Ἡ διαχρονικότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας
Σοφία Μπεκρῆ
Ἕνα σύντομο ταξίδι στοὺς σταθμοὺς ἀπὸ τοὺς ὁποίους πέρασε ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα στὴν πορεία τῶν 4000 περίπου χρόνων ζωῆς της, σύμφωνα μὲ τὶς μέχρι σήμερα γνωστὲς γραπτὲς μαρτυρίες, καταδεικνύει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν συνέχειά της, ὥστε, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ ἀρχαία,ἀττικοκοινή,ἑλληνιστικὴ κοινή, λογία-καθαρεύουσα, δημοτικὴ ἢ νεοελληνικὴ γλῶσσα, νὰ μὴν ἐννοῇ κανεὶς ὅτι πρόκειται γιὰ διαφορετικὲς γλῶσσες ἀλλὰ γιὰ διαφορετικὲς ἐξελικτικὲς μορφὲς τῆς ἴδιας γλώσσας.
Συγκεκριμένα, ἐπὶ τρεῖς περίπου χιλιετηρίδες, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ 1000 π.Χ. ἕως τὸ 1900 μ.Χ., σ’ ὅλες τὶς χῶρες, ὅπου εἶχε διαδοθῆ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, μιὰ γλῶσσα μιλιόταν, γραφόταν καὶ διαβαζόταν ‒παράλληλα μὲ τὶς ἐπιμέρους ἐθνικὲς γλῶσσες. Ἡ γλῶσσα μάλιστα αὐτὴ -δηλαδὴ ἡ Ἑλληνικὴ- εἶχε ἀπὸ τὸ 300 π.Χ. ἐκτοπίσει, τουλάχιστον στὴν περιοχὴ τοῦ πνεύματος, ἀκόμα καὶ μερικὲς ἐθνικὲς γλῶσσες (λατινικά, ἑβραϊκά), γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε «Κοινὴ Ἑλληνικὴ» γλῶσσα. Σὲ αὐτὴν ἔγραψαν οἱ Ἕλληνες Πλάτωνας, Ἀριστοτέλης, Ἐπίκτητος, Πλούταρχος, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἑβραῖοι Φίλων καὶ Ἰώσηπος (1ος -2ος μ.Χ. αἰ.), ὡς καὶ ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας Μᾶρκος Αὐρήλιος (2ος μ. Χ. αἰ.).
Κατὰ τὸν γλωσσολόγο Francisco Adrados, ὅλες οἱ γλῶσσες θεωροῦνται κρυφοελληνικές, μὲ πλούσια δάνεια ἀπὸ τὴν μητέρα τῶν γλωσσῶν, τὴν ἑλληνική, ἡ ὁποία, μάλιστα, θεωρεῖται ἀρχαιότερη καὶ ἀπὸ τὰ σανσκριτικὰ (ἀρχαῖα ἰνδικά), ἡ δὲ ὑποτακτικὴ σύνδεση, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται κατὰ κόρον καὶ στὴν γερμανικὴ γλῶσσα, εἶναι καθαρὰ ἑλληνική.
Ὅσον ἀφορᾶ δὲ στὴν διαχρονικότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἀρκεῖ μιὰ μικρὴ μόνον ἀνάγνωση τοῦ προοιμίου τῆς Ὀδύσσειας, γιὰ νὰ μᾶς πείσῃ: Ἀπὸ τὶς 70 περίπου λέξεις τοῦ προοιμίου μαζὶ μὲ ἄρθρα καὶ συνδέσμους, οἱ 45 περίπου εἶναι κατανοητές, διότι σῴζονται ὡς παράγωγα ἢ σύνθετα στὴν νεοελληνική, οἱ 15 εἶναι αὐτούσιες (ἄνδρας, μοῦσα, ἱερός, ἄνθρωπος, πόντος, ψυχή, ἑταῖρος, νόστος, αὐτός, θεά κ.α.) καὶ οἱ ὑπόλοιπες (ἔννεπε, ἀρνύμενος, ἱέμενος), ποὺ δὲν εἶναι γνωστές, δὲν δημιουργοῦν δυσκολία στὴν γενικὴ κατανόηση τοῦ κειμένου. Ἐξ ἄλλου, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ λεξιλογίου τῆς ὁμηρικῆς γλώσσας σώζεται στὴν ν.ἑ. εἴτε αὐτούσιο εἴτε κυρίως σὲ ῥίζες λέξεων (ὁμόρριζα), σύνθετα καὶ παράγωγα. Ὁμηρικὲς εἶναι οἱ λέξεις: ὕδωρ (λέμε: ὑδραγωγεῖο, ὑδροφόρα κ.λπ.), αὐδὴ (λέμε ἄναυδος, ἀπηύδησα), ἄρουρα (λέμε ἀρουραῖος, ἄροτρο), δέρκομαι (λέμε ὀξυδερκὴς), λῶπος (λέμε λωπο-δύτης), πολύ-πλαγκτος (= περιπλανημένος, λέμε πλαγκτόν), Τηλέμαχος (λέμε τηλεόραση, τηλεπάθεια, κ.λπ.).
