«Όλα, θέλω να τα ξέρω όλα!»
Η κυρία (μας) Σοφία (μας) ήταν μια γυναίκα δίχως ηλικία. Ποτέ δεν την είχε κρύψει, σχεδόν συνομήλικη ήταν με τον γνωστό επίτιμο–απέθαντο (του έριχνε κι οκτώ μήνες, αλλά εκείνη «έφυγε» αρκετά χρόνια νωρίτερα), και ξέρεις τι έλεγε ο θείος Oscar (Wilde):
Ποτέ μην εμπιστεύεσαι τις γυναίκες που λένε την πραγματική τους ηλικία. Αφού μπορούν να πουν αυτό, μπορούν να πουν τα πάντα.
Όμως, είχε μιαν απίστευτη ομορφιά και μια μεγαλειώδη αύρα που δεν σ’ άφηναν να σκεφτείς τίποτ’ άλλο όταν την αντίκριζες!
Δεν είχε φωτογραφίες από τα νιάτα της. Ή ίσως είχε, αλλά δεν τις έδειχνε. Αρκεί να σου πω όμως, ότι στην ταυτότητά της, ήταν ίδια η Marlene Dietrich!
Γυναίκα «του κόσμου», με κύκλο αξιοζήλευτο και γνωριμίες πολλές. Mε μόρφωση above average, όχι μόνο για την εποχή της.
Δεν είχε φωτογραφίες από τα νιάτα της. Ή ίσως είχε, αλλά δεν τις έδειχνε. Αρκεί να σου πω όμως, ότι στην ταυτότητά της, ήταν ίδια η Marlene Dietrich!
Γυναίκα «του κόσμου», με κύκλο αξιοζήλευτο και γνωριμίες πολλές. Mε μόρφωση above average, όχι μόνο για την εποχή της.
Θ’ αναρωτιέσαι, λοιπόν, τι μπορεί να κάνει έναν τέτοιον άνθρωπο, μια τέτοια γυναίκα, να γίνει κουτσομπόλα (στα γεράματα!) Ίσως, η ζωή που περνά και χάνεται… Ίσως το γεγονός ότι κουβαλούσε στους ώμους της πολλά μυστήρια κι ένα ομιχλώδες παρελθόν, και στην προσπάθειά της να προστατέψει τους αγαπημένους της αλλά και τον εαυτό της, κρατώντας τα διά παντός κρυφά, να ανακατευόταν στις ζωές των άλλων, «μαγειρεύοντας» φρέσκια τροφή.
Τι ακουγόταν για το δικό της παρελθόν; Δεν θα σου το αποκαλύψω, δεν χρειάζεται άλλωστε. Ας πούμε ότι σώπασε και κοιμήθηκε κι αυτό, μαζί της.
Όσο, λοιπόν, η κυρία (μας) Σοφία (μας) διήνυε τη δεκαετία των πρώτων της –ήντα, δεν την έβλεπε ούτε το σπίτι της ούτε η πολυκατοικία! Τα πρωινά, μαγαζιά, καφεδάκι με τις φιλενάδες της στου Zonar’s, κομμωτήριο, μοδίστρα. Τ’ απογεύματα και το βράδυ, τσάι, χαρτάκι, θέατρο, Λυρική, δείπνα. Αργότερα, όσο τα χρόνια περνούσαν, αυτό το διαρκές πηγαινέλα την κούρασε. Κράτησε «λίγους και καλούς» –φίλες και φίλους– και ενέταξε στις πρωινές δραστηριότητές της τις επισκέψεις στην πολυκατοικία και τη γειτονιά.
Πρώτος καφές της ημέρας στο σπίτι της ή στο δικό μας. Φαίνεται, παρουσιάζαμε ενδιαφέρον ως οικογένεια, διαφορετικά δεν μπορώ να την εξηγήσω τέτοια αγάπη! Το τι καλούδια με φίλευε κάθε φορά, τα καλοκαίρια που δεν είχα σχολείο και πήγαινα σπίτι της με τη μαμά μου… αλλά και το τι γλυκάκι, κουλουράκι, ζελεδάκι, ταρτάκι έφερνε κάθε φορά που ερχόταν εκείνη σ’ εμάς, ήταν το κάτι άλλο! Μπαλονάκι γινόμουν! (Eυτυχώς, πηγαίναμε για μπάνιο, ήταν ακόμη ανθρώπινες οι συνθήκες και οι παραλίες καθαρές, δίχως τη γνωστή συμπούρμπουλη με τα ταπεράκια, ενώ καθόσουν όπου έστρωνες, δεν χρειαζόταν να πληρώνεις την ξαπλώστρα για συλλεκτικό κομμάτι Jaime Hayón! Mετά έρχονταν κι οι διακοπές και κάπως έστρωνε το κορμί!)
Ολιγομίλητη και μετρημένη η μαμά μου, δεν έπιανε κουβέντες που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να εκθέσουν πρόσωπα και καταστάσεις. Και δώσ’ του να ρίχνει δολωμένη πετονιά η κυρία (μας) Σοφία (μας), κι όσο δεν μιλούσε η μαμά, τόσο το χόντραινε το παιχνίδι! «Πάρε ένα χαρτζιλικάκι, κορτσούδι μου, να πάρεις το αγαπημένο σου δισκάκι!» (Τότε είχαμε βινύλιο, τα «δισκάκια» ήταν 45άρια ή 33άρια LP). Tι κι αν με νουθετούσαν να ευχαριστώ με ευγένεια αλλά να μην το παίρνω το χαρτζιλικάκι, εγώ ήμουν πολύ καταδεχτικό! Και δισκάκια έπαιρνα, και περιοδικά (Μανίνα και Κατερίνα, μου έπαιρναν οι γονείς μου. Όλα τ’ άλλα, Μίκυ Μάους, Τιραμόλα, Σεραφίνο, Λούκυ Λουκ, Πάτυ, Χαρούμενο Κορίτσι… η κυρία Σοφία! Αμέ!)
Με τους δικούς μου, εξαιρετικούς χειρισμούς, έφτασε εποχή που την είχαμε οικότροφο, επί καθημερινής βάσεως! Μετά τον καφέ, έκανε τη γύρα της, μας έφερνε «φρέσκα νέα», η μαμά μου σιδέρωνε κι άκουγε τα οικογενειακά του απέναντι μαγαζάτορα, τα γκομενικά της κομμώτριας, τα παράπονα του φούρναρη, τα μυστικά της κρεβατοκάμαρας των από κάτω, «Σοφία μου, έλα να πούμε τα δικά μας, τι με νοιάζουν εμένα αυτά;» Η άλλη, πετούσε ένα «καλά λες…» αντάλλασσε δυο–τρεις σαχλαμάρες μ’ εμένα και ξανά τα ίδια!
Κάπου εδώ να συμπληρώσω ότι παντού, όπου «χωνόταν», πήγαινε με το κατιτί της! Ευτυχώς, είχε έρθει η ώρα να γίνουν άλλοι μπαλόνια, ενώ εγώ, ήδη απολάμβανα φοβερά προνόμια έναντι αυτών!
Eίδαμε και πάθαμε να περιορίσουμε τις ώρες επισκέψεων, οι οποίες με τον καιρό είχαν πυκνώσει και πολλές φορές συνέπιπταν με τις ώρες κοινής ησυχίας.
Από την άλλη πλευρά, μπήκαν σε εφαρμογή «τα μεγάλα μέσα», δηλαδή υπέροχα (ομολογουμένως!) και πολύ καλόγουστα διακοσμητικά! Ένας μικρός ελέφαντας καμωμένος από μικροσκοπικά κομμάτια καθρέφτη (veritable Ινδός!), ένα σκεύος από τερακότα, ένας κρυστάλλινος άγγελος, κηροπήγια, αρωματικά κεριά (δυσεύρετα, τότε), κούπες «για το γάλα του παιδιού» (εμένα του παιδιού!)
Φυσικά, ήξερε σε τι χέρια να τα παραδώσει, έτσι;
Φυσικά, ήξερε σε τι χέρια να τα παραδώσει, έτσι;
Είχα, ωστόσο, καταλάβει πια, ότι όλο αυτό που συνέβαινε με τα δώρα και τα χαρτζιλικάκια, επρόκειτο για «ανταλλαγή». Αυτό που δεν καταλάβαινα, είναι το γιατί. Εφόσον από τη μαμά μου δεν έπαιρνε κουβέντα, ούτε για τα οικογενειακά μας, ούτε για κανέναν άλλον από τη γειτονιά… τότε…;
Παράλληλα, η μητέρα της τότε κολλητής μου από την πολυκατοικία, άρχισε να παραπονιέται για τις αδιάκριτες επισκέψεις της κυρίας (μας) Σοφίας (μας) στο σπίτι της. Ναι, ναι! Με όλα τα… παρελκόμενα: δωράκια, χαρτζιλικάκι στα παιδιά (ήταν και δύο αυτά, ενώ εγώ ερχόμουν πιο οικονομική!) και… μεταφορά «υλικού» απ’ όλη τη γειτονιά (και από το σπίτι μας! Διότι, βλέπεις, δεν είναι μόνο το τι λέει ή δεν λέει κάποιος, είναι και το τι βλέπει ο άλλος! Κι όταν θέλει να δει, πιο πολλά μαθαίνει μαντεύοντας, παρά ξεψαχνίζοντας!)
Δυστυχώς, η μαμά–κολλητής, δεν ήταν διακριτική. Εκτός του ότι, ένα μάθαινε – δεκαπέντε διέδιδε, δεν κρατούσε κλειστό το στόμα της, ούτε για τα δικά τους οικογενειακά, μ’ αποτέλεσμα… Ε! Μπορείς να το μαντέψεις! (Ούτε εδώ χρειάζεται να αναφέρω λεπτομέρειες).
♦ ♦ ♦
Περνούσε ο καιρός και τα χρόνια, η ωραία κυρία (μας) Σοφία (μας) μεγάλωνε, ζάρωνε, γερνούσε… και πια, δεν αποχωριζόταν τα τεράστια, μαύρα γυαλιά της. Oι γονείς μου είχαν ήδη μετακομίσει, η κολλητή μου είχε παντρευτεί, ο αδερφός της ήταν στο εξωτερικό, οι γονείς τους είχαν χωρίσει.
Έμενα μόνη μου, «εργαζόμενο κορίτσι» πλέον. Μία φορά μου είχε χτυπήσει το κουδούνι, με τα μαύρα της γυαλιά, ήταν βράδυ, σε λίγο θα ‘βγαινα. «Κορτσούδι μου, έχω ωραίο παγωτό, έλα άμα θέλεις να καθίσουμε στη βεράντα, να τα πούμε… Πόσο μεγάλωσες, πόσο συγκινούμαι, πόσο…» κι έβαλε τα κλάματα.
«Κυρία Σοφία μου, έχω κανονίσει να βγω… μιαν άλλη φορά, ε;»
«Κυρία Σοφία μου, έχω κανονίσει να βγω… μιαν άλλη φορά, ε;»
Μ’ αγκάλιασε και μου φίλησε τα μαλλιά, όπως έκανε όταν ήμουν μικρή. «Ναι, καρδούλα μου, ναι πουλάκι μου… Να βγεις, να βγεις τώρα που είσαι νέα! Να ‘χεις φίλους, να μην μείνεις μόνη… Μιαν άλλη φορά…»
Δεν την ξαναείδα παρά μία ή δύο φορές ακόμη. Συνήθως την απέφευγα μάλιστα. Παρόλο που, αν εξαιρέσει κανείς το κουτσομπολιό, ήταν μια γυναίκα – σχολείο. Μυαλό ανοιχτό σε όλα τα θέματα. Άποψη.
Πέρασαν κι άλλα χρόνια. Πολλά. Θέλησα να τη δω, να της μιλήσω. Είχα καταλάβει, είχα ερμηνεύσει το γιατί της «ανταλλαγής».
Η ζωή, που κάποτε ήταν γαλαντόμα μαζί της, της είχε κλείσει την πόρτα κατάμουτρα, αντικρίζοντας την παρακμή της ομορφιάς, της νιότης. Ένας–ένας έφευγαν οι φίλοι της, μία–μία έσβηναν οι απολαύσεις, ο κόσμος άλλαζε, η κοινωνία το ίδιο κι εκείνη, ρουφούσε με το καλαμάκι ό,τι μπορούσε από τις ζωές των άλλων. Ήθελε να ‘χει συμμετοχή σ’ αυτές, να ‘χει λόγο, να ‘χει ρόλο.
Η ζωή, που κάποτε ήταν γαλαντόμα μαζί της, της είχε κλείσει την πόρτα κατάμουτρα, αντικρίζοντας την παρακμή της ομορφιάς, της νιότης. Ένας–ένας έφευγαν οι φίλοι της, μία–μία έσβηναν οι απολαύσεις, ο κόσμος άλλαζε, η κοινωνία το ίδιο κι εκείνη, ρουφούσε με το καλαμάκι ό,τι μπορούσε από τις ζωές των άλλων. Ήθελε να ‘χει συμμετοχή σ’ αυτές, να ‘χει λόγο, να ‘χει ρόλο.
Μια βόλτα στην παλιά μου γειτονιά, ένας καφές στην κοπέλα που είχα πουλήσει το σπίτι. Εκείνη μου είπε πως, «η καημένη… Πέθανε… Μια σταλίτσα είχε μείνει, στο τέλος είχε χάσει τελείως τα μυαλά της, όλη μέρα τριγυρνούσε με τη νυχτικιά, απεριποίητη… Φορώντας διαρκώς μαύρα γυαλιά…»
Πότε–πότε, κοιτάζω τον μικρό ελέφαντα (veritable Ινδός, είπαμε!) Πολλά μικρά κομμάτια καθρέφτη έχουν πια ξεκολλήσει. Σ’ αυτά που έχουν μείνει, ώρες–ώρες έχω την εντύπωση πως μια μορφή που μοιάζει με την Marlene Dietrich, μου χαμογελά…
https://molyvikaixarti.wordpress.com/
• Πρώτη δημοσίευση: 1 Ιουλίου 2013 στο παλιό ιστολόγιό μου: «P.ink Melani»
• Ο τίτλος, δανεισμένος από «Το τραγούδι της κουτσομπόλας» | Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου, Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
• Ο τίτλος, δανεισμένος από «Το τραγούδι της κουτσομπόλας» | Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου, Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
• Image source: Pinterest