Jean Améry – Για τα βασανιστήρια (αποσπάσματα)
«Κάπου, κάποιος ουρλιάζει από τα βασανιστήρια.
Ίσως τούτη την ώρα, αυτήν εδώ τη στιγμή.»Jean Améry,
Εισαγωγικό σημείωμα.
Ο Αυστροεβραίος με το ψευδώνυμο Jean Amery, και πραγματικό όνομα Χανς Μάιερ, έχει χαρακτηριστεί από πολλούς, ως ο
φιλόσοφος του Άουσβιτς. Το 1964, με αφορμή τις δίκες για τα εγκλήματα του Άουσβιτς στη Φρανκφούρτη, έσπασε τη σιωπή είκοσι χρόνων, νιώθοντας επιτακτική μέσα του την ανάγκη να καταθέσει τους στοχασμούς που είχε αντλήσει από την προσωπική εμπειρία του ως θύμα και επιζών της ναζιστικής κτηνωδίας. Άρχισε να γράφει το βιβλίο του, όταν ξεκίνησε η δίκη του Άουσβιτς στην Φρανκφούρτη και άρχισαν προσπάθειες σχετικοποίησης και υπεκφυγής του εγκλήματος από την Γερμανική κοινωνία .Ακόμα και μέσα στο δικαστήριο οι αστυνομικοί όταν εισέρχονταν οι Ναζήδες, στέκονταν σούζα και χαιρετούσαν στρατιωτικά.
Η δίκη του Άουσβιτς έγινε δυνατή χάρη στις προσπάθειες του τότε γενικού εισαγγελέα του Hessen του Fritz Bauer (που θα μας απασχολήσει και στο μέλλον) ενός γερμανοεβραίου πρώην κρατούμενου στρατοπέδου.
Μαζί με τον Πρίμο Λέβι (και οι δύο κρατούμενοι στο Άουσβιτς) έδωσαν τον πιο νηφάλιο στοχασμό πάνω στη Σοά. Τα παρακάτω αποσπάσματα με θέμα τα βασανιστήρια, βρίσκονται στο βιβλίο του Jenseits von Schuld und Syhne, στα ελληνικά“Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα. Ο Jean Amery μη μπορώντας να αντέξει στις φρικιαστικές αναμνήσεις του Άουσβιτς αυτοκτόνησε στις 17 Οκτώβρη του 1978.
Για τα Βασανιστήρια… (αποσπάσματα)
«Αλλά στον κόσμο των βασανιστηρίων, ο άνθρωπος υπάρχει μόνο για να καταστρέφεται από τον άλλον που στέκεται μπροστά του. Μια ελαφριά πίεση απ’ το χέρι που μεταχειρίζεται το εργαλείο του βασανισμού είναι αρκετή για να στρίψει τον άλλον – μαζί με το κεφάλι του όπου ίσως είναι αποθηκευμένοι οι Καντ και Χέγκελ, καθώς και οι Εννιά Συμφωνίες κι ο Κόσμος ως Βούληση και ως Αναπαράσταση – και να βγάλει μια διαπεραστική στριγκλιά όπως αυτή ενός μικρού γουρουνιού υπό σφαγή. Όταν συμβεί κάτι τέτοιο κι ο βασανιστής επεκταθεί στο σώμα του συνανθρώπου του και εξαλείψει ό,τι συνήθιζε ν’ αποτελεί μέχρι πρότινος το πνεύμα του, μπορεί έπειτα να κάνει ένα τσιγάρο ή να καθίσει να φάει ένα πρωινό ή να ρίξει κιόλας μια ματιά στον Κόσμο ως Βούληση και ως Αναπαράσταση.
Μπορεί κανείς ν’ αποτινάξει τα βασανιστήρια από πάνω του μόνο στο βαθμό που θα κάνει το ίδιο και με τις πιθανότητες και τα όρια της δύναμης του ν’ αντισταθεί σε αυτά.[…] Αν μας μένει οποιαδήποτε γνώση πέραν των απλώς εφιαλτικών, σχετικά με την εμπειρία του βασανισμού αυτή είναι η μεγάλη έκπληξη και ξένωση από τον κόσμο, η οποία δεν μπορεί ν’ αποζημιωθεί από κανένα είδος ανθρώπινης επικοινωνίας στο μέλλον. Το βασανισμένο πρόσωπο με έκπληξη βιώνει ότι σε αυτό τον κόσμο ο άλλος μπορεί να υπάρξει ως απόλυτος κυρίαρχος, καθώς και ότι η κυριαρχία αποκαλύπτεται ως η δύναμη να προξενήσεις βάσανα και καταστροφή. Η επικράτηση του βασανιστή πάνω στο θύμα του δεν έχει τίποτα κοινό με την εξουσία που ασκείται στη βάση κοινωνικών συμβολαίων, ’οπως τα ξέρουμε . Δεν είναι η εξουσία του τροχονόμου πάνω στον πεζό,του φοροεισπράκτορα πάνω στον φορολογούμενο, του υπολοχαγού πάνω στον ανθυπολοχαγό.[…] Όποιος έχει υποστεί βασανιστήριο δεν νοιώθει πια τον κόσμο σαν το σπίτι του. Δεν μπορεί να διαγραφεί η ντροπή της καταστροφής. Η εμπιστοσύνη στον κόσμο, η οποία είχε ήδη εν μέρει διαρραγεί με το πρώτο χτύπημα που δέχτηκε, στο τέλος και μετά τον βασανισμό δεν πρόκειται πια ν’ ανακτηθεί. Στον βασανισμένο παραμένει ο συσσωρευμένος τρόμος από το γεγονός ότι ο συνάνθρωπος κάποιου βιώθηκε ως αντι-άνθρωπος. Αυτό και μόνο τον εμποδίζει να δει τον κόσμο στον οποίο η αρχή της ελπίδας κυριαρχεί. Όποιος υπέστη μαρτύρια , αποτελεί ανυπεράσπιστο κρατούμενο του φόβου. Είναι ο φόβος από δω και πέρα που τον εξουσιάζει . Ο φόβος – αλλά κι αυτό που λένε «μνησικακίες». Αυτές οι τελευταίες υπάρχουν κι έχουν που και που την ευκαιρία να συμπυκνωθούν σε μια κοχλάζουσα και βασανιστική δίψα για εκδίκηση.
Δεν ξέρω αν αυτός που τρώει ξύλο από την αστυνομία χάνει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Αλλά είμαι ωστόσο σίγουρος ότι με το πρώτο χτύπημα που δέχεται χάνει κάτι που ίσως προσωρινά ονομάσουμε εμπιστοσύνη στον κόσμο. Η εμπιστοσύνη στον κόσμο περιλαμβάνει το κάθε τι: την ανορθολογική και λογικά αδικαιολόγητη πίστη ίσως στην απόλυτη αιτιοκρατία ή στην παρόμοια τυφλή πίστη περί του κύρους των επαγωγικών αποτελεσμάτων. Αλλά το πιο σημσντικό στοιχείο εμπιστοσύνης στον κόσμο και σε πλήρη συνάρτηση του τι συζητάμε εδώ, είναι η πίστη ότι βάσει γραμμένων ή άγραφων κοινωνικών συμβολαίων, το άλλο πρόσωπο θα με λυπηθεί – ή για να το πούμε καλύτερα θα σεβαστεί τη φυσική μου, μαζί της και τη μεταφυσική ύπαρξη. Τα όρια του σώματός μου είναι επίσης και όρια του εαυτού μου. Η επιφάνεια του δέρματός μου με οχυρώνει από τον έξω κόσμο. Αν είναι να νοιώθω εμπιστοσύνη πρέπει να νοιώθω στο δέρμα μου αυτά που θέλω να νοιώθω.[…] Αλλά με το πρώτο χτύπημα από τη γροθιά ενός αστυνομικού, ενάντια στην οποία δεν υπάρχει άμυνα και ούτε κάποιο χέρι βοηθείας θα την αποσβήσει, τελειώνει ένα μέρος της ζωής μας το οποίο δεν θα ξαναζήσει ποτέ.»
https://theshadesmag.wordpress.com/