Ἰδιαίτερος κλάδος τῆς ἰωνικῆς διαλέκτου ἡ ἀττικὴ διάλεκτος διαμορφώθηκε καὶ κυριάρχησε στὴν Ἀθήνα, φθάνοντας σὲ ὑψηλὸ βαθμὸ καλλιέργειας μὲ τὰ κείμενα τοῦ 5ου και 4ου π.Χ. αἰ., διαδόθηκε στὰ πέρατα τῆς Ἀνατολῆς μὲ τὶς κατακτήσεις τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ ἐξελίχθηκε στὴν λεγομένηἑλληνιστικὴ ἢ ἀλεξανδρινὴ κοινή, τὴν γλῶσσα στὴν ὁποία κήρυξε ὁ Χριστός, γράφτηκε πρωτοτύπως ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ μεταφράστηκε ἡ Παλαιά, μίλησαν καὶ ἔγραψαν οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἀποτέλεσε τὴν γραφομένη ἑλληνικὴ τῶν αἰώνων τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὴν λογία βυζαντινή, ἐνῶ παράλληλα ἐξελισσόταν καὶ ἡ ὁμιλουμένη βυζαντινή, ὥσπου τὸν 9ο-10ο αἰ. ἔχουμε τὰ πρῶτα λογοτεχνικὰ δείγματα τοῦ λαϊκοῦ γλωσσικοῦ ὕφους τῶν Βυζαντινῶν, τὰ ἀκριτικὰ δημοτικὰ τραγούδια, ποὺ ἀποτελοῦν τὶς ἀπαρχὲς τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας.
Κατὰ συνέπεια, τὸ λεγόμενο γλωσσικὸ ζήτημα, χρήση δηλαδὴ «καθαρευούσης» ἢ «δημοτικῆς» στὸν γραπτὸ λόγο, ποὺ ἀνέκυψε στὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἦταν ζήτημα ξένο πρὸς τὴν ἑλληνικὴ γλωσσικὴ πραγματικότητα, ἀφοῦ δὲν ἐπρόκειτο γιὰ διαφορετικὲς γλῶσσες ἀλλὰ γιὰ διαφορετικὲς ἐξελικτικὲς μορφὲς τῆς ἴδιας γλώσσας, ποὺ ἡ κάθε μιὰ χρησιμοποιοῦταν σὲ διαφορετικὲς περιστάσεις, γεγονὸς ποὺ ἀντικατοπτρίζεται στὶς γλωσσικὲς «ἐπιλογὲς» δύο κορυφαίων μας πεζογράφων, τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Βιζυηνοῦ, οἱ ὁποῖοι στὴν μέν ἀφήγηση γράφουν σὲ καθαρεύουσα, στοὺς δὲ διαλόγους σὲ δημοτική, ἀνταποκρινόμενοι ἔτσι στὸ γλωσσικὸ αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ, ποὺ δὲν μπερδεύει «τὸ ἐπίσημο» ἔνδυμα ‒ τὴν καθαρεύουσα, γιὰ τὸν γραπτὸ λόγο, ἀπὸ τὸ «καθημερινό». Ὡστόσο, οἱ πολιτικὲς διαστάσεις ποὺ ἔλαβε τὸ γλωσσικὸ ζήτημα ὡδήγησαν καὶ ὁδηγοῦν σὲ διχασμὸ καὶ τὸν πνευματικὸ κόσμο, ἀπὸ τότε ἕως σήμερα . Ἀπὸ τὴν μία οἱ ἀρχαϊστές ‒ «συντηρητικοί», ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ δημοτικιστὲς –«προοδευτικοὶ», μὲ τοὺς ὅρουςκαθαρευουσιάνοι καὶμαλλιαροί, ἀντιστοίχως, νὰ ἀγγίζουν τὰ ἄκρα τῆς γλωσσικῆς προσέγγισης.
Σήμερα γλωσσικό ζήτημα δὲν τίθεται πλέον, ὑπάρχει ὅμως γλωσσικὸ πρόβλημα, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν πολλαπλῶν γλωσσικῶν μεταρρυθμίσεων, ποὺ διέσπασαν τὴν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ ἐπέφεραν γλωσσικὴ σύγχυση. Μὲ τὴν κατάργηση μάλιστα τοῦ πολυτονικοῦ καὶ κυρίως τῆς δασείας, ποὺ ἀποτελεῖ γράμμα (Η) καὶ βοηθᾶ στὴν κατανόηση κυρίως τῶν συνθέτων λέξεων, οἱ νέοι μας ἀδυνατοῦν πλέον νὰ καταλάβουν ὄχι μόνον τὴν ἀρχαία ἀλλὰ καὶ τὴν νέα ἑλληνική, ἀφοῦ, μὲ τὴν μὴ ἑνιαία προσέγγιση τῆς γλώσσας μας, τὰ ἀρχαῖα τούς φαίνονται ἀρχαιότερα, τὰ δὲ νέα πολὺ «και(ε)νά», γιὰ νὰ τὰ καταλάβουν.
Ἡ λανθασμένη δὲ πολλάκις καὶ τυποποιημένη διδασκαλία τῆς ἀρχαίας στὴν Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση δημιουργεῖ στοὺς νέους ἕνα «δικαιολογημένο» μίσος γιὰ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, χωρὶς κἂν νὰ ὑποψιάζωνται ὅτι ὄχι τὰ ἀρχαῖα ἀλλὰ ἡ μὴ σωστὴ ἐκμάθησή τους εὐθύνεται καὶ γιὰ τὶς ἄλλες τους δυσκολίες, ὄχι μόνον στὸν λόγο ἀλλὰ καὶ στὴν σκέψη, διότι ἁπλῆ (ἁπλοποιημένη) γλῶσσα σημαίνει καὶ ἁπλῆ σκέψη (George Orwell, «1984»).
Ἐξ ἄλλου, δὲν ἔχει ἐκπονηθῆ μέχρι τοῦδε μιὰ ἑνιαία κοινῶς ἀποδεκτὴ γραμματική, οὔτε γιὰτὴν νεοελληνικὴ γλῶσσα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρχῃ σύγχυση καὶ ὡς πρὸς τὴν ὀρθὴ γραφή ἀρκετῶν λέξεων, ἐν’ ᾧ ἡ κακοποίηση τῆς γλώσσας μας συνεχίζεται μὲ τὴν «μαλλιαροποίησή» της (π.χ. «προηγούμενα» ἀντὶ «προηγουμένως», «ἄμεσα» ἀντὶ «ἀμέσως» κ.λπ.).
Ὡς ἐκ τούτου, ἄς μὴν περιμένουμε ἄλλο ἀπὸ τοὺς κάθε λογῆς ἁρμόδιους – ἀναρμόδιους νὰἐκτιμήσουν τὸν γλωσσικό μας πλοῦτο. Ὅλοι αὐτοί, ἀντιθέτως, παλαιοὶ καὶ νεοφανεῖς «προοδευτικοί», ὑποβοηθούμενοι καὶ ἀπὸ ξένους ὁμοϊδεάτες τους, ἔχουν ἐπιδοθῆ σὲ μιὰ συνειδητὴ -δυστυχῶς- προσπάθεια διάλυσης τῆς ἑλληνικῆς μας γλώσσας, θεωροῦν τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ξένη ἢ νεκρὴ γλῶσσα καὶ σχεδιάζουν εἴτε τὸν περιορισμὸ εἴτε τὴν κατάργησή τους, προτάσσοντας τὰ ἀγγλικά, μιὰ γλῶσσα ποὺ στηρίζεται στὰ ἑλληνικά, ὡς διεθνῆ γλῶσσα καὶ σιγοντάροντας καὶ ἄλλες μεταρρυθμίσεις, ὅπως, ὅσον οὕπω, λατινοποίηση τῆς γραφῆς.
Καιρὸς νὰ ἐπανασυνδεθοῦμε μὲ τὶς ῥίζες μας καὶ τὴν ἑλληνοορθόδοξη παράδοσή μας. Θυμίζω ὅτι στὴν Τουρκοκρατία οἱ Ἕλληνες, γιὰ νὰ μὴν λησμονήσουν τὴν ταυτότητά τους καὶ γιὰ νὰ τονίσουν τὴν σύνδεση μὲ τὸ ἀρχαῖο ἔνδοξο παρελθόν, ἔδιναν στὰ παιδιὰ καὶ στὰ καράβια ἀρχαιοελληνικὰ ὀνόματα καὶ ἐξέδιδαν ἔργα ἀρχαίων ἑλλήνων συγγραφέων. Παράλληλα, χρειάζεταινὰ μελετᾶμε τὰ λειτουργικά μας κείμενα, ποὺ ἔχουν πλούσιους γλωσσικοὺς θησαυροὺς καὶ ὑψηλὰ νοήματα. Ὁ καλύτερος τρόπος προσεγγίσεώς τους εἶναι ἡ ἑρμηνεία καὶ ἡ ἀπόδοση (ὄχι μετάφραση) στὴν νεοελληνικὴ μόνον ὅσων δὲν κατανοοῦμε, ὥστε νὰ σώζεται τὸ πρωτότυπο καὶ νὰ ἐμπλουτίζεται τὸ λεξιλόγιό μας. Εἶναι ἡ καλύτερη ἄσκηση γιὰ τὴν γλωσσική μας καλλιέργεια, τὴν καταπολέμηση τῆς λεξιπενίας καὶ τὴν ὄξυνση τῆς κριτικῆς μας ἱκανότητος.
Ἀφοῦ μαθητεύσουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στοὺς θησαυρούς τῆς ἑλληνικῆς μας γλώσσας, νὰ τοὺς μεταλαμπαδεύσουμε στὴν συνέχεια καὶ στὶς ἑπόμενες γενεές. Εἶναι, πράγματι, ἐνθαρρυντικὸ ὅτι ὑπάρχουν στὶς μέρες μας, μέσα στὴν τόση παραπληροφόρηση καὶ στὴν κατασπίλωση τῆς γλώσσας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας γενικώτερα, νέοι ἄνθρωποι καὶ μάλιστα ἐπιστήμονες θετικῶν κλάδων ποὺ θέλουν νὰ μάθουν ἀρχαῖα, ἀναγνωρίζοντας τὴν σημασία τους στὴν εὐρύτερη καλλιέργειά τους.
Ἔχει γίνει δὲ συνείδηση σὲ πολλοὺς ὑγιῶς σκεπτομένους ὅτι γιὰ τὴν καλύτερη κατανόηση τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας εἶναι ἀπαραίτητη ἡ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ‒ἐν εἴδει παιδιᾶς καὶ παράλληλα μὲ τὰ νέα ἑλληνικά‒, ἤδη ἀπὸ τὸ δημοτικό, ὥστε νὰ μὴν ἀντιμετωπίζωνται ὡς ξένη γλῶσσα στὸ γυμνάσιο (δὲν εἶναι ἀμόρφωτοι οἱ Ἄγγλοι ποὺ τὰ εἰσάγουν στὰ σχολεῖα τους ἀπὸ τὰ δημοτικά, θεωρώντας τα ἀπαραίτητα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἀγγλικῆς). Σὲ πολλὲς ἄλλωστε χῶρες τῆς Εὐρώπης (Ἀγγλία, Σκωτία, Γερμανία, Ὀλλανδία, Σκανδιναβία), τελευταίως καὶ στην Κίνα, λειτουργοῦν ἕδρες ἀρχαίων ἑλληνικῶν, μὲ ἑλληνιστὲς καὶ ἕλληνες μελετητές.
Στὸ σχολεῖο, μάλιστα, ὅπου διδάσκω (Πειραματικὸ σχολεῖο τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν), λειτουργεῖ γιὰ δεύτερη συνεχῆ χρονιὰ ὅμιλος Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν, μὲ ἔμφαση στὴν ἀδιάσπαστη, διαχρονικὴ συνέχεια τῆς ἑνιαίας ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ μὲ μεγάλη συμμετοχὴ ἀπὸ πλευρᾶς μαθητῶν.
Τέλος, προτείνεται νὰ καθιερωθῇ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα στὴν ἑνότητα καὶ διαχρονική της διάστασηὡς διεθνής, ἐγχείρημα ὄχι εὔκολο ἀλλὰ πραγματικὰ μεγαλόπνοο. Στὶς ἡμέρες μας, μάλιστα, ποὺ ἡ πατρίδα μας τοποθετεῖται καὶ πάλι στὸ περιθώριο ἀπὸ τοὺς «ἑταίρους» μας, ἡ διεθνὴς προβολὴ τῆς γλώσσας μας, ὅπως ἔκανε ἄλλοτε ὁ Ζολώτας μὲ τὶς ὁμιλίες του καὶ μὲ κάθε ἄλλο πρόσφορο τρόπο, θὰ φέρῃ καὶ πάλι τὴν Ἑλλάδα στὸ ἐπίκεντρο τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ κόσμου ὅλου καὶ θὰ θυμίσῃ καὶ σὲ μᾶς (ποὺ τὸ ἔχουμε λησμονήσει, ἀλλοίμονο!) καὶ στοὺς φίλους μας Εὐρωπαίους τὴν στενή μας λόγῳ τῆς γλώσσας συγγένεια.
Ἀγαπητοί μου, εἶναι καιρὸς νὰ ἀνακάμψουμε ὡς πρόσωπα καὶ ὡς ἔθνος καὶ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν μεμψιμοιρία καὶ τὴν ἡττοπάθεια, προτάσσοντας τὸν πολιτισμό μας καὶ μάλιστα τὴν γλῶσσαμαςὡς διεθνὲς ὄργανο τοῦ λόγου καὶ τοῦ πνεύματος. Γένοιτο.
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-ἐκπαιδευτικὸς στὸ ΠΣΠΑ (Πειραματικὀ Σχολεῖο τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου