαιρέσουμε τὸν γόρδιο δεσμό.
Μπορεῖ πάλι μὲ τὴν ἐκμυστήρευσή της νὰ ἤθελε νὰ ὑποδείξει πὼς ἦταν καιρὸς νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸ κρεβάτι ἂν ἐπρόκειτο νὰ προλάβουμε πρωινὸ πρὶν νυχτώσει.
Ἔκανε ὥρα ἀλέθοντας τὸν καφέ, ἐνῶ ἐγὼ ἐπιδόθηκα σὲ παραλλαγὲς ἀβγῶν, στὶς ὁποῖες εἰδικευόμουν ἐκείνη τὴν ἐποχή. Δὲν ὑπῆρχε καὶ τίποτε ἄλλο στὸ ψυγεῖο της. Σὲ μιὰ τρύπα στὸ κέντρο πολὺ λεπτῆς ὀμελέτας, τοποθέτησα ἕνα ἀβγὸ μάτι ψημένο σὲ ἄλλο τηγάνι. Λέρωνα βέβαια περισσότερα σκεύη, ἀλλὰ τουλάχιστον εἶχε πλυντήριο πιάτων.
Βγήκαμε στὸ μπαλκόνι καθὼς ἔδυε ὁ ἥλιος, μὲ breakfast γρήγορα σπάζοντας τὴ νηστεία, λὲς καὶ ἐξισλαμισθέντες Χριστιανοὶ προσπαθοῦσαν μὲ μικρὴ ἐπιτυχία νὰ ἐφαρμόσουν κανόνες ποὺ ἐπιβάλλει τὸ Ραμαζάνι.
Συνέχισε τὴν ἱστορία της ἀφοῦ φάγαμε. Ὅταν τελείωνε τὸ γυμνάσιο εἶχε ἐνδώσει, πίστευε τότε. Ἢ ἐρωτευθεῖ, πίστευε τώρα, ἕναν συμμαθητὴ τοῦ πατέρα της. Οἱ δικοί της συμμαθητὲς δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὴ μυήσουν σὲ ὅσα δὲν ἤξεραν οὔτε οἱ ἴδιοι. Ἐπιπλέον, ἐκεῖνος εἶχε πρόσβαση σὲ γκαρσονιέρα κοντὰ στὸ σχολεῖο καὶ ἔτσι δὲν ἔχανε ὦρες ἀπὸ τὸ φροντιστήριο σὲ καφετέριες καὶ βόλτες στὰ πάρκα.
Τί ἀνάμνηση, τὴ ρώτησα, σοῦ ἔχει μείνει. Αὐτὴ πού σοῦ εἶπα, ἀπάντησε. Βγαίναμε ἀπὸ τὸ διαμέρισμα, κλείδωνε καὶ καλοῦσε τὸ ἀσανσέρ, στὸν καθρέφτη τοῦ ὁποίου ἀνελλιπῶς κοιταζόταν μὲ ἀπορία ἢ θαυμασμὸ συγχαίροντας τὸν ἑαυτό του.
Μπαίναμε καὶ ἄρχιζε τὰ μάγουλά του στὰ χαστούκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου