Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

ΧΗΝΕΣ ΚΑΙ ΓΕΡΑΝΟΊ--Geese & Crane Birds



Ένα υπέροχο video από τη Planet Doc, με δυνατότητα εμφάνισης ελληνικών υποτίτλων.
Περιγράφει τη ζωή στη λιμνοθάλασσα, ειδικά για τις χήνες και τους γερανούς, και τα 2 αποδημητικά πτηνά, καθώς προετοιμάζονται για τη μετανάστευσή τους για να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο χειμώνα....
Συμπληρωματικά μεταφέρω και πληροφορίες για τα 2 αυτά είδη από τη Βικιπαίδεια

Η χήνα είναι γένος πτηνών, με την επιστημονική ονομασία Anser (Χην), που περιλαμβάνει περί τα 15 είδη, τα οποία ζουν σε ψυχρές περιοχές. Ανήκει στην οικογένεια των Νησσιδών (Anatidae), στην οποία υπάγονται και οι κύκνοι, που είναι συνήθως μεγαλύτεροι από τις χήνες και οι πάπιες, οι οποίες είναι μικρότερες από τις χήνες. Υπάγεται στην τάξη Χηνόμορφα. Έχει σταχτί και άσπρο χρώμα, με μακρύ λαιμό. Ζει πάντα κοντά σε λίμνες, έλη και ποτάμια. Έχει εξημερωθεί εδώ και εκατοντάδες χρόνια πριν. Η κατοικίδια χήνα εκτρέφεται για τα αυγά της, το φτέρωμα και κυρίως το νόστιμο κρέας της.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Γερανός είναι καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Γερανιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Grus grus και περιλαμβάνει 2 υποείδη. Βικιπαίδεια


ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Οι ΦΥΛΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Οι  «φυλές»  της Αρχαίας Αθηναϊκής Πολιτείας  
 ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΟΝ 
ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ «ΦΥΛΩΝ»
 ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΓΗ
 «



Στον χάρτη σημειώνονται πολλοί δήμοι. Η διακεκομμένη γραμμή ορίζει τα πιθανά 
όρια των τριττύων, ενώ οι αριθμοί αντιστοιχούν στις δέκα φυλές του Κλεισθένη.
Χριστόπουλος, Γ. (εκδ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ1′: Κλασσικός 

Ελληνισμός, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1972, σ. 83. © Εκδοτική Αθηνών.







Αρχικά, προ του Κλεισθένη, οι φυλές ήταν τέσσερις, οι εξής:       



1.     Αιγικορίς

2.     Οπλιτίς

3.     Γελεοντίς και

4.     Αργαδίς



Ο Κλεισθένης τις αντικατέστησε με δέκα φυλές, που είναι οι ακόλουθες:



1. Ερεχθηίς

2. Αιγηίς

3. Πανδιονίς

4. Λεοντίς

5. Ακαμαντίς

6. Οινηίς

7. Κεκροπίς

8. Ιπποθοωντίς

9. Αιαντίς και

10. Αντιοχίς


Κάθε φυλή απαρτιζόταν από 10 δήμους.


Οι φυλές που δημιούργησε ο Κλεισθένης ήταν τεχνητές διαιρέσεις που τους

 δόθηκαν τα ονόματα κάποιων εξεχουσών προσωπικοτήτων και είχαν συμβολικό 

χαρακτήρα*, με σκοπό να εντάξουν τους κατοίκους της αττικής σε μια νέα 

κατηγοριοποίηση και να τους δώσουν μια νέα ταυτότητα, ένα νέο αίσθημα του 

«ημείς» και του «ανήκειν» που θα τους απομάκρυνε από τις παλιές  κατηγοριοποιήσεις

 και διακρίσεις που προκαλούσαν διενέξεις. Δεν έχει τόσο σημασία η γνώση των 

ονομάτων των φυλών αλλά η επίγνωση του ότι ήταν τεχνητά δημιουργήματα που 

έγιναν για να αποσβέσουν τις διακρίσεις και να αποσοβήσουν τις συγκρούσεις 

ανάμεσα στις τάξεις των πολιτών της Αρχαίας Αθήναςπου συνεχιζόταν και μετά 

την θεσμοθεσία του Σόλωνα.


Στην Αρχαία Αθήνα υπήρχαν πολλών ειδών διακρίσεις που δημιουργούσαν 

εντάσεις και καταλυτικές για την συνοχή του κράτους στάσεις**.


Η διάκριση μεταξύ πλουσίων και πτωχών, ευγενών και δήμου, μορφοποιούταν με 

τις ακόλουθες επί μέρους διακρίσεις:


Α) Κατ’ αρχήν υπήρχαν τα γένη ή οίκοι, σόια ή φάρες θα τα λέγαμε σήμερα, όπως 

τωνΑλκμεωνιδών, των Ασκληπιάδων, των Πεισιστρατιδών, κλπ, κλπ… Τα γένη τα 

συνέδεε εξ αίματος συγγένεια και είχαν μεταξύ τους πολλές φορές προαιώνιες

 αντιθέσεις.


Β) Μια άλλη σοβαρή διάκριση ήταν αυτή μεταξύ ΠαράλιωνΜεσογείων ή Πεδινών 

και Διακρίων (Ορεινών) κατοίκων της Αττικής (Αριστοτέλους «Αθηναίων Πολιτεία»

, ΧΙΙΙ, 4)


Γ) Υπήρχε επίσης η διάκριση μεταξύ ευπατριδών, αγροτών και τεχνιτών


Δ) Μια νομοθετημένη διάκριση ήταν αυτή των εισοδηματικών τάξεων που ήταν:


1. Η τάξη των Πεντακοσιομέδιμων


2. Η τάξη των Ιππέων (τριακοσιομέδιμνοι)


3. Η τάξη των Ζευγιτών (διακοσιομέδιμνοι) και


4. Η τάξη των Θητών (που ήταν οι χωρίς περιουσία, οι προλετάριοι όπως θα λέγαμε

 σήμερα. Η τάξη των Θητών απέκτησε κύρος – και αυτό ενδυνάμωσε την Δημοκρατία – 

μετά την Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ήταν οι Θήτες που υπηρετώντας την θητεία 

τους ως κωπηλάτες των τρομερών τριήρεων συνέβαλαν κατά τρόπο κρίσιμο στην 

καταναυμάχηση του Περσικού Στόλου).


.


Όλες αυτές τις πολλαπλές και αλληλεπάλληλες αντιθέσεις προσπάθησε να 

εξουδετερώσει ο μέγας Κλεισθένης ιδρύοντας της τεχνητές «φυλές» που αν δούμε 

στον παρατιθέμενο χάρτη τις είχε κατακερματίσει και ενσπείρει διαμοιράζοντας 

τις σε όλη την Αττική Γη για να δώσει ένα τέλος στο καθεστώς των συγκρούσεων 

που μάστιζε την Αθήνα. Και φαίνεται ότι πέτυχε αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα.


Αυτό κάνουν οι μεγαλοφυΐες, φέρνουν την λύση εκεί που αυτή φαίνεται ανέφικτη.


(Δες προσεκτικά τον χάρτη για να δεις την διασπορά των «φυλών» που ταυτίζονται

 με τους αριθμούς από 1 έως 10. Αν σήμερα μια παγκόσμια κυβέρνηση ήθελε να 

εξαλείψει τις αντιθέσεις ανάμεσα στα έθνη, κάνοντας μια μεταρρύθμιση «τύπου 

Κλεισθένη» φτιάχνοντας 10 «Κλεισθενικές φυλές» από όλα τα έθνη του κόσμου, 

θα έπρεπε να πάρει το ένα δέκατο από κάθε έθνος για να φτιάξει την πρώτη «φυλή»

, το επόμενο δέκατο για την δεύτερη «φυλή» κοκ …)


Στους νεότερους χρόνους, των επίγονων του Μ. Αλεξάνδρου αναφέρονται και:


Η Αντιγονίς φυλή που συνενώθηκε με την Δημητριάδα φυλή και συναπάρτισαν την 

Ατταλίδα φυλή. Αναφέρεται επίσης η Πτολεμαΐδα φυλή.


Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι τα ονόματα αυτά δόθηκαν από κολακευτική 

διάθεση προς τους: ΑντίγονοΔημήτριο Πολιορκητή που του δώσανε και τον 

Παρθενώνα για κατοικία και τον μαγάρισε, Άτταλο και Πτολεμαίο.


Εδώ με την κολακεία και την δουλικότητα που επιδείχθηκε προς τους ξένους 

 επιδρομείς βασιλείς-επιγόνους φαίνεται και ο εκφυλισμός των αξιών που είχε 

επέλθει και στην Αθηναϊκή Πολιτεία


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


*Από τα ονόματα 100 εξεχουσών προσωπικοτήτων της Αρχαίας Ελλάδας ανατέθηκε

 στην Πυθία να επιλέξει τα 10 που δόθηκαν στις φυλές, (η Πυθία εκτελούσε και 

καθήκοντα επικοινωνιολόγου).


** Ο Σόλων (και οι αρχαίου Αθηναίοι) δεν ανεχόταν «σιωπηλούς πολίτες» που δεν 

ήθελαν να πάρουν το μέρος καμιάς παράταξης σε περίπτωση στάσης.


(Αριστοτέλους «Αθηναίων Πολιτεία», VIII, 5: Βλέποντας δε την μεν πόλη να 

στασιάζει συχνά,μερικούς δε από τους πολίτες από αδιαφορία (απέχοντες και) 

προκρίνοντες να αφήσουν τα πράγματα στην τύχη τους, θέσπισε ειδικό νόµο γι’ 

αυτούς, κατά τον οποίο «όποιος, ενώ η πόλη βρίσκεται σε στάση, δεν επεμβαίνει 

ενόπλως, υπέρ μιας από τις αντίπαλες µερίδες, καταδικάζεται σε στέρηση των 

πολιτικών του δικαιωμάτων και δεν δικαιούται στο εξής να µετέχει στη διοίκηση 

τη ς Πολιτείας»).


Εθεωρείτο αυτονόητο ότι ο μέσος πολίτης θα δρούσε, αρκεί να εμπλεκόταν, υπέρ 

της πιο ορθής θέσης, και κατά συνέπεια υπέρ της πόλεως. Όσοι δεν έπαιρναν μέρος

 στις συγκρούσεις και μάλιστα ένοπλοι, ήταν οι σε ειρηνικές περιόδους «κυάμων 

απέχοντες», ήταν αυτοί που θα έδιναν «γην και ύδωρ» σε κάθε επιδρομέα, ήταν 

αυτοί που θα υπέκυπταν σε κάθε ξένη επιβουλή, ήταν αυτοί που πρόθυμα θα 

άκουγαν το κήρυγμα «απόδοτε τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα του θεού τω 

θεώ», απεμπολώντας το δικαίωμα τους να διευθύνουν αυτοί τα του κράτους τους, 

μη επιτρέποντας σε κανένα καίσαρα και σε κανένα θεό να το κάνει αντ’ αυτών,

 ήταν αυτοί που θα δεχόταν να γίνουν ποίμνιο, κοπάδι προβάτων, επιτρέποντας την

 εξάλειψη του πολιτισμού τους και την επέλευση, δια του χριστιανισμού, του 

μεσαίωνα και της «ελέω θεού μοναρχίας», ήταν αυτοί που θα έλεγαν «σφάξε με 

αγά μου ν’ αγιάσω». Ήταν αυτοί που τους έπρεπε «φωτιά και τσεκούρι».  Ήταν οι

 Νενέκοι κάθε είδους και εποχής. Σε τέτοιους πολίτες δεν επέτρεπε ο Σόλωνας 

(και οι Αθηναίοι) την συμμετοχή στην διοίκηση της Πολιτείας.


 


ΥΓ:

Τι αβάσταχτη κατάντια από τον Σόλωνα και τον Κλεισθένη να καταλήξουμε στον ΓΑΠ!



Γιάννης Αλεξάκης

(Εκηβόλος)



by Siglitiki στο http://tonoikaipnevmata.wordpress.com


Πηγή: https://greek1.blogspot.com/2011/11/blog-post_2655.html#ixzz4bJr4Hoe6 
®1Greek Σκέψου...δεν είναι παράνομο ακόμη 
Under Creative Commons License: Attribution 

Follow us: @1_Greek on Twitter | 1greek on Facebook

Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Η απώλεια της χαράς

Κι αν το καλοσκεφτείς, αυτό που έχει τελικά χαθεί είναι η χαρά. Η απλή ανθρώπινη χαρά, που είναι τόσο φανερή όταν υπάρχει. Δεν είναι πως υπάρχει μια κατά-θλιψη. Είναι που λείπει η χαρά. Πρόκειται για την αφαίρεσή της από έναν πολιτισμικό απορροφητήρα.
Η ζωή στην αποικία είναι μια αδειασμένη ζωή, ακόμη και για τις μεταπρατικές ελίτ που το «παίζουν» ντόπια ισχύς μεγάλου κυβισμού. Κι όσο ξεπερνιούνται τα όρια μπας και γεμίσει, τόσο αδειάζει. Η ζωή αδειάζει και αφαιρείται.

Τα Μνημόνια μοιάζουν να είναι η τελευταία φάση μιας διαδικασίας καταστροφής. Όχι απλά οικονομικής ή κοινωνικής, αλλά μιας καταστροφής ενδοψυχικής. Τα Μνημόνια καταστρέφουν, καθημερινά, όλο και πιο πολύ, την ικανότητά μας να ονειρευόμαστε, να παθιαζόμαστε, να συμμετέχουμε και βέβαια να εξεγειρόμαστε. Ό,τι μέχρι χθες, έστω και στη ναρκισσιστική εκδοχή του, μας κινούσε προς τα εμπρός, σήμερα στέκει σαν χαμένος πιτσιρικάς στο γιγάντιο διεθνές σουπερμάρκετ.

Οι ενοχοποιητικοί μηχανισμοί κοινωνικής χειραγώγησης, που πλημμύρισαν το συλλογικό υποκείμενο με δυσβάσταχτες ενοχές, αφαίρεσαν ταυτόχρονα από τον ατομικό ψυχισμό την όποια αθωότητα είχε αφήσει αλώβητη η μεταπολιτευτική χρησιμοθηρία. Η αποφασιστικότητα, η αισιοδοξία και η εγγραφή προσδοκιών με θετικό πρόσημο, αντικαταστάθηκε από μια ά-χαρη παθητικοποίηση που «δεν κάνει», επειδή φοβάται «μην τυχόν».

Η αλήθεια είναι, ότι αν πετύχαμε κάτι σαν νεοελληνική κοινωνία, αυτό οφείλονταν πάντα σε μια συναισθηματική πυροδότηση –σε ατομικό επίπεδο– που μας ωθούσε σε παράλογα όνειρα, σε ουτοπίες, σε πάθη και πόθους που πυρπόλησαν τις καρδιές. Το «μπουζί», ο σπινθιριστής της ψυχής, «βρώμισε» από ενοχικές επικαθίσεις, φθάρηκε από τις χρόνιες ατομοκεντρικές συνέπειες του καπιταλισμού. Και δεν!

Δεν μας λείπουν, δηλαδή, οι οικονομικοί πόροι και τα «καύσιμα». Το συναισθηματικό μας «μπουζί» «τα έχει παίξει». «Γκόμενες/οι» υπάρχουν! Ψυχή να ερωτευτούμε δεν έχουμε.

Πεισθήκαμε όλοι, κατά κάποιον τρόπο, ότι αυτό που μας λείπει είναι τα «φράγκα», η γνώση, ο εκσυγχρονισμός, η οργάνωση, η τεχνολογία, η επιστήμη, ότι «δεν περάσαμε Διαφωτισμό». Η εθνική μας ανεπάρκεια, καθηλωτική στην ανέραστη αποφευτικότητα.

Ίσως ακούγεται κάπως παράδοξο να ισχυριστούμε ότι ακόμη και στην πεφωτισμένη Δύση, η «λαμπρή πρόοδος» πάντα τροφοδοτήθηκε από μερικά φαινομενικά παράλογα όνειρα, από κάποια ά-λογα συναισθήματα και δεν ήταν, απλά, η νομοτελειακή συνέπεια μιας τετράγωνης λογικής. Ξεχνάμε ότι οι πιο σπουδαίες ιδέες γεννήθηκαν από το «τίποτα μιας στιγμής» και στα γεννητούρια τους δεν φαίνονταν και πολύ λογικές. Γιατί στο όχημα της ανθρώπινης προόδου, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουν ενδεχομένως πολλοί, ο πυροδότης δεν είναι λογικός, αλλά βαθύτατα συναισθηματικός.

Όμως σήμερα, όλοι σχεδόν είναι βέβαιοι ότι για τα δεινά μας φταίει το έλλειμμα Λογικής, η απουσία του Ορθολογισμού και τα τυχόν ελαττώματα της –οικονομικής και πολιτικής κυρίως– επιστήμης, ανυποψίαστοι ότι μας «έχουν βγάλει από την πρίζα».

Έχοντας σκοτώσει τη Χαρά, αφεθήκαμε σε μια φανατική συλλογή γεγονότων, όπως κάτι πιτσιρικάδες που συλλέγουν ψυχαναγκαστικά παιχνίδια για να αναπληρώσουν το συναισθηματικό τους κενό. Αλλά δεν παίζουν ποτέ, «μην τυχόν» και τα χαλάσουν. Είναι ένα κουσούρι που μας άφησε η μεταπολίτευση: να μην αφαιρέσουμε τα νάιλον καλύμματα από τα καθίσματα του καινούργιου αυτοκινήτου, μην τύχει και φθαρούν. Το αμάξι, στο αναμεταξύ, διαλύθηκε, αλλά εμείς κυκλοφορούμε ακόμη, καθισμένοι στις ζαρωμένες ζελατίνες, σαν να μην τρέχει τίποτα. Το υπαρξιακό μας αμάξι δεν κινείται σχεδόν, αλλά σημασία έχει να διατηρηθούν καθαρά τα καθίσματα της Λογικής μας. Εμείς εκεί, πεισματικά, παίρνουμε ενδείξεις από το καντράν, μετράμε νούμερα, συλλέγουμε στοιχεία και γεγονότα, αναζητούμε μεταλλικές κατανοήσεις και επιστημονικές τεκμηριώσεις, ντυνόμαστε τις καινούργιες κάθε φορά αναλύσεις μας, φουλάρουμε τα ντεπόζιτα με πλαστικές ειδήσεις… και περιμένουμε σταματημένοι.

Κι ύστερα, βλέπουμε στο καθρεφτάκι την υπερδιογκωμένη «κεφάλα» μας, και καμαρώνουμε τη διανοητικοποίηση μας. Αλλά το καθρεφτάκι είναι μικρό και δεν φτάνει για να δούμε το συρρικνωμένο σώμα μας ή –πολύ περισσότερο– το πεθαμένο συναίσθημά μας. Εκτός κι αν πρόκειται για τον θυμό και την ασίγαστη ικανότητα να «μπινελικιάσουμε» τον Άλλο… που φταίει. Η χαρά πέθανε, αλλά αυτό που μετράει είναι να κάνουμε μια τεκμηριωμένη και επιστημονικά αντικειμενική ανάλυση για την απώλεια αυτή. Το σύστημα παράγει συναισθηματικά νεκρά χρονο-ανταλλακτικά, για να μπορεί να ανανεώνεται και να λειτουργεί, όμως αυτό είναι μια λογική διατύπωση, χωρίς κανένα συναισθηματικό αποτύπωμα. Σαν να ερωτεύεσαι με μηνύματα στο inbox.

Παγιδευμένοι σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα σκέψης και πολυσχιδείς αναλύσεις, τρώμε τις συναισθηματικές μας σάρκες, «αναμασώντας τα λόγια μας». Κι ίσως, αυτό να είναι το μοναδικό που χρειάζεται να κατανοήσουμε. Ότι, δηλαδή, δεν υπάρχει τίποτα για να κατανοηθεί, ενώ τα πάντα περιμένουν για να νιώσουμε.

Ο καπιταλισμός μας έχει κλέψει τη ζωή, την απλή ανθρώπινη ζεστασιά, το συναίσθημα της χαράς, τον ενθουσιασμό της αθωότητας, την προσδοκία του πόθου, την αντιφατικότητα του έρωτα και μας παραχωρεί σαν αντάλλαγμα «αναλύσεις», «γεγονότα» και «επιστημονικές εφαρμογές», για να μην πάρουμε χαμπάρι την κλοπή.

Κι έτσι, την επόμενη φορά που θα αναλύσεις σε κάποιον τις συνέπειες του καπιταλισμού και των Μνημονίων, είναι πολύ πιο επαναστατικό αν καταφέρεις να τον ρωτήσεις, στα ίσα, πρόσωπο με πρόσωπο, «πονάς ρε μαλάκα;» και να τολμήσεις να πεις ένα «κι εγώ, ρε συ. Να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Να βρούμε τον δρόμο να χαρούμε».

Αντώνης Ανδρουλιδάκης 
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής

Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΣΑΝ ΤΟ ΑΛΑΤΙ

''Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΣΑΝ ΤΟ ΑΛΑΤΙ'' - ΙΝΔΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ - ''Μία φορά κι ένα καιρό, ζούσε σε κάποια επαρχία της Ινδίας ένας μαχαραγιάς που είχε εφτά κόρες. Κάποια μέρα τις κάλεσε στην αυλή του και τις ρώτησε : -Πέστε μου, κορίτσια μου, το κάθε ένα από εσάς, πόσο πολύ με αγαπάτε ;...''

H πριγκίπισσα που αγαπούσε τον πατέρα της σαν το αλάτι. Ινδικό παραμύθι




Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε σε κάποια επαρχία της Ινδίας ένας μαχαραγιάς που είχε εφτά κόρες. Κάποια μέρα τις κάλεσε στην αυλή του και τις ρώτησε:

"Πέστε μου, κορίτσια μου, το κάθε ένα από εσάς, πόσο πολύ με αγαπάτε;"

Τα έξι μεγαλύτερα κορίτσια, το ένα μετά το άλλο, απάντησαν: "Πατέρα, σε αγαπάμε όπως την πιο γλυκιά ζάχαρη."

Το έβδομο παρέμεινε σιωπηλό για λίγο, και όταν πιέστηκε να απαντήσει, είπε: "Πατέρα, σε αγαπώ όπως το αλάτι."

Ο μαχαραγιάς, που άκουσε με μεγάλη ευχαρίστηση τις απαντήσεις των μεγαλύτερων κοριτσιών, ένιωσε πολύ θυμωμένος με την απάντηση της έβδομής του κόρης. Έτσι, με οργή, διέταξε να την απομακρύνουν αμέσως από μπροστά του, και να την εξορίσουν.

Οι υπηρέτες μετέφεραν την πριγκίπισσα μακριά, εγκαταλείποντάς την μέσα στη ζούγκλα. Η καημένη η πριγκίπισσα έκλαψε, έκλαψε πολύ, αναλογιζόμενη τη μοίρα της όταν έφυγαν και την άφησαν εκεί, μέχρι που ήρθε το βράδυ και αποκοιμήθηκε.

Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, ανακάλυψε με μεγάλη της έκπληξη ένα πιάτο γεμάτο φαΐ και ένα ποτήρι νερό να είναι τοποθετημένα στο προσκεφάλι της. Αναρωτήθηκε ποιος θα μπορούσε να είναι εκείνος που της προσέφερε βοήθεια σε μια τόσο απομονωμένη τοποθεσία. Βάλθηκε αμέσως να τρώει, μια και πεινούσε πολύ, προσευχόμενη στο Θεό να της αποκαλύψει ποιος ήταν αυτός που της έσωσε τη ζωή.

Περίμενε και περίμενε μήπως εμφανιστεί κάποιος, αλλά μάταια. Μη αντέχοντας άλλο την αναμονή σηκώθηκε και κίνησε να βρει εκείνον που της προσέφερε φαγητό. Αφού περπάτησε για πολύ μέχρι που αντίκρισε εκεί στην καρδιά της ζούγκλας, κρυμμένο ανάμεσα στα δέντρα, ένα παλάτι από μάρμαρο να γυαλίζει μεγαλοπρεπές κάτω από το φως του ήλιου. Με μεγάλη δυσκολία διέσχισε την πυκνή βλάστηση του δάσους και πήγε και κτύπησε στην πύλη του παλατιού. 

Αν και κανείς δεν απάντησε στο κτύπημά της, οι πόρτες άνοιξαν αποκαλύπτοντάς της ένα κτίριο λευκό σα γάλα, το οποίο περιέβαλαν υπέροχοι κήποι, που φιλοξενούσαν και μια μικρή λίμνη με καθάρια κρυστάλλινα νερά. Μπήκε στην αυλή του παλατιού, αλλά 



άνθρωπος πουθενά! Διέσχισε άφοβα, με σταθερό βήμα, όλα τα υπέροχα δωμάτια, μέχρι που έφτασε σε ένα, όπου ένα όμορφος πρίγκιπας βρισκόταν ξαπλωμένος λιπόθυμος, καλυμμένος σ' ολόκληρο το σώμα από βελόνες.
  Η πριγκίπισσα κάθισε δίπλα του και άρχισε αμέσως να αφαιρεί από το σώμα του τις βελόνες. Ολόκληρη εκείνη τη μέρα και τη νύχτα ήταν απασχολημένη, και την επόμενη μέρα και την επόμενη και την επόμενη, βγάζοντας προσεκτικά τις βελόνες από το σώμα του πρίγκιπα. Κι όμως, όσο κι αν περνούσαν οι μέρες, πάντα υπήρχαν κι άλλες βελόνες για να αφαιρεθούν.

Επιτέλους, μετά από βδομάδες και βδομάδες δουλειάς, όλες οι βελόνες αφαιρέθηκαν από το σώμα του πρίγκιπα, εκτός από μία που ήταν καρφωμένη στο πρόσωπό του. Η πριγκίπισσα κατάλαβε ότι  μάλλον ο πρίγκιπας θα ξυπνούσε μόλις του αφαιρούσε την τελευταία βελόνα και σκέφτηκε να πάει έξω στη λίμνη και να κάνει ένα μπάνιο, και να φροντίσει τον εαυτό της πριν το μεγάλο γεγονός.

Όμως, ο πρίγκιπας ήταν παντρεμένος με μια κακιά γυναίκα. Αυτή ήταν που γέμισε το σώμα του με βελόνες. Αυτή η κακιά γυναίκα, λοιπόν, -καθώς η πριγκίπισσα που αγαπούσε τον πατέρα της σαν αλάτι ήταν στη λίμνη-, ανακάλυψε ότι οι βελόνες αφαιρέθηκαν από το σώμα του άντρα της. Με πανουργία σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να πιστωθεί αυτή με την ανακούφιση του πρίγκιπα από τον πόνο του, έτσι βγάζοντας την τελευταία βελόνα τον επανέφερε στη ζωή.

Όταν η πριγκίπισσα, που αγαπούσε τον πατέρα της σαν αλάτι, επέστρεψε στο δωμάτιο, άκουσε τον πρίγκιπα να ρωτά: "Ποιος έβγαλε τις βελόνες από το σώμα μου και με επανέφερε στη ζωή;" Ενώ ήταν έτοιμη να απαντήσει, άκουσε μια φωνή πίσω από την κουρτίνα να λέει δυνατά: "Εγώ, με τη βοήθεια αυτής της νέας υπηρέτριας που ήρθε στο παλάτι."
  Η πριγκίπισσα, που αγαπούσε τον πατέρα της σαν αλάτι, ένιωσε αβοήθητη. Δεν ήθελε να πει κάτι, επειδή φοβήθηκε τη γυναίκα του πρίγκιπα. Έτσι, αποδέχτηκε σιωπηλά τη θέση της υπηρέτριας στο παλάτι.
  Όταν ο πρίγκιπας απέκτησε πλήρως την υγεία του, άρχισε να παρατηρεί το κορίτσι που δούλευε στο σπίτι και σκέφτηκε ότι ήταν πολύ όμορφη για να είναι υπηρέτρια. Αλλά φοβόταν την κακιά του γυναίκα, κι έτσι δεν τόλμησε να πει τίποτα.
  Κάποια μέρα αποφάσισε να πάει ένα μεγάλο ταξίδι σε μια άλλη χώρα και ρώτησε τι γυναίκα του τι θα ήθελε να της φέρει όταν επιστρέψει. Ρώτησε και την υπηρέτρια.
  Ενώ η βασίλισσα είπε ότι ήθελε κοσμήματα και μετάξια, η πριγκίπισσα που αγαπούσε τον πατέρα της σαν αλάτι, είπε ότι θα ήθελε να μικρό Ηλιοκούτι.
  Ο πρίγκιπας δεν άκουσε ποτέ πριν για ένα τέτοιο πράγμα, κι έτσι δεν ήξερε πως έμοιαζε και που θα μπορούσε να το βρει. Αλλά υποσχέθηκε να της το φέρει κι αναχώρησε για την ξένη χώρα.
  Καθώς ταξίδευε, είχε συνέχεια το Ηλιοκούτι στο μυαλό του. Όπου κι αν πήγε το αναζήτησε, αλλά ποτέ κανείς δεν ήξερε κάτι γι' αυτό.
  Όταν ήρθε η ώρα της επιστροφής, ο πρίγκιπας ένιωθε πολύ λυπημένος, επειδή δεν είχε ακόμη βρει το δώρο που του ζήτησε η υπηρέτρια. Μια νύχτα, όμως, καθώς ξάπλωνε σκεφτόμενος το Ηλιοκούτι, είχε ένα όραμα. Είδε τον εαυτό του να διασχίζει ένα δάσος και να κατευθύνεται προς την καλύβα ενός ασκητή, που κοιμόταν, λέει, για εννιά χρόνια και μετά έμενε ξύπνιος για δέκα. Αυτός είχε το Ηλιοκούτι.
  Ο πρίγκιπας καβάλησε το άλογό του το επόμενο πρωί και με μερικούς συνοδούς, κίνησε για να βρει το δάσος του ονείρου του. Προχωρούσε και προχωρούσε, μέχρι που έφτασε σ' ένα μέρος που,  είδε έναν ασκητή να κοιμάται, που έμοιαζε ακριβώς όπως εκείνον του ονείρου του. Παρέμεινε εκεί και περίμενε τον άγιο άνθρωπο να ξυπνήσει.
  Ο ασκητής ξύπνησε μετά από δύο βδομάδες. Βλέποντας τον πρίγκιπας που καθόταν στα πόδια του υπομονετικά τον ρώτησε αν μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτόν.
  "Θέλω το Ηλιοκούτι, άγιε άνθρωπε," παρακάλεσε ο πρίγκιπας ενώνοντας τα χέρια.
  "Ζήτησες κάτι το δύσκολο," είπε ο ασκητής, "αλλά επειδή είσαι ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στο σκοπό σου, θα σου το δώσω." Κι αμέσως κατευθύνθηκε προς μια πηγή. Κατεβαίνοντας στα βάθη της έφτασε στο σπίτι της κόκκινης νεράιδας που, όπως καλά ήξερε, ήταν η κάτοχος του Ηλιοκουτιού, που επιθυμούσε ο πρίγκιπας. Στάθηκε, ψέλνοντας ένα ύμνο στο νερό και η νεράιδα εμφανίστηκε.

"Είμαι στη διάθεσή σου, ω πρίγκιπα των ερημιτών," είπε αυτή.

"Θέλω το Ηλιοκούτι, ω νεράιδα!," απάντησε. Με την ταχύτητα μιας αστραπής η μικρή νεράιδα βούτηξε στα νερά και ξαναβγήκε στην επιφάνεια, φέρνοντας μαζί της ένα όμορφο μικρό κουτί.
  "Εδώ μέσα υπάρχουν εφτά μικρές κούκλες," εξήγησε, "και ένα μικρό μαγικό φλάουτο. Κανείς εκτός απ' αυτήν που το θέλει δεν πρέπει να το ανοίξει. Κι αυτή πρέπει να το ανοίξει στη διάρκεια της νύχτας."
  Ο ασκητής την ευχαρίστησε, πήγε κι έδωσε στον πρίγκιπα το κουτί, λέγοντάς του όλα όσα του είπε η νεράιδα. Ο πρίγκιπας ήταν ενθουσιασμένος. Κρύβοντάς το για ασφάλεια στο τουρμπάνι του, ζήτησε την άδεια του ερημίτη για να φύγει και αναχώρησε αμέσως.
  Μόλις έφτασε σπίτι κάλεσε τη γυναίκα του και της έδωσε τα δώρα, κοσμήματα και μεταξωτά, που της είχε φέρει. Μετά κάλεσε την πριγκίπισσα που αγαπούσε τον πατέρα της σαν αλάτι, και της έδωσε το Ηλιοκούτι. Τον ευχαρίστησε. Και μια και ήξερε ότι δεν έπρεπε να το ανοίξει μέχρι το βράδυ, το πήρε και το έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι της.
  Τη νύχτα, όταν τέλειωσε τις δουλειές της κι έμεινε μόνη, πήγε έξω ολομόναχη, στην καρδιά της ζούγκλας. Κάθισε σ' ένα ξέφωτο και άνοιξε το Ηλιοκούτι. Το φλάουτο κι οι εφτά μικρές κούκλες έπεσαν έξω. Πήρε στα χέρια της το μαγικό όργανο και, βάζοντάς το στα χείλη της, άρχισε να παίζει. Αργά και σιωπηλά τα κουκλάκια άρχισαν να κινούνται με ρυθμικό τρόπο γύρω της και να φροντίζουν για την εμφάνισή της, χτενίζοντας τα μαλλιά της, στολίζοντάς τα με λουλούδια. Αλλά, καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της φροντίδας, η κόρη που αγαπούσε τον πατέρα της σαν αλάτι, καθώς έπαιζε το φλάουτο, δάκρυζε.
  Τελικά ένα από τα κουκλάκια κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά και τη ρώτησε: "Γιατί κλαις, όμορφη κόρη;"
  "Γιατί ο πατέρας μου στάθηκε απέναντί μου άδικος και σκληρός," απάντησε, "και με εξόρισε από το βασίλειό του επειδή είπα ότι τον αγαπούσα σαν αλάτι, ενώ οι αδελφές μου είπαν ότι τον αγαπούσαν σαν ζάχαρη. Αλλά κι επειδή αγαπώ τον πρίγκιπα τον οποίο ανακούφισα από τον πόνο που του προκάλεσαν οι βελόνες, τις οποίες η ίδια του η γυναίκα του κάρφωσε στο σώμα."
  "Μην κλαις, μην κλαις," την παρηγόρησαν τα νεραϊδοκουκλάκια. "Όλα θα πάνε καλά. Πολύ καλά."
  Η πριγκίπισσα τότε άρχισε να ξαναπαίζει το φλάουτο στέλνοντας τα κουκλάκια στο Ηλιοκούτι, κι επέστρεψε στο παλάτι λίγο προτού χαράξει.
  Την επόμενη νύχτα πήρε πάλι το κουτί, και πήγε στο ίδιο σημείο στη ζούγκλα. Όλα έγιναν ακριβώς όπως και το προηγούμενο βράδυ, εκτός από το γεγονός ότι τώρα υπήρχε και ένας θεατής. Ένας ξυλοκόπος που περνούσε μέσα από το δάσος καθ' οδόν προς το σπίτι του, μαγεύτηκε από τη μουσική που άκουσε και πλησιάζοντας την πηγή της, είδε με έκπληξη τα κουκλάκια να χορεύουν. Χωρίς να γίνει αντιληπτός, σκαρφάλωσε σ' ένα δέντρο από όπου είδε την πριγκίπισσα να κλαίει και να θρηνεί, και να λέει: "Ο πατέρας μου στάθηκε άδικος και κακός απέναντί μου και με εξόρισε από το βασίλειό του, επειδή είπα ότι τον αγαπούσα σαν αλάτι ενώ οι αδελφές μου είπαν ότι τον αγαπούσαν σαν ζάχαρη. Και αγαπώ τον πρίγκιπα τον οποίο ανακούφισα από τον πόνο που του προκάλεσαν οι βελόνες, τις οποίες η ίδια του η γυναίκα κάρφωσε στο σώμα του."
  Την τρίτη νύχτα, συνέβηκε το ίδιο πράγμα και ο ξυλοκόπος, που και πάλι βρισκόταν στο δρόμο προς το σπίτι του, τα είδε και τα άκουσε όλα. Ένιωθε χαμένος, προβληματισμένος.

Την επόμενη μέρα ο ξυλοκόπος πήγε στο παλάτι και είπε στον πρίγκιπα τι είχε δει. Ο πρίγκιπας ένιωσε μεγάλη έκπληξη και είπε: "Θα έρθω μαζί σου για να δω το θαύμα με τα μάτια μου."
  Εκείνη τη νύχτα, προτού η πριγκίπισσα που αγαπούσε τον πατέρα της σαν αλάτι, φύγει από το παλάτι, ο πρίγκιπας πήγε με τον ξυλοκόπο στη ζούγκλα, και αφού ο τελευταίος του έδειξε το ακριβές σημείο, σκαρφάλωσε στα κλαδιά ενός δέντρου για να παρακολουθήσει. Σύντομα είδε την πριγκίπισσα να έρχεται και να παίζει το φλάουτο της, και τα νεραϊδοκουκλάκια να βγαίνουν απ' το κουτί, να χορεύουν και να τραγουδούν. Και τότε, εκείνη άρχισε να κλαίει και να θρηνεί, ακριβώς όπως ο ξυλοκόπος του είχε περιγράψει.
  Ο πρίγκιπας, που πίστευε ότι αυτή ήταν υπηρέτρια, έμεινε έκπληκτος μαθαίνοντας ότι στην πραγματικότητα ήταν πριγκίπισσα. Χωρίς να το καλοσκεφτεί πήδησε κάτω απ' το δέντρο, την πλησίασε και την παρακάλεσε να τον συγχωρέσει και να δεχτεί να τον παντρευτεί. Στη συνέχεια τη συνόδεψε στο παλάτι. Αμέσως διέταξε την εξορία της κακιάς του γυναίκας σ' ένα απομακρυσμένο νησί, και άρχισε να κάνει προετοιμασίες για το γάμο.
  Ο πριγκίπισσα, που αγαπούσε τον πατέρα της σαν αλάτι, έγραψε στους γονείς και τις αδελφές της, ζητώντας τους να έρθουν στο γάμο της.
  Νιώθοντας μεγάλη έκπληξη που ήταν ακόμη ζωντανή, ήρθαν όλοι. Ο γάμος της τελέστηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια και οι συγγενείς της έμειναν μαζί της για λίγες μέρες. Για μια ολόκληρη βδομάδα η πριγκίπισσα σέρβιρε σε όλους κανονικό φαγητό αλατισμένο, αλλά στον πατέρα της, τον μαχαραγιά, έδινε μόνο ανάλατο φαγητό. Στο τέλος της βδομάδας, του προσέφερε ένα γεύμα μ' αλάτι. Τότε εκείνος αντιλήφθηκε την αξία του αλατιού. Μετάνιωσε για τη σκληρότητα που έδειξε στην κόρη του και, θέλοντας να επανορθώσει, χάρισε σ' αυτή και στον άντρα της, ένα μέρος του βασιλείου του.

Έτσι, όπως συνήθως λένε στα παραμύθια, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα..


Η ( ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

Η (ανατολική) ιστορία της Δύσης


από selana019


H Fortuna, από τον Πολωνό Kuntze, Tadeusz, 1754

Η επαναληψιμότητα μοτίβων στην ιστορία μάς ωθεί να μιλάμε για την «περιοδική επιστροφή και τους νόμους της ιστορίας». Λες και αποτελεί εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης ψάχνουμε να βρούμε κοινοτυπίες στα επιμέρους και να τις κατατάσσουμε σε καθολικές κατηγορίες. Αυτή η παρατήρηση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στους αρχαίους χρόνους στην γέννηση της ιστοριογραφίας και για τους ίδιους ακριβώς λόγους στην σύσταση της κοινωνιολογίας στους νεώτερους. Η ιστοριογραφία του Θουκυδίδη και του Cicero βασίστηκε στην διαδεδομένη πεποίθηση των αρχαίων πως «η φύση του ανθρώπου είναι αναλλοίωτη» επομένως, έγραφε ο Θουκυδίδης, αν μελετώντας τις ιστορίες του παρελθόντος κατανοήσουμε τα απώτερα βάθη της ανθρώπινης φύσης  θα μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όταν συναντήσουμε ανάλογες καταστάσεις. Συνεχίζοντας την ουμανιστική προσέγγιση ο Μακιαβέλι έλεγε πως ακόμα και αν η γνώση της ανθρώπινης φύσης και των μοτίβων της ιστορίας δεν αρκεί να τιθασεύσει το μέλλον, καθώς οι προθέσεις της τύχης (Fortuna) είναι αδιευκρίνιστες, μπορούμε όμως μελετώντας να προετοιμαστούμε με γνώσεις για να αντιμετωπίσουμε τον ατίθασο χαρακτήρα της. Ο Μακιαβέλι παρομοίαζε την ιστορία σαν χείμαρρο που η δύναμη του ρεύματος του παρασέρνει στο πέρασμα του ανθρώπους, βασιλιάδες και ηγεμονίες. Οφείλουμε λοιπόν να αντισταθούμε στην παρορμητική δύναμη της Fortuna  «με τον ίδιο τρόπο που οι στέρεες όχθες ενός ποταμού αντιστέκονται στα ορμητικά νερά ενός χειμάρρου». Για τους μεγάλους δασκάλους η θέλησή μας δεν μπορεί ποτέ να επιβάλει απόλυτα την βούλησή της στα γεγονότα, η μύησή μας όμως στα μυστικά της ιστορίας και των ανθρώπων μπορεί να μας προετοιμάσει να προσαρμοστούμε καλύτερα στα αναπάντεχα ( και μοιραία αναμενόμενα ) ξεσπάσματα της.

Ενάντια στην μοιρολατρική πεποίθηση πως «η κάθε εποχή θεωρεί τον εαυτό της χειρότερη από τις προηγούμενες» η αλήθεια είναι πως στην ιστορία της ανθρωπότητας  δεν είχε ποτέ καθολική επικράτηση η ρήση «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Αν θέλουμε να αναζητήσουμε ένα σταθερό μοτίβο για το πως αντιλαμβάνονται ο άνθρωποι την εποχή τους θα διαπιστώσουμε πως πολύ συχνά εμφανίζονται εποχές οι οποίες κυριαρχούνται από έντονη αισιοδοξία και τόλμη για το μέλλον. Ας θυμηθούμε την belle epoque, τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του δεύτερου μεγάλου πολέμου και την βικτωριανή προσήλωση στην πρόοδο. Ειδικά η βικτωριανή εποχή επέδειξε μια ανεπανάληπτη από τότε αύρα αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης στις δυνάμεις της τεχνικής και της επιστήμης. Άρα οφείλουμε να μην ξεχνάμε πως υπάρχουν και εποχές που οι άνθρωποι τις θεωρούσαν καλές, μάλιστα καλύτερες από τις περασμένες, και δεν χρειάζεται εδώ να μας απασχολήσει αν αυτή η καθολίκευση ανταποκρίνεται σε όλους τους ανθρώπους και κυρίως στους πιο αδύναμους. Είναι φυσικά και πως όχι. Συνήθως αυτού του είδους η αισιοδοξία υπέκρυπτε πίσω από τα παρασκήνια τεράστια ποσόστωση δυστυχίας και αδικίας.  Δεν θέλουμε όμως να μας απασχολήσει τώρα αυτή η παραδοχή. Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε είναι πως τις εποχές μπορεί κανείς να τις διακρίνει σε εκείνες που ατενίζουν το μέλλον με προσδοκία , στις εποχές της αβεβαιότητας και του φόβου και στις πραγματικά ζοφερές εποχές. Τολμώντας κανείς να κατατάξει την δική μας εποχή-για το κομμάτι του «δυτικού» κόσμου μόνο- σε ένα από αυτά τα μοτίβα δεν μπορεί παρά να επιλέξει εκείνη της αβεβαιότητας. Ποιός μπορεί σήμερα να πει πως η αισιοδοξία είναι το γενικευμένο συναίσθημα που ισχύει; Ούτε και μπορεί κανείς να πει πως ζούμε πραγματικά ζοφερές καταστάσεις, αλλά περισσότερο αυτό που μπορούμε να πούμε είναι πως -ως σύνολο- φοβόμαστε για το αύριο μην ζήσουμε στιγμές τέτοιες όπως αυτές, που μας μεταφέρουν ως εικόνα οι πρόσφυγες.

Την στιγμή λοιπόν που ο βασιλιάς της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης είναι γυμνός αλλά δεν έχει ακόμα βρεθεί ο αγαθός εκείνος που θα το φωνάξει όλοι μας αντιλαμβανόμαστε πως αυτό που πραγματικά απουσιάζει από το ευρωπαϊκό πνεύμα είναι μια αντιληπτά από όλους μορφοποιημένη εικόνα για το μέλλον που θέλουμε. Μια εικόνα να μπορεί να συνέχει τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς σε ένα κοινό ορίζοντα. Εδώ είναι απαραίτητη μια διευκρίνηση: Η ευρωπαϊκή συνοχή δεν είναι ένα κάποιο καινούργιο νεωτερικό και μετα-καντιανό φρούτο. Ο ευρωπαϊκός γεωγραφικός και πνευματικός τόπος αποτελεί για εδώ και 2.000 χρόνια ένα σταθερό σηματοδότη σύγκλισης. Τα παραδείγματα από την ιστορία είναι αποκαλυπτικά και συγκροτούν ξανά ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Η Ευρώπη αποτελεί εδώ και είκοσι αιώνες ένα σταθερό προσανατολισμό. Το Βυζάντιο για παράδειγμα αν και εξακολουθεί και κατέχει την πλέον παραγνωρισμένη θέση στις πολιτικές επιστήμες, είναι γνωστό εντούτοις πως αποτέλεσε για περισσότερο από δέκα αιώνες φάρο για όλη την πνευματική και πολιτική Ευρώπη. Ο βαθμός της ελλιπής αναγνώρισης για την συμβολή της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για πολλές από τις παρανοήσεις του νεωτερικού κόσμου. Στην διαμόρφωση της νεωτερικότητας θεωρούμε σήμερα ως κομβικές στιγμές επεισόδια από τον δυτικοευρωπαϊκό κυρίως χώρο∙ τα οποία διαμόρφωσαν τα ίδια, είτε απευθείας, είτε προετοιμάζοντας τις υλικές και εννοιολογικές συνθήκες, το πέρασμα από το ancient regime στους νεώτερους χρόνους. Δίνουμε σημαντική έμφαση σε κομβικούς σταθμούς αμιγώς της δυτικής ιστορίας: όπως τις πνευματικές και πολιτικές διενέξεις για τον  διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, τις θεολογικές μεταφυσικές έριδες που προκαλέσανε τον αγνωστικισμό, τη δημιουργία του κράτους, την αστική δραστηριότητα των εμπόρων, χωρίς να γνωρίζουμε πως τα περισσότερα από αυτά αν όχι διαρθρώθηκαν ήδη στο ανατολικό κομμάτι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) τέθηκαν σε πρωτόλεια μορφή αιώνες πριν από την δική μας εκτίμηση για την αρχική τους εμφάνιση στην ιστορία.

