Δύο και μία ευτράπελες ιστορίες (συνεργασίες από Dryhammer και Δημήτρη Μαρτίνο)
Posted by sarant στο 14 Οκτώβριος, 2018
Γιατί δύο και μία και όχι τρεις ευτράπελες ιστορίες; Διότι τις δύο τις έγραψε ο φίλος μας ο Dryhammer και την άλλη μία ο Δημήτρης Μαρτίνος, που δεν χρειάζονται βέβαια συστάσεις μια και έχουμε πολλές φορές δημοσιεύσει εδώ πεζογραφήματά τους.
Και γιατί τις δημοσιεύω και τις τρεις μαζί; Επειδή χωριστά ήταν κάπως μικρές το δέμας, και σας έχει φοβηθεί το μάτι μου -την άλλη φορά που έβαλα άρθρο κάτω των 1000 λέξεων μου είπατε ότι είναι το… teaser.
Στα πιο σοβαρά, η ιδέα να τις παρουσιάσω μαζί ήταν δική μου, και για λόγους μεγέθους και επειδή έχουν το κοινό στοιχείο πως εν μέρει οι συγγραφείς τους τις εμπνεύστηκαν από συζητήσεις εδώ στο ιστολόγιο, αν κι αυτό δεν φαίνεται στο κείμενο. Πρότεινα λοιπόν τη συγκατοίκηση και την δέχτηκαν ευχαρίστως και οι δύο, πολύ περισσότερο αφού έχουν ήδη συνεργαστεί σε κοινά λήμματα που έγραψαν στο slang.gr
Μια και έχουμε τρεις ιστορίες με δύο συγγραφείς, εφαρμόζω την πλεχτή τεχνική. Ξεκινάω με DryHammer, παρεμβάλλω Μαρτίνο και κλείνω με Dryhammer, που θα μπορούσε κανείς να το πει και σάντουιτς -τι, ξεροσφύρι θα τη βγάζαμε; (Είπαμε, το κλίμα σήμερα είναι ευτράπελο.
Στο χάνι (ευτράπελη διήγηση του Dryhammer)
ΣΤΟ ΧΑΝΙ
Ο Μήτρο(ς) Κασκαβάλ(ης) πηγαινορχότανε ανήσυχος στη μεγάλη σάλα. Που και που στεκότανε μπροστά στο αναμμένο τζάκι, μούτζωνε με τόνα χέρι τη φωτιά, δήθεν για να ζεσταθεί, και με τ’ άλλο χάδευε τη χρυσή καδένα με το κλειδάκι που κρεμότανε κατάσαρκα στο λαιμό του. Η μούτζα στη φωτιά ήτανε ένα παλιό ξόρκι που του ‘μαθε η γιαγιά του για να διώχνει τα κακά μαντάτα. Και περίμενε μαντάτα ο Μήτρο(ς). Μαντάτα που τα φοβότανε.
Το Χάνι της Γραβιέρας ήτανε χτισμένο από γερή κουβαλητή νταμαρόπετρα στο διάσελο ανάμεσα Τρεμπεσίνα και Κρυσταλλοπηγή, πάνω στο «δρόμο του Βουνακιού του Κάστορα» . Ένα τετράγωνο δίπατο κτίσμα με μικρά παράθυρα, δίπλα ένας στάβλος-μάντρα κι ένα καμαράκι κουζίνα-εργαστήρι κολλητά στο μεγαλύτερο κτίριο. Αυτό το καμαράκι ήταν όλος του ο πλούτος. Δεν ήταν η μεγάλη σάλα με το τζάκι, τους πάγκους και τις προβιές στους τοίχους. Ούτε το ανώι με τα δωμάτια. Εκεί στο κουζινάκι ήταν που έφτιαχνε και έψηνε το μεζέ που τον έκανε ξακουστό στα μισά Βαλκάνια. Το γανάκι με τ’ όνομα. Έναν τυρομεζέ που όμοιό του δεν έβρισκες σε καμιά ταβέρνα, σε καμιά λοκάντα, σε κανένα χάνι από το Ντούρες μέχρι την Πόλη. Ένα μεζέ που πολλοί προσπάθησαν να αντιγράψουν, κάποιοι κλέβοντας και κρύβοντας κομμάτια πριν φύγουν από το Χάνι, αλλά κανένας δεν τον πετύχαινε. Στην καλύτερη περίπτωση φτιάχνανε κάτι «σά γανάκι», μια αχνή σκιά του αυθεντικού. Το μυστικό του ήτανε στο τυρί που το έπηζε και το ωρίμαζε ο ίδιος από γάλατα που του φέρνανε δικοί του άνθρωποι, στα μπαχάρια και τα μυρωδικά που έριχνε μέσα την ώρα που έπρεπε και η τέχνη του στο κουρκούτι και το ψήσιμο στο τηγάνι. Τη συνταγή την είχε γραμμένη στ΄αρβανίτικα της Ιταλίας με σέρβικο αλφάβητο πάνω σε τομάρι από αγέννητο τραγί και κλεισμένη σ΄ ένα κουτί που είχε θάψει κάτω απ΄ τον πάγκο της κουζίνας, για μην τη βρουν αλλά και να μη χαθεί άμα πεθάνει. Το κλειδάκι του κουτιού ήτανε πού ‘χε κρεμασμένο στον κόρφο του από χρυσή καδένα. Κι άξιζε αλήθεια τον κόπο και την φροντίδα.
