ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ
Διακοπές τέλος. Δυο βδομάδες ηρεμίας, αποχής και απαλλαγής υποχρεώσεων. Κατέβηκα από το ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο όπως κάθε πρωί, επανένωση στους γνώριμους ρυθμούς της καθημερινής τρέλας και επιβίωσης. Πέντε λεπτά απόσταση με γοργό περπάτημα απέχει η δουλειά μου από τη στάση λεωφορείου. Το βάδην είναι η πρωινή διαλογιστική μου κατάσταση. Αναπνέω βαθιά συγκεντρωμένη στα βήματα μου , δίνοντας την απόλυτη προσοχή στο σώμα μου με το οξυγόνο να ρέει μέσω των εισπνοών και των εκπνοών, προσφέροντας μου την κατευθυντήρια και κινητήρια δύναμη να ζω.
Μια τουρκουάζ ταμπέλα με ωραία καλλιγραφικά γράμματα τράβηξε την προσοχή μου στη γωνία του δρόμου, «Πετάλι» έγραφε. Δεν μπορούσα να δω ξεκάθαρα, αλλά μέχρι να στρίψω στη γωνία να αντικρίσω το μαγαζί, το μυαλό μου ήδη οργίαζε με τις σκέψεις. Δυο βδομάδες έλειψα και άνοιξαν ήδη νέα επιχείρηση, πως όποιος θέλει μια χαρά μπορεί, θαύμασα την γρηγοράδα του χρονικού διαστήματος του να στήσεις μια επιχείρηση. Ότι όλα προχωράνε, αλλάζουν, εξελίσσονται και μόνο εγώ μένω στάσιμη. Μόνο για το είδος της επιχείρησης δεν έκαψα περιττή φαιά ουσία, μιας και από τον τίτλο υπέθεσα ότι θα αφορούσε ποδήλατα.
Τσάμπα τόσο περπάτημα για να μη σκέφτομαι. Μόλις βρήκε πρόσφορο έδαφος, άρχισε πάλι ο υπεραναλυτικός μου νους να παίρνει μπρος. Άδικα πάντα ψάχνω το διακόπτη, το ίδιο μου κάνει, αν πάρει μπρος το μηχανάκι δεν σταματά με τίποτα. Πόσες και πόσες φορές κι αν έχω προσπαθήσει να του κόψω τη φόρα, δεν τα έχω καταφέρει, σάμπως τρέχει στον κατήφορο με φρένα σμπαραλιασμένα αναμένοντας φυσιολογικά τη μετωπική σύγκρουση που έπεται να συμβεί. Κανένα εμπόδιο, καμία νύξη δεν σταματάει τη διαδρομή αυτή, το πολύ πολύ να την πάρει παραμάσχαλα και να κατρακυλήσουν μαζί.
Η θέα από την ποικιλία των ποδηλάτων, με αποτραβά από τον κυκεώνα των σκέψεων. Βάλθηκα να τα χαζεύω. Το μαγαζί ήταν πολύ προσεκτικά, αριστοκρατικά στημένο, με αντίκες περιποιημένες να κοσμούν το μαγαζί σε βάθρο. Η μαγική αυτή σύζευξη του κλασικού με το μοντέρνο. Παλιά μοντέλα συντηρημένα με νέες τεχνολογίες και εξαρτήματα, τους πρόσφεραν μια αίγλη που σίγουρα δε θα είχαν φανταστεί. Ποδήλατα, παντός τύπου και στυλ, αγωνιστικά, κοριτσίστικα με το καλαθάκι τους, κλασσικά, μια πληθώρα χρωμάτων και αξεσουάρ, συνυφασμένη σε κάθε γούστο και κάθε βαλάντιο προφανώς.
Το πρώτο μεταφορικό μέσο μετά τη στράτα, που έρχεται σε επαφή ένας άνθρωπος σε παιδική ηλικία. Δύο τροχοί, μια σέλα, ένα τιμόνι μαζί με τα φρένα, είναι η πρώτη απόλυτη μορφή ελευθερίας που νιώθει ένα παιδί. Με ροδάκια πάντα στην αρχή και την ασφάλεια του γονέα παραδίπλα, που σου επιτρέπει να νιώσεις την αυτοπεποίθηση και τον αυτοέλεγχο για αυτή την νέα εμπειρία. Βιώνεις τη μετακίνηση, την άθληση και την ψυχαγωγία ταυτόχρονα. Ισορροπία σε δυο ρόδες, σωματική και ψυχική μαζί.
