Ακόμα δυο ιστορίες του Πάβελ Μπαζόφ σε μετάφραση της Ranele
Posted by sarant
Ο Πάβελ Πέτροβιτς Μπαζόφ (1879-1950) έγραψε ιστορίες βασισμένες σε λαϊκά παραμύθια των Ουραλίων, που όμως δεν είναι απλή καταγραφή αλλά δική του λογοτεχνική δημιουργία με βάση λαογραφικό υλικό. Πάνω στην πρώτη από τις δύο σημερινές ιστορίες είναι βασισμένο το μπαλέτο «Το πέτρινο λουλούδι» του Προκόφιεφ. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα διηγήματα αυτά σε έκδοση του 1970 που είναι εξαντλημένη.
Έκανα κάποιες αλλαγές στη μετάφραση της Ranele. Κάποιες λέξεις σημειώνονται με αστερίσκο και εξηγούνται στο τέλος. Ν. Σαραντάκος
Το πέτρινο λουλούδι
Δεν ήτανε μονάχα οι λιθοξόοι από το εργοστάσιο μαρμάρου που ήτανε ξακουστοί για την τέχνη τους. Λένε, πως την ίδια τέχνη κατείχαν και στα δικά μας τα εργοστάσια. Η μόνη διαφορά ήτανε πως οι δικοί μας δουλεύανε περισσότερο τον μαλαχίτη, επειδής ήτανε υψηλής ποιότητας πέτρα και βρισκότανε σε αφθονία στα μέρη μας. Από τούτον τον μαλαχίτη σκαλίζανε και διάφορα ταιριαστά πράματα που φορές, άκου το, απορούσες πώς τα΄χανε συλλάβει με τη φαντασία τους.
Εκείνα τα χρόνια ζούσε ένας μάστορας ονόματι Προκόπιτς. Σε τούτην την τέχνη ήτανε πρώτος. Κανείς δεν μπόραγε να του παραβγεί. Όμως είχε τα χρονάκια του.
Έτσι, λοιπόν, ο εργοστασιάρχης διέταξε τον επιστάτη να του βρει τίποτες νεαρά μαστορούλια για να τα μάθει την τέχνη του.
-Ας τους παραδώκει όλα του τα μυστικά ως και το τελευταίο του κόλπο.
Μόνο που ο Προκόπιτς, είτε ήτανε σφιχτός στο να μοιραστεί τα μυστικά της τέχνης του, είτε συνέβαινε τίποτες άλλο, τέλος πάντων δεν ξεβγήκε καθόλου καλός δάσκαλος. Ήτανε νευρικός και βίαιος. Πρώτα στόλιζε το κεφάλι του αγοριού με καρούμπαλα, πάγαινε να του ξεριζώσει και τ΄αφτιά του ύστερις το απαράταγε και έλεγε στον επιστάτη:
-Δεν μου κάμνει του λόγου του… Δεν έχει μήτε μάτι ικανό, μήτε χέρι που να πιάνει. Χαμένος κόπος.
Ως φαίνεται ο επιστάτης διατάχθηκε να ικανοποιεί την κάθε παραξενιά του γερο-μάστορα σε τούτο το ζήτημα.
-Ό, τι ειπείς, αφού δεν κάμνει ετούτος… θα σου δώκουμε άλλονε… – Και του ΄στελνε άλλο παλικαράκι.
Τα αγόρια σαν μάθανε τι γίνεται στου Προκόπιτς… από νωρίς ξεσηκώνανε θρήνο μην πέσουνε στα χέρια του. Μήτε οι πατεράδες μήτε οι μανάδες στέργανε να στείλουνε τα παιδούλια τους στα κάτεργα που δε βγάζανε πουθενά. Αρχίνησε, λοιπόν, ο καθείς όπως μπόραγε να γλιτώνει το τέκνο του. Να ειπούμε και του στραβού το δίκιο το να δουλεύεις μαλαχίτη ήτανε σκάρτη τέχνη, σκέτο φαρμάκι. Γι΄αυτό ο κοσμάκης φυλαγότανε. Ο επιστάτης όμως δεν αλησμονούσε την εντολή του εργοστασιάρχη – συνέχισε να του στέλνει μαθητούδια. Εκείνος με τη σειρά του παίδευε το παλικαράκι και ύστερα το γύριζε πίσω στον επιστάτη.
– Μήτε ετούτος κάμνει… Ο επιστάτης αρχίνησε να χάνει την υπομονή του.
-Πού θα πάγει ετούτη η βαλίτσα; Όλο δεν κάμνει και δεν κάμνει.. Πότε επιτέλους θα σου κάμει; Να μάθε τούτονε… Μα ο Προκόπιτς το δικό του:
– Εμένανε δε με μέλλει… και δέκα χρόνους να τονε μαθαίνω, δεν πρόκειται να κάμει προκοπή…
-Ποιον άλλονε να σου φέρω;
– Ε! Και κανένανε να μην μου φέρεις – δε θα τα βάψω μαύρα…
Έτσι, λοιπόν, και ξεδιαλέγανε ανάμεσα σε πολλά παιδάκια ο επιστάτης με τον Προκόπιτς, μα το αποτέλεσμα ήτανε ένα και το αυτό: απάνω στο κεφάλι του μαθητευόμενου – καρούμπαλα και μες στο κεφάλι – μια σκέψη μόνο: πώς να το σκάσει. Μερικά παιδιά εξεπίτηδες κάμνανε ζημιές για τα διώξει πιο γλήγορα ο Προκόπιτς. Έτσι έφτασε η σειρά του Ντανίλκο-Κοκαλιάρη. Τούτο το παλικαράκι ήτανε πεντάρφανο. Τότες ήτανε δεν ήτανε δώδεκα χρονώ. Ήτανε ψηλός με κάτι μακριές αρίδες και πολύ αδύνατος, σκέτο πετσί και κόκαλο, πού άραγες φώλιαζε η ψυχούλα του; Ένας Θεός ξέρει. Είχε καθαρό προσωπάκι, σπαστά μαλλάκια και γαλανά ματάκια. Γι΄αυτό τονε πήρανε από αγλήγορα στο αρχοντόσπιτο να κάμνει θελήματα: να πάγει να φέρει καμιά ταμπακιέρα ή κανένα μαντιλάκι, να πεταχτεί κάπου και άλλα τέτοια. Μονάχα το ορφανό δεν έδειξε καμιά προθυμία σε τούτη τη δουλειά. Άλλα παλικαράκια σε τέτοιες θέσεις δείχνουνε μεγάλη σβελτάδα και σπιρτάδα. Μόλις τους πεις κάτι – κορδώνονται: τι ορίζετε του λόγου σας; Μα ετούτος χωνότανε σε καμιά γωνιά, στύλωνε τα μάτια του απάνου σε μια ζουγραφιά ή κάποιο στολίδι και καθότανε έτσι ώρα πολλή. Τον φωνάζανε κι εκείνου δεν ίδρωνε τ΄αφτί. Αρχικά μαθές τον ξυλοφορτώνανε, μα ύστερις τον απαράτησαν.
-Αλαφροΐσκιωτος! Αργόστροφος! Από τέτοιον πώς να βγει ένας προκομμένος λακές;
Με όλα τούτα στο εργοστάσιο ή στο ορυχείο δεν τονε στείλανε – ήτανε πολύ χαμένος, δε θα άντεχε μήτε βδομάδα. Τελικά ο επιστάτης τον έβαλε βοηθό στο γελαδάρη. Μα και αυτού ο Ντανίλκο αποδείχτηκε ντιπ άχρηστος. Το παλικαράκι ήτανε φιλότιμο, μα όλο και κάποια αναποδιά του συνέβαινε. Σάμπως όλο κάτι απασχολούσε το μυαλό του. Σαν στυλώσει τα μάτια του απάνου σ΄ένα χορταράκι, άντε μετά να μαζέψεις τα γελάδια! Έτυχε ο γερο-γελαδάρης να΄ναι ένας στοργικός άνθρωπος, λυπότανε το ορφανό, μα και τούτος πάλι δεν κρατιότανε φορές και τονε στόλιζε:
-Τι θα βγει από σένανε, Ντανίλκο; Θα χαραμίσεις τη ζωή σου και εμένανε, γέρο άνθρωπο, θα με κάμνεις να φάγω βουρδουλιές. Το γλέπεις σωστό; Τι είναι τούτο που βασανίζει την κούτρα σου;
-Ξέρω κι εγώ, παππούλη… Τίποτες… Να χάζευα λιγουλάκι πως ένα ζούδι περπατούσε απάνου στο φυλλαράκι. Όλο ήτανε μπλάβο, μα κάτου από τα φτερά είχε ένα κορμάκι κίτρινο. Το φύλλο ήτανε φαρδύ –πλατύ… και στην άκρια είχε δοντάκια γυρισμένα ωσάν φεστόνια. Αυτού έδειχνε πιο σκούρο, μα στη μέση είχε ένα ζωηρό πράσινο λες και ήτανε φρεσκοβαμμένο… Και το ζούδι σουρνότανε απάνου του σιγά σιγά.
-Τι χαζός που΄σαι, Ντανίλκο; Τι δουλειά έχεις να χαζεύεις τα ζούδια; Ας το να σούρνεται ΄κει πέρα, η δουλειά σου είναι να βοσκάς γελάδια. Πρόσεξε καλά και βγάλε τούτες τις κουταμάρες από το μυαλό σου, αλλιώς θα σε μαρτυρήσω στον επιστάτη!
Μονάχα ένα πράμα του΄βγαινε καλά. Έμαθε να παίζει σουραύλι – πού τέτοια χάρη ο γέρος! Έπαιζε καθαρά κάτι αλλόκοτους σκοπούς. Το βράδυ, μόλις μαζέψουνε τα γελάδια, οι κοπελιές και οι γυναίκες τονε παρακαλούν:
-Δε μας παίζεις κανένα σκοπό, Ντανίλουσκο;
Και κείνος άλλο που δε ήθελε, αρχινούσε δίχως να χρονοτριβεί. Και όλοι οι σκοποί του ήτανε πρωτόγνωροι. Ακούγονταν όμορφα σάμπως θρόιζε το δάσος ή κελάρυζε το ρυάκι και λαλούσανε σε όλους τους τόνους τα πουλάκια. Οι γυναίκες για τούτα τα τραγούδια αρχίνησαν να τονε καλοβλέπουνε. Μια θα του μπαλώσει το πανωφόρι του, άλλη θα του δώκει ένα χοντρό κομμάτι πανί να τυλίξει τα ποδάρια του, τρίτη θα του ράψει μια καινούρια πουκαμίσα. Όσο για φαγί – μήτε λόγος, – η καθεμία λαχταρούσε να του δώκει όσο πιο πολλά καλούδια μπορούσε. Ο γερο-γελαδάρης και κείνος αγάπησε τα τραγούδια του Ντανίλο. Μονάχα που κι αυτού δεν λείψανε οι αναποδιές. Φορές αρχινούσε ο Ντανίλουσκο να παίζει και αποξεχνιότανε σάμπως δεν είχανε γελάδια. Έτσι απάνω στο τραγούδι τονε βρήκε η συφορά.
Μια βολά ο γέρος αποκοιμήθηκε, μα και ο Ντανίλουσκο αποξεχάστηκε παίζοντας το σουραύλι του. Αυτού μερικά γελάδια αποκοπήκανε από το λοιπό κοπάδι. Βραδύτερα σαν αρχίνησαν να τις μαζεύουνε, κοιτούνε και τι να ιδούν; – η μια έλειπε, η άλλη εχάθη. Αρχίνησαν να τις ψάχνουνε. Τώρα τρέχα γύρευε. Τις βοσκούσανε σιμά στη Γιελνίτσναγια … Το μέρος αυτού ήτανε απόμακρο και γιομάτο λύκους. Μονάχα μια γελαδίτσα βρήκανε. Σαν οδήγησαν το κοπάδι πίσω στο χωριό … ξηγήσανε το και το. Όλος ο κόσμος του εργοστασίου έτρεξε στο δάσος για να βοηθήσει στο ψάξιμο, μα δεν βρήκανε τίποτες.
Ήτανε γνωστό ποια θα ήτανε η τιμωρία τους. Για όποια ζημία, έλα μπρος στήσε τη ράχη σου. Σαν εξεπίτηδες μια από τες γελάδες ήτανε από το σπίτι του επιστάτη. Αυτού μην περιμένεις κανένα έλεος. Πρώτα ξαπλώσανε και μαυρίσανε στο ξύλο το γέρο, ύστερις πιάσανε και τον Ντανίλουσκο που ΄τανε σκέτο πετσί και κόκαλο. Μόλις τον είδε ο μπόγιας του ξέφυγε:
-Πώς είν΄τος έτσι; – λέει – Τέτοιος που΄ναι με την πρώτη βουρδουλιά ή θα λιποθυμήσει ή εις τον Κύριο θα αποδημήσει.
Παρόλα αυτά του΄ριξε μία γερή – δεν τονε λυπήθηκε, μα ο Ντανίλουσκο άχνα δεν έβγαλε. Ο μπόγιας του΄ριξε δεύτερη – άχνα, τρίτη – πάλι άχνα. Τότες τον μπόγια τον πιάσανε κάτι δαιμόνια, και δώστου να του μετράει τα παΐδια με ό, τι δύναμη είχε και δεν είχε.
-Θα σου δείξω πώς να σωπαίνεις … Βγάλε φωνή… Βγάλε σου λέγω! Ο Ντανίλουσκο τρέμει σύγκορμα, τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι, μα κιχ δε βγάνει. Δάγκασε το αχείλι του και κρατιέται. Έτσι και λιποθύμησε δίχως να βγάλει μιλιά. Ο επιστάτης που ήτανε μαθές αυτού, απόρησε:
-Κοίτα, τι σκληρό καρύδι ξεβγήκε! Τώρα πια ξέρω πού να τονε στείλω άμα δεν ψοφήσει ούδε τώρα.
Ο Ντανίλουσκο όμως ήλθε στα σύγκαλά του. Η γριά-Βοτανού τονε σήκωσε στο ποδάρι. Υπήρξε, λένε, μια τέτοια γριούλα, που ελλείψει γιατρού στα εργοστάσιά μας είχε μεγάλη πέραση με τα γιατροσόφια της. Γνώριζε καλά όλα τα βοτάνια που φυτρώνανε στα μέρη μας: ποιο ήτανε για τον πονόδοντο, ποιο για την κατεβασιά, ποιο για το λουμπάγκο… Η ίδια τα μάζευε τη στιγμή που το καθένα είχε τη μεγαλύτερη δύναμη. Από τέτοια βότανα και ρίζες ετοίμαζε βάμματα, έφτιαχνε βραστάρια, και τα ανακάτωνε με διάφορα μαντζούνια.
Ο Ντανίλουσκο περνούσε καλά στη γριά Βοτανού. Η γριούλα, άκου το, ήτανε στοργική και ομιλητική και μες στην ίσμπα της είχε παντού κρεμασμένα λογής λογής βοτάνια, ρίζες, και λούλουδα για να στεγνώνουνε. Ο Ντανίλουσκο είχε περιέργεια για τα βότανα – πώς το λένε αυτό; – πού φυτρώνει εκείνο; πώς είναι το λουλούδι του; Η γριούλα του τα΄λεγε όλα.
Μια φορά ο Ντανίλουσκο τηνε ρωτά:
-Εσύ, γιαγιάκα, τάχα γνωρίζεις όλα τα λουλούδια στα μέρη μας;
-Ε! Δε θα το περηφανευτώ, λέει, αλλά, ως φαίνεται, όλα τα ξέρω, από όσα είναι φανερά.
-Τι δηλαδή, τηνε ρωτά, υπάρχουνε και κάποια που΄χουν μείνει αφανέρωτα;
-Υπάρχουνε, του απαντά, πώς δεν υπάρχουνε. Έχεις ακουστά, ας πούμε, για τη φτέρη; Ανθίζει μόνο του Άι-γιάννη του Κλήδονα. Εκείνο το λούλουδο έχει μαγικές δυνάμεις. Ανοίγει όλους τους κρυμμένους θησαυρούς. Μα είναι΄πικίνδυνο για ανθρώποι, γιατί τρέχει σαν φωτίτσα απάνου στα φύλλα. Άμα τηνε πιάσεις – όλα τα κρυμμένα, τα θαμμένα, τα κλειδαμπαρωμένα, θα ανοίξουν για σένανε φαρδιά πλατιά. Πολλοί κλέφτες κυνηγούν ετούτο το λουλούδι. Υπάρχει, μαθές, και το μαλαχιτένιο λούλουδο. Αυτό φυτρώνει μες στο μαλαχιτένιο βουνό. Στη γιορτή του Φιδιού αποκτά τη μέγιστη δύναμη. Αλλοίμονο στον άνθρωπο που θα το ιδεί, μονάχα συφορά θα του φέρει.
-Τι σόι συφορά, γιαγιάκα μου;
-Τούτο, παιδάκι μου, μήτε η ίδια το κατέχω. Έτσι άκουσα, έτσι λέγω.
Ο Ντανίλουσκο ίσως να έμενε κι άλλο στης Βοτανούς, μα τα τσιράκια του επιστάτη μυρίστηκαν πως το παλικαράκι αρχίνησε να ρίχνει καμιά δρασκελιά και ευθύς να του τα προφτάσουνε. Ο επιστάτης φώναξε τον Ντανίλουσκο και του λέει:
-Τράβα τώρα στου Προκόπιτς να μάθεις να δουλεύεις το μαλαχίτη. Ετούτη η δουλειά σου ταιριάζει γάντι.
Τι να κάμνει ο έρμος; Πήγε ο Ντανίλουσκο, αν κι ο ίδιος ακόμη αλλού πατούσε και αλλού βρισκότανε.
Ο Προκόπιτς του΄ριξε μια ματιά και λέει από μέσα του:
-Ετούτος μου΄λειπε τώρα. Δεν βάστηξαν τα γερά παιδιά, από τούτονε τι να καρτερέσεις τάχα –ίσα που σούρνεται.
Ο Προκόπιτς πήγε στου επιστάτη:
-Δε θέλω τέτοιονα. Αν τυχόν και μου ψοφήσει στα χέρια – θα πρέπει να δώκω λόγο.
Πού να τον ακούσει ο επιστάτης, τον έδιωξε κακήν κακώς:
-Στον δώκανε – μάθαινέ τονα και ας τα σούρτα φέρτα! Τούτο το παλικαράκι είναι σκληρό, μην κοιτάς που δε σου γιομίζει το μάτι.
-Όπως, πιθυμείτε, – λέει ο Προκόπιτς – είχα χρέος να τα ειπώ. Τον αναλαβαίνω, μονάχα μη μου ζητήξουνε το λόγο.
-Δεν υπάρχει ψυχή να σου ζητήξει το λόγο. Είναι ορφανός, καν΄τονα ό, τι θες, – του αποκρίθηκε ο επιστάτης.
Σαν γύρισε ο Προκόπιτς σπίτι, βρήκε τον Ντανίλουσκο να στέκεται σιμά στον πάγκο και να περιεργάζεται ένα πηχάκι μαλαχίτη. Πάνω σε τούτο το πηχάκι είχε μπει σημάδι για να γένει ένα μοτίβο. Ο Ντανίλουσκο λοιπόν στύλωσε τα μάτια του ακριβώς σε τούτο το σημείο και κουνούσε το κεφάλι του με αποδοκιμασία.
Ο Προκόπιτς ήτανε περίεργος να μάθει τι περιεργαζότανε αυτού το καινούριο παλικαράκι. Τονε ρώτησε αυστηρά, όπως το είχε συνήθειο:
-Τι κάνεις αυτού; Ποιος σου ζήτηξε να το πάρεις στα χέρια σου; Τι κοιτάς αυτού;
Ο Ντανίλουσκο του αποκρίνεται:
-Θαρρώ πώς το σκέδιο πρέπει να γένει από την άλλη μπάντα, παππού. Κοίτα αυτού υπάρχουνε όμορφα νερά. Κρίμας είναι άμα κοπούνε. Ο Προκόπιτς μαθές φώναξε:
-Τι΄πες; Και ποιος είσαι του λόγου σου; Μήπως είσαι μάστορας; Δεν έχεις πιάσει καλέμι στα χέρια και κοτάς να κρένεις; Τι ξέρεις εσύ;
-Ξέρω και παραξέρω ότι γένηκε ζημία, τούτο το κομμάτι θα πάγει χαμένο, – του απαντά ο Ντανίλουσκο.
-Και ποιος το χαράμισε; Ε; Ξέρεις σε ποιον τα λες, μυξιάρικο; Στον πρωτομάστορα!… Θα σου δείξω τι εστί ζημία … δεν μου γλιτώνεις εσύ!
Φώναζε, φοβέριζε ο Προκόπιτς, μα δεν τον ακούμπησε μήτε με το μικρό του δαχτυλάκι. Ο Προκόπιτς ο ίδιος έσπαγε το κεφάλι του απάνου σε τούτο το κομμάτι, από ποιαν μπάντα τάχα να κάμνει το σκέδιο. Ο Ντανίλουσκο με την σπόντα που του΄ριξε πέτυχε διάνα.
Ο Προκόπιτς φούσκωνε και ξεφούσκωνε ύστερις του λέει πια καλόβουλα:
-Για δείξε μας, νεόκοπε μάστορα, πώς θα το΄καμνες;
Τότες ο Ντανίλουσκο αρχίνησε να δείχνει και να ξηγάει:
-Να τι σκέδιο θα ημπορούσε να βγει. Για το μοτίβο κάλλιο να αφήναμε στενότερη λουρίδα στο μέρος καθαρό από τα νερά, μα από πάνου ας φτιάχναμε μια μικρή πλεξούδα.
Ο Προκόπιτς όλο φώναζε:
-Πώς, πώς! Τι ξέρεις εσύ. Πού ακούστηκε το αβγό να ορμηνεύει την κότα! – Ενώ από μέσα του συλλογιότανε: «Σωστά μιλάει το παλικαράκι. Από τέτοιονα μάλλον θα βγει κάτι προκομένο. Μόνο πώς να τονε μάθεις; Μια φορά να τονε κτυπήσεις – δεν αργάς να τονε στείλεις στα θυμαράκια.»
Τα ΄κλωθε μες στο μυαλό του και τονε ρωτά:
-Τίνος είσαι ΄συ, τέτοιος ξερόλας;
Ο Ντανίλουσκο του΄πε για του λόγου του.
Πως ήτανε πεντάρφανος. Δε θυμότανε τη μάνα του και δεν πρόκανε να γνωρίσει τον κύρη του. Όλοι τον φωνάζανε Ντανίλκο-Κοκαλιάρη, μα μήτε το όνομα μήτε το παρανόμι του πατρός του δεν το εγνώριζε. Είπε πως έκαμε δουλειές του ποδαριού στο αρχοντικό και πως τονε διώξανε, πως ύστερα όλο το θέρος έβοσκε γελάδια και πως τιμωρήθηκε.
Ο Προκόπιτς τονε σπλαχνίστηκε:
-Όπως γλέπω, παλικάρι μου, σου΄τυχε μια ζωή όλο φαρμάκι, και σαν να μην έφτανε ετούτο έπεσες στα χέρια τα δικά μου. Η τέχνη μας, μαθές, είναι πολύ δύσκολη.
Ύστερις πάλι γκρίνιαξε θυμωμένα σάμπως τονε τσίμπησε καμιά μύγα:
-Άντε, φτάνουνε οι κουβέντες! Ροδάνι πάγει η γλώσσα σου! Με το στόμα μπάρα μπάρα, με τα χέρια κουλαμάρα! Όλο το βράδυ δεν έχεις βάλει γλώσσα μέσα σου! Κοίτα μαθητούδι που μου΄λαχε! Ταχιά να ιδούμε, τι πουλιά πιάνεις. Τώρα κάτσε αυτού να φας και ύστερις να πλαγιάσουμε.
Ο Προκόπιτς καθότανε μονάχος του. Πάνε χρόνια που πέθανε η γυναίκα του. Το νοικοκυριό τού κρατούσε η μπάμπω Μητροφάναινα από τη γειτονιά. Ερχότανε κάθε πρωί, του μαγέρευε, καθαρνούσε την ίσμπα, τα βράδια όμως ο Προκόπιτς τα βόλευε μόνος του.
Αφού αποσώσανε το φαγί, ο Προκόπιτς του λέει:
-Πλάγιασε αυτού στον πάγκο!
Ο Ντανίλουσκο έβγαλε τα ποδήματά του, έβαλε τον ντορβά του για προσκέφαλο, σκεπάστηκε με το πανωφόρι του, τουρτούρισε λιγουλάκι, – γλέπεις, είχε χινοπωρινή ψύχρα μες στην ίσμπα, – ώσπου τελικά αποκοιμήθηκε. Ξάπλωσε και ο Προκόπιτς, μα ο ύπνος δεν κολνούσε στο μάτι του: όλο έκλωθε στο μυαλό του την κουβέντα για το σκέδιο απάνου στο μαλαχίτη. Στριφογύρναγε – στριφογύρναγε, σηκώθηκε, άναψε το κερί και βουρ στον πάγκο να μετράει και να ξαναμετράει το κομμάτι του μαλαχίτη.
Κάλυψε τη μιαν άκρη, μετά την άλλη… πρόσθεσε το πάχος, μετά το μείωσε. Το΄βαλε και από την καλή και από την ανάποδη και όλα δείχνανε ότι το παλικαράκι είχε δίκιο, είχε καταλάβει καλύτερα τα νερά και το σκέδιο της πέτρας.
– Α! Τον άτιμο! – απορούσε ο Προκόπιτς. Άγουρος, άγουρος, αλλά έβαλε τα γυαλιά στον πρωτομάστορα. Κόβει το μάτι του! Και τι μάτι είναι τούτο!
Πήγε σιγά σιγά στην αποθήκη, έσυρε από΄κει ένα προσκέφαλο και μιαν τρανή προβιά. Έβαλε το προσκέφαλο κάτου από το κεφάλι του Ντανίλουσκο και τονε σκέπασε με την προβιά.
-Κοιμήσου, αϊτομάτη μου!
Πού να ξυπνήσει εκείνος, γύρισε από την άλλη μπάντα, απλώθηκε φαρδιά πλατιά κάτου από την προβιά – ζεστάθηκε – και αρχίνησε να ρουθουνίζει μελωδικά. Ο Προκόπιτς δεν απέκτησε δικά του παιδιά, κι ετούτος ο Ντανίλουσκο του μπήκε βαθιά μες στην καρδιά. Κάθεται από πάνου του και τον καμαρώνει, μα ο Ντανίλουσκο κοιμάται του καλού καιρού και όλο γλυκά ξεφυσάει. Τον Προκόπιτς τον έπιασε η σκασίλα πώς ετούτο το παλικαράκι που΄τανε κοκαλιάρικο και ντιπ καχεκτικό να το βάλει στα πόδια του.
– Με την υγειά που΄χει πού να καταπιαστεί με το μαλαχίτη. Σκόνη, σκέτο φαρμάκι – δίχως άλλο θα μαραζώσει. Ας ξεκουραστεί, ας στανιάρει πρώτα, ύστερις θα αρχινήσω να τονε μαθαίνω αγάλι αγάλι. Θαρρώ πως ετούτος θα φτιάσει προκοπή.
Την άλλη μέρα λέει στον Ντανίλουσκο:
-Αρχικά θα με βοηθάς στο νοικοκυριό. Τέτοια σειρά έχω ΄γώ. Μπήκες; Σήμερα τράβα στο δάσος να μου φέρεις λίγο βίμπουρνο(*). Το αραθύμησα. Οι καρποί του έχουν σκεπαστεί με την πάχνη – τούτον τον καιρό είναι ό, τι πρέπει για πίτες. Πρόσεξε μονάχα μην παγαίνεις μακριά. Δεν μας πειράζει όσα και να φέρεις αρκεί να μην κουραστείς. Πάρε μαζί σου μπόλικο ψωμάκι – το δάσος σ΄ανοίγει την όρεξη, – πέρνα κι από τη Μητροφάναινα. Της παράγγειλα να σου ψήσει δυο αβγά και να σου γεμίσει ένα μπραγατσούλι(*) γάλα. Μπήκες;
Την άλλη μέρα πάλι του λέει:
-Πιάσε μου ένα γαρδέλι με ωραία φωνή και έναν ζωηρό κοκκινοσκούφη. Πρόσεξε ως το βράδυ να΄σαι πίσω. Μπήκες;
Σαν τα΄πιασε ο Ντανίλουσκα και του τα ΄φερε, ο Προκόπιτς του είπε:
-Καλά με τούτα, μα δε φτάνουν. Πιάσε και άλλα.
Έτσι πάγαινε σκοινί – κορδόνι. Κάθε μέρα ο Προκόπιτς έστελνε τον Ντανίλουσκο τάχα μου για δουλειές, μα τι δουλειές, σκέτη σκόλη. Σαν χιόνισε και το΄στρωσε, ο Προκόπιτς τον έστειλε να πάγει με το γείτονά τους για ξύλα, να τον βοηθήσει τάχα. Σιγά την αγγαρεία! Στο πήγαινε καθόταν στο έλκηθρο και οδηγούσε το άλογο και στο έλα ακολουθούσε το κάρο με τα ποδάρια. Τούτο γινότανε κάθε μέρα: έκανε την τσάρκα του, έτρωγε στο σπίτι και την ήπεφτε με όρεξη για ύπνο. Ο Προκόπιτς του αγόρασε μια γούνα, ένα ζεστό σκούφο, ένα ζευγάρι γάντια και του παράγγειλε ένα ζευγάρι βάλενκι(*). Γλέπεις, ο Προκόπιτς, είχε παράδες. Αν κι ήτανε δουλοπάροικος, ο άρχοντας τον είχε στη δούλεψή του με το κομμάτι, έτσι κατάφερνε να βάζει κανένα φράγκο στην άκρη. Με τον Ντανίλουσκο δέθηκε γερά. Να ειπούμε την αλήθεια τον είχε σαν το γιο του. Δε λυπότανε τίποτες για αυτόνανε και τον φύλαγε από το χαμαλίκι της δουλειάς.
Από την καλοπέρασή του ο Ντανίλουσκο γέρεψε αγλήγορα και με τη σειρά του δέθηκε και κείνος με τον Προκόπιτς. Πώς αλλιώς! Κατάλαβε ότι ο Προκόπιτς τον νοιαζότανε, τέτοιο νοιάξιμο δεν το΄χε ματαδεί. Βγήκε ο χειμώνας. Ο Ντανίλουσκο φχαριστιότανε κάργα το ραχάτι του. Μια πάγαινε βόλτα στη λίμνη, μια στο δάσος. Μα και τη μαστορική δεν την παραμελούσε. Σαν γύριζε σπίτι, ευθύς οι δυο τους πιάνανε κουβέντα. Πρώτα έλεγε τα δικά του στον Προκόπιτς και μετά τονε ρώταγε για την τέχνη του. Ο Προκόπιτς ΄ξήγαγε και του΄δειχνε κιόλα. Ο Ντανίλουσκο τα αποθησαύριζε. Πότε πότε κι ο ίδιος πιανότανε. «Άσε με να το κάμνω ΄γω…». ο Προκόπιτς τονε παρακολουθούσε και τονε διόρθωνε όποτε χρειαζότανε, έδειχνε, πώς να το κάμνει καλύτερα.
Κάποτε ο επιστάτης είδε τον Ντανίλουσκο στη λίμνη. Ρώτηξε να μάθει τα τσιράκια του:
– Τίνος είναι τούτο το παλικαράκι; Δεν είναι πρώτη φορά που τονε γλέπω στη λίμνη… Τις καθημερινές τις περνάει παρέα με το καμάκι, μα δεν δείχνει μικρός… Κάποιος θα τον φυλάγει από το χαμαλίκι…
Τα τσιράκια τα μάθανε και άιντε να τα προφτάσουνε στον επιστάτη, μα εκείνος δεν τους επίστεψε.
-Άντε, τους λέει, σύρτε να μου το φέρετε το παλικαράκι, θα τον ξετάξω μονάχος μου.
Φέρανε τον Ντανίλουσκο ομπρός στον επιστάτη και κείνος τονε ρωτά:
-Τίνος είσαι του λόγου σου;
Ο Ντανίλουσκο του απαντά:
– Είμαι μαστοράκι. Μαθαίνω στου μάστορα να δουλεύω τον μαλαχίτη.
Ο επιστάτης τότες τον άρπαξε απ΄τ΄ αφτί:
-Παλιόπαιδο, έτσι την μαθαίνεις την τέχνη! – Και τον έσυρε από τ΄ αφτί στου Προκόπιτς.
Εκείνος κατάλαβε πως την είχανε πατήσει, προσπαθούσε σώνει και καλά να βγάλει ασπροπρόσωπο τον Ντανόλουσκο:
-Εγώ τον έστειλα, μαθές, να ψαρέψει τίποτα πέρκες. Πεθύμησα φρέσκα ψαράκια. Λόγω ανημποριάς μου μπουκιά δε βάζω στο στόμα, μονάχα ψάρια κι τρώγω. Για τούτο τον έστειλα για ψάρεμα.
Ο επιστάτης δεν τα΄χαψε. Επίσης πρόσεξε πως ο Ντανίλουσκο είχε γίνει αγνώριστος: πήρε βάρος, φορούσε μια γερή πουκαμίσα, μια καλή βράκα και στα ποδάρια μπότες. Έτσι αποφάσισε να τονε περάσει από κόσκινο.
-Για δείξε μου, τι σου΄μαθε ο γερο-μάστορας; Ο Ντανίλουσκο πέρασε την ποδιά, σίμωσε στον πάγκο και αρχίνησε να ΄ξηγάει και να δείχνει. Ό, τι και να τονε ρώταγε ο επιστάτης, του΄χε έτοιμη την απάντηση στο τσεπάκι του. Πώς να πελεκήσει μια πέτρα, πώς να την πριονίσει, πώς να κάνει ένα ταγιάρισμα, πώς και με τι να την κολλήσει, πώς να την γυαλίσει, πώς να την εφαρμόσει απάνου στο χαλκό ή στο ξύλο, με άλλα λόγια όλα: από το άλφα ως το ωμέγα.
Αφού τονε πέρασε από ιερά εξέταση, είπε στον Προκόπιτς:
-Τούτονε μάλλον θα τον βρήκες ικανό;
-Ε! Δεν παραπονιούμαι, του αποκρίνεται ο Προκόπιτς.
-Μάλιστα παράπονα δεν κάμνεις, μα τονε κακομαθαίνεις! Σου τονε δώκαμε για να μάθει την τέχνη κι αυτός ξημεροβραδιάζεται με το καμάκι στο χέρι! Θα σου δείξω κάτι φρέσκες πέρκες θα τις θυμάσαι μια ζωή, μέχρις να σε πάρει ο Χάρος. Το παλικαράκι από την άλλη θα ξεχάσει τι πάγει να πει χαμόγελο μια για πάντα.
Τους φοβέριξε και έφυγε, μα ο Προκόπιτς όλο απορεί:
-Πότε άραγες πρόλαβες να τα καταλάβεις ούλα τούτα, Ντανίλουσκο; Αφού δεν έχω καλά καλά αρχινήσει να στα μαθαίνω.
-Αφού, του λέει ο Ντανίλουσκο, μου τα΄δειχνες και μου τα΄ξηγούσες, κι εγώ τ ΄άκουγα και τα΄βαζα μες στο μυαλουδάκι μου.
Ο Προκόπιτς δάκρυσε, τόσο πολύ έστερξε αυτά που άκουγε.
-Ακριβέ μου γιόκα, του λέει, Ντανίλουσκό μου… Κι ό, τι άλλο γνωρίζω, όλα θα στα φανερώσω… Δε θα αφήκω κανένα μυστικό…
Μόνο που από κείνο τον καιρό έχασε ο Ντανίλουσκο το ραχάτι του. Ο επιστάτης την επομένη κιόλα έστειλε να τονε φέρουνε σπίτι του και αρχίνησε να του δίνει καθημερινά παραγγελιές με μεροκάματο.
Πρώτα, μαθές, του΄δινε κάτι απλό: πόρπες, που φορούν οι κυρίες, μπιζουτιέρες. Ύστερις του παράγγελνε αντικείμενα που ήθελαν τρόχισμα: κηροπήγια και διάφορα κοσμήματα. Έτσι έφτασε και στο σκάλισμα. Σκάλιζε διάφορα φυλλαράκια και πεταλάκια, μοτιβάκια και λουλουδάκια.
Η δουλειά των μαστόρων του μαλαχίτη είναι, μαθές, μπελαλίδικη. Με την πρώτη ματιά φαίνεται απλό πραματάκι, μα πόσην ώρα πρέπει να μοχθήσεις πάνω του! Έτσι ο Ντανίλουσκο αντρώθηκε απάνου σε τούτη τη δουλειά.
Σαν κατάφερε να σκαλίσει ένα βραχιόλι–φιδάκι από την ατόφια μονοκόμματη πέτρα, ο επιστάτης τονε παραδέχτηκε ως μάστορα. Έκανε και μιαν γραπτήν αναφορά στον εργοστασιάρχη:
«Το και το, φανερώθηκε στο εργοστάσιό μας ένας καινούριος μάστορας-χαράκτης του μαλαχίτη – ο Ντανίλκο ο Κοκαλιάρης. Βγάζει καλή δουλειά, μα είναι ακόμα αργός λόγω απειρίας. Πώς ορίζετε να κανονίσω τη δουλειά του; Να συνεχίσει στο μεροκάματο ή να τον αφήκω με το κομμάτι όπως τον Προκόπιτς;»
Ο Ντανίλουσκο δεν ήτανε καθόλου αργός στη δουλειά, τουναντίον να απορεί κανείς πόσο σβέλτα και πιδέξια δούλευε. Τούτο, λοιπόν, ήτανε το κόλπο του Προκόπιτς. Άμα παράγγελνε ο επιστάτης στον Ντανίλουσκο μια δουλειά πέντε ημερών, ο Προκόπιτς πάγαινε και του κλαιγότανε:
-Δε βγαίνει τούτη η δουλειά σε πέντε μέρες. Θέλει δυο βδομάδες μες στο νερό. Αφού το παλικάρι είναι άβγαλτο, ακόμα μαθαίνει. Άμα βιαστεί – τζάμπα και βερεσέ θα χαραμίσει την πέτρα.
Ο επιστάτης αρχικά παζάρευε, μα ύστερα, μαθές, έβαζε κάμποσες μερούλες παραπάνω. Έτσι ο Ντανίλουσκο δούλευε δίχως να πολυζορίζεται. Ακόμη και να διαβάζει και να γράφει έμαθε κρυφά απ΄αυτόνανε. Έτσι ίσα ίσα να σκαμπάζει λιγάκι από γράμματα. Ο Προκόπιτς και σε τούτο τονε στήριζε. Φορές προσπαθούσε να κάμνει τις παραγγελιές του Ντανίλουσκο, μα κείνος δεν τον άφηνε:
-Δεν είσαι με τα καλά σου, μπάρμπα! Με ντροπιάζεις άμα παίρνεις τη θέση μου στον πάγκο! Κοίταξε να δεις, η γενειάδα σου έχει πρασινίσει απ΄το μαλαχίτη, τούτη η δουλειά σού ΄χει τσακίσει τη γειά σου, εγώ όμως δεν παθαίνω τίποτα.
Ο Ντανίλουσκο, μαθές, ως εκείνο τον καιρό είχε γένει ένα γερό παλικάρι. Μόλο που από συνήθεια τον φωνάζανε ακόμη Κοκαλιάρη, εκείνος να πώς γίνηκε: αψηλός με κόκκινα μάγουλα, σπαστά μαλλιά και χαμόγελο στ΄αχείλι, με δυο κουβέντες, διακαής πόθος όλων των κοριτσιών.
Ο Προκόπιτς αρχίνησε κιόλα να του μιλά για κοπελιές, μα ο Ντανίλουσκο κούναγε μονάχα το κεφάλι του:
-Δεν είναι καιρός ακόμη! Να, μόλις γένω σωστός μάστορας, τότες θα τα κουβεντιάσουμε.
Ο εργοστασιάρχης απάντησε στο αίτημα του επιστάτη:
«Ας μου φτιάσει εκείνος ο Ντανίλκο, μαθητής του Προκόπιτς, ένα σκαλιστό βάζο με βάση για το αρχοντικό μου. Ύστερις θα πάρω απόφαση αν θα τον έχουμε με το κομμάτι ή στο μεροκάματο. Μόνο πρόσεξε μην βάλει κανένα χεράκι ο Προκόπιτς. Να όψεσαι άμα σου ξεφύγει.»
Ο επιστάτης αφού έλαβε τούτο το γράμμα, φώναξε τον Ντανίλουσκο και του λέει:
-Θα δουλέψεις εδώ πέρα, στο σπίτι μου. Θα σου στήσουνε τον πάγκο και θα σου φέρουνε την πέτρα που χρειάζεσαι.
Σαν το΄μαθε ο Προκόπιτς, κρέμασε το κεφάλι του: Πώς κι έτσι; Τι πράμα είναι τούτο; Πήγε στου επιστάτη, μα σιγά μην του έδωκε σημασία … Ίσα ίσα τον αποπήρε: «Τήρα τη δουλειά σου, γέρο!»
Παγαίνει, λοιπόν, ο Ντανίλουσκο να δουλέψει στην καινούρια του θέση και ο Προκόπιτς τονε ορμηνεύει:
– Πρόσεχε και μη βιάζεσαι, Ντανίλουσκο! Μην προδίδεσαι.
Ο Ντανίλουσκο, μαθές, αρχικά φυλαγότανε. Όλο μετρούσε και ξαναμετρούσε, μα στο τέλος μπούχτισε. Είτε δουλεύεις είτε λουφάρεις, έτσι κι αλλιώς το μαρτύριο τούτο θα το τραβήξεις στο ακέραιο, θα ξημεροβραδιάζεσαι στου επιστάτη θες δε θες. Από την βαρεμάρα του ο Ντανίλουσκο δεν βάστηξε και αρχίνησε να δουλεύει σαν δαιμονισμένος. Έτσι λοιπόν το βάζο τελείωσε εν τω άμα και το θάμα! Ο επιστάτης τον κοίταξε και σαν να΄τανε ένα πράμα συνηθισμένο του λέει:
-Φτιάσε ακόμα ένα!
Ο Ντανίλουσκο έφτιασε και το δεύτερο, έπειτα και το τρίτο. Σαν τελείωσε το τρίτο, ο επιστάτης του΄πε:
-Τώρα τέρμα η λούφα! Σας τσάκωσα με τον Προκόπιτς. Ο άρχοντάς μες στο γράμμα του σου όρισε διορία για το ένα βάζο, μα εσύ στον ίδιο χρόνο σκάλισες όχι ένα, μα ολάκερα τρία. Τώρα ξέρω τι πουλιά πιάνεις. Δε με γελάς άλλο, και όσο για κείνον το γερο-κατεργάρη, θα του δείξω πώς να με δουλεύει! Να το ιδούνε κι άλλοι κατεργαραίοι και να τους κοπεί η όρεξη! Ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!
Έγραψε λοιπόν στον άρχοντα για τα καθέκαστα ζητώντας τιμωρία, του΄στειλε μάλιστα και τα τρία βάζα. Μόνο που ο άρχοντας είτε επειδής του΄ρθε καμιά λόξα είτε επειδής ήθελε να πικάρει τον επιστάτη, αποφάσισε αλλιώς.
Όρισε στον Ντανίλουσκο ελάχιστη δουλειά με το κομμάτι και δεν έστερξε να τονε πάρουνε μακριά από τον Προκόπιτς – μαζί τάχα αυτοί οι δύο μπορούσανε πιο γλήγορα να σκεφτούνε κατιτίς σπάνιο και θαμαστό.
Μες στο γράμμα εσώκλεισε και ένα σκέδιο. Αυτού υπήρχε ένα βάζο με διάφορα αραβουργήματα: στο χείλος είχε σκαλισμένο τελείωμα, στην κοιλιά μια πέτρινη ταινία με διάτρητο μοτίβο, στη βάση λογής λογής φυλλαράκια, με δυο λόγια περίτεχνο και εξεζητημένο. Κάτω απ΄το σκέδιο ο άρχοντας έγραψε: «Ας το δουλέψει και πέντε χρόνους αρκεί να μου φτιάσει ένα ολόιδιο».
Αυτού ο επιστάτης αναγκάστηκε να τα μαζέψει. Ανάγγειλε, ότι ο άρχοντας έγραψε να αφήκει τον Ντανίλκο να πάγει στου Προκόπιτς και του΄δωκε και το σκέδιο.
Χαρήκανε ο Ντανίλουσκο και ο Προκόπιτς και ριχτήκανε στη δουλειά με περίσσιο κέφι και μεράκι. Πολύ σύντομα ο Ντανίλουσκο αρχίνησε εκείνο το καινούριο βάζο. Είχε πολλά και δύσκολα κόλπα. Λίγο να ξαστοχήσεις στο κτύπημα – πάγει στράφι όλη η δουλειά, φτου ξανά μανά απ΄την αρχή. Δόξα τω Θεώ, ο Ντανίλουσκο είχε μάτι καλό, χέρι σταθερό και δύναμη περίσσια – η δουλειά προχωρούσε γοργά. Ένα τον έτρωγε: είχε πολύ μπελαλίδικες λεπτομέρειες, μα ομορφιά καμιά.
Το΄λεγε και το ξανάλεγε στον Προκόπιτς, μα κείνος απορούσε μονάχα:
-Τι το ξεψαχνίζεις; Αφού το σκεδιάσανε πάγει να πει πως το θέλουνε έτσι. Πάρε παράδειγμα εμένανε, σμίλεψα και σκάλισα ουκ ολίγα, μα χαμπάρι δεν έχω πού χρησιμεύουνε όλα κείνα που΄φτιασα.
Ο Ντανίλουσκο προσπάθησε να μιλήσει και με τον επιστάτη, μα πού να τον ακούσει εκείνος; Κτύπησε τα ποδάρια του, κούνησε τα χέρια του:
-Χαζάθηκες; Το σκέδιο αυτό ακριβοπληρώθηκε. Πες πως το΄φτιαξε ο πιο τρανός από τους ζουγράφους της πρωτεύουσας κι εσύ πας να το βγάλεις σκάρτο!
Ύστερις, ως φαίνεται, αναθυμήθηκε τι του παράγγελνε ο άρχοντας, ότι δηλαδή οι δυο τους με τον Προκόπιτς ίσως να σκαρώσουνε τίποτες περίτεχνο, – και του λέει:
-Άκου λοιπόν… φτιάσε ένα βάζο, όπως στο σκέδιο, και άμα σκεφτείς δεύτερο κάν΄το όπως το θες εσύ. Δε σε μποδίσω. Δόξα τω Θεό μαλαχίτης υπάρχει και περισσεύει. Όποιο κομμάτι χρειαστείς στο δίνω.
Του΄βαλε την ιδέα. Σοφά λέγει ο κοσμάκης ότι δε θέλει πολύ μυαλό για να ψέξεις τα ξένα, θέλει όμως πολλές ξάγρυπνες νύχτες για να φτιάσεις κάτι δικό σου.
Έτσι καθώς ο Ντανίλουσκο μοχθούσε πάνου στην παραγγελιά, το μυαλό του ήτανε αλλού. Όλο έκλωθε ποιο λουλούδι, ποιο φυλλαράκι ταίριαζε πιότερα στο μαλαχίτη. Γίνηκε σκεφτικός και σκυθρωπός. Το γρίκησε ο Προκόπιτς και τονε ρωτάει:
-Τι έχεις, Ντανίλουσκο; Μην αρρώστησες; Ας το βάζο στην άκρια, δε θέλει να το κυνηγάς. Όλο κάθεσαι και κάθεσαι από πάνω του, γιατί δεν πας καμιά βόλτα να ξεμουδιάσεις λίγουλάκι;
-Καλά λες, – του απαντά ο Ντανίλουσκο, – ας πάγω μια βόλτα στο δάσος. Μπας και εύρω αυτό που αραδώ(*).
Από κείνη τη μέρα αρχίνησε να παγαίνει συχνά πυκνά στο δάσος. Ο καιρός ήτανε για κόσισμα(*) και μάζεμα καρπών του δάσους. Η φύση οργίαζε μες στην ανθοφορία και στο κάρπισμα. Ο Ντανίλουσκο σταμάταγε κάπου σε κάνα λιβάδι ή σε κάνα ξέφωτο του δάσους καθότανε αυτού και κοίταγε τριγύρω. Ύστερις τριγυρνούσε στα λιβάδια και περιεργαζότανε τα χορτάρια, σάμπως αραδούσε κάτι. Εκείνη την εποχή συνέβαινε να κυκλοφοράει πολύς κόσμος μες στο δάσος και στα λιβάδια. Τον ρωτάγανε, λοιπόν, αν είχε απολέσει τίποτες. Τους χαμογελούσε θλιμμένα και απαντούσε:
-Το να χάσω δεν έχασα, μα δεν μπορώ και νά βρω. Μερικοί αρχίνησαν να τονε κουτσομπολεύουνε:
-Δεν πάγει καλά το παλικάρι.
Και κείνος μόλις γυρνούσε από τη βόλτα, τράβαγε ευθύς στον πάγκο και καθότανε αυτού ίσαμε το πρωί, και το χάραμα πάλι ξεκινούσε για το δάσος και τα λιβάδια. Αρχίνησε να κουβαλάει μες στο σπίτι φυλλαράκια και λουλουδάκια, τα πιο πολλά από τα φαρμακερά: το τρελόχορτο και το βρομόχορτο, το διαβολόχορτο και το άγριο δεντρολίβανο, μαζί με διάφορα βούρλα, κοψιάδες και σπαθόχορτα. Το πρόσωπό του αδυνάτησε, τα μάτια του γενήκανε ανήσυχα, τα χέρια του απωλέσανε την παλιά τους σιγουριά και στιβαρότητα. Ο Προκόπιτς ανησύχησε για τα καλά, μα ο Ντανίλουσκο του΄πε:
-Εκείνο το βάζο δε μ΄αφήνει στην ησυχία. Θέλω να το φτιάσω έτσι που να φανεί όλη η δύναμη και η εμορφιά της πέτρας. Ο Προκόπιτς προσπάθησε να τον μεταπείσει:
-Τι το θες; Φαγί έχουμε να φάμε, τι άλλο ζητάς; Ας τους αρχόντους να διασκεδάζουνε όπως θέλουνε αρκεί να΄χουμε την ησυχία μας. Άμα τους καπνίσει κάνα σκέδιο, αυτού είμεθα να το φτιάσουμε, μα από μόνοι μας να γυρεύουμε μπελάδες μήτε λίγο μήτε πολύ είναι σαν να βάνουμε το κεφάλι μας μες στον ντορβά.
Μα ο Ντανίλουσκο δεν υποχωρεί, επιμένει:
-Δεν το κάμνω για τον άρχοντα, λέει. Δεν μου φεύγει από το μυαλό τούτο το βάζο. Κοιτάζω φορές τι θαυμάσια πέτρα έχουμε και πώς την χαραμίζουμε. Την τορνεύουμε, την κόβουμε, την γυαλίζουμε, μα όλα μάταια. Μου καρφώθηκε λοιπόν η ιδέα να συλλάβω ολάκερη τη δύναμη της πέτρας και νά βρω τρόπο να τηνε δείξω και σε άλλους ανθρώπους.
Με τον καιρό ο Ντανίλουσκο συνήλθε κάπως, έπιασε πάλι να δουλεύει το βάζο από το σκέδιο του άρχοντα. Δουλεύει και ο ίδιος περιγελάει τη δουλειά του:
-Τι να σου κάμει το διάτρητο αζούρ; Αμ, το σκαλισμένο χείλος…
Ύστερις πάλι το απαράτησε. Ξεκίνησε κάτι άλλο. Κάθεται σερί στον πάγκο, δίχως να σηκώνει το κεφάλι του. Στον Προκόπιτς είπε:
– Το δικό μου το βάζο θα το φτιάσω ολόιδιο με το διαβολόχορτο.
