Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Η ΑΡΟΑΦΝΟΥ -- Κυπριακό αφηγηματικό τραγούδι

Η Αροαφνού – 

Κυπριακό αφηγηματικό τραγούδι

Η Αροαφνού είναι ένα κυπριακό αφηγηματικό τραγούδι όπου συνδυάζει στοιχεία από παραλογέςακριτικά τραγούδια αλλά και μοιρολόγια. Έχει ιστορικό υπόβαθρο, όπως πολλά τραγούδια της εποχής.
Το θέμα του τραγουδιού έχει να κάνει με τον έρωτα του φράγκου βασιλιά της Κύπρου, Πέτρου Α΄ Λουζινιάν (1359-1369), με την αρχόντισσα Ιωάννα ντ’ Αλεμάν, αλλά και την εκδίκηση που οργανώνει η βασίλισσα Ελεονώρα της Αραγονίας εις βάρος της Ιωάννα ντ’ Αλεμάν.
Το πιο πάνω επεισόδιο αποδίδεται και από τον κύπριο χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά, στο “Χρονικόν”. Μετέπειτα η ιστορία ανάχθηκε σε θρύλο με αποτέλεσμα να έχουμε ποικίλες αφηγήσεις με διαφορετική πλοκή και τέλος. Όπως εικάζεται από τους ιστοριογράφους του νησιού, η ιστορία πρέπει να έγινε προς τα τέλη του 14ου αιώνα.
Η Αροαφνού
Κάπου στράφτει, κάπου βροντά, κάπου χαλάζιν ρίβκει,
κάπου Θεός εθέλησεν μιαν χώραν ν’ αναείρει.*
Μήτε στράφτει, μήτε βροντά, μήτε χαλάζιν ρίβκει,
μήτε Θεός εθέλησεν μιαν χωράν ν’ αναείρει,
μόν’ όντας έν η ρήαινα τες σκλάβες της τζαι δέρνει˙
τζαι δέρνει τζαι σκοτώννει τες για να της μολοήσουν,
πκοιαν αγαπά αφέντης τους τζαι πκοιαν έν π’ αγκαλίζει,
τζαι πκοιαν βάλλει στ’ αγκάλια του την νύχταν τζαι τζοιμίζει.
Τζαι πολοάτ’* η σκλάβα της τής ρήαινας τζαι λέει˙
–Αν σου το πω, τζυράκκα μου, έσεις με σκοτωμένην,
τζι αν σου το ’φήκω στο κρυφόν,* είμαι θανατισμένη.
Τζαι πολοάτ’ η ρήαινα της σκλάβας της τζαι λέει˙
–Μά το σπαθίν που ζώννουμαι, που πά ομπρός τζαι πίσω,
τζείνον να έν ο Χάρος μου, σκλάβα μου, τζι αν σου ντζίσω.
Τζαι πολοάτ’ η σκλάβα της τής ρήαινας τζαι λέει˙
–Πάνω στην πάνω γειτονιάν έσει τρεις αερφάες,
την μιαν λαλούν την τζυρ’ Αννέ, την άλλην τζυρ’ Αθθούσαν,
η τρίτη η καλλύττερη έν η Αροαφνούσα˙
τζείνην αφέντης μ’ αγαπά τζείνην έν π’ αγκαλίζει,
τζείνην βάλλει στ’ αγκάλια του την νύχταν τζαι τζοιμίζει.
Κάθεται, γράφ’ έναν χαρτίν,* γλήορις το βουλλώννει*
τζαι δκιά το τζαι της σκλάβας της Αροαφνούς να πάρει.
Τζι επήρεν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την, Αροαφνούς τα σπίδκια.
Τζαι πολοάτ’ η σκλάβα τής Αροαφνούς τζαι λέει
–Έλα να πάμ’, Αροαφνού, τζι η ρήαινα σε θέλει˙
τζαι πολοάτ’ Αροαφνού τής σκλάβας της τζαι λέει˙
–Ίντα με θέλ’ η ρήαινα, ίντα ’ν το μήνυμάν της;
Τζαι αν με θέλει για χορόν, να πκιάσω τα μαντήλια,
τζι αν ένι για το γέμωσμαν, να πκιάσω τα λαήνια.*
Τζαι πολοάτ’ η σκλάβα τής Αροαφνούς τζαι λέει˙
–Έλα να πάμ’ Αροαφνού τζι ό,τι τζι αν θέλεις πκιάσε.
Τζι έπκιασεν τ’ αννοιχτάριν* της τζι εις το σεντούτζιν πάει,
τζι έβκαλεν τα παλιά ρούχα, φόρησεν τα καλά της.
Π’ αππ’ έσσω φόρησεν χρυσά, π’ αππ’ έξω χρυσταλλένια,
τέλεια ’πού πάνω φόρησεν χρυσά μαλαματένια,
τζαι καζακκάν* ολόχρυσον τζι εσσέπασέν τα τέλεια.
Τζαι βάλλει βάγιες* απ’ ομπρός τζαι βάγιες από πίσω,
τζαι βάγιες ’πού τα δκυό πλευρά τζαι παίρνουν την τζαι πάει.
Έτσι σαν επηαίννασιν μιας εκκλησιάς εμπλάσαν*
τζαι πολοάτ’ η Αροαφνού των βάγιων της τζαι λέει˙
–Γυρίστε με, α βάγιες μου, στην εκκλησιάν να πάμεν,
να πω το «Κύρι’ ελέησον», με την ταπεινοσύνην,
να πω τζαι τον απόστολον με την παιδεψοσύνην.*
Γυρίζουν την οι βάγιες της στην εκκλησιάν τζαι πάσιν,
τζαι βάλλει τρεις μετάνοιες τζι αφταίνει* το τζερίν της,
τζι εξηκουμπκιάστην* καζακκάς τζι εφάνην το βυζίν της.
Παπάς το είδεν τζι έλαβεν,* δκιάκος επουκουππίστην,*
τζαι τα μιτσιά δκιακόπουλλα εχάσαν το ψαρτήριν.
Τζαι πολοάτ’ Αροαφνού τζαι λέει τζαι λαλεί τους˙
–Ψάλλε παπά, σαν έψαλλες τζαι δκιάκο, σαν ελάλες
τζι εσείς μιτσιά δκιακόπουλλα εύρετε το ψαρτήριν.
Τζι επολοήθην τζι είπεν τους των βάγιων της τζαι λέει˙
–Έλατε, βάγιες, έλατε στης ρήαινας να πάμεν,
γιατ’ ενν έν θέλημαν Θεού αντίερον* να φάμεν.
Επήραν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει τους στης ρήαινας τον πύρκον.
Που την θωρεί η ρήαινα, έμεινεν σπαγιασμένη!*
Τζι επολοήθην τζι είπεν τους τζαι λέει τζαι λαλεί τους˙
–Είδα την τζι εσπαγιάστηκα τζι άντρας μου πώς να μείνει;
Τζαι τζει χαμαί η ρήαινα έκαμεν τζει να πάει,
τζαι πολοάτ’ η Αροαφνού τζαι λέει τζαι λαλεί της˙
–Άε την αναρκοδοντούν* την τζυκλομετωπούσαν,*
το πετεινάριν το βραχνόν, καλά το ελαλούσαν.
Σκλάβες της που ’τουν τζει χαμαί τζείνες έν που τ’ ακούσαν,
τζι επήαν εις την ρήαιναν τζαι λέουν τζαι λαλούν της˙
–Τζαι να ’ξερες, τζυράκκα μου, Αροαφνού ίντά ’πεν!
Άε την αναρκοδοντούν, την τζυκλομετωπούσαν,
το πετεινάριν το βραχνόν, καλά το ελαλούσαν.
Κάθεται, γράφ’ έναν χαρτίν, γλήορις το βουλλώννει
τζαι δκιά το εις της σκλάβας τής Αροαφνούς να πάρει.
Τζι επήρεν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την Αροαφνούς το σπίτιν.
Τζι επολοήθην τζι είπεν της Αροαφνούς τζαι λέει˙
–Έλα να πάμ’, Αροαφνού, τζι η ρήαινα σε θέλει.
Τζαι πολοάτ’ Αροαφνού της σκλάβας της τζαι λέει˙
–Τωρά ’μουν εις την ρήαιναν, πάλε ίντα με θέλει;
–Έλα να πάμ’, Αροαφνού, τωρά έν που σε θέλει.
Τζι έπκιασεν τ’ αννοιχτάριν της τζι εις το σεντούτζιν πάει,
τζι έβκαλεν τα καλά ρούχα, φόρησεν τα παλιά της,
τζι επολοήθην τζι είπεν τους τζαι λέει τζαι λαλεί τους˙
–Έσετε γειαν, ψηλά βουνά, τζαι κλίνη, που τζοιμούμουν,
τζι αυλή που δκιατζινεύκουμουν,* τόποι που δκιατζινούμουν!*
Τζι έλατε, βάγιες μ’, έλατε, να ποσαιρετιστούμεν,
γιατ’ εν-ι-ξέρω, βάγιες μου, αν θα ξαναβρεθούμεν˙
τζαι που ’σια πάω, βάγιες μου, που ’σια ποσαιρετώ σας,
γιατ’ εν-ι-ξέρω, βάγιες μου, πκιον αν τζαι ξαναδώ σας.
Τζι επήρεν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την στης ρήαινας τον πύρκον.
Που την θωρεί η ρήαινα, ’πού τα μαλλιά την πκιάννει.
Τζαι πολοάτ’ η Αροαφνού τής ρήαινας τζαι λέει˙
–Τζαι χάμνα* με ’πού τα μαλλιά τζαι πκιάσ’ με ’πού το σέριν.
Χαμνά την απού τα μαλλιά, πκιάννει την ’πού το σέριν.
Τζαι βάλλει μιαν φωνήν μιτσιάν, τζαι μιαν φωνήν μεάλην,
τζι ο ρήας εις την περασιάν* εσείστην η πιννιά* του.
Τζι επολοήθην τζι είπεν τους τζαι λέει τζαι λαλεί τους˙
–Τζαι φέρτε μου τον μαύρον μου τον πετροκαταλύτην,*
που κοκκαλυεί* τα σίερα τζαι πίννει τον Αφρίτην.
Τζαι φέρνουν του τον μαύρον του τον πετροκαταλύτην,
που κοκκαλυεί τα σίερα τζαι πίννει τον Αφρίτην
τζι όνταν αν μεν εύρει να φά, την χώραν καταλυεί* την.
Ππηά τζι εκαβαλλίτζεψεν, σαν ήτουν μαθημένος.
Ώστι να πει «έσετε γειαν», έκοψεν σίλια μίλια,
τζι ώστι να πουν «εις το καλόν», της ρήαινας τον πύρκον.
Τζι επολοήθην τζι είπεν της, τής ρήαινας τζαι λέει
–Έλ’ άννοιξέ μου, ρήαινα, Γιαννίτσαροι με τρέχουν,
Γιαννίτσαροι με τα σπαθκιά, Φράντζοι* με τες κουρτέλλες.*
Κλωτσιάν της πόρτας έδωσεν, όξω ’τουν τζ’ έσσω ’βρέθην.
Θωρεί τζαι την Αροαφνούν, χαμαί στην γην σφαμένην!
Αγκάδκιασεν* στην κόξαν* του τζι ηύρεν
χρυσόν φηκάριν,*
μέσα στο χρυσοφήκαρον βρίσκ’ αρκυρόν μασαίριν.
Στους ουρανούς το πέταξεν, στο σέριν του ευρέθην,
τζαι πάλε ξανασύρνει το εις την καρκιάν του έμπην.
Τζι επκιάσαν τους τζι εθάψαν τους τζει πάνω που ’ν τα τζιόνια,*
τζι ασπρίζαν τα κριάτα* τους περίτου ’πού τα σιόνια.
Τζαι τζείνος που το έβκαλεν, σαν ποιητής λοάται,*
τζείνου πρέπει μακάριση τζι εμέναν τ’ ως πολλά ’τε
Ξένες λέξεις (*)
* αναείρνω: κάνω άνω κάτω
* (α)πολογούμαι: απαντώ, αποκρίνομαι
* (α)φήκω στο κρυφόν: αποκρύβω, κρατώ κάτι κρυφό, μυστικό
* χαρτίν, το: (εδώ) επιστολή
* βουλλώνω: κλείνω καλά, σφραγίζω
* λαήνι(ν), το: κανάτι
* αννοιχτάριν, το: κλειδί
* καζακκάς, ο: γυναικείο πανωφόρι
* βάγια, η: υπηρέτρια, θεραπαινίδα, συνοδός
* (ε)μπλάζω: συναντώ, βρίσκω στο δρόμο μου
* παιδεψοσύνη, η: συντριβή, κατανυκτικότητα
* αφταίνω: ανάβω
* εξηκουμπκιάστην: ξεκουμπώθηκε
* έλαβεν: (εδώ) τρελάθηκε
* επουκουππίστην: (εδώ) καταστράφηκε, έχασε τα λογικά του
* αντίερον, το: αντίδωρο
* σπαγιάζο(υ)μαι: μένω έκπληκτος
* αναρκοδοντού: με αραιά δόντια
* τζυκλομετωπούσα: με εξογκωμένο το μέτωπο
* δκιατζινεύκομαι/δκιατζινούμαι: πηγαίνω περίπατο, περπατώ, σεργιανίζω
* χαμνώ: χαλαρώνω, αφήνω ελεύθερο
* περασιά, η: το εξωτερικό, η ξενιτειά
* πιννιά, η: ποτήρι του κρασιού
* πετροκαταλύτης: που λιώνει τις πέτρες
* κοκκαλυώ: τραγανίζω
* καταλυώ: καταστρέφω
* Φράντζος, ο: Φράγκος, Γάλλος
* κουρτέλλα, η: μαχαίρι
* αγκαδκιώ: κοιτάζω, εξετάζω
* κόξα, η: μέση
* φηκάριν, το: θηκάρι
* τζιόν(ν)ιν, το: κολώνα από άσπρο μάρμαρο
* κριάς, το: κρέας, (εδώ) το σώμα
* λοούμαι: λογίζομαι, θεωρούμαι
* ως πολλά ’τε: να ζήσεις
* Το τραγούδι πάρθηκε από το βιβλίο του Κ.Π. Χατζηιωάννου, “Κυπριακά διαλεκτικά κείμενα” – 1961