Όταν περνούσε το κεφάλι το τυρί από τη σάλα για να το πάει στην κουζίνα η μυρωδιά του απλωνόταν σα δίχτυ πάνω απ τις τάβλες κι όλοι όσοι ήταν μέσα πιανόταν στα βρόχια του. Ο (Σωτη)Ράκι ο τσομπάνης έλεγε πως του θύμιζε την αγάπη του τη Μαϊλίντα στην πρώτη άνοιξη, πριν ακόμα πλυθεί για το Πάσχα. Κι όταν το ‘φερνε ψημένο και το σερβίριζε, καινούργιο δίχτυ τους μάγκωνε, τα μάτια μισόκλειναν και τα σάλια τους τρέχαν αδιάντροπα. Ο μπεκρής καλόγερος ο Ιωασάφ, που του ζωγράφιζε έναν Αι Δημήτρη στο ενδιάμεσο του τρέμουλου της έλλειψης και του τρέμουλου του μεθυσιού, είπε μια φορά πως τούτος ο μεζές κρύβει την πονηριά του κάτω κόσμου έτσι μαυλιστικός που ήτανε.
Μα τώρα φτάνανε κακά χαμπέρια. Κάτι λέει Ιταλοί, μια φάμπρικα Adoro, έβγαλε λένε ένα τυρί που θα χτυπούσε την νοστιμιά του δικού του στο γανάκι. Πουλούσε πολύ, κι άκουγε καλά λόγια για τις ευκολίες του έμπορα. Παράγγειλε να του φέρουνε μισό κεφάλι, να δει κι ο ίδιος τι σόι πράμα είναι αυτό που θα τολμούσε να μετρηθεί με το δικό του το καμάρι.
Ήτανε πια η ώρα να ‘ρθουνε κι είχανε κιόλας αργήσει. Και δώστου πάνω κάτω ο Μήτρο(ς), και να μούτζες στη φωτιά και να κοιτάζει κάθε τόσο την πόρτα. Κάποτε άνοιξε και μπήκε ο άνθρωπός του μ΄ένα καλοτυλιγμένο πακέτο. Με φούρια του το άρπαξε απ’ τα χέρια κι έτρεξε στο κουζινάκι. Έδιωξε τον παραγιό κι άρχισε να κόβει, να δοκιμάζει, να τηγανίζει, να ψήνει, να βλαστημά και να παλεύει με τα τηγάνια και τα κουρκούτια. Κοντά μια ώρα μετά βγήκε μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης κι ένα πιάτο με κομματάκια τυρί ψημένο σά γανάκι κι έπιασε να μοιράζει για δοκιμή στο προσωπικό και τους πελάτες. Κι όσο έβλεπε τα μούτρα τους να στραβώνουν, από τη μυρωδιά κιόλας, κι άκουγε τα «Όχι» και τα «Jo» τόσο πλάταινε το χαμόγελό του.
Η καρδιά του αναγάλλιασε. Είχανε δρόμο, πολύ δρόμο να κάνουνε μέχρι να τον πλησιάσουν. Γέμισε μια κανάτα κόκκινο Mavrud από την Οχρίδα, τράβηξε μια πολυθρόνα στο τζάκι κι ένα σκαμνί μπροστά της, απλώθηκε κι άρχισε να πίνει αργά μουτζώνοντας με χέρια και πόδια τη φωτιά στο ξόρκι του χουζουρέματος. Καθώς το κρασί κι η ευχαρίστηση τον χαλάρωναν, έκανε πως θα ξυστεί, για να χαδέψει άλλη μια φορά στα κρυφά τη χρυσή καδένα με το κλειδάκι και θυμήθηκε το γιό του που μάθαινε – άκου να δεις – εγγλέζικα(!). «Fuck Adoro» μουρμούρισε και τότε ήτανε που πήρε την απόφαση: Θα τον έκανε χρυσοχόο.