-Ο Προκόπιτς βάλθηκε ξανά μανά να τον μεταπείθει. Ο Ντανίλουσκο στην αρχή δεν ήθελε καν να τον ακούσει, ύστερις όμως από τρεις τέσσερεις ημέρες σαν σκάλωσε κάπου, είπε στον Προκόπιτς:
-Πάγει καλά. Πρώτα θα αποτελειώσω το βάζο του άρχοντα και ύστερις θα πιαστώ με το δικό μου.
Μονάχα πάψε να προσπαθείς να μου αλλάξεις γνώμη… Δεν ημπορώ να το βγάλω απ΄το μυαλό μου.
Ο Προκόπιτς του αποκρίνεται:
-Καλώς, δεν θα σου σταθώ εμπόδιο, – μα ο ίδιος συλλογίστηκε: «Που θα πάγει, θα ξεθυμάνει το παλικάρι, θα το ξεχάσει. Να τον πάντρευα κιόλας! Αυτό είναι! Άμα φτιάσει φαμελιά, θα αφήκει αυτά τα χαζά».
Έπιασε ο Ντανίλουσκο ξανά την παραγγελιά. Ήθελε πολλή δουλειά – δεν αρκούσε ένας χρόνος γιομάτος. Δούλευε, λοιπόν, σκληρά, μήτε λόγος για το διαβολόχορτο. Ο Προκόπιτς αρχίνησε πού και πού να του κάμνει νύξεις για γάμο:
-Πάρε για παράδειγμα την Κάτια Λετέμινα, ό, τι πρέπει για παντρειά. Καλή κοπελιά… δίχως ψεγάδι.
Δεν τα΄λεγε στα κουτουρού ο Προκόπιτς. Γλέπεις, πάγει καιρός που κείνος κατάλαβε ότι ο Ντανίλουσκο της έριχνε κάτι επίμονες ματιές. Και κείνη με τη σειρά της δεν απόστρεφε το βλέμμα της. Έτσι ο Προκόπιτς, τάχα διόλου τυχαία, αρχινούσε κουβέντες για γάμο. Μα ο Ντανίλουσκο το βιολί του:
-Μη βιάζεσαι! Να αποσώσω πρώτα το βάζο. Να΄ξερες πόσο το βαρέθηκα. Έτσι μου΄ρχεται να τα κάμνω όλα γυαλιά καρφιά με τη βαριοπούλα και συ όλο γάμος και γάμος! Τα΄χουμε κανονίσει με την Κάτια, θα με περιμένει.
Επιτέλους ο Ντανίλουσκο έσωσε το βάζο από το σκέδιο του άρχοντα. Στον επιστάτη, μαθές, κουβέντα δεν ανάφεραν, μα κανόνισαν να στήσουνε ένα μικρό γλέντι μες στο σπίτι, να το γιορτάσουνε. Ήρθε και η Κάτια, η αρραβωνιάρα του με τους γονιούς της, και άλλοι … οι περισσότεροι από τους μαστόρους του μαλαχίτη. Η Κάτια κοίταξε το βάζο όλο θαυμασμό.
-Θάμα το πως τα κατάφερες, του λέει, να σκαλίσεις ένα τέτοιο σκέδιο δίχως να σπάσεις μήτε ένα κομματάκι της πέτρας! Όλα είναι φτιαγμένα τόσο λεία και τόσο τέλεια, να απορεί κανείς!
Τα μαστόρια και εκείνα τον παινεύουνε:
-Ένα προς ένα με το σκέδιο. Κανένα ψεγάδι. Παστρικιά δουλειά. Καλύτερα και γληγορότερα δε γίνεται. Άμα συνεχίσεις να δουλεύεις έτσι, πού να σε προφτάσουμε;
Ο Ντανίλουσκο τ΄άκουγε, τ΄άκουγε και τους λέει:
-Τούτο ακριβώς είναι και το πρόβλημα, που δεν υπάρχει κανένα ψεγάδι. Όλα είναι λεία και ίσια, όλα τα στολίδια δουλεμένα παστρικά όπως στο σκέδιο, μα η εμορφιά πουθενά. Πάρτε για παράδειγμα ένα λουλούδι… έστω το πιο άχρωμο, μόλις το κοιτάξεις, γιομίζεις αγαλλίαση. Ενώ τούτο το βάζο σε ποιον τάχα θα φέρει χαρά; Τι χρειάζεται; Όποιος το κοιτάξει, το μόνο που θα παινέψει, είναι το μάτι και το χέρι του μάστορα, η υπομονή του που κατάφερε να μη ραΐσει την πέτρα, όπως το΄πε η Κάτενκα.
-Και αν τύχει καμιά αναποδιά και σπάσει κανένα κομματάκι, γελάνε τα μαστόρια, υπάρχουνε, δόξα τω Θεώ, και η κόλλα και το γυάλισμα, μήτε γάτα μήτε ζημιά.
-Έτσι είναι… Πάγει, χάθηκε η εμορφιά της πέτρας. Η πέτρα έχει νερά κι εμείς τα χαλνάμε για να ανοίξουμε τρύπες ή να σκαλίσουμε λουλουδάκια. Τι χρειάζονται όλα τούτα; Χαλνούν την πέτρα. Και τι πέτρα! Πρώτης τάξεως πέτρα! Καταλάβατε, πρώτης!
Τον έπιασαν τα διαόλια του. Ήπιε κιόλας λιγουλάκι. Τα μαστόρια όμως επαναλαμβάνανε τα ίδια με αυτά που του΄λεγε πολλές φορές και ο Προκόπιτς.
-Πέτρα σαν πέτρα. Ό,τι και να την κάμνεις πέτρα θα παραμείνει. Η δουλειά μας είναι να την σμιλεύουμε και να την σκαλίζουμε και τίποτες παραπάνω.
Ήτανε στην παρέα τους ένας γεροντάκος που κάποτε υπήρξε δάσκαλος του Προκόπιτς και άλλων μαστόρων. Όλοι τονε φωνάζανε παππούλη. Είχε πολλά χρόνια ετούτος ο γεροντάκος. Κατάλαβε, λοιπόν, και κείνος το σαράκι που΄τρωγε τον Ντανίλουσκο και του λέει, λοιπόν:
-Γιόκα μου, μην περπατήξεις πάνω σε τούτην την ατραπό. Βγάλ΄τα από το τσερβέλο σου! Αλλιώς χάθηκες! Θα σε πάρει η Κυρά του Χάλκινου Βουνού στο αργαστήρι της μαζί με άλλα μαστόρια…
-Ποια μαστόρια, παππούλη;
– Ε! Τέτοια … που βρίσκονται μες στο βουνό και δεν τους έχει δει κανένας… Και ό,τι χρειαστεί η Κυρά, της το φτιάνουνε. Έτυχε μια φορά να ιδώ τη δουλειά τους. Μα τι δουλειά ήτανε κι αυτή! Καμιά σχέση με τη δικιά μας, την ντόπια.
Όλοι είχανε την περιέργεια να μάθουνε και τονε ρωτούσανε τι ήτανε εκείνο που είχε δει.
-Ένα φιδάκι, – τους λέει, – ίδιο με αυτό που κι εσείς σμιλεύετε σε βραχιόλια.
-Και λοιπόν; Πώς ήτανε;
-Καμία σχέση με τα ντόπια, λέγω. Ο καθείς ευθύς θα καταλάβαινε ότι δεν ήτανε ντόπιου μαστόρου δουλειά. Οι δικοί μας όσο και να βάλουνε τα δυνατά τους και να το σμιλεύσουνε παστρικά, με όλο τούτο θα μείνει ένα κομμάτι άψυχης πέτρας, ενώ κείνο φάνταζε ολοζώντανο με τη μαύρη ραχούλα και κάτι ματάκια… φυλάξου μη τυχόν ζωντανέψει και σε τσιμπήσει. Για κείνους τούτο είναι παιγνιδάκι επειδής κατέχουνε το μυστικό της εμορφιάς μιας και τα μάτια τους έχουνε αντικρίσει το μαλαχιτένιο λούλουδο.
Ο Ντανίλουσκο σαν άκουσε για το πέτρινο λουλούδι, αρχίνησε να ρωτά το γεροντάκι. Εκείνος του΄πε ό, τι γνώριζε δίχως να του κρύψει τίποτες:
-Δε ξέρω πολλά, γιόκα μου. Πάντως έχω ακούσει ότι υπάρχει ένα τέτοιο λουλούδι. Αλλοίμονο στον άνθρωπο που το αντικρίσει! Όποιος το κοιτάξει, δεν τον χωράει πια ετούτος ο κόσμος.
Ο Ντανίλουσκο σε τούτο του λέει:
-Εγώ πάντως θα το κοίταζα.
Αυτού η Κάτενκα, η αρραβωνιάρα του, αναστατώθηκε ωσάν την κλώσα:
-Τι είναι αυτό που λες, καλέ Ντανίλουσκο! Έχεις βαρεθεί στ΄ αλήθεια τούτον τον κόσμο; και ξέσπασε η καψερή σε κλάμα.
Ο Προκόπιτς και τ΄άλλα μαστόρια καταλάβανε που πάγει το πράμα και δώστου να περιγελούν το γερο-μάστορα:
-Πάγει ξεκούτιανες, παππούλη. Τι παραμύθια είναι τούτα που μας τσαμπουνάς. Από τι μπερδεύεις το παλικάρι μας και τονε βγάνεις από την ίσια τη στράτα;
Ο γέροντας γίνηκε πυρ και μανία, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι:
-Υπάρχει σας λέγω τέτοιο λουλούδι! Το παλικάρι σωστά λέγει: την πέτρα δεν την νογάμε ντιπ. Ενώ το λουλούδι εκείνο ευθύς φανερώνει το μυστικό της εμορφιάς.
Τα μαστόρια χασκογελούσανε:
-Ήπιες, παππούλη, κατιτίς παραπάνω!
Και κείνος συνέχιζε το βιολί του:
-Κι όμως το πέτρινο λούλουδο υπάρχει.
Οι μουσαφιραίοι φύγανε, μα ο Ντανίλουσκο δεν μπορούσε με τίποτες να βγάλει τούτην την κουβέντα απ΄το μυαλό του. Πάλι αρχίνησε να παγαίνει στο δάσος, να κόβει βόλτες γύρω από το διαβολόχορτο, μήτε λόγος πια για γάμο. Ο Προκόπιτς βάλθηκε να τον πιέζει:
-Από τι ντροπιάζεις την κοπελιά σου; Πόσα χρόνια θα την έχεις αρραβωνιασμένη; Σε λίγο ο κόσμος θ΄αρχινήσει να το συζητάει. Σώνονται τα κουτσομπολιά από τους ανθρώπους;
Ο Ντανίλουσκο ξανά μανά το ίδιο τροπάρι:
-Περίμενε λίγο! Μόλις καταλήξω σε μιαν ιδέα και εύρω την πέτρα τη σωστή, όλα θα γένουν όπως πρέπει.
Αρχίνησε να συχνάζει στο ορυχείο του χαλκού, στα Αλώνια. Πότε κατέβαινε μες στις στοές για να περιπλανηθεί αυτού, πότε ξεδιάλεγε πέτρες απάνου. Μια φορά σήκωσε μιαν πέτρα, την περιεργάστηκε και΄πε:
-Μπα, δεν κάμνει τούτη…
Δεν πρόκανε να αποσώσει την κουβέντα του, άκουσε κάποιονα να του λέει:
– Αλλού ψάξε…σιμά στο Φιδίσιο Βουναλάκι.
Κοιτάζει ο Ντανίλουσκο τριγύρω –ψυχή. Ποιος να΄ναι; Να΄ναι κανένα χωρατό … Μπα! Δεν είχε μέρος κάποιος να κρυφτεί εκεί πέρα. Έριξε ξανά μια ματιά τριγύρω και κίνησε για το σπίτι, όταν ξαφνικά στο κατόπιν του άκουσε πάλι:
-Δε γροικάς, Ντανίλο-μάστορα; Στο Φιδίσιο Βουναλάκι, σου λέγω.
Ο Ντανίλουσκο κοίταξε πίσω του – μες από ένα γαλάζιο σύννεφο αχνοφαινότανε μια γυναίκα. Ύστερις όλα χαθήκανε.
«Τι γίνεται αυτού, συλλογίστηκε; Έχει γούστο να΄ναι η ίδια η Κυρά. Και τι θα πάθω σαν πάγω μια βόλτα από΄κει πέρα;»
Ο Ντανίλουσκο γνώριζε καλά τούτο το μέρος. Βρισκότανε πολύ κοντά στα Αλώνια. Τώρα πια δεν υπάρχει, το΄χουνε κάμνει ένα με το χώμα εδώ και καιρό, παλιά όμως παίρνανε πέτρα ευθύς από την επιφάνεια του.
Την άλλη μέρα ο Ντανίλουσκο πήγε από΄κει. Το βουναλάκι ήτανε μικρό μα απότομο. Μια πλαγιά ήτανε εντελώς απόκρημνη σαν να΄χε κοπεί με μαχαίρι. Το μέρος αυτό χρησίμευε για καταπληκτικό παρατηρητήριο, όπου έβλεπες καθαρά όλα τα στρώματα των πετρωμάτων.
Σίμωσε ο Ντανίλουσκο και γλέπει κάτου έναν μεγάλο ογκόλιθο του μαλαχίτη ξεκομμένο από το βουνό. Ήτανε μια τεράστια ασήκωτη πέτρα που όμοιαζε με ένα θάμνο. Ο Ντανίλουσκο πιάστηκε να περιεργάζεται το κελεπούρι του. Όλα όπως τα΄θελε: κάτου το χρώμα ήτανε πιο σκούρο και τα νερά υπήρχανε ακριβώς εκεί όπου τα περίμενε… Όλα όπως τα΄χε φανταστεί… Ο Ντανίλουσκο χάρηκε, έτρεξε να πάρει το άλογο, έφερε την πέτρα σπίτι του, στον Προκόπιτς είπε:
-Κοίτα, τι πέτρα βρήκα! Λες και φτιάχτηκε εξεπίτηδες για το βάζο μου. Τώρα θα το ξεπετάξω μάνι μάνι. Και ύστερις θα παντρευτώ. Έχεις δίκιο, η Κάτενκα θα μπεζέρισε(*) να με περιμένει. Μη θαρρείς και για μένανε δεν είναι εύκολο πράμα. Τούτη η δουλειά μονάχα με κράταγε. Άντε να σώνουμε μιαν ώρα αρχύτερα!
Πιάστηκε, λοιπόν, ο Ντανίλουσκο με τούτην την πέτρα. Δούλευε μέρα νύχτα. Ο Προκόπιτς δεν του΄λεγε κουβέντα. Ίσως να ηρεμούσε το παλικάρι, μόλις του΄φευγε η θερμασιά. Η δουλειά του προχωρούσε γλήγορα. Ξεπέταξε το κάτω μέρος της πέτρας. Το΄φτιασε ολόιδιο με το θάμνο του διαβολόχορτου. Φύλλα πλατιά και πυκνά, δοντάκια και νευρώσεις – όλα βγήκανε καλύτερα δε γίνεται.
Ακόμη και ο Προκόπιτς του΄πε πως το λουλούδι του φαινότανε ολοζώντανο, έμπαινε κανείς σε πειρασμό να το ψαχουλέψει. Όμως μόλις έφτασε μέχρις απάνου, σκάλωσε. Σμίλευσε το μίσχο, τα πλαϊνά φυλλαράκια βγήκανε λεπτεπίλεπτα – θάμα το πώς βαστιόντουσαν! Ο κάλυκας βγήκε ίδιος με του διαβολόχορτου και όμως κάτι του ΄λειπε… Το λουλούδι έχασε τη ζωντάνια και την εμορφιά του και ο Ντανίλουσκο τον ύπνο του. Όλο κάθεται πάνου από το βάζο του και συλλογιέται πώς να το διορθώσει, να το σουλουπώσει. Ο Προκόπιτς και οι άλλοι μαστόροι, που περνάγανε να το ιδούνε, όλοι απορούσανε τι άλλο ζητούσε το παλικάρι; Ως τότε κανείς άλλος δεν είχε καταφέρει να φτιάσει ένα τέτοιο βάζο, και κείνος δε φχαριστιότανε με τίποτες. Το παλικάρι παραμιλούσε, ήθελε γιατρό. Η Κάτενκα άκουγε τις κουβέντες του κόσμου και έκλαιγε σερί. Τούτο μονάχα κι έφερε τον Ντανίλουσκο στα σύγκαλά του.
-Καλώς, λέει, τα παρατάω. Ως φαίνεται, δε θα ημπορέσω να αρθώ πιο πάνω, να συλλάβω όλη τη δύναμη της πέτρας. Και βάλθηκε να βιάζει ο ίδιος τις προετοιμασίες για το γάμο. Και τι να τα βιάζει όταν όλα ήτανε έτοιμα εδώ και καιρό. Ορίσανε, λοιπόν, την ημέρα. Ευθύμησε ο Ντανίλουσκο.
Όσο για το πρώτο βάζο μήνυσε στον επιστάτη. Εκείνος έτρεξε να ιδεί τι πράμα ήτανε τούτο το βάζο! Ήθελε να το στείλει ευθύς στον άρχοντα, μα ο Ντανίλουσκο του΄πε:
-Κάνε κράτει. Μου΄χει μείνει μια τελευταία πινελιά.
Ο καιρός ήτανε φθινοπωρινός. Ο γάμος έπεσε κοντά στη γιορτή του φιδιού. Μιας και το΄φερε η κουβέντα κάποιος ανάφερε ότι πλησίαζε η μέρα που όλα τα φίδια μαζεύονται σ΄ένα μέρος. Ο Ντανίλουσκο τα λόγια αυτά τα΄δεσε κόμπο. Πάλι θυμήθηκε τις κουβέντες για το μαλαχιτένιο λούλουδο. Μπήκε ξανά σε πειρασμό: «Να πάγαινα για τελευταία φορά στο Φιδίσιο Βουναλάκι; Μπας και μάθω τίποτες αυτού; – και θυμήθηκε την πέτρα: «Σάμπως να ήτανε βαλτή! Μα και η φωνή εκείνη, σιμά στο ορυχείο … για το Φιδίσιο Βουναλάκι μίλαγε».
Κίνησε, λοιπόν, ο Ντανίλουσκο. Το χώμα ήδη είχε πιάσει μια παγωμένην κρούστα, και το πρώτο χιονάκι αρχίνησε να πασπαλίζει τη γης. Ο Ντανίλουσκο ζύγωσε την απόκρημνη πλαγιά όπου βρήκε την πέτρα, κοίταξε και ανακάλυψε στο μέρος εκείνο ένα μεγάλο βαθούλωμα που ΄δειχνε ότι κάποιος είχε βάλει το χεράκι του για να την αποσπάσει από το βράχο. Ο Ντανίλουσκο δεν είχε ιδέα για το ποιος θα μπορούσε να είχε ξεκολλήσει ετούτην την πέτρα. Τρύπωσε μες στο βαθούλωμα.
«Ας κάτσω, – συλλογίστηκε, – να ξαποστάσω λιγάκι. Εδώ πέρα κόβεται ο αγέρας και δεν έχει τόσο κρύο». Κοίταξε τριγύρω, μέσα υπήρχε μια γκρίζα πέτρα που όμοιαζε με ένα κάθισμα. Ο Ντανίλουσκο έκατσε αυτού, κοίταζε καταγής και όλο αναθυμότανε και συλλογιότανε εκείνο το πέτρινο λούλουδο που δεν τον άφηνε σε ησυχία. «Να του΄ριχνα έστω μια ματιά μονάχα!» Άξαφνα αισθάνθηκε μια ζέστη λες και γύρισε πίσω το θέρος. Σαν σήκωσε το κεφάλι του, είδε την Κυρά του Χάλκινου Βουνού να κάθεται απέναντί του. Την κατάλαβε από την εμορφιά της και το μαλαχιτένιο της φόρεμα. Μα όλο αναρωτιότανε:
«Μπας και γλέπω κανένα όνειρο, μπας και δεν υπάρχει κανείς αυτού πέρα;»
Δε σάλευε, μιλιά δεν έβγαζε και όλο κοίταζε το μέρος όπου καθότανε η Κυρά, σάμπως δεν έβλεπε τίποτες μπροστά του. Και εκείνη δεν έβγαζε άχνα, έδειχνε πολύ σκεφτική. Ύστερις όμως τονε ρώτησε:
-Ώστε δε σου πέτυχε το διαβολόβαζό σου, Ντανιλο-μάστορα;
-Δεν επέτυχε, – της αποκρίνεται.
-Μην κρεμάς το κεφάλι σου! Δοκίμασε κάτι άλλο.
Θα φροντίσω να βρεις μια πέτρα στα μέτρα της καινούριας σου δουλειάς.
-Όχι, της απαντά, δεν ημπορώ άλλο. Τυραννίστηκα αρκετά, δε μου βγαίνει. Κάλλιο να μου φανερώσεις το πέτρινο λούλουδο.
-Εύκολο είναι, του λέει, μα ύστερις θα το μετανιώσεις.
-Ώστε θα με κρατήσεις μες στο βουνό;
-Δεν κρατώ κανένανε! Ο δρόμος είναι ανοιχτός για όλους, μα και πάλι σε μένανε γυρνάνε.
-Δείξ΄το μου, σε ικετεύω!
Εκείνη ξαναπροσπάθησε να τονε μεταπείσει:
-Κάλλιο να δοκιμάσεις να τα καταφέρεις μονάχος σου!
Του θύμισε και τον Προκόπιτς: – Εκείνος σε λυπήθηκε τώρα είναι η σειρά σου να τον λυπηθείς κι εσύ. Του θύμισε την αρραβωνιάρα του: -Η κοπελιά πεθαίνει για σένανε, κι εσύ άλλα έχεις κατά νου;
-Τα ξέρω, της φωνάζει ο Ντανίλουσκο, μα δεν έχω ζωή δίχως τούτο το λουλούδι. Δείξ΄το μου!
-Άμα είναι έτσι, του λέει, πάμε, Ντανίλο – μάστορα, στον κήπο μου.
Το΄πε και σηκώθηκε. Αυτού ακούστηκε ένας παράξενος θόρυβος σάμπως να κατρακύλησαν τα χαλικάκια. Κοίταξε ζερβά δεξιά ο Ντανίλουσκο, μα δεν είδε κανένα βράχο γύρω του. Ολόγυρα ορθώνονταν πανύψηλα δέντρα, μα ήτανε αλλιώτικα απ΄αυτά που υπάρχουνε μες στα δάση μας, ήτανε πέτρινα. Κάποια ήτανε από μάρμαρο, άλλα από σερπενίτη… όλα διαφορετικά… Μα ήτανε ολοζώντανα και είχανε κλαράκια και φυλλαράκια που λυγίζανε στον αγέρα και θροΐζανε σάμπως να πέταγε κανείς τα μικρά χαλικάκια. Καταγής απλωνότανε το χορτάρι μα και τούτο ήτανε πέτρινο. Κυανό, πορφυρό… παρδαλό… Ο ήλιος δεν υπήρχε, μα όλα ήτανε φωτεινά όπως λίγο πριν σουρουπώσει. Ανάμεσα στα δέντρα σαλεύανε τα χρυσαφένια φιδάκια σάμπως χορεύανε. Τούτα τα φιδάκια και βγάνανε εκείνο το φως.
Η Κυρά οδήγησε τον Ντανίλουσκο σε ένα μεγάλο ξέφωτο. Το χώμα αυτού όμοιαζε απλός πηλός, μα τριγύρω φυτρώνανε μαύροι ωσάν βελούδο θάμνοι. Απάνου σε τούτους τους θάμνους κρέμονταν πελώριες καταπράσινες μαλαχιτένιες καμπανούλες και μέσα τους αστράφτανε αστεράκια-κρύσταλλοι του στιβνίτη.
Κάτι στραφταλιστές μελισσούλες λαμπυρίζανε τρυγώντας εκείνα τα άνθη και τα αστεράκια μέσα τους αντηχούσανε λεπτά σάμπως να τραγούδαγαν.
-Λοιπόν, μάστορα Ντανίλο, τα΄δες; τονε ρωτά η Κυρά.
-Δεν βρίσκεται πέτρα, – της απαντά ο Ντανίλουσκο, να κάμνεις τέτοια εμορφιά.
-Άμα προσπαθούσες μονάχος σου, θα σου΄δινα ό,τι πέτρα ζητούσες, μα τώρα πια δεν ημπορώ. Το΄πε και κούνησε το χέρι της. Πάλι ακούστηκε ένας θόρυβος και ο Ντανίλουσκο βρέθηκε καθισμένος στην ίδια πέτρα μες στο ίδιο βαθούλωμα. Ο αγέρας σφύριζε όπως και πριν. Μην ξεχνάμε ότι ο καιρός ήτανε χινοπωρινός.
Ο Ντανίλουσκο γύρισε απ΄το δάσος. Το ίδιο βράδυ είχε γλέντι στης αρραβωνιάρας του. Στην αρχή ο Ντανίλουσκο έδειχνε χαρούμενος – τραγουδούσε, χόρευε, μα ύστερις συννέφιασε έτσι που η αρραβωνιαστικιά του ανησύχησε:
-Τι έχεις; Δείχνεις λες κι είσαι σε κηδεία!
Κι εκείνος της λέει:
-Το κεφάλι μου σφυροκοπά. Μπροστά στα μάτια μου σεργιανούνε μαύρα, πράσινα και κόκκινα μυγάκια. Δεν γλέπω φως μονάχα τούτα τα μυγάκια.
Με τούτο έληξε και το γλέντι. Σύμφωνα με το έθιμο η νύφη μαζί με τις φιλενάδες της έπρεπε να συνοδεύσει το γαμπρό μέχρις το σπιτικό του. Μα πόσο μακριά τάχα ήτανε το σπίτι του γαμπρού αφού κάθουνταν παραδίπλα. Έτσι η Κάτενκα τους λέει:
-Κορίτσια, δεν παγαίνουμε καλύτερα γύρω γύρω. Θα πάρουμε το δρόμο μας μέχρι το τέλος και ύστερις θα γυρίσουμε από την Γιελάνσκαγια.
Κι από μέσα της συλλογιέται:
«Άμα τον χτυπήσει ο αγέρας, πού θα πάγει, θα συνέλθει».
Οι φιλενάδες της το δέχτηκαν με χαρά.
-Άντε πάμε, φωνάζουνε, να τονε τραγουδήσουμε όπως πρέπει. Τόσο κοντά που κάθεται – δεν του΄χουμε πει ως τώρα ένα σωστό γαμπριάτικο τραγούδι προβοδίσματος.
Η νύχτα ήτανε ήσυχη και ήπεφτε μαλακό χιονάκι. Ο καιρός ό,τι πρέπει για βόλτα. Κίνησαν, λοιπόν. Ο γαμπρός με τη νύφη προχωρούσαν μπροστά και οι φιλενάδες με τα λεύθερα παλικάρια που ήτανε στο γλέντι τούς ακολουθούσαν κατά πόδας. Οι κοπέλες έσυραν το τραγούδι του προβοδίσματος που τραγουδιέται συρτά και παραπονιάρικα, σαν μοιρολόι. Η Κάτενκα συλλογιότανε πως κακώς γίνουνταν όλα τούτα: «Σαν να μην έφτανε που ο Ντανίλουσκο ήτανε αγέλαστος, ετούτες βαλθήκανε να τον μοιρολογούνε».
Προσπαθούσε η καψερή να του αλλάξει σκέψεις. Για λίγο φάνηκε να λύνεται η γλώσσα του, μα πολύ γλήγορα πάλι σκοτείνιασε η όψη του. Οι φιλενάδες της Κάτενκας αποσώσανε το μοιρολόι και πιάσανε τα χαρούμενα. Τρεχαλητό και γέλιο ακούγονταν ξοπίσω τους, μα ο Ντανίλουσκο περπατούσε με το κεφάλι του κρεμασμένο. Και όσο και να προσπαθούσε η Κάτενκα δεν ημπορούσε να του φτιάσει κέφι. Έτσι φτάσανε στο σπίτι του Ντανίλουσκο. Οι φιλενάδες με τα λεύθερα παλικάρια αρχίνησαν να φεύγουνε ο καθείς για το σπίτι του. Και ο Ντανίλουσκο δίχως να το λέγει το έθιμο συνόδευσε πρώτα την καλή του πίσω στο πατρικό της και ύστερις γύρισε και ο ίδιος πάλι στο σπίτι του.
Ο Προκόπιτς είχε ώρα που κοιμότανε. Ο Ντανίλουσκο άναψε σιγά σιγά φωτιά, κουβάλησε τα βάζα και τα΄στησε καταμεσής της ίζμπας. Ύστερα στάθηκε να τα περιεργαστεί. Καθώς τα κοίταζε, τον Προκόπιτς τον έπιασε ένας δυνατός βήχας έτσι που ο καψερός αρχίνησε να τραντάζεται ολάκερος. Γλέπεις εκείνη την εποχή γένηκε σωστό ερείπιο. Τούτος ο βήχας μπήχτηκε σαν μαχαίρι στην καρδιά του Ντανίλουσκο και τον έκανε να θυμηθεί όλη την πρότερη ζωή του. Λυπήθηκε σφόδρα το γέρο του. Ο Προκόπιτς σαν ηρέμησε από βήχα, τονε ρωτά:
-Τι κάνεις αυτού με τα βάζα;
-Κοιτάζω μήπως έφτασε το πλέρωμα του χρόνου να τα παραδώκω.
-Καιρός ήτανε, -του λέει. Τσάμπα πιάνουνε τόπο. Να τα κάμνεις ακόμα καλύτερα δε γίνεται.
Αλλάξανε κανένα δυο κουβέντες ακόμη και ύστερις ο Προκόπιτς αποκοιμήθηκε και πάλι. Και ο Ντανίλουσκο πλάγιασε, μα δεν του κολνούσε ο ύπνος. Γύρναγε από ΄δω, γύρναγε από ΄κει – του κάκου. Σηκώθηκε, άναψε πάλι φωτιά, κοίταξε τα βάζα, σίμωσε στον Προκόπιτς. Έκατσε απάνου από το γέροντα κι αναστέναξε βαριά κανένα δυο φορές …
Ύστερις πήρε μια βαριοπούλα κι έδωσε μία στο λουλούδι του διαβολόχορτου, μονάχα σκόνη και θρύψαλα απόμειναν. Μα το άλλο βάζο, που φτιάχτηκε με το σκέδιο του άρχοντα δεν το ακούμπησε καν! Μονάχα έφτυσε μέσα με σιχαμάρα και έτρεξε όξω απ΄ την ίζμπα. Από τότες ο Ντανίλουσκο εχάθη, δεν ημπόρεσαν να τονε βρούνε πουθενά.
Κάποιοι λέγανε πως έχασε το τσερβέλο του και αφανίστηκε μες στο δάσος, άλλοι πάλι ότι τονε πήρε η Κυρά στο αργαστήρι της.
Πώς γινήκανε τα πράγματα στα αλήθεια; Περί τούτου ο λόγος παρακάτω.
........ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η 2η ΙΣΤΟΡΙΑ