Η ΕΛΛΑΔΑ ΥΠΟ ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΚΑΙ Η ΜΑΛΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Η ΕΛΛΑΔΑ ΥΠΟ ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΚΑΙ Η ΜΑΛΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ


γράφει ο "ΑΚΑΝΘΟΧΟΙΡΟΣ"
χατζηκυπραιος αργυρης

Με τις Πρέσπες τελειώσαμε. 
Φαγωθήκαμε, σκοτωθήκαμε αλλά  στο τέλος τη διαταγή που μας δώσανε την εκτελέσαμε με θρησκευτική ευλάβεια.
Τώρα θα μου πεις ότι ο λαός δεν θέλει.
Ε και... παλιά  μας τέχνη κόσκινο... 2-3 παροχές που ακούγονται φανταχτερές, χωρίς να προσφέρουν βασικά κανένα συνολικό όφελος αφού από τη μια δίνουν ψίχουλα και από την άλλη σου παίρνουν και κάτι παραπάνω
Και ο λαός....γιατί δεν φωνάζει; ...γιατί ακόμα τα πεζοδρόμια είναι στη θέση τους;  ....γιατί ακόμα οι καρέκλες στη Βουλή δεν τρίζουν;
Απλά φταίει η συνεχιζόμενη μαλακοποίηση και η οικονομική εξαθλίωση του Ελληνικού λαού ...
Και εξηγούμαι...
Ανοίγεις την τηλεόραση και πήζεις από τη γκλαμουριά και τη κουτάλα...Η ανοησία σε όλο της το μεγαλείο...
Για τους νέους που τους μαζεύουν νεκρούς από τα πεζοδρόμια με τη βελόνα στο χέρι ούτε κουβέντα, για τη γκετοποίηση των περιοχών φιλέτο, τίποτα... Για τη βίαιη φτωχοποίηση και το ξεπούλημα "εν ριπή οφθαλμού" των κόπων μιας ζωή...Για τα χαμένα όνειρα και την απελπισία για το μέλλον......Μούγκα.....Για την αλλοίωση του πληθυσμού;    Χα... άλλα λόγια ν' αγαπιώμαστε...
Ο ρατσισμός για τους γηγενείς Έλληνες σε όλο του το μεγαλείο
Βασικά πρόκειται για μια ιδιότυπη λογοκρισία
Όσο για την αντιπολίτευση... τι να πώ;   
Τα ίδια και τα ίδια χρόνια τώρα...σκατά και απόσκατα..
Τα δε μικρά κόμματα, πραγματικές τσόντες με θλιβερές φιγούρες στην πλειοψηφία τους, περιφέρονται πουλώντας την ψήφο τους αντίθετα με τη θέληση αυτών που τους έδωσαν την εντολή...
Και αυτό το λέμε Δημοκρατία!!!!
Ασυδοσία και εξαθλώση είναι

Εγώ πάντως φοβάμαι....και φοβάμαι πολύ........Όχι για μένα, αλλά για τα παιδιά και τα εγγόνια μας που η μοίρα τα θέλει σε μια χώρα πλούσια αλλά χωρίς ηγέτη με αγάπη στην έρμη αυτή χώρα
Ζούμε σε μια Ευρώπη αυταρχική, αρπαχτική με σκληρό και απάνθρωπο πρόσωπο...
Εκμεταλλευτές της ιδιότυπης οικονομικής μας κατοχής και αναστολής του συντάγματος σιγά σιγά και ύπουλα για να μας έρθει φυσικό....
Γιατί όμως όλο αυτό το σκηνικό μου θυμίζει Γιουγκοσλαβία;
Φοβάμαι την επόμενη εντολή που θα εκτελέσει, κυριολεκτικά, η σημερινή κυβέρνηση....
Φοβάμαι και δεν ελπίζω σε κάτι καλό......
Δεν έχουμε πια ούτε τσαγανό, ούτε και διάθεση αλλά μας διακατέχει μια δήθεν έμφυτη αρχαιολαγνεία, αρχαιολατρεία κλπ...κλπ....αλλά ήρωες μόνο από την ασφάλεια του καναπέ...
Με άλλα λόγια  αρχίζω να σκέφτομαι διαφορετικά για μας... ΤΕΛΙΚΑ........
Μήπως είμαστε ΜΑΛΑΚΕΣ;

ΧΑΤΖΗΚΥΠΡΑΙΟΣ ΑΡΓΥΡΗΣ ( ΑΚΑΝΘΟΧΟΙΡΟΣ )


Κρίση πανικού: Τα 20 βασικά συμπτώματα για να ξέρετε τι σας συμβαίνει

Κρίση πανικού: 

Τα 20 βασικά συμπτώματα για να ξέρετε 

τι σας συμβαίνει

Η διαταραχή πανικού είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από τακτικές κρίσεις πανικού, συχνά χωρίς να υπάρχει κάποιος προφανής λόγος. Ο καθένας βιώνει συναισθήματα άγχους και πανικού σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές κατά τη διάρκεια της ζωής του. Είναι μια φυσική αντίδραση σε αγχωτικές ή επικίνδυνες καταστάσεις.
Ωστόσο, για κάποιον με διαταραχή πανικού, τα συναισθήματα του άγχους, του στρες και του πανικού συμβαίνουν τακτικά και ανά πάσα στιγμή, ως κρίση πανικού.
Τα συμπτώματα μιας κρίσης πανικού μπορεί να είναι πολύ τρομακτικά και οδυνηρά ως εμπειρία για τον ασθενή. Τα συμπτώματα τείνουν να εμφανίζονται ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση και προφανή αιτία.
Όπως και με τα περισσότερα αισθήματα άγχους, μια κρίση πανικού μπορεί να προκαλέσει μια σειρά συμπτωμάτων:
Μια αίσθηση ότι η καρδιά σας χτυπά ακανόνιστα (ταχυπαλμία)
Εφίδρωση
Τρέμουλο
Εξάψεις
Ρίγη
Δυσκολία στην αναπνοή
Αίσθημα πνιγμού
Πόνος στο στήθος
Ναυτία
Ζάλη
Αίσθημα λιποθυμίας
Μούδιασμα που το νιώθετε “σαν να σας τσιμπούν καρφίτσες και βελόνες”
Ξηροστομία
Αιφνίδια ανάγκη να πάτε στην τουαλέτα
Κουδούνισμα στα αυτιά σας
Αίσθημα τρόμου ή φόβου θανάτου
Ανακάτεμα στο στομάχι
Αίσθημα “καψίματος” στα δάχτυλά σας
Τουρτούρισμα, σαν να κρυώνετε, ενώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην πραγματικότητας
Κλονισμός (ολόκληρο το σώμα τρέμει)
Τα σωματικά συμπτώματα σε μια κρίση πανικού είναι δυσάρεστα, και μπορούν επίσης να συνοδεύονται από έμμονες σκέψεις φόβου και τρόμου
Για το λόγο αυτό, τα άτομα με διαταραχή πανικού αρχίζουν να φοβούνται για το πότε θα τους συμβεί η επόμενη κρίση, κάτι που προκαλεί έναν φαύλο κύκλο “φόβου της κρίσης πανικού” και αυξάνει την πιθανότητα να επέλθει όντως μια νέα κρίση πανικού.
Μερικές φορές, τα συμπτώματα μιας κρίσης πανικού μπορεί να είναι τόσο έντονα, που μπορεί να σας κάνουν να νιώσετε σαν να είστε έχετε υποστεί καρδιακή προσβολή.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να γνωρίζετε ότι συμπτώματα όπως η ταχυπαλμία και το “λαχάνιασμα” στην αναπνοή σπάνια φτάνουν σε καρδιακή προσβολή. Αν και οι κρίσεις πανικού μπορεί συχνά να είναι τρομακτικές, εντούτοις δεν προκαλούν καμία σωματική βλάβη.
https://www.pentapostagma.gr/

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Η δικτατορία των ζωντανών στον Χρόνο

Η δικτατορία των ζωντανών στον Χρόνο

-Γιατί είναι τόσο γκρίζα τα πρόσωπά τους, θέλησε να μάθει η Μόμο καθώς συνέχισε να τους κοιτάζει.
-Γιατί ζούνε από κάτι το νεκρό, απάντησε ο μαστρο-Ώρας. Το ξέρεις πια πως τρέφονται με το χρόνο της ζωής των ανθρώπων. Αυτός ο χρόνος όμως πεθαίνει μ’ όλη τη σημασία της λέξης όταν τον αρπάζουν από τους πραγματικούς τους ιδιοκτήτες. Κι αυτό γιατί ο κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του χρόνο. Κι ο χρόνος μένει ζωντανός μόνο εφόσον ανήκει πραγματικά σε κάποιον άνθρωπο.
Μόμο, 1972, Μιχαήλ Έντε

Μπορούμε να κλέψουμε τον χρόνο όπως οι Γκρίζοι κύριοι στο μυθιστόρημα του Μιχαήλ Έντε; Μπορούμε να αλλάξουμε με το έτσι θέλω την Ιστορία και το παρελθόν; Τα σημαίνοντα των ημερών δείχνουν ότι όχι μόνο μπορούμε να διαγράψουμε με την κιμωλία κάθε γνώση και αξία που μας έχει προσφερθεί από το παρελθόν αλλά και να επιβάλουμε έτσι θεληματικά χωρίς να λογοδοτούμε σε κανένα τη βούλησή μας. Οι ζωντανοί έχουν το πλεονέκτημα απέναντι στους πεθαμένους και τους αγέννητους.

Η ιδέα που έχουμε για την Ιστορία επιδρά με καθοριστικό τρόπο στη διαμόρφωση της αντίληψης που φτιάχνουμε για τους εαυτούς μας και τον κόσμο. Καθώς η Ιστορία αποτελεί μέγεθος που μεταβάλλεται στον χρόνο, είναι εύλογο να αναρωτιόμαστε αν όντως διαπλάθει τον κόσμο ή αποτελεί την αντανάκλαση της εντύπωσης που έχουμε για αυτόν και τους εαυτούς μας. Κατά τον καθηγητή Αύγουστο Μπαγιόνα, η Ιστορία μπορεί να αφορά τη βούληση και τις πράξεις που επιτελέστηκαν από συγκεκριμένους ανθρώπους σε μια ορισμένη χρονική στιγμή και σε ένα συγκεκριμένο τόπο ή να αφορά τη γνώση που διαθέτει ο ιστορικός για τις πράξεις αυτές[1]. Λέγοντας ότι ο ιστορικός έχει «γνώση», εννοούμε ότι έχει σχηματίσει μια αξιολογική κλίμακα εννοιών και εικόνων από τις πληροφορίες που διαθέτει για ορισμένες πράξεις και τα αποτελέσματά τους. Έτσι ο όρος Ιστορία αποκτάει δύο σημασίες: μπορεί να σημαίνει περιγραφή πράξεων και μπορεί να σημαίνει αξιολόγηση των πράξεων αυτών.

Από την πρώτη εντύπωση οι σημασίες αυτές φαίνεται να μοιάζουν διαφορετικές, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι, και τα όρια που τις ξεχωρίζουν είναι τις περισσότερες φορές δυσδιάκριτα. Η πραγμάτωση μιας πράξης μπορεί να αποτελεί ένα αμετάβλητο και τετελεσμένο γεγονόςΗ γνώση μας όμως γι’ αυτή τη πράξη μεταβάλλεται, όχι μόνο από τις πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας για το ίδιο το γεγονός, αλλά και από την εικόνα που δημιουργούμε για το ίδιο και την ερμηνείαπου του αποδίδουμε. Κατ’ αυτό τον τρόπο η αξιολόγηση μιας πράξης παίρνει τα χαρακτηριστικά της ίδιας της πράξης που αξιολογεί και γίνεται η ίδια πράξη, συμμετέχοντας και καθορίζοντας το τελικό προϊόν της Ιστορίας. Όπως κάθε πράξη προϋποθέτει μια αξιολόγηση για να πραγματωθεί, ή αποτελεί η ίδια ένα είδος αξιολόγησης, έτσι και η ιστορική αξιολόγηση δημιουργεί τελικά δράση και αποτελεί μια αυτούσια πράξη από μόνη της.

Επάνω στην έκταση του ορίζοντα αυτού η ιστοριογραφία ανέπτυξε δύο βασικές κατευθυντήριες θέσεις. Η πρώτη, αυτή της απολυτοκρατίας, διατείνεται πως το πρόβλημα της γνώσης της Ιστορίας συνίσταται στην ανακάλυψη και τον προσδιορισμό των καθολικών – κανονιστικών αρχών των αιτιών που καθορίζουν και διέπουν τα γεγονότα. Σύμφωνα με τη θέση της απολυτοκρατίας, έργο της επιστημονικής ιστοριογραφίας είναι η λογική εξήγηση και ο καθορισμός των αρχών αυτών χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει ποτέ γεγονότα. Η δεύτερη, αυτή της συντυχιακότητας, προήλθε ως αντίδραση στον κίνδυνο να συστηματοποιηθεί η ιστοριογραφία σε μια ενιαία και καθολική εφαρμογή της Ιστορίας, και να παράξει έτσι σχέσεις γνώσης/εξουσίας. Σύμφωνα με τη θέση για τη συντυχιακότητα της Ιστορίας, κάθε κατανόηση και αξιολόγηση για τα ιστορικά γεγονότα είναι δέσμια στο δικό της παρόν και αντιστοιχεί στο πλαίσιο αναφοράς της εποχής της, το οποίο και την καθορίζει αποφασιστικά. Κατέληξε έτσι να αμφισβητηθεί πλήρως η ιδέα ότι υπάρχει «ιστορική διαδικασία», και να θεωρηθεί ότι αυτή αποτελεί ένα «κουβάρι χωρίς νόημα», ή ακόμα πως δεν υπάρχει τελικά «ιστορική διαδικασία».

Όπως στο μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα Italo Calvino, La Città Invisibile (Αόρατες Πόλεις)2, ο ήρωας (Μάρκο Πόλο) αναφέρεται πάντοτε στην ίδια πόλη (Βενετία) σε κάθε φανταστική αφήγηση των διαφορετικών πόλεων που περιγράφει στον ακροατή του (Κουμπλάι Χαν), έτσι και η θέση για τη συντυχιακότητα του κόσμου δίνει περισσότερο βάρος στο σχήμα της αφήγησης που εξιστορεί τα γεγονότα παρά στον αληθινό τους χαρακτήρα∙ με αποτέλεσμα η Ιστορία να μετατρέπεται σε ένα «κουβάρι αόρατων συμβάντων» που τα αφηγούμαστε κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο αναλόγως το ιστορικό πλαίσιο με το οποίο είμαστε δεμένοι. Ο ιστορικός σχετικισμός έδωσε έτσι μια νέα προσέγγιση για τον σχηματισμό και τη λειτουργία της Ιστορίας υποστηρίζοντας ότι τα πραγματικά γεγονότα είναι εντελώς ξένα προς την περιγραφή τους. Δε χρειάζεται φαντασία για να αντιληφθεί κανείς ότι η λογική συνέπεια ενός τέτοιου συλλογισμού οδηγεί στην οριστική άρνηση των γεγονότων, ενδεχομένως και της ίδιας της Ιστορίας.

Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο να εξοβελίσουμε κάθε ελπίδα για αντικειμενική αξιολόγηση της Ιστορίας; Κάθε άλλο. Πολλά από τα γεγονότα που τα θεωρούμε Ιστορία είναι αυταπόδεικτα χωρίς καν να χρειαζόμαστε επαρκείς πληροφορίες για να τα κατοχυρώσουμε ως αληθινά. Ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι η βεβαιότητα που έχουμε για την παρουσία μας σε αυτό τον κόσμο. Γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, ή πάρα πολύ λίγα, για την ιστορία της ανθρωπότητας μέχρι την εμφάνιση των «λαών με ιστορία»: είναι παράλογο όμως να αρνηθούμε την ύπαρξή της. Αυτό που φαίνεται τελικά να είναι το πρόβλημα, δεν είναι τόσο η βεβαιότητα για την ύπαρξη της Ιστορίας – πρόκειται για ένα αισθητό φαινόμενο ακριβώς όπως η ίδια μας η παρουσία. Αυτό που αποτελεί το ζήτημα είναι η αξιολόγησή της. Το ερώτημα δηλαδή σε ποιο βαθμό μια σύγχρονη γνώση μπορεί να είναι απαλλαγμένη από τις προσδοκίες και τον υποκειμενισμό της δικής της εποχής, και αν μπορεί τελικά να υπάρξει Ιστορία χωρίς αξιολόγηση.

Το πρόβλημα φαίνεται πως ήταν γνωστό στον ιστορικό Νίκο Σβορώνο, ο οποίος δεν είχε καμμία αμφιβολία ότι η Ιστορία, και ο προβληματισμός που γίνεται επάνω στα συμπεράσματά της, έχει πάντοτε αφετηρία του τα προβλήματα της εκάστοτε εποχής3. Η Ιστορία είναι η κατανόηση του παρελθόντος από την σκοπιά του παρόντος. Η ιστοριογραφία υπακούει στην ανάγκη του ιστορικού να ανταποκριθεί στις αναζητήσεις της κοινωνίας και της εποχής του4. Τίθεται λοιπόν το πρόβλημα για τους σύγχρονους ιστορικούς να κρίνουν τις κοινωνίες άλλων εποχών χωρίς να κάνουν χρήση των αξιολογικών κριτηρίων της δικής τους εποχής. Σύμφωνα με την έκφραση του Leo Strauss αποτελεί κοινοτοπία να πει κανείς σήμερα ότι: «ο κοινωνικός επιστήμονας δεν πρέπει να κρίνει με τα μέτρα της κοινωνίας του άλλες κοινωνίες εκτός από τη δική του. Να θεωρεί καύχημα πως δεν εγκωμιάζει, ούτε κατηγορεί, αλλά κατανοεί»5. Καθήκον της ιστοριογραφίας είναι λοιπόν να διακρίνει ανάμεσα στην κατανόηση και την αξιολόγηση.

Όμως στο σημείο αυτό δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Ιστορική κατανόηση σημαίνει καταρχάς αξιολόγηση, και χωρίς αξιολόγηση είναι αδύνατο η Ιστορία να κατανοηθεί επαρκώς. Εφόσον τα ιστορικά γεγονότα είναι τα ίδια πρωτίστως φορείς αξιολογικών κρίσεων -περί δίκαιου και άδικου, καλού και κακού, σωστού και λάθους- η απόρριψη των αξιολογικών κρίσεων θέτει σε κίνδυνο την ίδια μας τη δυνατότητα να τα κατανοήσουμε στην ολότητά τους∙ θέτει άρα σε αμφιβολία την ικανότητά μας να είμαστε πλήρως αντικειμενικοί. Πέραν τούτου η επιστημονική ιστοριογραφία προϋποθέτει τη διάκριση ανάμεσα σε σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα. Το τι είναι όμως «σημαντικό γεγονός» ορίζεται είτε από το πρόσωπο που μεσολαβεί στην καταγραφή της ιστορίας είτε από τη μεθοδολογία που του επιβάλλεται να ακολουθήσει. Τότε όμως εμφανίζονται περαιτέρω προβλήματα γύρω από τον τρόπο που ορίζεται ένα «σημαντικό γεγονός». Επάνω σε αυτό το σημείο έχουν γίνει κατά το παρελθόν πολλές διαφορετικές προτάσεις, όχι όλες απαραίτητα σύμφωνες μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση το κριτήριο της αξιολόγησης του «σημαντικού γεγονότος» καθορίζεται από το πρόσωπο του ιστορικού, και αυτό είναι πάντα ένα πρόσωπο που ζει και σκέφτεται με τους όρους της δικής του εποχής. Τελικά αρκεί ένας ιστορικός να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένα γεγονός είναι «σημαντικό» για να δεχτούμε ότι είναι πραγματικά σημαντικό. Όμως έτσι δεν ερμηνεύουμε τα γεγονότα με τη σημασία που τους έδωσαν οι σύγχρονοί τους, αλλά με βάση τα δικά μας αξιολογικά κριτήρια που καθιστούν ένα γεγονός να είναι σημαντικό.