Μπύρα! του Δημήτρη Μαρτίνου, ο οποίος σημειώνει:
Τὸ μικρὸ αὐτὸ ἀφήγημα γράφτηκε τὸ βράδυ τῆς Τετάρτης, τρεῖς τοῦ Ὀκτώβρη τοῦ ᾿18, μὲ ἀφορμὴ τὸ ἄρθρο τοῦ Ν. Σαραντάκου «Μπίρα με φιστίκια ή το επίμονο ύψιλον».
Μπύρα!
Ὁ Νικολὸς ἤτανε πεντέξι χρονῶν ὅταν ἄνοιγαν τὸ πηγάδι στὸ καμπί, μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τους. Τὸ χῶμα μαλακό, τό ᾿σκαβαν μὲ τὶς ἀξίνες καὶ πετοῦσαν τὰ μπάζα ἔξω μὲ τὰ φτυάρια. Μέχρι νὰ σουρουπώσει τό ᾿χαν κατεβάσει πάνω ἀπὸ ἕνα μπόι.
Τὸ ἄλλο πρωὶ ἔστησαν μαγγάνι πάνω ἀπ᾿ τὴ μπούκα τοῦ πηγαδιοῦ. Ὄχι γιὰ νὰ βγάζουν τὸ νερὸ ποὺ δὲν εἶχαν βρεῖ ἀκόμα, ἀλλὰ γιὰ τὰ μπάζα ποὺ δὲν ἔφταναν νὰ τὰ πετᾶνε μὲ τὰ φτυάρια. Ἕφτιαξαν δυὸ τρίποδα μὲ καδρόνια γιὰ νὰ στερεώσουν τὸ καρούλι τοῦ μαγγανιοῦ, βάλανε καὶ δυό γερὰ μαδέρια γιὰ νὰ πατᾶνε μὲ ἀσφάλεια, ὅταν ἀνέβαζαν τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ μπάζα καὶ ξεκίνησαν τὴ δουλειά.
Ἔσκαβαν μὲ τὶς ἀξίνες καὶ μετὰ φτυάριζαν τὰ μπάζα στὸ ζεμπίλι ποὺ ἦταν δεμένο μ᾿ ἕνα γερὸ σκοινὶ μέχρι τὸ μαγγάνι. Μόλις γέμιζε τὸ ζεμπίλι, οἱ ἀπὸ κάτω φώναζαν: «Ἕτοιμοι! Βίρα!» καὶ οἱ ἀπὸ πάνω ἀνέβαζαν τὸ ζεμπίλι μὲ τὸ μαγγάνι καὶ ἄδειαζαν τὰ μπάζα.
Ὁ μικρὸς νόμιζε πὼς τὸ πηγάδι θὰ ᾿βγαζε ἄλλο πράμα· ὄχι νερό. Γι᾿ αὐτὸ παραξενεύτηκε ὅταν εἶδε νά ᾿ρχεται τὸ ζεμπίλι γεμάτο χῶμα. Δὲν ἀπογοητεύτηκε ὅμως καί, ὅλος προσμονή, φώναζε: «Μπύρα!» κάθε φορὰ ποὺ ἄκουγε τοὺς σκαφτιάδες νὰ φωνάζουν: «Ἕτοιμοι!»
…
Περπατοῦσε στὰ δεκατέσσερα, ὅταν ἡ Κοινότητα ἔφερε ξένους πηγαδᾶδες γιὰ ν᾿ ἀνοίξουν ἕνα πηγάδι κοινοτικό. Εἶχε ἀρχίσει νά ᾿ρχεται κόσμος τὰ καλοκαίρια καὶ τὸ νερὸ δὲν ἔφτανε. Ὁ πατέρας του ἤτανε κοινοτικὸς σύμβουλος κι ἔτρεξε νὰ βοηθήσει ἀπὸ τοὺς πρώτους. Ἀπὸ κοντὰ κι ὁ Νικολός.
Εἶχαν φέρει καὶ κάποιον ποὺ θά ᾿βρισκε τὸ νερό. Ραβδοσκόπο τὸν λέγανε. Κρατοῦσε μιὰ διχάλα ἀπὸ κλαδὶ ἐλιᾶς καὶ περπατοῦσε δίπλα στὴν κοίτη τοῦ ξεροπόταμου ποὺ ἔκοβε στὰ δυὸ τὴ μικρὴ κοιλάδα. Ἔκανε πολλὲς διαδρομὲς, πάνω-κάτω, ἀριστερὰ-δεξιά, μέχρι ποὺ κάποια στιγμὴ σταμάτησε, χλώμιασε, σὰν κάτι νά ᾿παθε καὶ εἶπε βαριανασαίνοντας: «Ἐδῶ!»
Οἱ πηγαδᾶδες εἶχαν μαζί τους τὸν ἀπαραίτητο ἐξοπλισμό: Κομπρεσέρ, πιστολέτα, ἀναβατόριο κι ἕνα μικρὸ φορτηγὸ γιὰ τὸ κουβάλημα. Γκρέμισαν, βέβαια, κάποιους τοίχους χωραφιῶν γιὰ νὰ περάσουν, ἀλλὰ κανένας δὲν παραπονέθηκε. Τὸ νερὸ ἦταν πάνω ἀπ᾿ ὅλα.
Ἡ δουλειὰ προχώρησε γρήγορα καὶ βρῆκαν νερὸ σὲ σχετικὰ μικρὸ βάθος, ἐκεῖ ποὺ τέλειωνε τὸ χῶμα κι ἄρχιζε ὁ βράχος. Ὅμως ἔπρεπε νὰ λαξέψουν τὸ βράχο γιὰ νὰ νὰ φτιὰξουν τὸν καζανέ, ἕναν χῶρο ποὺ μαζεύει τὸ νερὸ στὸ βάθος τοῦ πηγαδιοῦ. Ἀπὸ ᾿κεῖ θὰ τό ᾿στελναν μὲ ἀντλία στὴ δεξαμενή.
Ὁ βράχος ἦταν σκληρὸς κι ἔπρεπε νὰ τὸν σπάσουν μὲ φουρνέλα. Οἱ πηγαδᾶδες εἶχαν ὅλα τὰ χρειαζούμενα: δυναμίτη, καψούλια, φυτίλι καὶ ἄδεια ἀπὸ τὴν ἀστυνομία. Ἄνοιξαν τρύπες στὸ βράχο μὲ τὸ κομπρεσέρ κι ἄρχισαν νὰ ἑτοιμάζουν τὰ ἐκρηκτικά. Ξαφνικὰ ὁ ἐργολάβος χτύπησε τὸ κούτελο μὲ τὴν παλάμη του.
«Φτοῦ! Ξεχάσαμε τὶς καπότες!»
Ὁ Νικολὸς ἦταν ἀπίκου· τὸν εἶχε ἀφήσει ὁ πατέρας του γιὰ νὰ τοὺς εἰδοποιήσει ἂν χρειάζονταν κάτι οἱ πηγαδᾶδες. Κοκκίνησε μόλις ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ ἐργολάβου. Κάτι εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὰ ξαδέλφια του ποὺ εἶχαν πάρε-δῶσε μὲ τουρίστριες. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τί τά ᾿θελε αὐτὰ τὰ πράματα ὁ ἐργολάβος· στὸ φούλ τῆς δουλειᾶς μάλιστα!
Ὁ ἐργολάβος τὸ κατάλαβε κι ἔβαλε τὰ γέλια.
«Τὰ θέλω γιὰ νὰ μήν βραχοῦν στὸ νερὸ τὰ ὑλικὰ τοῦ φουρνέλου» τοῦ ἐξήγησε.
…
Στὰ δεκαεφτά του βρέθηκε στὴν Ἀθήνα· ἐργάτης στὶς οἰκοδομές. Δὲν ἤξερε ἀπὸ τεχνικὲς δουλειές, χτισίματα, σοβαντίσματα καὶ τέτοια, ἀλλὰ ἤτανε μαθημένος στὶς δουλειὲς τοῦ χωραφιοῦ καὶ εἶχε τὸ φτυάρι καὶ τὸν κασμὰ γιὰ παιχνιδάκι. Γρήγορα ἔμαθε καὶ τὸ κομπρεσέρ. Ὁ ἐργολάβος ὅμως ἤτανε ἀχόρταγος. Εἶδε πὼς ἄντεχε στὴ δουλειὰ καὶ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ πάρει ἀνάσα. Τὸν ἔβαλε κι ἔκανε δυὸ δουλειές· ἔσκαβε μὲ τὸ κομπρεσέρ καὶ μετά φτυάριζε τὰ μπάζα. Κι ὅταν δὲν ἄκουγε νὰ δουλεύει τὸ κομπρεσὲρ καὶ δὲν τὸν ἔβλεπε νὰ φτυαρίζει μπάζα, τοῦ ᾿βαζε τὶς φωνές.
Ὁ Νικολὸς ἤτανε φιλότιμος καὶ δὲν ἔλεγε τίποτα. Χαζὸς ὅμως δὲν ἤτανε. Εἶχε βρεῖ τὸν τρόπο νὰ τὸν ξεγελᾶ καὶ νὰ παίρνει κάποιες ἀνάσες. Εἶχε βρεῖ ἔνα κομμάτι χοντρό λάστιχο ἀπὸ τὸ σωλῆνα τοῦ κομπρεσέρ, τὸ σφήνωνε στὸ χερούλι τοῦ πιστολέτου, κάρφωνε τὸ πιστολέτο στὸ χῶμα κι αὐτὸ δούλευε συνέχεια. Δὲν τὸ ᾿κανε παντοῦ· μόνο ὅταν ἦταν πίσω ἀπὸ μπάζα καὶ δὲν τὸν ἔβλεπε τὸ ἀφεντικό. Ὅμως, μ᾿ αὐτὰ καὶ μ᾿ αὐτά, ἡ καρδιά του εἶχε κρυώσει καὶ ἀποφάσισε νὰ φύγει. Μὰ πρὶν φύγει ἤθελε νὰ τοῦ σκαρώσει ἕνα χουνέρι.
Ἡ εὐκαιρία τοῦ δόθηκε ὅταν ἔσκαβαν λάκκους γιὰ τὰ πέδιλα τοῦ σκελετοῦ μιᾶς καινούργιας οἰκοδομῆς. Ὁ λάκκος ποὺ ἔσκαβε ἦταν ἀρκετὰ βαθύς, εἶχαν μαζευτεῖ τὰ μπάζα γύρω-γύρω καὶ δὲν μποροῦσε κανένας νὰ δεῖ τί γινόταν στὸ βάθος του· ἀκόμα κι ἂν ἀνέβαινε στὰ μπάζα μὲ κίνδυνο νὰ κατρακυλίσει στὴν τρύπα.
Κάποια στιγμὴ ὁ Νικολὸς σταμάτησε νὰ δουλεύει καὶ περίμενε ν᾿ ἀκούσει τὶς φωνές τ᾿ ἀφεντικοῦ. Μόλις τὸν ἄκουσε νὰ φωνάζει, πλησιάζοντας πρὸς τὸ μέρος του, ἔβαλε μπρὸς τὸ πιστολέτο, βάζοντας τὸ λάστιχο στὸ χερούλι του, τὸ κάρφωσε στὸ χῶμα καὶ ταυτόχρονα ἄρχισε νὰ φτυαρίζει τὰ μπάζα.
Τὸ ἀφεντικὸ εἶχε σκυλιάσει· προσπαθοῦσε νὰ φτάσει στὴν ἄκρη τῆς τρύπας μὲ κίνδυνο νὰ γκρεμοτσακιστεῖ. Τὸν ἔτρωγε ἡ περιέργεια πῶς τὰ κατάφερνε αὐτὸ τὸ χωριατόπαιδο νὰ κάνει καὶ τὶς δυό δουλειές μαζί.
Κι ὁ Νικολός συνέχιζε νὰ φτυαρίζει ἀτάραχος. Ἔβλεπε τὴ σκιὰ τοῦ ἄλλου ποὺ πήγαινε πέρα-δῶθε στὴν κορφή τοῦ λάκκου καὶ ἀπολάμβανε τὴ μικρή του ἐκδίκηση.
Και κλείνουμε με….
Κυριακάτικο (ευτράπελη διήγηση του Dryhammer)
Από το απόγευμα του Σαββάτου ο Κυριάκος Κοντογιώργος ρεγότανε ψαράκι. Δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα τί, φτάνει να ‘τανε φρέσκο ψάρι. Έβαλε το ξυπνητήρι να χτυπήσει χαράματα, παράβλεψε τη γκρίνια της γυναίκας του «μια Κυριακή έχουμε να χουζουρέψουμε λίγο κι εσύ έβαλες το διάβολο να χτυπάει από τη μαύρη νύχτα. Το γάλα θα μοιράσεις;» ντύθηκε, ήπιε καφέ στο φτερό και κίνησε για το μόλο. Ήθελε να προλάβει τους ψαράδες μόλις που θά ‘δεναν για βρει και να διαλέξει «το καλό».
Κατηφόρισε σχεδόν τρέχοντας μέχρι το παλιό μουράγιο κι έφτασε ξέπνοος, χωρίς κουράγια για να δει στη θάλασσα τις βάρκες και τα καϊκάκια να πλησιάζουν. «Πρέπει να κόψω το τσιγάρο» σκέφτηκε κι άναψε ένα μέχρι να δέσει ‘ο δικός του’.
Μετά από μερικά λεπτά, που η λαχτάρα του τά ‘κανε να μοιάζουν ώρες, πήγε δίπλα στη βάρκα για να δει πως όλη κι όλη η ψαριά ήτανε μια κασέλα μαζί με τον πάγο. Χάρηκε «το πρόλαβα το καλό. Θα πήγαινε μάτια μάτια κι ούτε που θα το ‘βλεπα αν αργούσα λίγο», αλλά φύσει καχύποπτος, σήκωσε και το μάγουλο του ψαριού. Βλέπει τα βράγχια και του ‘ρθε μια λύπη. Το χρώμα τους δεν…
Γύρισε κι έφυγε φουρκισμένος. Ούτε που θέλησε να κοιτάξει τους άλλους ψαράδες μήπως κι έβρισκε τίποτα της προκοπής σ’ εκείνους. Την Κυριακή αυτή θα του ‘λειπε το ψάρι που λαχταρούσε.
Περπάτησε λίγο μέχρι που βγήκε στην ακροθαλασσιά. Τα βότσαλα άσπρα γυάλιζαν κάτω απ’ τον ήλιο με ιριδισμούς καθώς στέγνωνε πάνω τους το αλάτι. «Έ τους γύφτους!» μουρμούρισε «Τους γύφτους, μου χαλάσανε την καρδιά Κυριακάτικα».
Κλώτσησε ένα βότσαλο και τον πόνεσε το δάχτυλό του μέσα από το παπούτσι. Τηλεφώνησε στη γυναίκα του ότι δε βρήκε ψάρι, για ν’ ακούσει πως θα βγάλει κιμά να ξεπαγώνει για το μεσημεριανό. Τώρα που του φταίγαν όλα «Σκατά, τι με σώνει απ΄ τη χοληστερίνη, όλο κρέατα κρέατα…».
Τριγύριζε σα χαμένος με τα βότσαλα να τρίζουν κάτω απ΄ τα παπούτσια του, ώσπου μεσημέριασε και τράβηξε για το σπίτι.
Η κυρά ήταν κατά βάθος χαρούμενη. Δεν πολυσυμπαθούσε τα ψάρια ούτε στο καθάρισμά τους ούτε στο φάγωμα, που για να τα ξεκοκαλίσει ήθελε γυαλιά (που αρνιόταν να φορέσει). Και την απουσία του από το σπίτι, όλο το πρωί της Κυριακής, την είδε δώρο εξ ουρανού. Είχε φτιάξει κεφτέδες, είχε και κάτι χόρτα πού ‘στειλε η μάνα της, αλλά εκείνος ήταν μνημόσυνο. Τσίμπησε δυό τρείς και τα παράτησε. Εκείνη έτρωγε με όρεξη, και στο τέλος του σκάει και το μυστικό: «Δεν πάμε μια βολτίτσα μέχρι την παραλία ‘τη δικιά μας’ με την άμμο, να χωνέψουμε; Είναι κι ωραίο απομεσήμερο, γλυκούρα…». Του φάνηκε πως του ‘κλεισε και το μάτι…
Ανόρεχτα σηκώθηκε, ανόρεχτα βγήκε απ’ το σπίτι, με κέφια γύρισε πίσω. Πήγε στους κρύους κεφτέδες με τα χόρτα και τους τσάκισε. Από το βάθος ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του «Έβαλα το θερμοσίφωνα. Η άμμος μπαίνει παντού…».
«Καλά έκανες. Μπαίνει παντού, δεν είναι βότσαλο» και έπιασε να σκαρώνει στιχάκια στη χαρτοπεσέτα μέχρι να γίνει το νερό.
https://sarantakos.wordpress.com/