Ένα από αυτά της βιτρίνας, μου κίνησε το ενδιαφέρον. Ο σκελετός ήταν μοντέρνος, όχι όμως εκκεντρικός. Στο μαγευτικό αυτό χρώμα της μέντας, που σου θυμίζει κάτι από τα παλιά κλείνοντας μέσα του ηρεμία και γαλήνη μαζί, με τη σταθερή αξία του τότε, που όλα ήταν πιο απλά και στιβαρά. Είναι από τα αγαπημένα μου χρώματα. Καλογυαλισμένο και πολύ ευρηματικά τοποθετημένο ανάμεσα σε άλλα σκούρα του είδους του. Διεκδικούσε την προσοχή που του αναλογούσε, απλά και μόνο με την παρουσία του. Έκανε τη διαφορά ανάμεσα στα άλλα συνηθισμένα σαν αυτά που βλέπεις συνέχεια στους δρόμους, την εύκολη λύση, τη γνώριμη διαδρομή. Το σίγουρο είναι ότι άργησα στη δουλειά, χαζεύοντας. Από το επόμενο πρωί, ρύθμισα το ξυπνητήρι ένα τέταρτο νωρίτερα, ώστε να έχω τον απαιτούμενο χρόνο, να κάθομαι στη βιτρίνα και να το λιγουρεύομαι σαν παιδί.
Εκείνο το πρωί, όπως και κάθε πρωί τον τελευταίο μήνα, πλησίασα για το οφθαλμόλουτρό μου. Ο ήλιος από το πρωί ήταν πολύ έντονος, σίγουρα θα εξελισσόταν σε μια ωραία, ζεστή ανοιξιάτικη μέρα. Οι ηλιαχτίδες κουτούλησαν το τζάμι της βιτρίνας τόσο έντονα, που θάμπωσε το οπτικό μου πεδίο, μην επιτρέποντας μου να λιγουρευτώ το αντικείμενο του θαυμασμού μου. Σε εκείνο το νέφος της λάμψης και του φωτός είδα ένα παιδί. Αρχικά δεν το αναγνώρισα. Ανέμελη, χαρούμενη και ξέγνοιαστη. Διακοπές στο χωριό. Ήμουν, δεν ήμουν 6 χρονών. Ο ενθουσιασμός μου ήταν διάχυτος . Ήταν εκείνη η μέρα που θα βίωνα την απόλυτη ελευθερία και ανεξαρτησία. Θα έβγαζα επιτέλους τα ροδάκια, θα ήμουν αναβάτης με την αξία μου και όχι με δεκανίκια. Θα μπορούσα επιτέλους να πάω βόλτα και με την παρέα της πάνω γειτονιάς που τόσο λαχταρούσα, μιας και αυτοί έχουν απαγκιστρωθεί από τους βοηθητικούς τροχούς προ πολλού, μόνο εγώ ήμουν σαν τη μύγα μες το γάλα. Δεν με χλεύασαν ποτέ, ούτε μου είπαν ποτέ τίποτα, απλά εγώ δεν το ήθελα για μένα. Ήθελα να νιώθω έτοιμη, ίση.
Πανέτοιμη στο σημείο εκκίνησης, στη ψαροταβέρνα του Γιώργη κάτω στην παραλία. Ο πατέρας μου περίμενε καρτερικά να το πάρω απόφαση να ξεκινήσουμε τη νέα μου διαδρομή. Εγώ φοβισμένη για το νέο μου εγχείρημα. Η σωσίβια λέμβος μου για το τόλμημα αυτό, η μορφή του πατέρα μου. Μου έδωσε οδηγίες, μου διασφάλισε ότι θα με κρατάει σε όλη τη διαδρομή. «Μη με αφήσεις καθόλου, φοβάμαι!» του είπα. Μου υποσχέθηκε…
Η ισορροπία αποδείχτηκε προκλητική, αλλά με τη φόρα του ποδηλάτου και με το ζεστό αεράκι του καλοκαιριού να μου ανεμίζει τα μαλλιά, ένιωσα άρχοντας του δρόμου, σαν να είχα κατακτήσει την ψηλότερη κορυφή του κόσμου και να πανηγύριζα για την αποστολή μου αυτή. «Τα καταφέρνω, ε μπαμπά;». Γυρνάω να τον δω, θα με κρατούσε σε όλη τη διαδρομή, δεν τον βλέπω πλάι μου. Χωρίς να μετριάσω τη φόρα, γυρνάω το κεφάλι πίσω και βλέπω τον πατέρα μου να στέκει δεκάδες μέτρα πριν και να με χαιρετάει πανηγυρικά. Άφησα τα πετάλια και έπεσα! Γκρεμίστηκε ο κόσμος μου. Με πρόδωσε! Μου υποσχέθηκε ότι θα ήταν μαζί μου και δεν ήταν εκεί.
«Δεν μου άρεσε ποτέ να μου λένε κάτι και να μη το κάνουν, Μην πεις τίποτα. Κάνε τη πάπια, πες κάτι άλλο, που να ισχύει όμως. Δεν έφερα ποτέ αντίρρηση, ούτε έκρινα τα λόγια των ανθρώπων. Αν δεν θες κάτι, μην πεις, μην το κάνεις. Αν όμως μου πεις κάτι, σε σέβομαι και βασίζομαι στο λόγο σου και περιμένω να τον τηρήσεις». Ένιωσα τη μεγαλύτερη προδοσία από το πιο αγαπητό μου άτομο, ένιωσα ότι δεν με σεβάστηκε, δεν μου είπε την αλήθεια, έχασα την εμπιστοσύνη μου, την ασφάλεια μου. Δεν αφορούσε το ποδήλατο, αφορούσε όλη μου τη ζωή εκείνη τη στιγμή. Δεν ξανανέβηκα ποτέ σε ποδήλατο! Οδηγάω μηχανάκι και αμάξι, σε ποδήλατο δε ξανανέβηκα ποτέ….
Όταν στα παιδιά μου έφτασε ο καιρός να βγάλουν τα ροδάκια, τους είπα την πάσα αλήθεια. Τους εξήγησα όλη τη θεωρία, όλη την πρακτική. Θα ήμουν εκεί στήριγμα τους, θα τους έδινα την ώθηση και την ασφάλεια που χρειάζονταν για την εκκίνηση της νέας τους διαδρομής. Θα τους άφηνα όμως μετά να βασιστούν στις δυνάμεις τους μεταξύ των εαυτών τους, το σώμα τους και εκείνα τα σίδερα που έπρεπε να δαμάσουν για να κυριαρχήσουν στην άσφαλτο και την ζωή. Έπρεπε να ανοίξουν τα δικά τους φτερά να δοκιμάσουν, να γκρεμοτσακιστούν, να σηκωθούν και να ξαναπροσπαθήσουν από την αρχή. Ήμουν πάντα ξοπίσω τους, να τα κλείσω στις φτερούγες μου όποτε με χρειάζονταν και όποτε μου ζητηθεί. Ήμουν ξεκάθαρη και απόλυτα ειλικρινής. Γνώριζαν τη διαδικασία και τη θέση μου εκεί.
Όπως έγλυφαν οι ηλιαχτίδες τη βιτρίνα και όδευαν προς άλλη κατεύθυνση διαφυγής, κάπου εκεί συγχώρεσα τον πατέρα μου για τότε, είδα εκείνο το παιδάκι αναβάτη στο ποδήλατο που τόσο λαχταρούσε η ψυχή μου. Χαρούμενο, ανέμελο, έτοιμο ξανά να εμπιστευθεί.
Το ποδήλατο της μέντας, εκείνο το παιδικό όνειρο, βρισκόταν στη μέση του σαλονιού με μια φούξια κορδέλα αγκαλιά. Τα παιδιά άνοιξαν κρυφά τον κουμπαρά τους και μου το έκαναν δώρο για τα γενέθλια μου. Έκλαψα με λυγμούς! Πήραμε όλοι μαζί τα ποδήλατα να πάμε βόλτα στο χωριό. Πήγαμε στην πάνω γειτονιά…
Από Stella
https://gynaikaeimai.com