Είπαμε ότι σύμφωνα με τη θέση της συντυχιακότητας δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική διάκριση μεταξύ «σημαντικών» και «μη σημαντικών» γεγονότων, και αυτό γιατί η αντίληψη της δικής μας εποχής στέκεται εμπόδιο στην κατανόηση των «άλλων». Προκύπτει τότε το ερώτημα πώς είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τη δική μας εποχή, αν αδυνατούμε να κατανοήσουμε τις εποχές στις οποίες οφείλουμε την ύπαρξή μας;Κινδυνεύουμε έτσι να ανασκευάζουμε διαρκώς την Ιστορία με όρους που προκύπτουν ουσιαστικά από το μηδέν. Εφόσον οποιαδήποτε ιστορική καταγραφή συνεπάγεται την αλλοίωση του αντικειμένου της, πιθανόν ο ασφαλέστερος τρόπος για να αποφεύγαμε την αντίφαση να ήταν η σιωπή. Τότε όμως ο κόσμος θα γινόταν όχι μόνο μουγκός αλλά και τυφλός, και θα στερούταν τόσο από αφετηρία όσο και προορισμό. Το αδιέξοδο που γεννάει ο σχετικισμός των ημερών μας βοηθάει τουλάχιστον να αντιληφθούμε την ευθραυστότητα μας: η Ιστορία και ο Χρόνος υπάρχουν για να κατανοούμε καλύτερα την άγνοιά μας.

[1] Μπαγιόνας Αύγουστος, Η θεωρία της Ιστορίας από τον Θουκυδίδη στον Sartre, 1980, ΑΠΘ, σελ. 3.
2 Italo Calvino, Αόρατες Πόλεις, εκδ. Καστανιώτης, 2009.
3 Σβορώνος Νίκος, Η Βυζαντινή Επαρχία, 2009, εκδ. Εταιρεία Σπουδών, σελ. 100.
4 Μπαγιόνας Αύγουστος, Η θεωρία της Ιστορίας από τον Θουκυδίδη στον Sartre, 1980, ΑΠΘ, σελ. 41.
5 Leo Strauss, Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, εκδ. Γνώση, 1988, σελ. 78.

Αθανάσιος Γεωργιλάς

Πλαστά χαρτονομίσματα των 20 και 50 ευρώ: Δείτε αν τα έχετε στην τσέπη σας – Πώς θα τα αναγνωρίσετε

Πλαστά χαρτονομίσματα των 20 και 50 ευρώ: 

Δείτε αν τα έχετε στην τσέπη σας –

 Πώς θα τα αναγνωρίσετε

Περίπου 262.000 πλαστά χαρτονομίσματα ευρώ αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία το δεύτερο εξάμηνο του 2018, μείωση κατά 13,0% συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο του 2018 και κατά 27,8% σε σχέση με το δεύτερο εξάμηνο του 2017, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2018:
-Τα τραπεζογραμμάτια των 20 και των 50 ευρώ εξακολούθησαν να καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά παραχάραξης. Οι δύο αυτές ονομαστικές αξίες αντιστοιχούσαν μαζί σε περισσότερο από το 80% του συνόλου των πλαστών τραπεζογραμματίων.
-Τα περισσότερα πλαστά τραπεζογραμμάτια (96,7%) εντοπίστηκαν στις χώρες της ζώνης του ευρώ. Τα υπόλοιπα εντοπίστηκαν σε κράτη μέλη της ΕΕ εκτός ζώνης ευρώ (2,2%) και σε άλλα μέρη του κόσμου (1,1%).
«Η πιθανότητα να λάβετε πλαστό τραπεζογραμμάτιο είναι στην πραγματικότητα πολύ μικρή, καθώς ο αριθμός των πλαστών τραπεζογραμματίων παραμένει πολύ χαμηλός σε σχέση με τον αριθμό των γνήσιων τραπεζογραμματίων ευρώ σε κυκλοφορία, ο οποίος, μετά την εισαγωγή τους, αυξάνεται σταθερά με ρυθμό ταχύτερο από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το 2018 ο αριθμός και η αξία των τραπεζογραμματίων ευρώ σε κυκλοφορία αυξήθηκαν κατά περίπου 4,0% και 3,7% αντίστοιχα. Σήμερα βρίσκονται σε κυκλοφορία περισσότερα από 22 δισεκατομμύρια τραπεζογραμμάτια ευρώ με συνολική αξία περίπου 1,2 τρισεκατομμύρια ευρώ.
Πώς θα τα καταλάβετε ότι είναι πλαστά
Η Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση Δυτικής Ελλάδας συμβουλεύει τους πολίτες, να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί κατά τις συναλλαγές τους.
Τα χαρακτηριστικά ασφαλείας των τραπεζογραμματίων ευρώ είναι:
Το χαρτί
Η ανάγλυφη εκτύπωση
Το υδατογράφημα
Το ημιτελές σχεδίασμα
Η ταινία ασφαλείας
Το διάτρητο σχεδίασμα
Το ολόγραμμα σε λωρίδα ελάσματος
Το ολόγραμμα σε τμήμα ελάσματος
Η μελάνη μεταβλητού χρωματισμού
Η ιριδίζουσα λωρίδα
https://www.pentapostagma.gr/

Έλα να σου διδάξω τον έρωτα

  Έλα να σου διδάξω τον έρωτα – Χρυσάνθη Σ. – GynaikaEimai 3 Φεβρουαρίου 2025 Μου είπες ότι δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ. Όχι από επιλογή. Από ά...