Αστ(ε)ροβάμων Αστήρ
Προτού οι λαμπτήρες της «προόδου» ξεθωριάσουν το χρώμα των σκιών, στα μάτια, στο στόμα και στην καρδιά, η φυλή των ανθρώπων διασκέδαζε το άρρητο μέσα από την αφήγηση. Ιστορίες γεννούσαν ή έσβηναν κόσμους, πόνοι και πόθοι, όνειρα κι εφιάλτες έπαιρναν σχήμα μέσα από λέξεις, λαμπρά βασίλεια γίνονταν στάχτη και ταπεινά καλύβια άνθιζαν με την γιορτή, μέσα σε μια πρόταση. Η αφήγηση, όπως και η μουσική, έρχεται αυθόρμητα, όταν οι συνθήκες το απαιτούν, να επουλώσει ένα συλλογικό τραύμα. Ένα συλλογικό τραύμα που η εξουσία προκαλεί. Η αξία της αφήγησης, σαφώς παλιότερη από τον πολιτισμό, αναβαπτίστηκε στο συλλογικό θυμικό της ανθρωπότητας, κάτω από τον ζυγό της εξουσίας. Τα τραύματα που σπέρνουν οι πόλεμοι, η πείνα, η πνευματική, ψυχική και σωματική εξαθλίωση, επουλώνονταν με την αφηγηματική αλληγορία. Ο καταρχήν κατακερματισμός μιας ατομικής ή συλλογικής τραγωδίας κι ο μετασχηματισμός των σπαραγμάτων της, σε κάτι μη αιχμηρό κι επικίνδυνο, μέσα από την λεκτική κολυμπήθρα, αποδείχτηκε αλάνθαστο γιατρικό. Όλη η γνώση της σύγχρονης ψυχανάλυσης θα χωρούσε εύκολα σε μια στάλα αυθόρμητο αφηγηματικό λόγο του παρελθόντος. Όλα αυτά, βεβαίως, πριν η μηχανή εξοβελίσει σιγά-σιγά ό,τι ομορφότερο διαθέτει η ανθρώπινη παρουσία προς χάριν μιας αόριστης κι ακατανόητης «εξέλιξης». Ακολουθεί μια αφηγηματική αλληγορία, ένα μικρό παραμύθι, για ένα αστέρι, κάπως διαφορετικό από τα άλλα.
Ένα αστέρι ήταν, που διέσχιζε το γαλαξία. Τα έτη του φωτός και τα έτη του σκότους τα αμέτρητα περνούσαν, αλλά αυτό δε σταματούσε να ταξιδεύει. Αλήτευε στο άρρητο και στο μηδέν, ώσπου έπεσε πάνω σε ένα ξύλινο κοντάρι. Κι όπως και να το κάνουμε, με βαρύτητα ή άνευ, το ξύλο είναι ξύλο και το κοντάρι, κοντάρι. Καλά μέχρι εδώ. Αλλά, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, τι γυρεύει ένα ξύλινο κοντάρι στις εσχατιές του σύμπαντος; Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί· τουλάχιστον όχι από αυτές εδώ τις γραμμές. Λοιπόν, το αστέρι σκέφτηκε: τι να είσαι άραγε εσύ; Και αμέσως μετά: και τι να είμαι άραγε εγώ; Το κοντάρι δεν μίλησε, βέβαια, δεν ήταν ο Πινόκιο, αλλά αρκούσαν αυτά τα δύο ερωτήματα, για να αρχίσει ο διάλογος στη συνείδηση του αστέρος. Το έπιανε απ’ τη μια, το έκανε όπλο. Το εκτόξευε σαν ακόντιο και το ξαναμάζευε. Στόχευε άλλα αστέρια, για πλάκα στην αρχή, για την χαρά του παιγνιδιού, μετά σ’ εκείνα που το ενοχλούσαν λιγάκι και τέλος έστηνε καρτέρι σε πολλά περισσότερα. Του έδινε ένα αίσθημα κυριαρχίας και μια διάθεση επιβολής. Σε