Στα μέσα της δεκαετίας του 70, ο Γιάννης Μαρκόπουλος είχε βγάλει έναν «κύκλο τραγουδιών» όπως λέγανε τότε, με τίτλο «Μετανάστες» και σε στίχους του Γιώργου Σκούρτη. Ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του δίσκου ξεκινούσε με τους εξής στίχους:
Εδώ στην ξένη χώρα, αχ, τι στεναχώρια! Τι θα φάω, τι θα πιω, τι θα στείλω στο χωριό … Κι οι γυναίκες είναι χύμα, καίγομαι σαν τις κοιτώ. Δεν με θέλουν κι είναι κρίμα.
Ακόμα παλιότερα από τότε που γράφτηκαν (ή πάντως που δισκογραφήθηκαν) οι «Μετανάστες», ο Μίκης Θεοδωράκης είχε γράψει τα «Γράμματα από τη Γερμανία», σε στίχους του Φώντα Λάδη. Εκεί, υπάρχει επίσης ένα τραγούδι όπου ο γκασταρμπάιτερ θεματοποιείται όχι ως οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτικό, αλλά ως σεξουαλικό υποκείμενο. Και εδώ πρόκειται για τον άντρα μετανάστη, ο οποίος κρίνει σκόπιμο να κοινοποιήσει τις διαπιστώσεις του σχετικά με την ερωτική συμπεριφορά των γυναικών στη χώρα υποδοχής.
Ως προς τις συνέπειές της για τον πρωταγωνιστή, η κατάσταση είναι η αντιδιαμετρικά αντίθετη σε σχέση με το πρώτο τραγούδι: αν εκεί έχουμε απόρριψη, εδώ έχουμε πλήρη αποδοχή, και μάλιστα «αγάπη» και διαθεσιμότητα.
Μια ξανθιά απ’ το Βισμπάντεν τους Ρωμιούς τους αγαπάει, γιατί ξέρουν στο κρεβάτι να `ναι ντούροι και βαρβάτοι.
Επίσης, η σχέση ενικού-πληθυντικού είναι αντίστροφη: ο μετανάστης του Σκούρτη λέει «οι γυναίκες δεν θέλουν εμένα», ενώ στο τραγούδι του Λάδη μία γυναίκα αγαπάει τους Ρωμιούς γενικώς.
Παρά τις διαφορές αυτές, και εδώ αντικείμενο παρατήρησης δεν παύει να είναι η στάση των γυναικών. Και μάλιστα το συμπέρασμα της παρατήρησης αυτής είναι το ίδιο: ότι είναι διαφορετικές, πιο χαλαρές, πιο εύκολες από τις «δικές μας». Απλώς, στο δεύτερο τραγούδι η χαλαρότητα αυτή ισχύει και για τους Έλληνες, ή μάλλον ιδίως γι’ αυτούς, δυνάμει μιας εξωτικοποίησης του Greek lover που είναι πιο θερμός από τους «αναίσθητους Γερμανούς». Όπως δείχνουν και οι υπόλοιποι στίχοι του τραγουδιού, πάντως, η γυναίκα αυτή είναι εξίσου «χύμα»: άστατη, απείθαρχη, και γι’ αυτό διαθέσιμη προς κατάκτηση από τον πονηρό Ρωμιό ο οποίος επωφελείται της αφέλειάς της και κομπάζει με κάποιο κυνισμό γι’ αυτό.
Καταγράφεται ασφαλώς στο ενεργητικό των στιχουργών του «έντεχνου λαϊκού τραγουδιού» ότι προσπάθησαν να αποτυπώσουν την «έμφυλη αναταραχή» η οποία αποτελεί μία πολύ βασική διάσταση της μεταναστευτικής εμπειρίας, για τους μεν και για τους δε. Ας πούμε, στα –πολύ πιο εκτεταμένα- δείγματα που έχουμε από το χώρο του καθαυτό λαϊκού τραγουδιού, ο ξενιτεμένος είναι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ένας (νέος) άντρας ο οποίος νοσταλγεί τη μανούλα του, και ενδεχομένως την καλή του που έχει αφήσει πίσω. Για το πώς τη βγάζει εκεί που πήγε και πώς σχετίζεται με τους ανθρώπους που συναντά, δεν έχουμε πολλές αναφορές[1].
Ακόμη πάντως και στο έντεχνο-πολιτικοποιημένο τραγούδι, δεν βρίσκουμε πολλές μνείες για το τι κάνουν οι γυναίκες μετανάστριες εκεί στην ξένη χώρα. Πέρα από το ότι μιλάν για τα παιδιά τους και ιδρώνουν, δεν ξέρουν πότε θα τα δουν και λιώνουν.
Και φυσικά, εάν οι μετανάστριες είναι παρούσες μόνο στο βαθμό που συμμορφώνονται με το ετεροκανονιστικό/ οικογενειακό πλαίσιο και με το ρόλο που προβλέπεται εκεί γι’ αυτές, οι γκέι και οι λεσβίες δεν θεματοποιούνται ούτε καν ως υπαινιγμός. Ο «Αχιλλέας απ’ το Κάιρο» του Τουρνά είναι μία διαφορετική, αρκετά μεταγενέστερη και ούτως ή άλλως μοναχική περίπτωση.
Γιατί μας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Διότι το θέμα της διαχείρισης της σεξουαλικότητας σε καταστάσεις όπου συναντώνται μεγάλες ομάδες ανθρώπων με διαφορετικούς κώδικες και διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης των οικογενειακών σχέσεων, είναι σημαντικό, εξίσου σημαντικό με το θέμα της χορήγησης ασύλου ή της εξεύρεσης εργασίας –εξάλλου συνδέεται με αυτά, δεν είναι στεγανά διαχωρισμένο, εφόσον σε τελική ανάλυση αφορά το ερώτημα ποιος (και πώς) αναγνωρίζεται ως υποκείμενο σε μια κοινωνία. Και διότι την εποχή των συζητήσεων για την μπούρκα, το μπουρκίνι, τον «μελλοντικό εφαψία Αϋλάν» και τους «απολίτιστους μουσουλμάνους που καταπιέζουν τις γυναίκες και απειλούν τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής», είναι καλό να θυμόμαστε ότι ανάλογες τριβές, ματαιώσεις και αυτολογοκρισίες, ανάλογες προσφυγές σε ουσιοκρατικά κλισέ ένθεν και ένθεν είχαν προκύψει σε ένα όχι τόσο μακρινό παρελθόν, και τότε δεν αφορούσαν μουσουλμάνους, αλλά τρισχιλιετείς πολιτισμένους Έλληνες και Ελληνίδες.
[1] Μία απ’ αυτές πάντως, όχι για την ερωτική αλλά για μία απλώς ανθρώπινη συσχέτιση (ή μάλλον απουσία/ αποτυχία συσχέτισης) βρίσκουμε στον Άκη Πάνου, ο οποίος βάζει το δικό του μετανάστη να κάθεται Στο σταθμό του Μονάχου και να μονολογεί: «Δίπλα μου λαγοκοιμάται/ ένας χίπυ πεινασμένος/ ένας νέγρος μεθυσμένος/ τα ναυάγια σωρό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου