Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ

Γιῶργος Χουλιάρας  
 

 Χα­στού­κια


ΠΑΙΝΑΜΕ ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ καὶ ἄρ­χι­ζε τὰ χα­στού­κια, μοῦ ἐ­κμυ­στη­ρεύ­θη­κε τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρὰ ποὺ ἤ­μουν στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ξα­να­βρε­θή­κα­με.
        Δὲν γνω­ρι­ζό­μα­σταν τό­σο κα­λὰ καὶ σκέ­φτη­κα μή­πως εἰ­ρω­νευ­ό­ταν αὐ­τὸ ποὺ τῆς εἶ­χα πεῖ. Στὴν Ἀ­με­ρι­κὴ εἶ­χα πα­ρα­κα­λέ­σει φί­λους νὰ ὑ­παι­νι­χθοῦν σκο­τει­νὲς προ­τι­μή­σεις, θέ­λον­τας νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θῶ ἀ­πὸ συμ­φοι­τή­τρια ποὺ τὴ θε­ω­ροῦ­σαν γιὰ δέ­σι­μο καὶ μὲ εἶ­χαν συμ­βου­λεύ­σει νὰ τὴν ἀ­πο­φύ­γω. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦ­ταν νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ μὲ κρυμ­μέ­νο ἕ­να σκοι­νὶ στὸ ἀμ­πέ­χο­νό της καὶ νὰ πρέ­πει νὰ ἐ­ξη­γή­σω ὅ­τι πο­τὲ δὲν ὑ­πῆρ­ξα πρό­σκο­πος. Δὲν ἤ­ξε­ρα κα­θό­λου ἀ­πὸ κόμ­πους, ἂν ἑ­ξαι­ρέ­σου­με τὸν γόρ­διο δε­σμό.
       Μπο­ρεῖ πά­λι μὲ τὴν ἐ­κμυ­στή­ρευ­σή της νὰ ἤ­θε­λε νὰ ὑ­πο­δεί­ξει πὼς ἦ­ταν και­ρὸς νὰ ση­κω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι ἂν ἐ­πρό­κει­το νὰ προ­λά­βου­με πρω­ι­νὸ πρὶν νυ­χτώ­σει.
       Ἔ­κα­νε ὥ­ρα ἀ­λέ­θον­τας τὸν κα­φέ, ἐ­νῶ ἐ­γὼ ἐ­πι­δό­θη­κα σὲ πα­ραλ­λα­γὲς ἀ­βγῶν, στὶς ὁ­ποῖ­ες εἰ­δι­κευ­ό­μουν ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χή. Δὲν ὑ­πῆρ­χε καὶ τί­πο­τε ἄλ­λο στὸ ψυ­γεῖ­ο της. Σὲ μιὰ τρύ­πα στὸ κέν­τρο πο­λὺ λε­πτῆς ὀ­με­λέ­τας, το­πο­θέ­τη­σα ἕ­να ἀ­βγὸ μά­τι ψη­μέ­νο σὲ ἄλ­λο τη­γά­νι. Λέ­ρω­να βέ­βαι­α πε­ρισ­σό­τε­ρα σκεύ­η, ἀλ­λὰ του­λά­χι­στον εἶ­χε πλυν­τή­ριο πιά­των.
       Βγή­κα­με στὸ μπαλ­κό­νι κα­θὼς ἔ­δυ­ε ὁ ἥ­λιος, μὲ b­r­e­a­k­f­a­st γρή­γο­ρα σπά­ζον­τας τὴ νη­στεί­α, λὲς καὶ ἐ­ξισ­λα­μι­σθέν­τες Χρι­στια­νοὶ προ­σπα­θοῦ­σαν μὲ μι­κρὴ ἐ­πι­τυ­χί­α νὰ ἐ­φαρ­μό­σουν κα­νό­νες ποὺ ἐ­πι­βάλ­λει τὸ Ρα­μα­ζά­νι.
       Συ­νέ­χι­σε τὴν ἱ­στο­ρί­α της ἀ­φοῦ φά­γα­με. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε τὸ γυ­μνά­σιο εἶ­χε ἐν­δώ­σει, πί­στευ­ε τό­τε. Ἢ ἐ­ρω­τευ­θεῖ, πί­στευ­ε τώ­ρα, ἕ­ναν συμ­μα­θη­τὴ τοῦ πα­τέ­ρα της. Οἱ δι­κοί της συμ­μα­θη­τὲς δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ τὴ μυ­ή­σουν σὲ ὅ­σα δὲν ἤ­ξε­ραν οὔ­τε οἱ ἴ­διοι. Ἐ­πι­πλέ­ον, ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε πρό­σβα­ση σὲ γκαρ­σο­νι­έ­ρα κον­τὰ στὸ σχο­λεῖ­ο καὶ ἔ­τσι δὲν ἔ­χα­νε ὦ­ρες ἀ­πὸ τὸ φρον­τι­στή­ριο σὲ κα­φε­τέ­ρι­ες καὶ βόλ­τες στὰ πάρ­κα.
       Τί ἀ­νά­μνη­ση, τὴ ρώ­τη­σα, σοῦ ἔ­χει μεί­νει. Αὐ­τὴ πού σοῦ εἶ­πα, ἀ­πάν­τη­σε. Βγαί­να­με ἀ­πὸ τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα, κλεί­δω­νε καὶ κα­λοῦ­σε τὸ ἀ­σαν­σέρ, στὸν κα­θρέ­φτη τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­νελ­λι­πῶς κοι­τα­ζό­ταν μὲ ἀ­πο­ρί­α ἢ θαυ­μα­σμὸ συγ­χαί­ρον­τας τὸν ἑ­αυ­τό του.
        Μπαί­να­με καὶ ἄρ­χι­ζε τὰ μά­γου­λά του στὰ χα­στού­κια.

 

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

 

Γιῶργος Χουλιάρας (Θεσσαλονίκη, 1951). Σπούδασε στὸ Ὄρεγκον καὶ στὶς ΗΠΑ, ἐργάστηκε ὡς πανεπιστημιακός λέκτορας, σύμβουλος πολιτιστικών φορέων καὶ ἀκόλουθος τύπου. Συνεργάστηκε μὲ τὰ λογοτεχνικά περιοδικά Τρὰμ καὶ Χάρτης, καθώς καὶ μὲ ἀγγλόφωνα περιοδικά. Τελευταῖο του βιβλίο: Οἱ δρόμοι τῆς μελάνης (ἐκδ.Νεφέλη, 2005).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αργύρης Χιόνης – Έχων Σώας Τὰς Φρένας

  Αργύρης Χιόνης – Έχων Σώας Τὰς   Φρένας «Ἡ λ. τράπεζα (<τρα-πεδ-jα) εἶναι σύνθ.τ., τοῦ ὁποίου τὸ α´ συνθετικὸ τρα- προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρ...