Η ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΡΟΪΟΝ ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑΣ. ΚΑΘΕ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ Ή ΟΝΟΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΪΟΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ. ΟΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΤΕ ΜΟΝΟΙ ΣΑΣ.
Στέκεται γυμνή μπροστά στον καθρέφτη. Η αντανάκλασή του την καθησυχάζει. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκεί εκτός από έναν απολύτως αληθινό άνθρωπο. Δύο λεπτά χέρια, δύο στήθη μικρά με μελανές θηλές, ένας στενός θώρακας, κοιλιά, γοφοί, ένα ηβικό όρος με περιποιημένο τρίχωμα, δύο πόδια.
Πίσω της το νερό τρέχει και γεμίζει την μπανιέρα. Οι υδρατμοί θολώνουν τον καθρέφτη. Περνάει το χέρι πάνω από το γυαλί.
Τα μαλλιά της βαραίνουν και χάνουν την φόρμα τους. Τα μάτια της ξεβάφουν. Κάποιος χτυπάει την πόρτα.
«Μαμά;»
Ο Γκάμπριελ. Γυρίζει προς την πόρτα. Δεν θέλει να απαντήσει.
«Άνοιξε, μαμά! Ήρθε κάποιος κύριος Τίμερμανς. Θέλει να σε δει.»
«Νόρα; Άνοιξε την πόρτα, σε παρακαλώ!»
Τους ακούει. Χτυπούν επίμονα όμως ό,τι κι αν κάνουν, όσο κι αν προσπαθούν το νερό γεμίζει την μπανιέρα, είναι καυτό και οι υδρατμοί θολώνουν τον άνθρωπο στο γυαλί του καθρέφτη.
«Νόρα; Άνοιξε την πόρτα, υπάρχει ακόμα χρόνος! Μπορούμε να βρούμε λύσεις. Πολλές λύσεις, καλή μου!»
Περπατάει αργά προς την μπανιέρα. Ναι, είναι εντάξει τώρα.
«Μαμά, σε παρακαλώ!»
Σηκώνει ατάραχη το πόδι. Τα δάχτυλα της ακουμπάνε αποφασιστικά στην επιφάνεια του νερού και την διαπερνάνε. Είναι τόσο κουρασμένη, το δέρμα της είναι ωχρό, τα μάγουλα άτονα, τα χείλη ξερά και σκισμένα.
«Νόρα! Νόρα!»
Τα χτυπήματα γίνονται πιο έντονα. Μπαίνει μέσα στο νερό μέχρι τον λαιμό. Σφίγγει τα χείλη, είναι καυτό, μόλις που το αντέχει. Ξαπλώνει, κλείνει τα μάτια και βυθίζεται ολόκληρη κάτω από την επιφάνεια.
Είναι ζεστά και ήσυχα. Αν κρατήσει τα μάτια κλειστά το σκοτάδι γίνεται διαπερατό από μια ερυθρή λάμψη. Οι χτύποι τους φτάνουν στ’ αφτιά της βουβοί, στομωμένοι. Όλα είναι μακρινά και ήρεμα. Τίποτα λάθος, τίποτα τόσο αρρωστημένα λάθος.
Αναδύεται αργά και αφήνει το νερό να κυλήσει από τα μαλλιά πάνω στο πρόσωπο της. Ανοίγει τα μάτια.
«Άνοιξε, γαμώτο! Μαμά, άνοιξε!»
«Νόρα, θα πρέπει να σπάσουμε την πόρτα, ακούς; Άνοιξε, επιτέλους!»
Το σκέφτεται. Ίσως αυτοί οι δύο να είναι η λύση. Ο Τίμερμανς και ο γιος της.
«Ο γιος μου…»
Η εικόνα του την κατακλίζει. Ένας χαρούμενος έφηβος με μακριά, σγουρά μαλλιά. Σαλιαρίζει με την Κλόι στο σαλόνι, τους πιάνει τυχαία, κοκκινίζουν. Ένα παιδί πάνω στο ποδήλατο, κάνει βόλτες στο λιμάνι του Γκράσλει, τον κυνηγάει, της ξεφεύγει, χάνει τον έλεγχο και πέφτει στον τοίχο του παλιού ταχυδρομείου. Από το απέναντι καφέ οι τουρίστες τους βλέπουν και γελάνε. Είναι αστείο γιατί καθώς εκείνη προσπαθεί να τον πιάσει πριν χτυπήσει στην μεσαιωνική πρόσοψη χάνει την ισορροπία της και πέφτει δίπλα του με τα πόδια στον αέρα. Ένα μωρό με κόκκινα μάγουλα που κλαίει πάνω στο στήθος της και ζητάει…
«Μαμά!»
Τα μάτια της είναι άδεια. Απλώνει το χέρι στο πορσελάνινο χείλος. Πιάνει το ξυράφι και το κοιτάει.
«Ένα μωρό…» μουρμουρίζει. «Ένα μωρό.»
«Νόρα, μείνει μακριά από την πόρτα!»
Ο Τίμερμανς πέφτει πάνω στην πόρτα με όλο του το βάρος. Εκείνη δεν υποχωρεί.
Σηκώνει το χέρι με τον καρπό στραμμένο προς το πρόσωπό της. Κάπου διάβασε πως είναι καλύτερα να κόψεις κάθετα, όχι οριζόντια. Λάθος τα δείχνουν στις ταινίες.
Είναι ο μόνος τρόπος.
«Μαμά!»
Αν μόνο υπήρχε άλλος. Όμως δεν υπάρχει. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και εκείνο το βίντεο… Εκείνο το μωρό ουρλιάζει ακόμα.
Η πόρτα τραντάζεται ξανά, οι φωνές δυναμώνουν οι μεντεσέδες είναι από σίδερο, αντέχουν. Οι άνθρωποι όχι. Σπάνε.
Κατεβάζει το ξυράφι. Η αιχμή του ακουμπάει το δέρμα.
***
Πάρκαρε στο κεντρικό πάρκινγκ, πίσω από το Γκράσλει. Μπορούσε να βρει θέση και πιο κοντά, πολύ πιο κοντά στα γραφεία όμως της άρεσε να περπατάει στα πλακόστρωτα της Γάνδης, παρά το ότι τα τακούνια δεν βοηθούσαν. Βγήκε και έστρωσε τη φούστα της, φόρεσε το σακάκι της και έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη του αυτοκινήτου.
Πήρε τη στροφή και βρέθηκε μπροστά στις βεράντες, δίπλα από τις μεσαιωνικές αποθήκες. Ήταν νωρίς, όμως αρκετά τραπέζια ήταν ήδη γεμάτα. Κοιτούσε τα πρόσωπα των θαμώνων, χαμένοι οι περισσότεροι στην πρωινή ηρεμία της αποβάθρας, έπιναν καφέ και τσάι νωχελικά, αφήνοντας στην άκρη δουλειές και ρουτίνα. Τα τραπεζάκια ήταν γεμάτα από βιβλία, μπέιγκελ, στρούντλ και φλιτζάνια. Σε αρκετά έβλεπε φωτογραφικές μηχανές και τους χάρτες του Γραφείου Τουρισμού. Ένα ζευγάρι έβγαζε σέλφι δίπλα στην όχθη. Έσκυψαν μετά και οι δύο πάνω από την οθόνη του κινητού, έδειχναν και γελούσαν.
#ονειρεμένεςδιακοπές#love#springtime
Μέτρησε καρδούλες. Τριάντα το λιγότερο, κι αυτό μόνο αν δεν τους αρέσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν τους αρέσουν, πάνω από εκατό. Αν είναι ταξιδιωτικοί μπλόγκερς, μπορεί και τετρακόσιες. Αν είναι ινφλουένσερς, οι τρεις χιλιάδες είναι λίγες.
Δεν το είχε συνειδητοποιήσει, όμως χαμογελούσε όταν τους προσπέρασε. Είχε δει την ίδια φωτογραφία, με άλλα πρόσωπα και άλλο φόντο χιλιάδες φορές κι όμως, ακόμα την εντυπωσίαζε η ανάγκη των ανθρώπων να συμπεριλάβουν τα πρόσωπά τους μέσα σε ένα στιγμιότυπο. Ακόμα περισσότερο, την εντυπωσίαζε η επιμονή να δείχνουν αυτό το στιγμιότυπο σε ένα απέραντο πλήθος αγνώστων.
Βγήκε από το λιμάνι και διέσχισε το Κόρενμαρκτ ακολουθώντας το πλακόστρωτο. Τα περισσότερα κτήρια ήταν αναπαλαιωμένα από τις αρχές. Πίσω από τις μπαρόκ προσόψεις τους όμως , στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν υπήρχε τίποτα. Ο δήμος είχε αναστηλώσει τις μεσαιωνικές αποθήκες μόνο εξωτερικά, δημιουργώντας αυτό που η Νόρα Βαν Ντεν Μπρόεκ πίστευε πως ήταν ένα ψέμα μεγαλύτερο ακόμα και από την ψηφιακή εικόνα της κοινωνίας. Ομορφότερο, σίγουρα, μα πάντως ψέμα.
Όταν προσπέρασε και το τελευταίο παρτέρι του δρόμου, έστριψε και βρέθηκε στο Κόρενλεϊ. Λίγα μέτρα πιο βόρεια στον δρόμο, στάθηκε και κοίταξε τη σιδερένια πόρτα ενός κτηρίου. Τέλεια συντηρημένο από τον δέκατο τέταρτο αιώνα, ήταν ίσως το μοναδικό κτήριο στο Κόρενλεϊ που χρησιμοποιούνταν ακόμα. Πρόσφατα, μία εταιρεία είχε αγοράσει το κτήριο από τον Δήμο της Γάνδης, χωρίς να προσφέρει ιδιαίτερες εξηγήσεις. Η Νόρα ήταν από τους πρώτους που βρέθηκαν στο εσωτερικό του όταν ολοκληρώθηκε η ανακαίνιση. Το κτήριο, μάλιστα, όφειλε το σύγχρονο όνομα του σε εκείνη.
Κοίταξε την ταμπέλα δίπλα στην πόρτα.
Stroppendragers
Σύμβουλοι Επιχειρήσεων
Της είχε φανεί τόσο ταιριαστό τότε, όταν ανέλαβε τη θέση της γενικής διεύθυνσης αυτού του οργανισμού. Τώρα, έξι χρόνια μετά, ήξερε πως είχε δίκιο.
Μπήκε μέσα και ανέβηκε από τις σκάλες μέχρι τον δεύτερο όροφο. Τα παιδιά ήταν ήδη στο γραφείο.
«Καλημέρα ομάδα!»
Η Καμίλ την χαιρέτησε χαμογελώντας.
«Καλημέρα, αφεντικό! Πάλι με τα πόδια;»
«Πάντα με τα πόδια», απάντησε και πήγε προς το γραφείο της. Στην οθόνη του υπολογιστή έτρεχαν τα μεταδεδομένα της νυχτερινής δραστηριότητας. Έσκυψε πάνω από τον ώμο της νεαρής κοπέλας και κοίταξε τη ροή. «Πώς είναι η μπλε βιτρίνα μας σήμερα;»
Η Καμίλ γέλασε και στερέωσε καλύτερα τα γυαλιά της που γλιστρούσαν κάθε τόσο.
«Ξέρεις, τα ίδια πάνω- κάτω», απάντησε και άνοιξε στην οθόνη ένα υπολογιστικό φύλλο. «Πάνω από δώδεκα χιλιάδες αναφορές στα κεντρικά στις Φιλιππίνες. Μας έστειλαν περίπου το δέκα τις εκατό.»
«Και;»
«Τα χωρίσαμε. Τετρακόσιες ο καθένας. Μέχρι τώρα τίποτα ιδιαίτερο.»
Η Νόρα την κοίταξε λοξά.
«Έλα τώρα… μην τα κρατάς όλα για τον εαυτό σου!»
Με ένα κελαριστό γέλιο και τα μάγουλα της να κοκκινίζουν η Καμίλ κούνησε το κεφάλι.
«Εντάξει, εντάξει! Έχω εξετάσει εβδομήντα αναφορές δημοσιεύσεων.»
«Πόσες βρήκες;»
«Είκοσι οχτώ μέχρι τώρα. Δηλαδή, αλήθεια Νόρα, τι τρέχει με τους άντρες και το πουλί τους, μου λες; Ένας στους τρεις ανεβάζει και από μια φωτογραφία με τον «φιλαράκο» στη ροή του Facebook! Και; Τι; Οι γκόμενες τσιμπάνε, ας πούμε;»
Η Νόρα χαμογέλασε.
«Μη μου πουλάς εμένα ηθική, Καμίλ! Κάνα- δυο σε έφτιαξαν κι εσένα.»
«Ω, πού να δεις το σημερινό! Πρώτη αναφορά, πρωί- πρωί, ανοίγω και…», απαντάει και ψάχνει τους φακέλους στην επιφάνεια εργασίας. Ανοίγει έναν που το όνομα του θυμίζει γρίφο: «Β3S7 P3N1S». Ψάχνει τις εικόνες, είναι εκατοντάδες, μέχρι που φτάνει στην πιο πρόσφατη και την επιλέγει. «Βλέπω αυτό!»
Η Νόρα σκύβει ακόμα περισσότερο στην οθόνη.
«Ουάου», μουρμουρίζει. «Γεια σου, κούκλε!»
«Ξέρω, σωστά; Το τέλειο πέος! Κρίμα που είναι στην Ισπανία.»
«Μου έφτιαξες τη μέρα όμως», της λέει. «Συνέχισε την καλή δουλειά, Καμίλ!»
Γελάνε και οι δυο. Καθώς η Νόρα απομακρύνεται η Καμίλ την ακούει να μιλάει ακόμα.
«Περιττό να σου πω πως ενώ μπορεί να είναι το πιο όμορφο καυλί στην ιστορία του Facebook, θα πρέπει να το κατεβάσεις. Κράτα το όμως στο αρχείο, ξέρεις, για μελλοντικές αναφορές!»
Ο Λούκας και ο Τζουλς την ακούνε καθώς τους πλησιάζει και σηκώνουν τα κεφάλια τους πάνω από την οθόνη που κοιτάνε. Ο Λούκας είναι αναψοκοκκινισμένος, το στρογγυλό του πρόσωπο φέγγει ολόκληρο και ο Τζουλς δίπλα του χαμογελάει με βλακώδες ύφος.
«Πορνό πρωί-πρωί;»
Ο Τζουλς ξύνει το κεφάλι του και σηκώνεται.
«Όχι! Πώς σου ήρθε; Καλημέρα!»
Τον εξετάζει με το φρύδι σηκωμένο.
«Pornhub;»
«Έλα τώρα, Νόρα. Μας ξέρεις!», απαντάει κεφάτος ο Λούκας. «Τις αναφορές των χρηστών εξετάζουμε. Πολύ, πολύ προσεκτικά!»
Η Νόρα με μια απότομη κίνηση βρίσκεται πίσω τους πριν προλάβουν να ελαχιστοποιήσουν τα ενεργά παράθυρα. Βλέπει την εικόνα μιας νεαρής γυναίκας. Φοράει κόκκινα εσώρουχα και κάλτσες. Η κατάσταση της είναι προχωρημένη. Διαβάζει την σημείωση της ανάρτησης. «Η Μίστι Λαβ είναι γκαστρωμένη και διψάει για σπέρμα.»
«Ωραία γκόμενα», μονολογεί η Νόρα. «Και η κοιλιά πολύ σέξι.»
Ο Λούκας και ο Τζουλς γελάνε. Παρά τα τριάντα τους χρόνια, θυμίζουν εφήβους.
«Όμως, Λούκας, κάτι δεν μου αρέσει σ’ αυτή τη φωτογραφία.»
«Εννοείς πέρα από το ότι είναι μια πόρνη με την κοιλιά στο στόμα που αναζητά πελάτες;»
«Ναι, πέρα από αυτό, πολύ πέρα. Κοίτα την καλά. Σου φαίνεται εντάξει;»
Ο Τζουλς έσκυψε ξανά πάνω από την οθόνη.
«Καυτή είναι!»
«Τα μάτια της, Τζουλς. Είναι λες και έκλαιγε ή σαν να έχει πάρει ναρκωτικά. Βγάλε μου την I.P. Από που ήρθε η αναφορά; Facebook ή Instagram;»
«Η αναφορά ήρθε από έναν χρήστη του Facebook στην Πολωνία. Η ανάρτηση όμως έγινε από το Λίβερπουλ», απαντάει ο Λούκας.
«Κατεβάστε την άμεσα και στείλτε όλα τα στοιχεία στο Ηθών του Λίβερπουλ. Κάτι βρωμάει εδώ. Δεν είναι μια απλή πόρνη αυτή.»
«Έγινε αφεντικό!»
Ο Λούκας μπλοκάρει το περιεχόμενο.
«Όταν τελειώσετε, σας περιμένω όλους μέσα για αναφορά.»
Κουνάει το κεφάλι του και παρακολουθεί τη Νόρα καθώς μπαίνει στο γραφείο της. Όταν βεβαιώνεται πως δεν τον κοιτάει κανείς, κατεβάζει και αποθηκεύει την εικόνα της Μίστι Λαβ μαζί με χιλιάδες άλλες που έχει στο στικάκι του.
«Θα την κρατήσεις;» ρωτάει ο Τζουλς τρομαγμένα.
«Είσαι ηλίθιος; Φυσικά θα την κρατήσω! Τέτοιο πράμα είναι καλύτερο ακόμα κι από το υλικό του Tumblr!»
***
Έσκυψε πάνω από την οθόνη. Μετρούσε νούμερα, αποδόσεις, προσβασιμότητα στην πηγή, εκατομμύρια χρήστες, τόσοι νεκροί, τόσοι νέοι, τόσοι ψεύτικοι. Δεν είχε φανταστεί πως μπορούσε να φτάσει εκεί όλο αυτό το πράγμα όταν σπούδασε προγραμματισμό και πληροφοριακά συστήματα την δεκαετία του ενενήντα.
Δοκίμασε τη ροή από τα πέντε διαφορετικά προφίλ που διατηρούσε. Σοσιαλισμός, ουμανισμός, επιχειρηματικά δίκτυα, εθνικιστικοί πυρήνες, ζωοφιλικά σωματεία, γκρουπ χαρούμενων, ανατριχιαστικών μαμάδων, όλα έδειχναν να λειτουργούν κανονικά με τα ενημερωτικά πόρταλ να δίνουν τόνο και τα υψωμένα δάχτυλα να πέφτουν βροχή από κάτω. Νέος κήρυκας. Νέος Καρδινάλιος. Ο Τζουλς μπήκε από την πόρτα.
«Είσαι έτοιμη; Γιατί εμείς είμαστε!»
Η Νόρα συνέχισε να διαβάζει την ροή.
«Δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα, έτσι δεν είναι Τζουλς;»
«Κοίτα, αν δεχτούμε πως όλα είναι σχετικά, τότε όχι. Αν όμως…»
Εκείνη σηκώθηκε και πλησίασε το στρογγυλό τραπέζι στην άλλη άκρη του δωματίου. Πίσω του, η μεγάλη τζαμαρία μαρτυρούσε την άνοιξη που έπαιζε κρυφτό με το καμπαναριό του Αγίου Νικολάου.
«Μας πήρε χίλια χρόνια να βγούμε από το σκοτάδι του μεσαίωνα και να αποκτήσουμε δικαίωμα στην πληροφορία. Κι όμως, αυτή η απόλυτη ελευθερία των πληροφοριών έγινε ο νέος σκοταδισμός. Είμαστε πάλι στην αρχή, Τζουλς.»
Εκείνος πήρε την θέση του στο τραπέζι και άπλωσε μπροστά του το τάμπλετ και μερικές εκτυπώσεις.
«Περίπου. Έχει όμως αλλάξει κάτι, δεν είναι όλα ίδια.»
«Τίποτα δεν έχει αλλάξει.»
«Κι όμως, Νόρα. Τότε, οι άνθρωποι ζούσαν στο σκοτάδι, στο φόβο και στο έλεος των αρχόντων, στερημένοι από δικαιώματα ή ενημέρωση. Και το ήξεραν. Κι αφού το ήξεραν, προσπάθησαν να το αλλάξουν. Τώρα, δεν το ξέρουν. Και άρα δεν προσπαθούν να το αλλάξουν. Προσπαθούν να το εκμεταλλευτούν. Λες και υπάρχει περίπτωση να τους επιτραπεί ποτέ να το εκμεταλλευτούν στ’ αλήθεια!»
Η Καμίλ και ο Λούκας μπήκαν γελώντας. Κάτι έτρεχε ανάμεσα σε αυτούς τους δύο, η Νόρα ήταν σίγουρη. Κάθισαν στο τραπέζι και ετοίμασαν τα χαρτιά τους.
«Καλά, είναι τέλεια εκεί έξω!», αναφώνησε η Καμίλ κοιτάζοντας την ηλιόλουστη πόλη.
«Ναι, η Γάνδη είναι όνειρο την άνοιξη», συμπλήρωσε ο Τζουλς.
«Κι εμείς τι κάνουμε εδώ μέσα, μου λέτε;»
«Για να σκεφτώ», είπε με θεατρικό ύφος ο Λούκας. «Σώζουμε την ανθρωπότητα;»
Η Νόρα τους διέκοψε.
«Αρκετά, παιδιά. Να ξεκινήσουμε. Λούκας, τι έγινε με το Ηθών;»
«Όλα καλά, θα το ερευνήσουν είπαν. Μας ευχαρίστησαν. Ξανά.»
«Ωραία. Πάμε λοιπόν. Καμίλ, τι έχουμε;»
Εκείνη έψαξε τα χαρτιά της και άνοιξε τον κειμενογράφο του τάμπλετ.
«Εξετάσαμε χίλιες διακόσιες είκοσι εφτά αναφορές αναρτήσεων για ανάρμοστο περιεχόμενο και περίπου τριακόσιες διαφημίσεις που απορρίφθηκαν από τη μηχανή. Το μεγαλύτερο μέρος από τις αναφορές ήταν γυμνόστηθες σέλφι και… ξέρεις.»
«Πουλιά;»
«Πουλιά, ναι. Μακριά, στραβά, τριχωτά, ξυρισμένα πουλιά. Ό,τι φανταστείς!»
«Γιατί να φανταστείς;», ρώτησε ο Λούκας. «Αφού υπάρχει το Instagram!»
«Προφανώς τα κόψατε όλα, σωστά;», τους επανάφερε η Νόρα.
«Ναι, ναι. Η ροή είναι ασφαλής. Ούτε βυζάκια, ούτε καυλωμένα παλικάρια. Πολύ φαί, χαμογελάκια και βιβλία. Ταξίδια, μνημεία, μεσήλικες που τα σπάνε στους συλλόγους και τις λέσχες, τέτοια.»
«Ναι, όμως εμένα δεν με ενδιαφέρουν αυτά. Τζουλς, τι άλλο ανέβηκε χθες;»
Εκείνος έμεινε σκυφτός και ανάσαινε βαριά.
«Είδα τρία βίντεο από το καραβάνι της Ονδούρας. Έφτασαν εχθές στο τείχος του Μεξικού. Δεν ξέρω αν είναι αληθινά, αλλά είναι άγρια. Πολύ.»
«Τα κατεβάζεις τώρα.»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι.
«Η οδηγία είναι σαφής, Τζουλς. Και ήρθε από πάνω. Από πολύ πάνω. Καμία αναφορά στο τείχος μέσα από τη ροή μας, χωρίς να είναι από εγκεκριμένη πηγή μέχρι να ψηφίσει το Κογκρέσο. Αν δεν το έκανες ακόμα, καν’ το τώρα.»
Ο Τζουλς ανοίγει έναν φορητό υπολογιστή και πληκτρολογεί ενώ η Νόρα γυρίζει προς τον Λούκας.
«Τι άλλο έχουμε;»
«Κάποιος φανατικός κινηματογράφησε έναν λιθοβολισμό. Θεέ μου, είναι χάλια!»
«Τζιχάντ;»
«Δεν νομίζω. Είναι πολύ μαύροι, ξέρεις… Μαύροι. Μάλλον Μπόκο Χαράμ.»
«Ανέβηκε από χρήστη;»
«Από σελίδα. «Αφρική χωρίς Ευρωπαίους». Έδρα Νιγηρία.»
«Ρίξε τη σελίδα. Το βίντεο όμως, θέλω να το στείλεις στο BBC και στην Deutsche Welle. Αυτοί ξέρουν τι να κάνουν. Συνδέσμους θα σου δώσει η Καμίλ.»
«Έχω και κάτι ακόμα. Από Τσετσενία. Ένας χρήστης με το όνομα «Red Puppy» ανέβασε βίντεο με τον Καντίροφ να μπαίνει σε νυχτερινό κέντρο.»
«Και; Κι εγώ πάω σε νυχτερινά κέντρα.»
Ο Λούκας μόρφασε.
«Εξυπνάδες, Νόρα. Το βίντεο δείχνει τον Καντίροφ να μπαίνει σε κέντρο νυχτερινής διασκέδασης που είναι γνωστό ότι αποτελεί σημείο συνάντησης της γκέι κοινότητας του Γκρόζνυ.»
Η Νόρα αναστέναξε.
«Αυτό είναι όντως θέμα» αποκρίθηκε σκεφτική. «Το μπλοκάρεις προσωρινά και παραπέμπουμε στους από πάνω. Προσοχή. Μην το ρίξεις, απλώς φρόντισε να μην προβάλετε καθόλου στην ροή, χωρίς να μπορεί να το πιστοποιήσει ο χρήστης. Δεν ξέρουμε ποιος είναι αυτός ο «Red Puppy». Κάνε ό,τι πρέπει να κάνεις. Διακριτικά, εντάξει;»
«Μείνε ήσυχη. Το κάνω τόσα χρόνια. Είμαι ειδικός!»
«Άλλο;»
«Ένας Σύρος ανέβασε βίντεο από τη Μόρια.»
«Μη με κουράζεις με μαλακίες, Λούκας. Στειλ’ το στη Διεθνή Αμνηστία και βγαλ’ το απ’ τη ροή του Facebook.»
«Νόρα, γίνεται χαμός εκεί πέρα. Ίσως πρέπει…»
«Πρέπει, Λούκας; Να σου πω τι πρέπει. Πρέπει το Facebook να παραμείνει ουδέτερο και καθαρό. Βέβαια, να ανέβει το βίντεο, δεν λέω όχι. Ας ανέβει από τη σελίδα της Διεθνούς Αμνηστίας. Όχι από χρήστη. Οι χρήστες μπορούν να ανεβάζουν ό,τι θέλουν, μέσα σε κάποια πλαίσια, Λούκας το ξέρεις. Και ξέρεις και ποια είναι αυτά τα πλαίσια. Τα γράφει το συμβόλαιο σου, το θυμάσαι;»
Ο Λούκας το θυμόταν. Έμεινε σιωπηλός και εκτέλεσε τις εντολές των «από πάνω».
«Το ξέρεις καλά, Λούκας. Δεν μπορείς να σώσεις μόνος σου τον κόσμο», του είπε ο Νόρα, κοιτάζοντας όμως τον κάθε έναν από την ομάδα της ξεχωριστά. «Πολύ περισσότερο, δεν μπορείς να το κάνεις από το όμορφο γραφείο σου σ’ αυτή την τόσο γραφική και καθαρή και περιποιημένη γωνία του κόσμου. Μπορείς να φανταστείς γιατί. Λούκας;»
Εκείνος σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε. «Μπορείς;»
Ο Λούκας κατένευσε.
«Δεν είμαι ηλίθιος, Νόρα. Ρομαντικός ίσως. Ιδεαλιστής. Ηλίθιος όμως, όχι.»
Η Νόρα έσκυψε πάνω από το τραπέζι προς το μέρος του. Τον κοιτούσε μέσα στα μάτια. Πράγματι έμοιαζε με έφηβο αγόρι. Ένα γλυκό, καυλωμένο και αθώο αγόρι.
«Όμως, Λούκας… το ίδιο δεν είναι, στις μέρες μας ο ιδεαλιστής και ο ηλίθιος; Μάλιστα, ο βολεμένος ιδεαλιστής με τον χοντρό μισθό, τα τακτοποιημένα μεσαιωνικά σοκάκια, το άψογο σύστημα υγείας, την πρόσβαση στα αγαθά και την πολυτέλεια να παίρνει μάτι τα άπλυτα της ανθρωπότητας, είναι κάτι περισσότερο από ηλίθιος, Λούκας. Είναι ένας ηλίθιος υποκριτής.»
Έμεινε σιωπηλή και τους κοιτούσε τρυφερά, με ειλικρινή αγάπη και κατανόηση. «Απλά κάνε την δουλειά, Λούκας. Δεν μας παίρνει να χέσουμε εκεί που τρώμε, οκ;»
Η ησυχία που επικράτησε δεν ήταν κάτι καινούργιο. Την ήξερε καλά αυτή την ησυχία ο δεύτερος όροφος της συμβουλευτικής εταιρείας Stroppendragers. Ήταν η σιωπή που δικαίωνε μέσα στο μυαλό της Νόρα την επιλογή του ονόματος. Προφανώς, δεν ήταν ιστορικοί οι λόγοι, αλλά σύντομα θα γίνονταν.
«Καμίλ; Έχεις κάτι για μένα;»
Η Καμίλ καθόταν ακριβώς μπροστά από την μεγάλη τζαμαρία. Το φως του ήλιου έπεφτε πάνω στην πλάτη της δημιουργώντας γύρω από τα καστανά μαλλιά της μια εξωτική λάμψη. Στερέωσε τα γυαλιά της και ξεκίνησε. Η φωνή της μαρτυρούσε ότι ήδη γνώριζε πώς έμοιαζε ο τερματισμός.
«Κοίτα, βόλεμα ή όχι, πρέπει να στο πω και πρέπει να προσπαθήσω να διατηρήσω αυτό το βίντεο, οκ;»
«Κάνε ό,τι νομίζεις πως πρέπει. Αν σε βοηθάει να κοιμηθείς. Πες το», απάντησε η Νόρα. Πόσες φορές είχε βρεθεί στη θέση της Καμίλ, απέναντι σε έναν άλλο προϊστάμενο Καθαρισμού; Αδύνατο να πει.
«Εχθές το βράδυ η χρήστης «NeverForget92» ανέβασε ένα βίντεο. Είναι από περιφερειακή webcam, οπότε υποθέτω ότι στο βίντεο απεικονίζεται η ίδια. Μια μελαχρινή γυναίκα, κοντά στα σαράντα πέντε.»
«Και;»
«Και μιλάει. Στα αγγλικά. Σπαστά, αλλά βγάζει νόημα.»
«Από πού ανέβηκε;»
«Σαράγιεβο. Μουσουλμανική συνοικία. Η γυναίκα αυτή, είναι η Σόνια Ζάντιτς.»
«Δεν μου λέει κάτι το όνομα.»
«Ήταν στο σπίτι του Κάραμαν κατά την διάρκεια του Γιουγκοσλαβικού πολέμου.»
«Αχ, Καμίλ…»
«Όχι! Άκουσε με λίγο!»
Φωνάζει και σηκώνεται όρθια. Αρχίζει να περπατάει νευρικά μέσα στο δωμάτιο και να κουνάει τα χέρια της καθώς μιλάει ασταμάτητα.
«Αν την ακούσεις, Νόρα, θα καταλάβεις γιατί πρέπει να επιτρέψουμε αυτό το βίντεο στη ροή, διάβολε, τι λέω; Πρέπει να το προωθήσουμε!»
«Καμίλ…»
«Όχι, άκουσέ με, λίγο. Ήταν τότε, δεκαπέντε χρονών, ή κάτι τέτοιο, και τις έβαζαν όλες μαζί εκεί μέσα…»
«Σταμάτα, Καμίλ…»
«… και τις πηδούσαν μαζικά, μιλάμε για κανονικό γκανγκ- μπανγκ, Νόρα, τις πηδούσαν ασταμάτητα οι Σέρβοι…»
«Καμίλ, αρκετά!»
«… μπροστά στα παιδιά τους πολλές φορές..»
«ΑΡΚΕΤΑ!»
Η Νόρα ήταν και αυτή τώρα όρθια με τα χέρια πάνω στο τραπέζι και ανάσαινε βαριά με τα μάτια πάνω στην νεαρή γυναίκα. Η Καμίλ σταμάτησε απότομα.
«Εσύ πού νομίζεις ότι ζω, Καμίλ; Στον Πλανήτη Γιόλο;»
«Τότε θα το επιτρέψεις. Πρέπει να το επιτρέψεις!»
«Έτσι λες; Και ποια νομίζεις ότι είμαι εγώ για να το επιτρέψω, Καμίλ; Ο δυαδικός Θεός του Παγκόσμιου Ιστού; Ή μήπως μπορείς να προβλέψεις εσύ τι θα συμβεί αν το επιτρέψουμε στη ροή; Ξέρεις;»
«Ο κόσμος θα μάθει την αλήθεια για τα εγκλήματα των Σέρβων! Αυτό θα συμβεί!»
«Το ξέρεις ότι η Αλβανία είναι ένα καζάνι που βράζει, Καμίλ; Το Κόσσοβο είναι ένα βήμα μακριά από την απόλυτη αυτονομία, οι Σέρβοι είναι εξαγριωμένοι!»
Σταμάτησε και έτριψε το μέτωπό της. Έδειξε έπειτα την καρέκλα μπροστά από την Καμίλ. Εκείνη κάθισε απρόθυμα.
«Αυτό το βίντεο, αν βγει στη ροή, θα δημιουργήσει θύλακες φανατισμού…»
«Υπάρχουν ήδη θύλακες φανατισμού, δεν χρειάζεται ένα βίντεο ο κόσμος για να φανατιστεί.»
«Πώς είναι δυνατόν, μετά από δύο χρόνια στον Καθαρισμό, να λες κάτι τέτοιο; Αυτό το βίντεο είναι τόσο τοξικό αυτή την στιγμή που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στον θάνατο ανθρώπων! Είσαι έτοιμη να πάρεις αυτό το ρίσκο; Θα ζήσεις ήσυχη μετά;»
Η Καμίλ έμεινε σιωπηλή με τα μάτια χαμηλωμένα προς τα πλεγμένα της χέρια.
«Καμίλ, δεν είμαστε Θεοί. Δεν αποφασίζουμε εμείς ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει, ποιος θα τιμωρηθεί και ποιος θα δικαιωθεί. Ακούστε. Και αυτό ισχύει για όλους. Είναι, ίσως, η εκατοστή φορά που το λέω, αλλά είναι βέβαιη πως θα χρειαστεί να το ξανακάνω.»
Οι τρεις του την κοιτούσαν μουδιασμένα, κανείς όμως δεν έδειχνε να διαφέρει περισσότερο από ένα παιδί που ξέρει ότι έχει άδικο, ότι έκανε κάτι απερίγραπτα κακό και τώρα το νουθετεί ένας προστατευτικός και πάνσοφος γονιός.
«Το Facebook είναι η εικόνα της κοινωνίας. Είναι η κοινωνία, πολύ περισσότερο από ότι είναι οι δρόμοι της Γάνδης, το Βέλγιο, η Ευρώπη, ολόκληρος ο κόσμος. Γιατί, σε αντίθεση με τον πραγματικό κόσμο, το Facebook προσφέρει ασυλία. Πίσω από την οθόνη του υπολογιστή, ο καθένας μπορεί να είναι ό,τι πραγματικά επιθυμεί να είναι, χωρίς τις κοινωνικές αναστολές. Εκεί ακριβώς, την ώρα της ανάρτησης, ο άνθρωπος μπερδεύει τον φυσικό κόσμο με τον ψηφιακό. Μόνος, μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, ασφαλής, μακριά από τα βλέμματα των υπολοίπων, γράφει, λέει, δείχνει ό,τι θέλει, υπάρχει όπως θέλει σε μια ψηφιακή, παγκόσμια κοινωνία που για κάποιο λόγο διαχωρίζει από τον φυσικό κόσμο. Το Facebook είναι η απόλυτη μορφή αναρχίας. Ποιος, όμως, σας είπε οτι οι άνθρωποι μπορούν να διαχειριστούν την αναρχία;.Σοκάρεστε; Γιατί; Ποια από τις γνωστές κοινωνικές συμβάσεις υπάρχει στη ροή; Ποιο σύνορο; Ποια θρησκεία; Ποιο κοινωνικό συμβόλαιο; Θα σας πω εγώ. Για τον Slayer4Nation δεν υπάρχει κανένα σύνορο, ούτε για την EmilyKitten υπάρχει καμία δέσμευση. Γιατί αυτοί οι τύποι, επίσης δεν υπάρχουν. Αυτή η ελευθερία, γαμάει. Είναι τέλεια. Αλλά είναι και επικίνδυνη. Κάθε τι που λέει ο κάθε πολίτης της κοινωνίας του Facebook, δεν πρέπει να διαταράσσει την ροή. Γιατί αν η ροή διαταραχθεί, τότε δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί ανάμεσα στα συγκοινωνούντα δοχεία του φυσικού και του ψηφιακού κόσμου. Αυτή είναι η δουλειά μας. Πρέπει να βλέπουμε, να ελέγχουμε και να ρυθμίζουμε τη ροή, χωρίς να προκαλούμε αναταραχές. Το πιάσατε;»
Το είχαν πιάσει.
«Όμως», ακούστηκε η Καμίλ, «το βίντεο αυτό μπορεί να βρει τον δρόμο του για την ροή. Μπορεί να το ανεβάσει κάποιο πόρταλ ή κάποιο ειδησεογραφικό πρακτορείο.»
«Σωστά. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, το Facebook, ούτε ευθύνη φέρει για την προβολή του, ούτε παίρνει θέση υπέρ ή κατά μίας κατάστασης. Αν επιτρέψουμε την προβολή αυτού του βίντεο απευθείας από τον χρήστη, παίρνουμε θέση υπέρ των Βόσνιων. Και άρα, κατά των Σέρβων. Και άρα υπέρ των Μουσουλμάνων και κατά των Χριστιανών. Και το Facebook, δεν μπορεί να πάρει θέση. Το Facebook τους θέλει όλους με το μέρος του. Ή μήπως θα πρέπει μετά να επιτρέψουμε και τα βίντεο των Σέρβων που θα αναφέρονται στις σφαγές αμάχων στα χωριά της Σερβίας από τους Βόσνιους; Πείτε μου!»
Καμία απάντηση.
«Δεν είστε Θεοί για να βελτιώσετε την ανθρωπότητα. Είστε καθαριστές. Καθαρίστε.»
Έμειναν σκυφτοί για λίγο καθώς ο ήλιος έγερνε προς τον πύργο του Σεντ Μπάβο. Προς το Γκράσλει, το παλιό ταχυδρομείο βαφόταν κόκκινο και τα νερά του μεσαιωνικού λιμανιού ηρεμούσαν κι αντανακλούσαν το μεγαλείο της Γάνδης.
«Πάμε για κλείσιμο παιδιά. Και μην ξεχνάτε. Κάποτε, οι κάτοικοι της Γάνδης επαναστάτησαν. Και απέτυχαν. Ο Κάρολος Κουίντο τους υποχρέωσε να κυκλοφορούν με μια θηλιά στο λαιμό. Από όλους τους κατοίκους της Γάνδης, εμείς είμαστε οι πραγματικοί Stroppendragers. Κι ας μην το ξέρει κανείς. Πίσω στις δουλειές σας τώρα.»
Έφυγαν σιωπηλοί. Άλλη μια μέρα στο γραφείο. Το πρωί θα γελούσαν ξανά. Θα καθάριζαν σκουπίδια. Κι εκείνη, που από όλους είχε μαζέψει τα περισσότερα, έπρεπε κάθε απόγευμα πριν επιστρέψει σπίτι, να βρει μέσα της υλικό αρκετό για να πείσει πρώτα τον εαυτό της και έπειτα τον έφηβο γιο της, ότι αυτός ο κόσμος, ήταν ένας όμορφος κόσμος που άξιζε τον κόπο.
Κάποιες φορές τα κατάφερνε. Κάποιες άλλες, ήταν απλώς αδύνατο.
***
Ο Γκάμπριελ την περίμενε. Ή περίπου. Την είδε, τη φίλησε, της έδωσε τον έλεγχο προόδου που καταντούσε μονότονος σημειωμένος με μεγάλα «Α» από το πρώτο ως το τελευταίο μάθημα, της ζήτησε λεφτά και έφυγε γελώντας για το σπίτι της Κλόι. Έμεινε μόνη. Έβγαλε τα ρούχα και φόρεσε κάτι παλιές πιτζάμες που είχε από το πανεπιστήμιο και δεν έλεγε να τις πετάξει παρά το ότι είχαν ξεφτήσει γύρω από τα γόνατα. Έβαλε κρασί. Κάθισε στον καναπέ. Και έκλαψε μέχρι που αποκοιμήθηκε.
***
Η πόρτα συνεχίζει να χτυπάει, τα λόγια τους μετατρέπονται σε φωνές, έτσι ξεκινάει κάθε τέλος, με έναν ψίθυρο στην αρχή, μικρά χέρια που κουνιούνται νευρικά, πιάνουν ένα λούτρινο λαγουδάκι, το φέρνουν στο στόμα και γελάνε.
«Μπράβο, αγάπη μου. Γέλα, γελά στην κάμερα.»
Γελάει μπροστά στην κάμερα, ώ, πόσο γελάει! Γελάει τόσο που ζεσταίνει την κοιλιά σου με τα δύο δόντια του και εκείνα τα μάτια, όλο σπίρτο και φώτα.
Πιέζει το ξυράφι και τρυπάει το δέρμα, μια κόκκινη σταγόνα διαλύεται μέσα στο νερό σε λεπτά πέπλα, η πόρτα ταρακουνιέται, ο Γκάμπριελ φωνάζει, ο Τίμερμανς βογκάει από τον πόνο καθώς χτυπάει ξανά και ξανά πάνω στο ξύλο. Ο καλός κύριος Τίμερμανς, πόσο πολύ ήθελε να βοηθησει. Πόσο πολύ. Περισσότερο από όσο έλεγε το συμβολαιο.
Τραβάει απότομα το ξυράφι και ανοίγει τον πήχη της στα δύο. Βυθίζεται κάτω από το νερό και ουρλιάζει για να μην ακουστεί. Λίγο ακόμα έμεινε, αν το κάνει σωστά, σε τρία λεπτά όλα θα έχουν τελειώσει. Κανείς δεν είναι Θεός. Δεν δικαιώνει κανείς. Μόνο τον εαυτό του, τίποτα άλλο.
***
«Ας αρχίσουμε με τα βασικά, τι λες;»
Καθόταν μπροστά της σε μια παλιά πολυθρόνα και την κοιτούσε πίσω από τους χοντρούς φακούς του. Τα μάγουλα του ήταν γεμάτα φακίδες και τα κόκκινα μαλλιά του τον έκαναν να θυμίζει καλοζωισμένο ξωτικό. Τα μάτια διατηρούσαν κάτι από την παιδική λάμψη παρά τα εξήντα χρόνια του.
«Και ποια είναι αυτά;»
«Καταρχάς, συνηθίζω να καπνίζω την πίπα μου κατά την διάρκεια της συνεδρίας. Ελπίζω να μην είναι πρόβλημα.»
«Δική σου είναι η γλώσσα, δικός σου και ο οισοφάγος.»
Της χαμογέλασε.
«Ωραία. Κι έπειτα, να συστηθούμε. Ονομάζομαι Γιούνας Τίμερμανς.»
«Χαίρω πολύ.»
«Εσύ; Δεν θα μου πεις το όνομα σου;»
«Νόρα Βαν Ντεν Μπρόεκ.»
«Είσαι από εδώ, Νόρα;»
«Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα.»
«Α. Με τη θηλιά στο λαιμό από πάντα, ε;»
«Με συγχωρείται, κύριε Τίμερμανς, έχει νόημα όλο αυτό;»
«Ο προϊστάμενος σας, στα γραφεία του Ρέικιαβικ, θεωρεί πως έχει. Εσείς;»
«Εγώ θεωρώ πως είμαι μια χαρά. Μπορώ να φύγω τώρα;»
Ο Τίμερμανς γέμισε την πίπα του αργά και την άναψε γεμίζοντας το μικρό καθιστικό που είχε για γραφείο με μυρωδάτες τουλούπες καπνού. Αναστέναξε ικανοποιημένος και σταύρωσε τα χέρια πάνω στην κοιλιά του.
«Φοβάμαι πως η ψυχολογική υποστήριξη είναι, κατά κάποιο τρόπο, υποχρεωτική για ανθρώπους του κλάδου σου. Είναι στο συμβόλαιο σου. Μαζί με τη ρήτρα εμπιστευτικότητας υπέγραψες, χωρίς ίσως να το θες, και για την ψυχολογική σου ακεραιότητα.»
Η Νόρα τον κοιτούσε. Στην αρχή εξεταστικά, έπειτα με ζωγραφισμένη τη δυσαρέσκεια στα καφετιά της μάτια. Τώρα με επιφυλακτικότητα.
«Και γιατί νοιάζονται τόσο πολύ οι προϊστάμενοι μου στο Ρέικιαβικ, κύριε Τίμερμανς;», ρώτησε τελικά. «Δείχνετε να γνωρίζετε αρκετά για αυτούς και τις προθέσεις τους, περισσότερα από ότι εγώ.»
«Πράγματι, αλλά στην ερώτηση σου μπορείς να απαντήσεις και μόνη.»
Η Νόρα χαμογέλασε.
«Γιατί η μετοχή δεν αντέχει κι άλλο σκάνδαλο, σωστά;»
«Όπως και να το κάνουμε τα χρήματα παίζουν τον ρόλο τους σε τέτοιους οργανισμούς», απάντησε ο Τίμερμανς και ρούφηξε τον αρωματισμένο με βανίλια καπνό του.
«Ωραία, ας παίξουμε. Τι πρέπει να πω;»
«Πες μου για το βίντεο.»
«Ένα βίντεο, σαν όλα τα άλλα», απάντησε η Νόρα και γύρισε το βλέμμα προς το παράθυρο. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές όμως έτσι όπως έπεφτε πάνω τους το φως τα λουλούδια του υφάσματος έδειχναν όμορφα με έναν καθησυχαστικό τρόπο.
Εκείνος έσκυψε μπροστά.
«Σίγουρα, Νόρα;»
***
Όταν το επόμενο πρωί μπήκε μέσα στα γραφεία τους βρήκε και τους τρεις γύρω από έναν υπολογιστή. Η Καμίλ κάλυπτε το στόμα με το χέρι της, τα μάτια της ήταν υγρά, ο Λούκας έτριβε το μέτωπο του και ο Τζουλς έφυγε τρέχοντας για την τουαλέτα μόλις την είδε.
«Καλημέρα», είπε συνοφρυωμένη. «Τι έπαθε αυτός;»
Η Καμίλ ξέσπασε σε κλάματα και την πλησίασε.
«Νόρα, είναι τρομερό! Τρομερό!»
Έπεσε στην αγκαλιά της και συνέχισε να κλαίει.
«Τι συμβαίνει; Θα μου πει κάποιος;»
«Δεν αντέχω άλλο, Νόρα, συγγνώμη! Παραιτούμαι. Λυπάμαι, δεν αντέχω!»
Της απάντησε και έφυγε προς την έξοδο.
Η Νόρα γύρισε προς το μέρος του Λούκας.
«Θα μου πεις τι σκατά έγινε;»
«Αυτό πρέπει να το δεις, Νόρα. Είναι… Ώ, Θεέ μου, είναι φριχτό!»
«Άνοιξέ το.»
«Σου έστειλα τον σύνδεσμο. Μην με βάλεις να το ξαναδώ, σε παρακαλώ…»
Χαμήλωσε το κεφάλι και το έκρυψε μέσα στις παλάμες του. Η Νόρα έκανε μεταβολή και όρμησε στο γραφείο της, κάθισε στη δερμάτινη καρέκλα και άνοιξε τον υπολογιστή. Στα εισερχόμενα είδε το μήνυμα του Λούκας. Ήταν ένας σύνδεσμος που παρέπεμπε σε μια απευθείας ανάρτηση στο Facebook από κάποιον χρήστη στην Λετονία με το όνομα SugarDaddy76. Τον άνοιξε. Ήταν ένα βίντεο. Πάτησε το κουμπί της αναπαραγωγής.
***
«Σίγουρα, ναι.»
«Επέτρεψέ μου να αμφιβάλλω. Τέτοιου είδους υλικό, μπορεί να προκαλέσει μεγάλη ζημιά, καλή μου. Κι εσύ είσαι νέα, δεν πρέπει να κουβαλάς τέτοια πράγματα μέσα σου.»
«Πάει πακέτο με την δουλειά, φοβάμαι. Πιστεύετε πως δεν το ήξερα όταν επέλεξα να γίνω Καθαρίστρια, κύριε Τίμερμανς;»
«Πιστεύω πως είναι διαφορετικό πράγμα να ξέρεις ακαδημαϊκά και πολύ διαφορετικό να γνωρίζεις στ’ αλήθεια.»
Εκείνη απέμεινε σιωπηλή.
«Μου έστειλαν το υλικό, Νόρα», συνέχισε μετά. «Ξέρω τι είδες.»
Εκείνη ξέσπασε σε γέλια.
«Αλήθεια, κύριε Τίμερμανς; Ω, πρέπει να είστε κανονικός ειδικός στον καθαρισμό της ροής! Γιατί δεν μου λέτε εσείς για την εμπειρία σας;»
Ο Τίμερμανς απέμεινε σιωπηλός για λίγη ώρα. Καθώς περνούσαν τα δευτερόλεπτα το γέλιο έσβηνε από τα χείλη της Νόρα και την θέση του έπαιρνε μια παράξενη γκριμάτσα ξεθωριασμένης αντοχής.
«Έχω δει…», ξεκίνησε να λέει, «πράγματα που δεν φαντάζεστε, κύριε Τίμερμανς. Πού δεν θέλετε να φαντάζεστε.»
«Πες μου, Νόρα. Μόνο έτσι μπορώ να σε βοηθήσω.»
Η Νόρα ξέσπασε. Το σαγόνι της άρχισε να τρέμει και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της.
«Εμένα; Θα βοηθήσετε εμένα;»
«Ναι, θα το κάνω.»
«Κι εκείνο το μωρό ποιος θα το βοηθήσει; ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΙΟΣ!»
***
Ήταν τραβηγμένο από κάποιου είδους κάμερα πρώτο προσώπου, ίσως μία GoPro, στερεωμένη σε κράνος ή σε ιμάντα στο κεφάλι του χρήστη. Όλα ήταν σκοτεινά στην αρχή, σταδιακά άρχισε να κινείται. Το πλάνο έτρεμε σε κάθε βήμα ζαλίζοντάς την. Ήταν ένα δωμάτιο. Ένα παιδικό δωμάτιο με χαμηλό φωτισμό. Μια απλίκα στον τοίχο ή κάποιο φωτιστικό εκτός πλάνου έριχνε λίγο φως μπροστά από τον κάτοχο της κάμερας. Ακούγονταν τα βήματα του και η ανάσα του. Και κάτι ακόμα, σαν γέλιο. Πλησίασε ένα παιδικό κρεβατάκι με ψηλά, ξύλινα κάγκελα. Χαμήλωσε το κεφάλι, η κοιλιά του βρέθηκε μέσα στο πλάνο, γυμνή και πλαδαρή. Και μπροστά ακριβώς, ξαπλωμένο πάνω σε ένα σεντόνι με γαλάζιους ελέφαντες, η κάμερα έδειχνε ένα μωρό. Ίσως έξι μηνών. Κουνούσε τα χέρια του, έστριβε το σώμα και γελούσε σαλιαρίζοντας. Άπλωσε το χεράκι του και έπιασε ένα λούτρινο λαγουδάκι. Το σήκωσε προς την κάμερα και το κοίταξε ενθουσιασμένο. Τα ξανθά μαλλιά του αναπηδούσαν σε μικρές μπούκλες γύρω από το κεφάλι του. Ήταν κι αυτό γυμνό. Φορούσε μόνο μια πάνα. Άρχισε να δαγκώνει το αφτί του παιχνιδιού. Μετά ξέσπασε σε ένα κελαριστό γέλιο.
«Μπράβο αγάπη μου. Γέλα. Γέλα στην κάμερα».
Η φωνή ήταν βαριά και βραχνή. Μιλούσε στα αγγλικά με σπασμένη προφορά.
«Όχι…», ψέλλισε η Νόρα.
Μετά φάνηκε ένα αντρικό χέρι μέσα στο πλάνο. Χάιδεψε το κεφάλι του μωρού.
«Καλό αγόρι… Μπράβο, γέλα, ναι. Δάγκωσε το αφτάκι.»
Τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα, το στόμα της ήταν τραβηγμένο και κουνούσε το κεφάλι όσο παρακολουθούσε.
«Όχι! Όχι!»
***
Ο Τίμερμανς περίμενε σιωπηλός όσο εκείνη έκλαιγε με λυγμούς. Της πήρε αρκετή ώρα. Όταν τελικά βρήκε ξανά την ανάσα της, της πρόσφερε νερό. Το ήπιε μηχανικά. Μετά του μίλησε.
«Ξέρετε, κάνω αυτή τη δουλειά έξι χρόνια τώρα. Δεν είναι εύκολη, δεν είναι καθόλου εύκολη.»
«Το φαντάζομαι. Είναι τεράστιο το φορτίο», της απάντησε αλλά εκείνη δεν έδειχνε να τον ακούει.
«Μέχρι και την προηγούμενη εβδομάδα πίστευα στ’ αλήθεια ότι κάνουμε κάτι ανώτερο. Κάτι ευγενές. Η αρρώστια των ανθρώπων δεν μπορεί να μολύνει τη ροή. Το Facebook δεν φτιάχτηκε για αυτό. Φτιάχτηκε για να μας ενώσει, καταλαβαίνετε; Η εικονική κοινωνία είναι κάτι που υπερβαίνει το άτομο. Υπερβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις ακόμα και το σύνολο. Ποιος έχει το δικαίωμα να μολύνει με την διαστροφή του τις ψυχές των υπολοίπων; Η διαστροφή έχει την τάση να διαχέεται, είναι μολυσματική, κύριε Τίμερμανς. Η διαστροφή και η αλήθεια.»
Έκανε μια παύση και άφησε ένα πικραμένο γέλιο.
«Μετά είδα εκείνο το βίντεο.»
Σιωπή ξανά, βαθιά καθαρή σιωπή και η θηλιά γύρω από το λαιμό και όλοι απόντες από τη διαπόμπευση. Της έδωσε χρόνο, όσο είχε ανάγκη και εκείνη βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει.
«Έχω δει πολλά. Βιασμούς, κυρίως. Στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν σκηνοθετημένοι για την προώθηση της νέας τάσης στην πορνογραφία. Άγρια πράγματα, αλλά σκηνοθετημένα. Είδα όμως και μερικούς αληθινούς βιασμούς. Ένα κορίτσι να κλαίει και να ουρλιάζει και να την βιάζουν μπροστά σε ένα κωλοκινητό και μετά να ανεβάζουν το βίντεο με τίτλο «καυτό μουνάκι το παίζει δύσκολο. Κερδίζει σοδομισμό».
Είδα μηνύματα αυτοκτονίας. Πάνω από εκατό. Τρία ήταν αυθεντικά. Χάπια, σφαίρα, κρεμάλα. Έφηβοι και οι τρεις. Έχω κι εγώ έναν έφηβο, κύριε Τίμερμανς. Το φαντάζεστε; Να καθαρίζω τη ροή και να βρω ένα τέτοιο βίντεο από εκείνον; Το φαντάζεστε;»
«Όχι. Μου είναι αδύνατο.»
«Άλλες μητέρες φοβούνται μήπως ο γιος τους αφήσει έγκυο κανένα κοριτσάκι! Εγώ ζω κάθε μέρα με τον φόβο μήπως συναντήσω κάτι άλλο, κάτι φριχτό, κάτι μέσα του τόσο λάθος που θα κάνει την αδιαφορία του να βάλει προφυλακτικό ή να τραβηχτεί εγκαίρως πάνω στην έξαψη του πάθους να μοιάζουν με απολύτως φυσιολογική εφηβεία.
Είδα έναν άνθρωπο να χάνει το κεφάλι του κάπου στη Ραμάλα, ίσως το άκουσες στις ειδήσεις, πριν δύο χρόνια. Είπαν πως το έκαναν εξτρεμιστές της Χεσμπολάχ. Όχι. Δεν το έκαναν αυτοί. Το έκαναν άλλοι, με μαύρα κουστούμια και ακριβό εξοπλισμό που έχουν λόγο να βρίσκονται στην Παλαιστίνη.
Είδα τρεις λιθοβολισμούς, δύο φόνους και έναν ακρωτηριασμό. Για ανθρώπους μιλάω. Τα βίντεο με ζώα είναι χιλιάδες και η βία… η βία είναι ακραία.
Παρά τα όσα είδα όμως, μέχρι και την προηγούμενη εβδομάδα πίστευα πως έκανα κάτι ανώτερο.»
***
Το βίντεο παίζει, εκείνη τρέμει, το γέλιο γίνεται ανησυχία, τα λόγια μουγκρητά, τα δάχτυλα, τα δάχτυλα είναι σε πρώτο πλάνο, η ανησυχία γίνεται ουρλιαχτό που κρατάει ογδόντα οχτώ ολόκληρα δευτερόλεπτα και με κάθε ένα που περνά η Νόρα νοιώθει το στομάχι της να πιέζει για να βγει έξω, τα μάτια της τρέχουν ασταμάτητα, η καρδιά της σφυροκοπά, τρέμει και φωνάζει ξανά και ξανά «όχι, όχι, όχι, ΟΧΙ, ΟΧΙ!»
***
«Ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος, αυτό το ξέρω και είμαι μια σκληρή, καμιά φορά άκαρδη, γυναίκα. Όμως μετά από εκείνο το βίντεο, κύριε Τίμερμανς… δεν ξέρω τι να πω στον γιο μου για τους ανθρώπους.»
«Δεν ευθύνεσαι εσύ για τις πράξεις που διαγράφεις, Νόρα. Αυτό πρέπει να το καταλάβεις.»
«Κι εσείς πρέπει να καταλάβετε ότι δεν διαγράφω τίποτα. Κρύβω μόνο. Η δουλειά μου είναι να σπρώχνω κάτω από το χαλί όσα δεν θέλουμε, όσα μου πουν πως δεν θέλουν και όσα μου πουν πως δεν πρέπει να δει η ανθρωπότητα. Το παίζω Θεός, αλλά δεν είμαι.»
«Και αυτό θα πρέπει να θυμίζεις στον εαυτό σου. Είσαι άνθρωπος και είναι λογικό αυτό που είδες να μην μπορείς να το διαχειριστείς. Όμως, καλή μου Νόρα, δεν μπορείς και δεν πρέπει να φορτωθείς τις διεστραμμένες πράξεις ενός ανθρώπου που νοσεί.»
«Αυτό νομίζετε ότι είναι το πρόβλημα, κύριε Τίμερμανς; Δεν φορτώνομαι κανενός την αρρώστια! Κάνετε λάθος. Έχω κάνει πολλά πράγματα, όπως μου είπαν να τα κάνω και έχω κρύψει πράγματα, έχω αναδείξει άλλα, έχω προωθήσει απόψεις, έχω αποσιωπήσει και το σύστημα λειτουργεί! Η ζωή συνεχίζεται! Όμως αυτό το βίντεο… με έσπασε. Ξέρετε γιατί;»
«Πες μου, Νόρα.»
***
Φωνάζει πως δεν είναι δυνατόν, ορμάει έξω από την πόρτα και τους βρίσκει και τους τρεις εκεί με χέρια σταυρωμένα και τσακισμένους, η Καμίλ έχει επιστρέψει στο πλευρό του Λούκας και ο Τζουλς έχει σωριαστεί σε μια πολυθρόνα μπροστά από το γραφείο του με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Δεν της δίνει σημασία.
«Πότε ανέβηκε; Είναι πιστοποιημένο; Για τον Θεό, δεν το είδε κανείς σας;»
«Ανέβηκε στις τρεις και πενήντα τοπική ώρα. Ήταν ονλάιν τέσσερις ώρες…»
«Ώ, Θεέ μου… Θεέ μου!»
«Το κατέβασα αμέσως μόλις το εντόπισα. Ειδοποίησα τις αρχές της Ρίγας. Είναι κύκλωμα, μου είπαν.»
«Πόσοι το είδαν;»
Δεν πήρε απάντηση.
***
«Γιατί σκότωσε μέσα μου το τελευταίο ίχνος εμπιστοσύνης που είχα στους ανθρώπους, κύριε Τίμερμανς», απαντάει κοφτά και σηκώνεται. Μαζεύει τα πράγματά της και βαδίζει προς την πόρτα.
«Νόρα, στάσου», της απανταει εκείνος και σηκωνεσηκ βιαστικά.
Εκείνη του λέει από την πόρτα πως έχει τελειώσει ο χρόνος τους. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει σπίτι. Την άφησε. Μόλις έκλεισε πίσω της η πόρτα σήκωσε το τηλέφωνο. Μίλησε λίγο, κούνησε το κεφάλι και σημείωσε μια διεύθυνση στο πρώτο πρόχειρο χαρτί που βρήκε.
«Θα πάω αμέσως», είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
***
Πέφτει ξανά πάνω στην πόρτα και αυτή τη φορά τα καταφέρνει. Οι μεντεσέδες υποχωρούν, η Νόρα κατεβάζει το ξυράφι πάνω στο άλλο της χέρι, ο Γκάμπριελ φωνάζει και τρέχει κοντά της, την τραβάει, προσπαθεί να τη βγάλει από το νερό, του γλιστράει, το δάπεδο γεμίζει με ματωμένο νερό, τα ρούχα τους μουλιάζουν, φωνάζει το όνομα, τον τίτλο, τα γλυκόλογα που αγαπούσε μα είναι αργά, τα μάτια της γυρίζουν στο λευκό, σηκώνει άτονα το χέρι και αρπάζεται από το μανίκι του.
«Μωρό μου…»
«Μαμά! Μαμά! Γιατί, γιατί, γιατί!»
Την παίρνει στην αγκαλιά του, το μισό της σώμα μέσα στο νερό το υπόλοιπο πάνω στο θώρακά του και κλαίει ασταμάτητα και μόνο ρωτάει «γιατί» ξανά και ξανά.
Ο Τίμερμανς ξέρει, μα δεν μπορεί να μιλήσει. Επιλέγει να αφήσει τα σκουπίδια χωρίς να τα καθαρίσει. Για το γενικότερο καλό.
Βγαίνει και κάθεται στο σαλόνι ενώ από τον δρόμο ακούει την σειρήνα του ασθενοφόρου που πλησιάζει.
***
«Για το Θεό, μιλήστε! Πόσοι;»
«Τρεις χιλιάδες εκατόν εφτά», απάντησε η Καμίλ. «Και τετρακόσιες είκοσι έξι αντιδράσεις.»
«Τι;»
Μένει με το σώμα κυρτό προς το μέρος της.
«Τι αντιδράσεις;», ρωτάει και την ίδια ώρα τρέμει.
«Διακόσια δέκα οχτώ «Έλεος»…»
«Όχι…»
«Διακοσια πέντε «Λυπάμαι»…»
«Μην το πεις… όχι, δεν μπορεί…»
«…και τρεις καρδιές.»
https://1000mgapousias.com/