τέτοιο βαθμό, που λίγο έλειψε να ξεκινήσει ο τρίτος πόλεμος των άστρων. Κάποτε κουράστηκε, κάποτε μισήθηκε, κάποτε όλοι οι πόλεμοι τελειώνουν. Και σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το ξύλινο κοντάρι για μπαστούνι, να στηρίζεται και να προχωράει. Κάπως είχε συνηθίσει να το κρατάει κιόλας. Του ταίριαζε, σίγουρα. Λίγο τα αισθήματα ανωτερότητας, λίγο αυτό το επιβλητικό που του έδινε το μπαστούνι, αποφάσισε να χρήσει τον εαυτό του βασιλιά. Λέει στα άλλα αστέρια να παραμείνουν υπάκουα και σιωπηλά, επειδή αυτός που είχε το σκήπτρο, αυτός ήταν κι ο βασιλιάς. Λοιπόν, πείστηκαν. Με περίεργα πράγματα πείθονται τελικά οι άλλοι. Μοιάζει να τους έχουν μαγέψει οι ιστορίες της δύναμης και δέχονται τα πάντα. Μαλώνουν μεταξύ τους, αλλά όχι με τον άρχοντα, κυνηγώντας ένα αόριστο δίκαιο, που δεν έχει κεφάλι μήτε πόδια. Να, τι κάνει ένα μονάχα ξύλο σε όλο το γαλαξία· του παίζει παράξενα παιγνίδια. Νόμιζαν όλοι ότι αυτός ήξερε τα πάντα και τον εμπιστεύονταν τυφλά. Νερό έπιναν στ’ όνομά του και τα άστρα και τα σύννεφα, αν χρειαζόταν. Ξανασκέφτηκε το αστέρι και είπε: κανείς δε με κουνάει από ’δω, για πάντα θα εξουσιάζω το σύμπαν. Ξάπλωσε να κοιμηθεί στην αγκαλιά του απείρου κι είδε ένα παράξενο όνειρο. Ξύπνησε και το ξημέρωμα πήρε μια απόφαση. Ο γαλαξίας ήταν δικός του, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό, γι’ αυτό κίνησε να κατακτήσει κι άλλους γαλαξίες. Οι γαλαξίες αργά ή γρήγορα κατακτιούνται, αυτό δεν είναι πρόβλημα. Το πρόβλημα δεν ήταν γύρω, αλλά μέσα του. Ποιος θα φανταζόταν ότι ακόμη και τ’ αστέρια νιώθουν κενά. Περνώντας τα έτη του φωτός και του σκότους, τ’ αφήνουν ξεψυχισμένα. Πίνουν την ενέργειά τους και δε μένουν πολλά να θυμηθεί κανείς από ένα αστέρι. Ρέει το σύμπαν χωρίς αιτία και σκοπό. Ρέει και η ζωή του αστέρος μας. Ρέουν και τα δάκρυα εκείνου που ξέρει ν’ ακούει τις ιστορίες. Σταμάτησε η καρδιά του. Σίγησε το αστέρι. Στέρεψαν ακόμη και τα δάκρυα. Τότε σκέφτηκε να κάνει μια τελευταία κίνηση. Το αποφάσισε και κάρφωσε μέσα του το ξύλινο κοντάρι. Το κοντάρι το διαπέρασε και βγήκε απ’ την άλλη. Υφαίνει, όμως, ο κόσμος αλλιώς τα πράγματα και όλοι είδαν το θαύμα. Ύστερα εκείνο απέκτησε ουρά. Ύστερα έγινε κομήτης. Κι ο χρόνος σταμάτησε, επειδή δεν είχε πια σημασία. Φαίνεται ότι τίποτε δεν έχει τέλος· ούτε καν αυτός ο κόσμος. Φώτα σβήστε, απόψε περνάει το αστέρι.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Δημοσιεύτηκε just now από τον χρήστη selana
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου