Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΛΑΜ

Επιδράσεις του αρχαίου ελληνικού μουσικού πολιτισμού στο Βυζάντιο και στο Ισλάμ

15/07/2017

Μάθημα κιθάρας, αττική υδρία, περ. 510 π.Χ.

του Κώστα Κυριάκη, Τετάρτη, 8 Απριλίου 2015

Εισαγωγή
Στην παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αρχαίας ελληνικής μουσικής θεωρίας, θεωρητικών και πράξης μέσα από την προσέγγιση της υλικοτεχνικής βάσης της μουσικής, και συγκεκριμένα μέσα από τις βασικές κλίμακες αναφοράς, δηλαδή τις ανημίτονες πεντάτονες, τις επτάτονες διατονικές και τις σύντονες διάτονες, προσδιορίζοντας τις επιδράσεις που ο μουσικός πολιτισμός της αρχαιότητας άσκησε, σε επίπεδο θεωρητικών και πράξης, τόσο στο Βυζάντιο όσο και στο Ισλάμ.  Τέλος, θα εντοπίσουμε τις συνέχειες και ασυνέχειες μεταξύ του αρχαίου και του βυζαντινού μουσικού πολιτισμού.
Η λέξη μουσική στην αρχαία Ελλάδα δεν είχε το στενό περιεχόμενο που έχει η ίδια λέξη σήμερα.  Η μουσική σήμαινε γενική πνευματική μόρφωση και μέσω αυτής ο άνθρωπος ασκούσε το πνεύμα του στην αρετή και στην αρμονία, όπως μέσω της γυμναστικής ασκούσε το σώμα του.  Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της μουσικής των αρχαίων Ελλήνων, σε αντίθεση με τους άλλους αρχαίους λαούς (πλην ίσως των Κινέζων), ήταν πως κατέστησαν τη μουσική «κτήμα του παντός», δηλαδή τέχνη στην οποία είχε πρόσβαση κάθε ελεύθερος πολίτης.[1]  Έτσι, οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν πρωταρχική σημασία στη μουσική παιδεία των νέων επειδή θεωρούσαν ότι η μουσική διαμορφώνει ολοκληρωμένες και πειθαρχημένες προσωπικότητες[2]. Παράλληλα, η μουσική από τις απαρχές της συνδέθηκε με δραστηριότητες τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού βίου αποκτώντας έναν ιερό ή κοσμικό χαρακτήρα ανάλογα με τη χρήση της.[3]

Αποτέλεσμα εικόνας για ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Οι απαρχές της ελληνικής μουσικής βυθίζονται στην αχλύ των μύθων που σκεπάζουν τα προϊστορικά χρόνια της ανθρωπότητας.  Αν και τα αρχαιολογικά ευρήματα μεταθέτουν συνεχώς σε ολοένα και παλαιότερες εποχές το συμβατικό όριο της απαρχής της, το μέχρι τώρα βεβαιωμένο τεκμήριο μουσικής από τον ελληνικό χώρο είναι ο «αυλός του Δισπηλιού», ο οποίος χρονολογείται από το 5300 π.Χ.[4] Ωστόσο, οι αρχαιολογικές ανασκαφές θα ανασύρουν από τα σπλάχνα της γης έναν ικανό αριθμό από αυλούς που επιτρέπει να μελετηθεί ο τρόπος των τρήσεών τους και των διαστημάτων τους[5], έτσι ώστε να καταλήξει η έρευνα σε ορισμένες διαπιστώσεις: «[.. ]το σύστημα της τρήσης των παραδοσιακών αυλών ακολουθεί, από τότε έως και σήμερα, δύο πάγιες τακτικές, κατ’ αρχήν ισοδιάμετρες, με ενδεχόμενες μείξεις, παραλλαγές και συμπληρώσεις: i. των ίσων και ϊϊ. των άνισων μηκών (αποστάσεων) ανάμεσα στα τρήματα.[… ] Η «λιγότερο προφανής» ανισομήκης τακτική ενδεχομένως δείχνει συγκεκριμένα αιτούμενα και προχωρημένη συνειδητότητα του τονικού ύψους […] και θεωρείται ότι φανερώνει ροπή προς τον πεντατονισμό.[…] Η «φυσικότερη» ισομήκης τακτική» θεωρείται ότι φανερώνει ροπή προς την επτατονία».[6] Ο γεωγραφικός χώρος στον οποίο επιχωριάζουν οι επτάτονες μαλακές διατονικές κλίμακες, καθώς και οι παραλλαγές και εξελίξεις τους, είναι μεγάλα μέρη από την βόρεια και ανατολική Ευρώπη, η Μέση Ανατολή και η κεντρική Ασία, ενώ αντίθετα τα δυτικά Βαλκάνια και οι βόρειες προεκτάσεις τους ασκούν τις πρωτογενείς πεντατονικές ανημίτονες κλίμακες: τα δύο αυτά φθογγολογικά ρεύματα «συναντήθηκαν και ζυμώθηκαν» στον ελλαδικό χώρο διαμορφώνοντας το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα[7].
Με βάση τα παραπάνω ο προϊστορικός ελλαδικός χώρος αντιπαραθέτει τις ανημίτονες πεντατονικές κλίμακες στα διατονικά κτλ. τετράχορδα και τις χρόες τους, δηλαδή την «πελασγική» δύση με τη θρακοφρυγική ανατολή.  Η ελλαδική μουσική εναντιότητα θα αποτυπωθεί μυθολογικά στο διαγωνισμό του Απόλλωνα («υπερβόρειος», κιθαριστής) με τον Διόνυσο (θρακοφρυγικός), μέσω του εκπροσώπου του, του αυλητή σατύρου Μαρσύα[8].  Ωστόσο, θα πραγματοποιηθεί μια σύνθεση των δύο αυτών φθογγολογίων βάσης, «και μέσα από αυτήν η κλασική Ελλάδα θα αντιπαραθέτει διαρκώς το απολλώνειο και το διονυσιακόστοιχείο της, δύο πνεύματα με διαφορετική ιστορία και διαφορετικές μουσικές καταβολές [. . .] Η διαμόρφωση της ελληνικής μουσικής, από την αρχαϊκή εποχή έως τις μέρες μας, περνάει από τα πεντάτονα και τον Αυλό.  Και περιλαμβάνει τις δομές των κλιμάκων, τις παραλλαγές τους, τις τάσεις τους και όλες τις βαθμιαίες ή ξαφνικές χρονικές εξελίξεις τους και τις πολιτισμικές αμοιβαιότητες και ωσμώσεις με άλλους μουσικούς πολιτισμούς που έχουν τις ίδιες αναγωγές καθ’ όλον ή κατά μέρος».[9]
Ο αυλός, και ιδιαίτερα ο φρυγικός αυλός, κατά την αρχαϊκή εποχή, χρησίμευε ως το εποπτικό όργανο πάνω στο οποίο διδάσκονταν «παρεμπιπτόντως» οι νότες, τα διαστήματα και οι κλίμακες, δηλαδή το θεωρητικό ή θεωρητικοφανές επίπεδο της τέχνης της μουσικής.[10]Άλλωστε, κατά την περίοδο αυτή δεν μπορούμε να μιλάμε για θεωρία της μουσικής, αφού το υλικό των μουσικών φθόγγων, που συνίσταται στις επτάτονες μαλακές διατονικές κλίμακες (αυλητικές και σπονδειακές), μπορεί να περιγραφεί από τα θεωρητικά, «αλλά δεν υπακούει σε καμιά θεωρία: οι αυλητικές και σπονδειακές κλίμακες είναι χτισμένες σε βάσεις αντιθεωρητικές».[11]
Το πέρασμα της μουσικής από την προ-θεωρητική αρχαϊκή φάση στη θεωρία της κλασικής περιόδου σημαδεύεται από τη φυσιογνωμία του Πυθαγόρα.  Ο Πυθαγόρας θα κληρονομήσει μια ζώσα και πολυσχιδή μουσική πράξη και θεωρητικά, τα οποία και θα επιχειρήσει να συστηματοποιήσει δια μέσου της μαθηματικής θεωρίας,[12] αφού γι’ αυτόν και τη σχολή του τα πάντα ανάγονται στους αριθμούς. Και είναι αυτή η γένεση της θεωρίας που πιστώνεται ως το πρώτο και ειδοποιό γνώρισμα της κλασικής ελληνικής μουσικής.
Η μαθηματικοποίηση της θεωρίας της μουσικής προβιβάζεται από τον προσωκρατικό φιλόσοφο σε επιστήμη μετά την Αριθμητική (υποβιβάζοντας στη τρίτη θέση τη Γεωμετρία και στην τέταρτη την Αστρονομία) και ως εκ τούτου η κατανόηση και η εφαρμογή της προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός καθαρού θεωρητικού πλαισίου.[13] Η θεωρία του Πυθαγόρα και της σχολής του «είναι αποχρώσα, καθώς ανταποκρίνεται στη φύση του φαινομένου του μουσικού ήχου, και δεν έχει ανατραπεί μέσα στους αιώνες που ακολούθησαν [. . .] Φιλοσοφικά, η θεωρία αυτή εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης και τις κυρίαρχες διαλεκτικές, αφενός, των αρχετύπων, προτύπων και ιδεών (θεωρία) και, αφετέρου, των μιμημάτων, των ειδώλων και της απάτης (κόσμος, πράξη).  Η μουσική κατέχει την κορυφαία θέση μέσα στις τέχνες, επέχοντας τη θέση του παγκόσμιου αισθητηριακά προσλήψιμου καθαρού εκδηλώματος του αρχετύπου που αποτελεί η θεωρία των αριθμών. Η μουσική ρυθμίζει τον κόσμο μέσα από την κοσμική αρχή της Αρμονίας των Σφαιρών».[14]
Η σχολή των Πυθαγορείων θα αναπτύξει έτι περαιτέρω τη θεωρία της μουσικής και θα επιβάλλει ένα καινούριο μουσικό υλικό που εδράζεται σε νέες κλίμακες, «δομήματα θεωρίας με απαρχές στις μαθηματικές ιδιότητες του μουσικού ηχητικού υλικού».[15]  Έτσι, διαμορφώνεται μια λόγια κλασική μουσική που δημιουργεί σύντονες διάτονες κλίμακες, οι οποίες ανήκουν σε έναν αριθμό συναφών γενών: πυθαγόρειες, φυσικές κ.ά.  Η πυθαγόρεια θεωρία στην εποχή της μέγιστης ακμής της (6οςπ.Χ. – 4°s π.Χ. αιώνας) θα επηρεάσει καθοριστικά τη μουσική πράξη και παιδεία, αφενός μεταθέτοντας τη μελέτη του μουσικού ήχου στις χορδές και, αφετέρου, περιγράφοντας τη σύντονη διάτονη μουσική ως φορέα ύφους και ήθους.  Σύμφωνα με τους Πυθαγόρειους «οι αρχές που διέπουν τη σχέση θεωρίας και πράξης αφορούν τη συνειδητή γνώση του υλικού και τη σύμπνοια της φύσης και της χρήσης του. Πρόκειται για στάση που διατρέχει όλες τις τέχνες και οδηγεί στην αναζήτηση του κανόνος στην κάθε μία απ’ αυτές».[16]
Ωστόσο, κατά τον 4° αιώνα π.Χ. εμφανίζεται ο Αριστόξενος, ο οποίος αντιτίθεται στις πυθαγόρειες απόψεις και τη μαθηματική θεωρία της μουσικής, διατυπώνοντας το δόγμα ότι: η μουσική ανήκει στους μουσικούς και ύπατος και τελικός κριτής της μουσικής είναι το αυτί.[17] Υποστηρίζοντας ότι η εκμάθηση της μουσικής αποτελεί μυητική διαδικασία που εδράζεται στην εμπειρία και μεταδίδεται με την προφορικότητα ο Αριστόξενος συμφύρει και συγχέει το φυσικό τριαδικό σύστημα με το πυθαγόρειο, με άμεση συνέπεια ναι μεν την ενίσχυση της λαϊκής παραδοσιακής μουσικής έκφρασης αλλά και τη σταδιακή απομάκρυνση από την καθαρή και αφηρημένη θεωρία.
Έτσι, ο λόγιος μουσικός πολιτισμός έως και τον 2° μ. Χ. αιώνα διανύει μια παράλληλη πορεία με τη λαϊκή παραδοσιακή μουσική πράξη (πολιτισμικός δυϊσμός), η οποία δεν παύει να υφίσταται ακολουθώντας τη ροή της εμπειρίας και της προφορικότητας, όπως και στην πρώιμη περίοδο της αρχαιότητας.  Οι μαλακές διατονικές κλίμακες συνυπάρχουν με τις σύντονες διατονικές του Πυθαγόρα και σταδιακά κερδίζουν έδαφος, κυρίως χάρη στην επίδραση της θεωρίας του Αριστόξενου. Συνοπτικά, από τον 4° π.Χ. αιώνα έως και το 2° μ.Χ. αιώνα η μουσική πραγματικότητα εμφανίζει τις εξής μερικότερες εκφάνσεις: «μαθηματικούς, δηλαδή συντηρητικούς [. . .] δογματικούς Πυθαγορείους που μένουν πιστοί σε αυστηρές και δυσνόητες αριθμητικές και αριθμοσοφικές και τελικά εξωπραγματικές εκφάνσεις της μουσικής, ακουσματικούς / αριστοξενικούς, που προωθούν μια ζώσα πράξη ταλαντούχων και ικανών πλην θεωρητικά αστοιχείωτων μουσικών, μια σειρά συνδυαστικών μελετητών, που τα Θεωρητικά τους πρόσκεινται ηχητικά στους αριστοξενικούς, αλλά προσπαθούν να διατηρήσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερη επαφή με μια «μετριοπαθή» πυθαγόρεια άποψη […], λαϊκούς μουσικούς που, μέσα στους οκτώ αυτούς αιώνες, [.. ] συνέχισαν κάτω από όλη τη λόγια επικάλυψη να παίζουν τις ίδιες αρχέγονες αυλητικές και σπονδειακές δομές […]».[18]
Την κλασική περίοδο, επίσης, θα δημιουργηθεί και η πρώτη μουσική γραφή (παρασημαντική), που μαζί με τη θεωρία της μουσικής και τη δημιουργία των σύντονων διατονικών κλιμάκων θα πιστωθεί στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής μουσικής αρχαιότητας.  Η μουσική γραφή θα χρησιμοποιήσει ως μουσικά σύμβολα τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, που σημειώνονται στο επάνω μέρος των συλλαβών για τα φωνητικά μέρη, ενώ στο κάτω για τα οργανικά: «και τα μεν άνωθεν της λέξεως… τα δε της κρούσεως κάτωθεν».[19] Η μουσική γραφή σταδιακά καθίσταται απολύτως απαραίτητη για την εκμάθηση και διάδοση της μουσικής, η οποία ως τότε στηριζόταν στην προφορικότητα και στην παράδοση. Η λόγια ειδικά μουσική ευνοείται από την ανακάλυψη της σημειογραφίας, καθώς η μαθηματική της διατύπωση δυσχεραίνει την κατανόηση και μετάδοσή της.
Η επίδραση της αρχαίας ελληνικής μουσικής στο Βυζάντιο και στο Ισλάμ
Α. Βυζάντιο
Η οριστική όμως απομάκρυνση από τη θεωρία και η έμφαση στα θεωρητικά θα συμβεί μετά το 2° μ.Χ. αιώνα, όταν θα εδραιωθεί ο Χριστιανισμός ως επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους.  Στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας «καλλιεργείται μια βάση (αντιθεωρητικών) σπονδειακών κλιμάκων στο πλαίσιο της λόγιας μουσικής της εποχής, η οποία περιορίζεται στην έκφραση του ιερού στοιχείου μέσα από τον αποκλειστικό ρόλο της ορθόδοξης εκκλησιαστικής υμνωδίας».[20] Το ειδικό μελωδικό σύστημα της βυζαντινής μουσικής εδράζεται υλικοτεχνικά στο σύστημα της οκτωηχίας, «που με το χρόνο εμπλουτίζεται, διαμορφώνεται και μεταλλάσσεται δραστικά με θεωρητικά σκεπτικά θεολογικά (άρα εξωμουσικά)».[21] Το βυζαντινό μαλακό διάτονο επτατονικό μέλος στηρίζεται αποκλειστικά στη μελωδία και στη μονοφωνία και παράγει διατονικές σπονδειακές κλίμακες, τετράχορδα και πεντάχορδα μαζί με δομήματα σκληρά και χρωματικά (εν μέρει ή εν όλω πυθαγόρεια).  Η μελωδία αποστρέφεται την έννοια της αρμονίας, βρίσκεται σχεδόν σε απόλυτη συνάφεια με τον λόγο και διακρίνεται για ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της: το ίσον.  Η ρυθμολογία στη βυζαντινή μουσική διαμορφώνεται σε ελεύθερη μορφή, η όρχηση απουσιάζει, ενώ ο προσωδιακός χαρακτήρας του μέτρου αντικαθίσταται από την τονικότητα.[22]
Η λειτουργική μουσική της ορθοδόξου εκκλησίας, που αναφέρεται ως «βυζαντινή μουσική», είναι εκείνη που καθορίζει ουσιαστικά τον μουσικό πολιτισμό του Βυζαντίου, καθώς το θεολογικό της περιεχόμενο αποκτά κοινωνικές προεκτάσεις που οριοθετούνται από το τρίπτυχο: ήθος, μόρφωση, μυσταγωγία.  Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναγνωρίζουν τη σημασία και την κοινωνική λειτουργία της μουσικής, θεωρώντας ότι συμβάλλει καθοριστικά στην παιδεία και στη διαμόρφωση ήθους[23]. Η εκκλησιαστική μουσική του Βυζαντίου, ωστόσο, δε συνιστά αυτόνομη τέχνη, καθώς αναπτύσσεται σε συνάφεια με την ποίηση, η οποία αφορά σε ωδές που εξυμνούν το Θεό.  Η τεχνοτροπία της δεσμεύεται από τη γενική ιδέα της πίστης προς το Θεό και ακολουθεί σταθερά πρότυπα και χαρακτηριστικά που απηχούν τη θεία αρμονία.  Έτσι, μια σειρά συζευγμένων φράσεων (γνωστές ως θέσεις) δημιουργούν μια ευρύτερη σύνθεση.[24]
Επίσης, ειδικότερες αισθητικές αντιλήψεις της αρχαιότητας προσαρμόζονται στη βυζαντινή μελωδία και διακρίνονται σε αυτές που ανήκουν στο μεταφυσικό πεδίο και σε εκείνες που αναφέρονται σε ειδικότερα θέματα, όπως το θέμα του ήθους της μουσικής.  Από την πυθαγόρεια θεωρία οι Πατέρες αντλούν την αρχή της αρμονίας και των αριθμών που διέπουν το μακρόκοσμο και τν μικρόκοσμο, την οποία, όμως, απομακρύνουν από την τελεολογική και αισθητική της ερμηνεία, τοποθετώντας τη στη σφαίρα της ηθικής και ψυχικής αρμονίας, που επιτυγχάνονται μέσω της κοινωνίας με τον κόσμο του Θεού. Ενστερνίζονται, επίσης, την πυθαγόρεια αντίληψη της μουσικής ως θεραπαινίδας τέχνης, αναγνωρίζοντάς της θεραπευτικές ιδιότητες.[25]
Όσον αφορά στην οργανική μουσική αυτή συνδέεται κυρίως με την κοσμική μουσική του Βυζαντίου, καθώς η χρήση μουσικών οργάνων κατά κανόνα αποκρούεται από την εκκλησιαστική μελωδία, η οποία απηχεί την άποψη των Πατέρων ότι μόνο η φωνή αρμόζει στην άμεση επαφή με το θείο.  Ο αποκλεισμός των μουσικών οργάνων οφείλεται, επίσης, και στην κατά συνήθεια σύνδεσή τους με την ειδωλολατρία και την όρχηση.[26] Η κοσμική μουσική είναι ψυχαγωγικού, κυρίως, χαρακτήρα και χρησιμοποιεί τα μουσικά όργανα όπως και η Ελληνική αρχαιότητα, δηλαδή ως αναπόσπαστα στοιχεία των μουσικών δρωμένων που συνοδεύουν τις κοινωνικές εκδηλώσεις και την όρχηση.
Β. Ισλάμ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΙΣΛΑΜ

Στο χώρο της Ανατολής του 7ου αιώνα γεννάται και εξαπλώνεται η θρησκεία του Ισλάμ, η οποία αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα ερμηνείας του κόσμου και ένα μεταφυσικό δόγμα.  Οι Άραβες εξισλαμίζονται και η έδρα του ανώτατου θρησκευτικού και κοσμικού ηγέτη, του Χαλίφη, μεταφέρεται στη Βαγδάτη, όπου τον 8° και 9° μ.Χ. αιώνα σημειώνεται μια ιδιαίτερη άνθηση στο χώρο των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών.  Ένας τεράστιος όγκος της ελληνικής γραμματείας μεταφράζεται στα αραβικά, ενώ η μουσική περνά στις ιερατικές αρχές που βρίσκονται στην εξουσία του χαλίφη[27].
Η ισλαμική μουσική εξοικειώνεται έτσι με τον αρχαιοελληνικό μουσικό λόγο, αν και θα διαμορφώσει «ένα ποικίλο και ανακόλουθο [μουσικό] σύνολο από [τη] διατήρηση αρχαίων πυθαγόρειων θεωριών μαζί με νέα ψήγματα θεωρητικής σκέψης αναμίξ με Θεωρητικά, κλίμακες σύντονες χύδην ανάμεικτες με μαλακές, σε ένα φέρον καθεστώς πολυαρχίας / αναρχίας, έμφορτο από εσωτερικές αντιφατικότητες. […] Τελικώς η ισλαμική μουσική πράξη θα μείνει κυρίαρχα σπονδειακή κατά το πρότυπο των προϊστορικών εποχών και των λαϊκών μουσικών ειδών μεγάλου μέρους του «παλαιού κόσμου», όπως και η βυζαντινή και η ελληνική παραδοσιακή [μουσική]»[28].
Παράλληλα, όπως και στο Βυζάντιο έτσι και στο Ισλάμ απουσιάζει η πολυφωνική μουσική και η έννοια της αρμονίας, ενώ, αντίθετα από τη βυζαντινή μουσική, καλλιεργείται η οργανική μουσική με έμφαση, κυρίως, στη δεξιοτεχνία και τον αυτοσχεδιασμό. Οι μουσικοί ρυθμοί διαμορφώνονται άμορφα, ελεύθερα και ανάλογα με το είδος, ενώ παρουσιάζουν από εκτεταμένη έως ανύπαρκτη συνάφεια με τον λόγο και τον χορό.
Συνέχειες και ρήξεις μεταξύ του αρχαίου ελληνικού και βυζαντινού κόσμου
Έως και το τέλος της αρχαϊκής περιόδου η τέχνη της μουσικής θεμελιώνεται στο προσωπικό βίωμα και στην εμπειρία και μεταδίδεται προφορικά.  Τον 5° αι. ο Πυθαγόρας, διατυπώνοντας τη θεωρία της μαθηματικής δομής της μουσικής προκαλεί ρήξη με το παρελθόν, θέτοντας για πρώτη φορά τα θεμέλια της επιστημονικής θεώρησης και επεξεργασίας της.  Η αφηρημένη διάσταση της μουσικής θεωρίας τοποθετείται πριν από την πράξη και έτσι σε σχέση με ένα μουσικό δόμημα μπορεί να τίθεται εκ των προτέρων, αλλά επίσης μπορεί και να εμπεριέχεται και να ασκείται διαισθητικά και ως εκ τούτου να διαπιστώνεται εκ των υστέρων[29]. Οι πυθαγόρειοι επεξεργάζονται μαθηματικά τη μουσική σε μια προσπάθεια να ελέγξουν τη μουσική πολυγλωσσία και ασάφεια και διατυπώνουν νόμους και πρότυπα πάνω στα οποία θα πρέπει να στηρίζονται τα φθογγολόγια.
Την επόμενη ρήξη στην εξέλιξη της μουσικής έκφρασης προκαλεί τον 4° αιώνα π.Χ. ο Αριστόξενος εκφράζοντας την αντίθεσή του στη θεωρία των πυθαγορείων.  Ο Αριστόξενος δεν αντιλαμβάνεται τη μουσική ως μαθηματικό δόμημα, αλλά ως τέχνη ικανή να ασκηθεί με γνώμονα την εμπειρία και τη συνεχή εξάσκηση, θεωρώντας ότι μέσω της προφορικότητας καθίσταται δυνατή η εκμάθηση και διάδοσή της.  Φθογγολογικά ο Αριστόξενος αντιτίθεται στα λόγια σύντονα διάτονα πυθαγόρεια συστήματα, τα οποία συμφύρει και συγχέει, με τις προϊστορικές φθογγοθεσίες, οι οποίες ούτως ή άλλως επιβίωναν στα λαϊκά ακούσματα της κλασικής περιόδου.  Οι απόψεις του Αριστόξενου σταδιακά επικρατούν αποδυναμώνοντας τη θεωρία, η οποία παύει μεν να αναπτύσσεται στο πλαίσιο του αφηρημένου συλλογισμού και της αναλυτικής σκέψης, αλλά συνεχίζει να υφίσταται και στις επόμενες περιόδους μαζί με τα θεωρητικά και την πράξη.
Έπειτα, τον 2ο μ.Χ αιώνα, η μουσική εισέρχεται σε αυτό που εκ των υστέρων ονομάστηκε «βυζαντινή περίοδος».  Σε αυτή επικρατούν τα θεωρητικά ως αρχές κανονικού και τεχνικού χαρακτήρα, ενώ φθογγολογικά υιοθετούνται οι μαλακές επτάτονες διατονικές κλίμακες.  Η βυζαντινή μουσική «θα εγκαταλείψει την αρχαία θεωρία, με τα εγγενή σωστά και λάθη της και με τις σύντονες κλίμακές της, και θα προχωρήσει σε ‘λογιοποίηση’ ενός πανάρχαιου δόκιμου πλην λαϊκού και ‘αντιθεωρητικού’ ακούσματος, με τις σπονδειακές κλίμακές του, πραγματοποιώντας χρονικό άλμα 8 αιώνων προς τα πίσω, προς την αρχαϊκή δηλαδή εποχή, συνεπικουρούμενη από την ευρύτερη υιοθεσία της πολεμικής του Αριστόξενου κατά της θεωρίας που εκδηλώθηκε ήδη από τον δ αιώνα π.Χ.»[30].  Συνεπώς, «η βυζαντινή μουσική βρίσκεται πολύ κοντά στο πρωτογενές και πανάρχαιο υλικό και άκουσμα της Ανατολής, ηλικίας πολλών χιλιετιών, στο οποίο διαρκώς αναβαπτίζεται και το οποίο εξελίσσει με τη δική της μουσική ‘προσφορά’.  Ταυτόχρονα όμως βρίσκεται πολύ μακριά από το πεντατονικό υλικό των δυτικών Βαλκανίων και γενικότερα της προϊστορικής κεντρικής Ευρώπης.  Αφού λοιπόν υποτίθεται πως η αρχαία ελληνική μουσική είναι διασταύρωση των δύο, τότε η προϊστορική Ανατολική μουσική είναι η μια από τις δύο γενεαλογικές πηγές της αρχαίας.  Και η βυζαντινή της μοιάζει πιστά»[31].  Έτσι, συστημικά ο προϊστορικός, αρχαίος και βυζαντινός πληθυσμίς της υπαίθρου διαθέτει έναν κοινό και διαχρονικά άρρηκτο μουσικό άξονα, ο οποίος εδράζεται στον ένα πόλο του στις ανημίτονες πεντατονικές κλίμακες (με εστία τη ΒΔ Ελλάδα) και στον άλλο πόλο του στις μαλακές διάτονες (με εστία παντού – κάτι σαν την περιφέρεια του κύκλου του πασκαλικού Θεού) και έναν δεύτερο άξονα, ταυτόχρονα λόγιας μουσικής έκφρασης, ο οποίος στην κλασική Ελλάδα εδραζόταν στις σύντονες διάτονες (και άλλες θεωρητικά προχωρημένες) κλίμακες, ενώ στο Βυζάντιο εδραζόταν στις λαϊκές και «αναθεωρητικές» μαλακές διάτονες.
Η λόγια μουσική με την επικράτηση του Χριστιανισμού αποκτά θεολογικό περιεχόμενο και «φθάνει να ρυθμίζεται και να ελέγχεται από τον ιερατικό κύκλο του Πατριαρχείου, αντίθετα με την προηγούμενη και ειδοποιά ελληνική […] κατάσταση ρύθμισης του λόγιου μουσικού πολιτισμού από τους φιλοσόφους, από παράγοντα δηλαδή κοσμικό».[32] Παράλληλα, σε σχέση με τη λόγια αρχαιοελληνική μουσική εξελίσσεται αποκλειστικά και μόνο φωνητικά αποκλείοντας τη χρήση μουσικών οργάνων, γεγονός που συνιστά ρήξη σε σχέση με την αρχαιότητα κατά την περίοδο της οποίας τα μουσικά όργανα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της μουσικής δημιουργίας, αν και σε τεχνικό επίπεδο ακολουθεί την αρχαιοελληνική διάρθρωση κατά γένη και τετράχορδα συνημμένα και διαζευγμένα, ρέπει προς τη μονοφωνία, χρησιμοποιεί αντιφωνικές τεχνικές και συγγενεύει άμεσα με τα αρχαία μετατροπικά συστήματα και την οκτωηχία.
Συμπεράσματα
Εν κατακλείδι, πριν από τον 6° π. Χ. αιώνα η μουσική σύνθεση βασίζεται στις πρωτογενείς κλίμακες (μαλακές επτάτονες και πεντάτονες ανημίτονες) ενώ, από τον 6° π.Χ. αιώνα και έπειτα, η μαθηματικοποίηση της μουσικής θεωρίας από τον Πυθαγόρα και η δημιουργία από τη σχολή των πυθαγόρειων των σύντονων διάτονων κλιμάκων θα διαμορφώσει μια λόγια μουσική που διακρίνεται από τη λαϊκή ως προς το φθογγολογικό της σύστημα.  Παράλληλα, εμφανίζεται και διαδίδεται η μουσική γραφή (παρασημαντική).  Ωστόσο, ο λόγιος μουσικός πολιτισμός της κλασικής περιόδου έως και τον 2° μ. Χ. αιώνα διανύει μια πορεία παράλληλη με τη λαϊκή παραδοσιακή μουσική έκφραση, η οποία δεν παύει να υφίσταται. Και είναι αυτά τα πρωτογενή φθογγολόγια που η βυζαντινή λόγια μουσική ιεροποιεί, συνεχίζοντας την πορεία απομάκρυνσης από τη θεωρία, ενώ ταυτόχρονα η λόγια μουσική γίνεται αιχμή έκφρασης αποκλειστικά του ιερού στοιχείου σε μείζονα αντίθεση με την αρχαιότητα κατά τη διάρκεια της οποίας ο φέρον λόγιος μουσικός πολιτισμός ελέγχονταν από τους φιλοσόφους, διατηρώντας, ωστόσο, κάποια συνέχεια με τη λόγια κλασική μουσική της αρχαιότητας μέσω της πράξης και των θεωρητικών.
Παράλληλα, στο Βυζάντιο συντελείται και η οριστική απόσπαση της οργανικής από την φωνητική μουσική.  Αλλά και η ισλαμική μουσική υιοθετεί τις μαλακές διατονικές κλίμακες με αποτέλεσμα να ατονήσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κλασικού λόγιου μουσικού πολιτισμού, δηλαδή η έμφαση στη θεωρία και η δημιουργία της σύντονης διάτονης κλίμακας, μιας κλίμακας που θα διατηρηθεί στη Δύση, από το Βατικανό, και θα εισέλθει με τη μορφή αντιδάνειου στη σύγχρονη Ελλάδα.
Βιβλιογραφία
Αγγελόπουλος, Α., και άλλοιΤέχνες II: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, Τ. Β ‘, Ελληνική Μουσική Πράξη: Αρχαίοι και Μέσοι Χρόνοι. Πάτρα: ΕΑΠ 2003.
Αλυγιζάκης, Α. Ο χαρακτήρας της Ορθοδόξου Ψαλτικής.Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ 1988.
Βιρβιδάκης, Στ., και άλλοιΤέχνες II: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, Τ. Α’,Διαλεκτικοί Συσχετισμοί- Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής. Πάτρα: ΕΑΠ 2003.
Λέκκας, Δ., «Σύνοψη Θεωρητικών Αρχών Μελέτης και Θέσεων του Υλικού», Τόμος Α’.
Λέκκας, Δ., «Με Αφορμή τη 2η Γραπτή Εργασία Ελπ 40, 2003-4»
Μιχαηλίδης, Σ., Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής.Αθήνα: ΜΙΕΤ 2003.
Σκλάβος, Γ., «Αρχαία Ελληνική Μουσική», στο: Γ. Τσαγκάρης,Λεξικό της αρχαίας Ελληνικής Μουσικής και Ορχηστικής. Αθήνα: Κάκτος 1999
[1]  Βλ. Γ. Σκλάβος, «Αρχαία Ελληνική Μουσική», στο: Γ. Τσαγκάρης, Λεξικό της αρχαίας Ελληνικής Μουσικής και Ορχηστικής (Αθήνα: Κάκτος 1999) σελ. 83.
[2] Κ. Παπαοικονόμου-Κηπουργού, Συμπληρωματικά στοιχεία Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, στο Λ. Αγγελόπουλος, κ.ά. Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού. Ελληνική Μουσική Πράξη: Αρχαίοι και Μέσοι Χρόνοι (τ. Β΄) (Πάτρα: ΕΑΠ 2003), σ. σ. 163 – 166.
[3] Στο ίδιο, σ.σ. 148-162.
[4]  Βλ. Κ. Παπαοικονόμσυ- Κηπουργού. «Γενικά Στοιχεία της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής Πράξης», στο: Αγγελόπουλος, και άλλοι, ό.π. σελ. 57.
[5] Για το ζήτημα αυτό, βλ. Δ. Λέκκας, Περί αυλών τρήσεως, στο: Συνοδευτικά κείμενα για τη Θεματική Ενότητα Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού (Πάτρα: ΕΑΠ 2004).
[6] Δ. Λέκκας, «Αρχαία Ελληνικά Μουσικά Θεωρητικά», στο: Αγγελόπουλος, και άλλοι, ό.π. σελ. 27.
[7] Δ. Λέκκας, Θεωρητικά και Ορθόδοξη Ψαλτική, στο Αγγελόπουλος και άλλοι, ό.π., σ. 179
[8] Δ. Λέκκας, Αρχαία Ελληνικά Μουσικά Θεωρητικά, ο.π. , σ. 31
[9] Στο ίδιο, σελ. 31 και 32.
[10] Στο ίδιο, σελ. 25.
1 Δ. Λέκκας, «Σύνοψη Θεωρητικών Αρχών Μελέτης και Θέσεων του Υλικού», Τόμος Α’.
[12]   Φυσικά, «η καθαρή επιστημονική θεωρία συνίσταται σε απολύτως αφηρημένα πρότυπα χωρίς συγκεκριμένη αναφορά σε πραγματικά αντικείμενα φαινόμενα και διεργασίες. Η καθαρή θεωρία τίθεται εκ των προτέρων και εφαρμόζεται στην πραγματικότητα / στην πράξη», στο ίδιο.
[13]  Βλ. Δ. Λέκκας, «Αρχαία Ελληνικά Μουσικά Θεωρητικά», στο: Αγγελόπουλος, και άλλοι, ό.π. σελ. 257.
[14] Δ. Λέκκας, «Σύνοψη Θεωρητικών Αρχών Μελέτης και Θέσεων του Υλικού», Τόμος Α’.
[15] Στο ίδιο.
[16] Στο ίδιο.
[17] Βλ. Δ. Λέκκας «Αρχαία Ελληνικά Μουσικά Θεωρητικά», στο: Αγγελόπουλος, και άλλοι. ό.π. σελ. 37.
[18] Δ. Λέκκας, «Σύνοψη Θεωρητικών Αρχών Μελέτης και Θέσεων του Υλικού», Τόμος Α’.
[19]  Σ. Μιχαηλίδης, Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής (Αθήνα: MLET 2003), στο λήμμα «παρασημαντική» σελ. 242.
[20]  Δ. Λέκκας. «Σύνοψη Θεωρητικών Αρχών Μελέτης και Θέσεων του Υλικού», Τόμος Α’.
[21] Στο ίδιο.                                                                                                                                                                   
[22] Βλ. Δ. Λέκκας, «Θεωρητικά και Ορθόδοξη Ψαλτική», στο: Αγγελόπουλος, και άλλοι, ό.π. σελ. 186.
[23] Α. Αλυγιζάκης, Ο χαρακτήρας της Ορθοδόξου Ψαλτικής (Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ 1988), σ. 391.
[24] Στο ίδιο, σελ. 399.
[25] Στο ίδιο, σελ. 391, 397.
[26] Βλ. Δ. Λέκκας, «Θεωρητικά και Ορθόδοξη Ψαλτική», στο: Αγγελόπουλος, και άλλοι, ό.π. σελ. σελ 186.
[27] Δ. Λέκκας, Θεωρία και Θεωρητικές Αρχές της Ελληνικής Μουσικής κατά τους Μέσους Χρόνους, στο Στ. Βιρβιδάκης και άλλοι, Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση της Ελληνικής Μουσικής και χορού, Διαλεκτικοί συσχετισμοί – Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής (Πάτρα, ΕΑΠ 2003), σ. 314 – 315.
[28] Δ. Λέκκας, Με αφορμή τη 2η Γραπτή Εργασία ΕΛΠ 40, σ. 6 [επιστολή].
[29] Δ. Λέκκας, Γενική Εισαγωγή: Το πλαίσιο της Θεματικής Ενότητας, στο Βιρβιδάκης και άλλοι, ό.π., σ. 33
[30] Δ. Λέκκας, «Με Αφορμή τη 2η Γραπτή Εργασία Ελπ 40, 2003-4» σελ. 6.
[31] Δ. Λέκκας, Θεωρητικά και Ορθόδοξη Ψαλτική, στο Αγγελόπουλος κ.ά., ό.π., σ. 194.
[32] Δ. Λέκκας, «Με Αφορμή τη 2η Γραπτή Εργασία Ελπ 40, 2003-4» σελ. 6.


Ο Απόλλωνας (αριστερά) συναγωνίζεται με το Μαρσύα (δεξιά) που σε λίγο θα ηττηθεί και θα τιμωρηθεί από τον Σκύθη με το μαχαίρι. Ανάγλυφο, από την βάση της Μαντινείας μέσα 4ου αι. π.Χ.ΕΤΟ


https://anthologio.wordpress.com/

ΙΤΩΝΙΑ : Η θεά που λατρευόταν πριν 2.500 χρόνια στη Θεσσαλία

ΙΤΩΝΙΑ : Η θεά που λατρευόταν πριν 2.500 χρόνια στη Θεσσαλία

itwniaΕνα ταξίδι στο χρόνο, με «οδηγό» την προϊσταμένη της ΛΔ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Μαρία Βαϊοπούλου και προορισμό ένα μικρό χωριό στις όχθες του ποταμού Σοφαδίτη – Ονόχωνου, μας φέρνει στη Φίλια- μια περιοχή με λίγους κατοίκους, πολύ εύφορο έδαφος αλλά και πολλά σημαντικά ιστορικά στοιχεία κρυμμένα στα «σπλάχνα» της.
Ο αρχαιολόγος κ. Θεοχάρης, ανακάλυψε το 1967 τον ιερό χώρο στον οποίο λατρευόταν μία θεσσαλική θεότητα, η Ιτωνία, ως θεότητα του Κάτω κόσμου. Ηταν κόρη του Ιτώνου, γιου του Αμφικτύωνα και αδερφή της Ιοδάμας. Μεγαλώνοντας έγινε πολεμική θεότητα, καθώς τροφοδοτούσε, μέσω του πολέμου, με νεκρούς τον Αδη και ταυτίστηκε με την Αθηνά. Η ονομασία Ιτωνία σημαίνει την ορμητική, επιθετική και νικηφόρα Αθηνά.
Για να τη γνωρίσουμε καλύτερα θα πρέπει να γυρίσουμε τον χρόνο περίπου 2500 χρόνια πίσω στην αρχαιότητα…
Στην αρχαία Αρνη, περιοχή της δυτικής Θεσσαλίας, οι Βοιωτοί κάτοικοι της λατρεύουν την Ιτωνία, η οποία είναι μια καθαρά θεσσαλική Θεά. Αναγκάζονται να μεταφέρουν τη λατρεία της στη Βοιωτία, όπου και δημιουργούν το ιερό της, καθώς οι Θεσσαλοί εισβάλλουν στην περιοχή και γίνονται κυρίαρχοι. Διατηρούν την ήδη καθιερωμένη λατρεία της Ιτωνίας Αθηνάς και την επισημοποιούν με την ίδρυση του Πανθεσσαλικού Ιερού της στη Φίλια, στις όχθες του ποταμού Κουράλιου. Τη σχετική πληροφορία δίνει ο γεωγράφος Στράβων αναφέροντας ότι «ο ποταμός Κουράλιος, που ρέει κοντά στο Ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς, χύνεται στον Πηνειό».
Η λατρεία της Ιτωνίας Αθηνάς και η ίδρυση του ιερού της στη δυτική Θεσσαλία τοποθετούνται στα μυκηναϊκά χρόνια (1400-1100 π. Χ.)
Η λατρεία μιας θεότητας από τους Αρχαίους Έλληνες, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, γινόταν στα ιερά άλση, σε ιερούς υπαίθριους χώρους με ένα βωμό, συνήθως συγκεντρωμένη στάχτη ή μια μεγάλη πέτρα πάνω στην οποία γινόταν οι θυσίες. Η ύπαρξη βωμού είναι η σημαντικότερη απόδειξη της λειτουργίας ενός ιερού. Οι χώροι πιθανόν να προστατεύονταν- κλείνονταν με περίβολο κατασκευασμένο από φθαρτά υλικά.
Το ιερό της στη Φίλια κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους (1100-700 π. Χ.) και την Αρχαϊκή εποχή (700-480 π. Χ.) συνεχίζει να χρησιμοποιείται και μάλιστα με μεγάλη συμμετοχή των πιστών της. Στο δάσος δίπλα στον ποταμό Κουράλιο τα δέντρα είναι πολλά σε αριθμό και η βλάστηση τους αρκετά πυκνή. Οι πιστοί καταφθάνουν στο Ιερό Αλσος και της αφιερώνουν χάλκινα και πήλινα ειδώλια με τη δικιά της μορφή, ανθρώπων και ζώων και χάλκινα ομοιώματα αγγείων. Οι γυναίκες προσφέρουν τα χάλκινα κοσμήματα- περόνες, πόρπες, βραχιόλια, δαχτυλίδια αλλά και περιδέραια από γυάλινες χάντρες -και οι άντρες τα σιδερένια και χάλκινα όπλα τους- ξίφη, πέλεκεις και αιχμές από βέλη και δόρατα. Το καλύτερο δώρο που θα μπορούσαν να χαρίσουν σε μια πολεμική θεότητα μετά από μια νίκη σε μάχη! Ολα αυτά τα αφιερώματα τα κρεμούσαν στα κλαδιά των δέντρων ή τα τοποθετούσαν πάνω σε ξύλινους πίνακες, που τους έδεναν στους κορμούς των δέντρων ή τους έστηναν μέσα στο άλσος.
Το ιερό άλσος που λατρευόταν η Ιτωνία Αθηνά καταστρέφεται από μεγάλη πυρκαγιά τον 6ο αι. π. Χ. και όλα τα αναθήματα πέφτουν από τα δέντρα και θάβονται στη γη μέσα σε ένα στρώμα έντονης στάχτης. Θα περάσουν πάρα πολλά χρόνια για να ξανάρθουν στο φως! Η λατρεία μιας θεότητας εξακολουθεί να είναι υπαίθρια με επίκεντρο ένα βωμό για θυσίες, κτιστό από τον 8ο αι. π. Χ. και ορθογώνιου σχήματος. Ο χώρος επειδή είναι ιερός, μάλλον, προστατεύεται και διακρίνεται με τη δημιουργία ενός περιβόλου γύρω του. Στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε το θρησκευτικό οικοδόμημα από την απλή κατοικία καθώς και τα δύο έχουν εστία.
Τον 8ο αι. π. Χ. οι Ελληνες, σύμφωνα με την προϊσταμένη της ΛΔ΄ Εφορείας, κατάφεραν να δώσουν μορφή στους θεούς τους με το λατρευτικό άγαλμα, μικρότερο του φυσικού μεγέθους και να ιδρύσουν έναν «οίκο» για αυτό. Η κατασκευή λίθινων εν μέρει μικρών ναών για τη φύλαξη και μόνο του αγάλματος είναι γεγονός. Στα στοιχεία που συνθέτουν ένα ιερό προστίθεται και ο ναός στα τέλη του 8ου αρχές 7ου αι. π. Χ. Είναι απλοί ορθογώνιοι χώροι, μερικοί με αψιδωτή τη μία στενή πλευρά, κατασκευασμένοι από πρόχειρα υλικά. Τα θεμέλια είναι από λίθους και λάσπη. Οι τοίχοι από ωμούς πλίνθους, δηλαδή άχυρα στερεωμένα με λάσπη, στηρίζονται με ξύλινους δοκούς-κορμούς και δημιουργούν τον κυρίως ναό, σηκό. Η στέγη έχει κλίση, είναι από ξύλα και πηλόχωμα και στηρίζεται με μία σειρά από πεσσούς εσωτερικά και από δυο κίονες στην είσοδο εξωτερικά. Στην είσοδο ορίζεται ο πρόναος και πολλές φορές πίσω από τον κυρίως ναό υπάρχει ένας μεμονωμένος χώρος ο οπισθόδομος. [iefimerida.gr]

Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΟΥ 1935

Η νυχτερινή ζωή του λιμανιού του Πειραιά                                του 1935

Χειρωνακτική φόρτωση οχημάτων στο λιμάνι του Πειραιά τη δεκαετία του ’30.
Του Νικόλαου Μαράκη
Έτσι αρχίζει πάντα η ιστορία αυτή. Μαζί με το σούρουπο. Πρώτα αρχίζουν ν’ αναβοσβήνουν τα φώτα της μπούκας του λιμανιού. Πράσινο – κόκκινο. Κόκκινο – πράσινο. Ύστερα φεύγει και το τελευταίο καράβι που έχει υψωμένη στο πλωριό άλμπουρο τη γαλάζια σημαιούλα της παρτέντζας. Η δουλειά έχει σταματήσει και το λιμάνι παίρνει μια πένθιμη όψη. Οι σκιές απλώνουν από τη μια ως την άλλη άκρη τα φτερά τους και τα κρέπια της νύχτας χαμηλώνουν, χαμηλώνουν ως τις αντένες των πλοίων που μένουν δεμένα…
Φωτεινά μάτια μονάχα, μέσα σ΄ όλους τους σκοτεινούς τούτους όγκους και στα παράξενα σχήματα που δημιουργούν οι πρύμες των καραβιών, είναι τα φινιστρίνια των υπερωκεανείων της Κιούναρ ή της Μεσαζερί που σπαθίζουν τα νερά με τρέμουσες γραμμές. Είναι οι χαρμόσυνες αυτές λουρίδες φωτός σαν παράτονη πινελιά σ΄ έναν σκοτεινό πίνακα ενός κακότεχνου ζωγράφου δίχως αέρα, δίχως φως.
Μπορεί πιο πέρα, πίσω από την παραλία στα ύποπτα στενά, στους άσκημα φωτισμένους δρόμους, στα χαμηλά μαγαζιά που ‘ναι και καφενεία και ταβέρνες μαζί ν’ ακούς το παράπονο κάποιας φυσαρμόνικας ή το θλιμμένο μπάλο ενός ξυπόλητου αράπη που ξεκίνησε από το Άντεν για να μείνει ξέμπαρκος στον Πειραιά χρόνια τώρα…
Δεν είναι όμως τούτο το νυχτερινό λιμάνι. Υπάρχουν πιο πέρα και καμπαρέ με Τζαζ και σαξόφωνα, υπάρχουν και μπαλαρίνες που χορεύουν και δείχνουν στους ναυτικούς τα κορμιά τους γυμνά χωρίς συστολή, ανάμεσα σε μια μποτίλια μπύρας ή ουίσκι. Δεν είναι όμως τούτο το λιμάνι το αληθινό.
Είναι ο περαστικός κόσμος, οι θερμαστές, οι κοκκινομάλληδες των γερμανικών φορτηγών, είναι οι ναύτες των εγγλέζικων πλοίων, είναι ακόμα και οι σνομπ κυρίες και κύριοι που κατεβαίνουν με συντροφιές από την Αθήνα, για να ζήσουν την ατμόσφαιρα του λιμανιού και νάχουν να λένε ύστερα…
Ακόμα είναι τα μαγαζιά τα νησιώτικα που προσφέρουν γυναίκες και κρασί στις στενές παρόδους στους καινούργιους ναυτικούς που μεθούν και σπάνε, τραγουδούν και χορεύουν από καημό και ντέρτι για τη θάλασσα. Είναι οι καινούργιοι ναύτες που ξεκινούν φορτωμένοι ελπίδες κι όνειρα και καρτερούν να μπαρκάρουν για μακρινά πόρτα. Δεν είναι αυτοί που γυρίζουν. Είναι ακόμα στην αρχή και δεν μπορούν να διακρίνουν το τέρμα.
Δεν είναι αυτό λοιπόν το λιμάνι της νύχτας. Η ζωή του η αληθινή περνάει εκεί στα υπόστεγα, κοντά στις μαούνες, δίπλα στους υψηλούς όγκους που σχηματίζουν οι σωροί των γεμάτων σακιών. Εκεί στο ημίφως, στις σκοτεινές γωνιές βρίσκεται το δράμα του τ’ αληθινό. Όχι ένα. Εκατό, διακόσια δράματα. Κάθε άνθρωπος και τραγωδία, κάθε ψυχή σπαρακτική ιστορία.
Είναι οι γυναίκες που κολλούν στο μπράτσο σας καθώς βαδίζετε αργοπορημένος για τη δουλειά σας. Είναι οι άνεργοι ναυτικοί που σας ξαφνιάζουν απλώνοντας το σκελετωμένο χέρι τους ζητώντας μια δραχμή για ψωμί. Είναι οι αλήτες που σκοντάφτουν επάνω σας καθώς περνάτε αμέριμνος και σας ζητούν με δάκρυα να συμπληρώσετε το ποσό που τους χρειάζεται για να αγοράσουν ηρωίνη. Στήνουν ενέδρες οι γυναίκες όπου μπορούν. Πίσω από ένα στύλο. Στην κόχη μιας πόρτας. Στις σκοτεινές πλευρές του Τινάνειου κήπου, στα σκαλιά της εκκλησίας. Είναι οι ίδιες πάντα. Βρωμούν απελπιστικά κι είναι άσχημα βαμμένες με πρόστυχες πούντρες. Φορούν σκισμένα σκαρπίνια και τα μαλλιά τους δεν έχουν γνωρίσει το χάδι της χτένας. Βλαστημούν και φτύνουν σα ναυτικοί και καπνίζουν αποτσίγαρα που που μαζεύουν απ΄ το δρόμο. Μασούν και μαστίχα για να ξεχνούν πως πεινάνε. Είναι οι ίδιες που πουλούν ναρκωτικά και σας δίνουν οδηγίες πού μπορείτε να βρείτε, αν πληρωθούν ένα τάληρο…
Λιμάνι Πειραιά 1926.
Έχουν κάποτε και το μικρό παιδί τους μαζί. Ένα μυξιάρικο κοριτσάκι τυλιγμένο σε ράκη που κλαίει και στριγγλίζει από τον φόβο και την εξάντληση. Με αυτά τα αποφεύγουν οι γυναίκες του λιμανιού. Γιατί οι φωνές τους χαλούν τη δουλειά τους. Κι η δική τους δουλειά θέλει ησυχία και σιωπή. Γιατί αλίμονο αν τις αντιληφθεί ο σκοπός αστυφύλαξ. Θα περάσουν μια άσχημη νύχτα στο κρατητήριο και το πρωί θα δικαστούν επί αλητεία…
Οι πελάτες τους είναι λιγοστοί. Λιγοστοί μα υπάρχουν πάντα. Μεθυσμένοι ναυτεργάτες, φθισικοί αλήτες, βρώμικοι ρακοσυλλέκτες ή φύλακες των παλιών καραβιών. Μπορείτε να σκουντουφλήσετε καθώς περνάτε την παραλία, σ΄ ένα σωρό κουρελιών. Είναι κάποιος αλήτης που ξεχάστηκε στη μέση του δρόμου, όπου έπεσε από εξάντληση, μη μπορώντας πια να βαδίσει. Είναι κι αλλού δύο και τρεις μαζεμένοι σωροί, σωροί που αποτελούν ένα σκοτεινό όγκο. Μαζί αντέχουν πιο πολύ στο κρύο και στην υγρασία που φτάνει ως τα κόκαλα.
Δεν ήταν αλήτες πάντα οι άνθρωποι τούτοι. Μέσα στους σωρούς των άστεγων αυτών κουρελιών ξεχωρίζεις τη γαλάζια τριμμένη μπλούζα της βάρδιας και κάποιο παλιό μαρσεγιέζικο καπέλο. Ήταν ναυτικοί κάποτε. Λοστρόμοι της κουβέρτας, θερμαστές, καρβουνιέρηδες, μπορεί και λαδάδες. Έμειναν μια μέρα χωρίς μπάρκο. Έφαγαν τα χρήματα που τους έμεναν απ΄τη δουλειά τους, περιμένοντας το καράβι που θα τους έπαιρνε για πλήρωμα. Μα δεν ήρθε ποτέ το καράβι αυτό. Γυρνούσαν τις μέρες στους ντόκους, ανέβαιναν στις στέγες του συνδικάτου ζητιανεύοντας εργασία. Μάταια όμως. Έμειναν θλιβεροί επιβάτες άδικα περιμένοντες το πλοίο που θα τους πάρει απ΄ τη στεριά για μακρινά λιμάνια, για τη Σιγκαπούρη, για το Τάϊν, για το Σάντα Φε…
Τώρα ονειρεύονται σαν κάτι πολύ μακρινό κι απραγματοποίητο ένα κομμάτι ξερής γαλέτας κάτω σ΄ ένα βρώμικο υπόφραγμα φορτηγού. Κι όμως δούλεψαν χρόνια τη θάλασσα και μεγάλωσαν με την αλμύρα του κύματος στα πνευμόνια. Τώρα δεν τους έμεινε τίποτε πια και το λιθόστρωτο τους χρησιμεύει για τελευταίο αποκούμπι…
Μέσα στους ανθρώπους αυτούς στρατολογούν οι έμποροι του λευκού δηλητηρίου τα θύματά τους. Μέσα από αυτούς αν έχουν τύχη διαλέκουνται καμιά φορά και οι πράκτορες της λιανικής πωλήσεως της ηρωίνης. Τούτοι είναι τα κατακάθια του λιμανιού που θα πάρουν με τη σειρά τους τον δρόμο προς τα βαγόνια του Λαρισαϊκού για να περάσουν μια μέρα στο αστυνομικό δελτίο ως θάνατοι από υπερβολική χρήση ναρκωτικών ή ως θάνατοι εξ ασιτίας.
Το λιμάνι το 1935.
Είναι κάποια στενή πάροδος προς το παλιό τελωνείο όπου βρίσκεται ο πρόδρομος –ας τον πούμε έτσι- της αθλιότητας. Πριν καταντήσουν στο λιθόστρωτο και στην ηρωίνη περνούν από κει οι περισσότεροι. Είναι ένα χαμηλό μαγαζί που παρέχει στέγη με δυο μονάχα δραχμές. Στέγη και ύπνο. Τις νύχτες του χειμώνα το δίφραγκο τούτο που θα σου εξασφαλίσει τον ύπνο κοστίζει μια ζωή ολόκληρη. Εκεί κατασταλάζουν όλοι εκείνοι που δεν έχουν σπίτι. Ο ένας πάνω στον άλλο σχεδόν. Έχουν δώσει ένα όνομα στο μαγαζί τούτο: «Του Σαντορινιού» το λένε. Κάποτε είχε διαφορετικό όνομα. Το λέγαν «Ησυχαστήριο του Ναύτη». Κι’ είχε και μια ξεθωριασμένη επιγραφή.
Τα κρεβάτια του είναι κάτι μακρόστενες θήκες από άγριο σανίδι, που μοιάζει με συρτάρι μέσα στο οποίο μπαίνεις με την κοιλιά. Από πάνω σου είναι κι άλλες σειρές συρτάρια τέτοια κι από κάτω άλλα. Η απάνω σειρά πέντε δραχμές το άτομο. Γιατί εκεί πάνω μπορείς κάπως να αναπνεύσεις αφού το στήθος σου δεν το πλακώνει άλλο κρεβάτι, αλλά το ταβάνι που είναι μισό μέτρο ψηλότερα. Σκαρφαλώνεις εκεί πάνω και κοιμάσαι μια νύχτα. Σκεπάσματα και στρώμα δεν υπάρχουν. Από το ταβάνι κρέμεται μια λάμπα του λαδιού χωμένη σε ένα φανάρι με λεκιασμένα τζάμια. Αυτό το λιγοστό φως τελειώνει στις δύο τα μεσάνυχτα. Κι αν χρειαστείς να κατέβεις είναι αδύνατο πια. Το σκοτάδι είναι πηχτό σαν κατράμι και μπορεί να σε σκοτώσουν αν περιπατήσεις και ξυπνήσεις κάποιον. Μπορεί να πατήσεις και κάποιο κεφάλι, μπορεί να πηδήξεις πάνω στο άδειο στομάχι κάποιου… Με δύο δραχμές μόνο και πέντε η απάνω σειρά…
Έχει το «ησυχαστήριο» τούτο μια φριχτή απόπνοια τάφου. Νομίζεις πως οι άνθρωποι που κοιμούνται στα στενά ξύλινα κρεβάτια του είναι αποσυντεθειμένα πτώματα. Δεν τα βλέπεις, μα νιώθεις τη μυρουδιά τους, καταλαβαίνεις την ύπαρξή τους από τη φρίκη της ασφυξία που αισθάνεσαι.
Κι οι άνθρωποι τούτοι δεν είναι τα κατακάθια ακόμη. Δεν έχουν φθάσει στο πεζοδρόμιο. Μα είναι σίγουρο πως θα καταλήξουν κάποτε εκεί. Γιατί η ιστορία τους έχει διαφορετική αρχή, μα σχεδόν πάντοτε το ίδιο τέλος. Ο κατήφορος δεν σταματάει παρά στο θάνατο… Είτε από ναρκωτικά, είτε από ασιτία… Έτσι περνάνε οι νύχτες του λιμανιού χωρίς φιλολογία και χωρίς τζαζ. Έτσι ίδια και απαράλλαχτα. Αρχίζουν μαζί με το σούρουπο και μαζί με το άναμμα των φώτων της εισόδου του πόρτου που αναβοσβήνουν: Πράσινο – κόκκινο. Κόκκινο –πράσινο.
Ν. Ι. Μαράκης
(Άρθρο του Ν. Ι. Μαράκη με τίτλο «Το δράμα του Ναύτου. Το λιμάνι του Πειραιώς». Νυχτερινή ζωή, Εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», Εσπέρα Πέμπτης, 16 Μαΐου 1935, σελίδα 5.)
https://ellas2.wordpress.com/

Πάτρα: Ανήλικοι πιάστηκαν στα «πράσα» να κλέβουν μηχανάκι - Δείτε βίντεο ντοκουμέντο

Πάτρα:  Ανήλικοι πιάστηκαν στα «πράσα» να κλέβουν μηχανάκι  -  Δείτε βίντεο ντοκουμέντο Φωτογραφία flamis Επιχείρησαν να κλέψουν και βέσπα Δ...