Το πιο σημαντικό ίσως κομμάτι του Βυζαντίου, που παραγνωρίζεται ακόμα και από όσους διατηρούν ζωντανό το ενδιαφέρον μαζί του, είναι ο έντονα ουμανιστικός του χαρακτήρας. Η ένωση 2 αντίμετρων φιλοσοφιών: του χριστιανικού και του ελληνικού, βρήκε ένα ιδιαίτερο κοινό τόπο στον κεντρικό ρόλο του ατόμου. Αν και έχουν προοπτικές εντελώς αντίθετες μεταξύ τους, καθώς ο χριστιανικός ατομικισμός προκρίνει μια σωτηριολογική διάσταση μέσω του ατομικού Χριστού, ενώ ο ελληνικός πολιτισμός προκρίνει μια ηρωική διάσταση μέσω των ατομικών επιτευγμάτων και του κλέους, και οι δύο φιλοσοφίες εξυψώνουν αμφότερες το άτομο σε επίπεδα που η δυτική μεριά της Ευρώπης μετά το σοκ που υπέστη από την κατάρρευση του δυτικού ρωμαϊκού κόσμου κατάφερε να επανακτήσει-και δια μέσου του Βυζαντίου- μόνο από τον 11ο αιώνα και μετά. Μην ξεχνάμε πως τα μεγάλα θεολογικά έργα της Δύσης, του Ιερού Αυγουστίνου και του Θωμά Ακινάτη, αν και με μεγάλες αποκλίσεις το ένα από το άλλο προκρίνουν εξίσου τον πολιτικό αναχωρητισμό και την άρνηση των εγκοσμίων. Μια έστω επιδερμική μελέτη του κοσμικού χαρακτήρα των θρησκευτικών έριδων που δίχασαν το Βυζάντιο σε όλη του την ύπαρξη, από τον Νεστοριανισμό έως τους εικονοκλάστες, τους παυλικανούς και βογιομήλους, καταλαβαίνει κανείς πως πίσω από τις θρησκευτικές «αιρέσεις» κρύβονταν μια έντονη διάθεση για ατομική συμμετοχή στα εγκόσμια. Το πολιτικό ζιζάνιο δεν εξέλειψε ποτέ από την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, απλά πήρε την μεταμφίεση της θρησκείας. Το βυζαντινό ουμανισμό τον συναντάμε και στο πνευματικό και στο κοινωνικό πεδίο.  Καταντάει ανέκδοτο να λέει κανείς πως τα πρώτα πανεπιστήμια της Ευρώπης ιδρύθηκαν το 11ο αιώνα (Μπολόνια, Οξφόρδη) την στιγμή που στην Κωνσταντινούπολη ήδη το 425 μ.Χ. υπήρχε το «Πανδιδακτήριον» που διέθετε 16 έδρες για την ελληνική φιλολογία, γραμματική, φιλοσοφία και ρητορική και 15 έδρες για τη λατινική φιλολογία, γραμματική και νομική.  Ενώ οι βυζαντινοί συνεταιρισμοί όχι μόνο μας αφήσανε την παράδοση της επαγγελματικής αλληλεγγύης που βρίσκει σήμερα την μορφή της στις σύγχρονες επαγγελματικές ενώσεις αλλά και ανέδειξαν το κοινωνικό ρόλο του άτομου-επαγγελματία. Ήδη από την εποχή του Λέοντα ΣΤ’ (886-912) ήταν ουσιώδες η σημασία των επαγγελμάτων στην σύσταση της κρατικής λειτουργίας, κάτι που φαίνεται και από τους κανονισμούς του «Επαρχιακού Βιβλίο» οι οποίοι ορίζανε διοικητικά την οικονομική δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη.

Η συμβολή του βυζαντινού ουμανισμού φαίνεται τέλος και στο πεδίο του νομικού δικαίου. Όλοι οι πολιτικοί στοχαστές από τον Τζον Λοκ έως τον Φουκώ, θεωρούν την Magna Carta του 1215 ως την συντακτική διακήρυξη που εδραίωσε στο ευρωπαϊκό πολιτισμό το νομικό δίκαιο και  κατοχύρωσε τον νόμο υπεράνω των δικαιωμάτων του στέμματος, προετοιμάζοντας έτσι τον δρόμο για το κράτος δικαίου. Μια τέτοια αντίληψη παραγνωρίζει παντελώς το πλούσιο βυζαντινό νομοθετικό έργο, αρχής γενομένης τον Ιουστινιανό Κώδικα (Corpus Iuris Civilis) και τις επόμενες νεαρές (νομικές τροποποιήσεις), τους «νόμους γεωργικούς» και τις Εξάβιβλους από τον Λέοντα ΣΤ, έως και την Εξάβιβλο του λογοθέτη Γιώργο Αρμενόπουλο, των οποίων το νομοθετικό έργο για σχεδόν περίοδο δέκα αιώνων απηχείτε σήμερα σε κάθε σύγχρονη δικονομία. Η αντίληψη των υποχρεώσεων του αυτοκράτορα και των δικαιωμάτων των υπηκόων του ως σύναψη εταιρικής συμφωνίας άρχων και κυβερνώμενων ήταν όχι μόνο άγνωστη στον βυζαντινό κόσμο αλλά είχε θεμελιωθεί επαρκώς ήδη από τον 5ο αιώνα. Ο αυτοκράτορας ήταν «ελέω θεού» στεμμένος, ποτέ όμως δεν κυβερνούσε «ελέω θεού» και αυτό φαίνεται και στην διοικητική αυτοτέλεια που απολάμβανε και η Εκκλησιά και οι «Δυνατοί» αλλά και στα κοινοτικά προνόμια των γεωργών-στρατιωτών και τα βυζαντινά χωριά. Αιώνες πριν την διακήρυξη των θεωριών του κοινωνικού συμβολαίου η θεοσεβούμενη αυτοκρατορία εφάρμοζε ήδη στην πράξη τα χρυσόβουλα και τις «πρόνοιες» ως συμβαλλόμενες πράξεις μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχούμενων. Η νεωτερικότητα οφείλει στο Βυζάντιο πολλά περισσότερα από όσα είναι ήδη αναγνωρισμένα από την πολιτική φιλοσοφία και επιστήμες και είναι πραγματικά κρίμα που o αποκλειστικός franchiser του Βυζαντίου στην χώρα (η ορθόδοξη εκκλησία) απωθεί με το κόμπλεξ που προκαλεί κάθε τίμια προσπάθεια αποκατάστασης και μελέτης.

Η παρατήρηση μας λοιπόν δεν πρέπει να παρεξηγηθεί. Εδώ δεν θέλουμε να αναπαράγουμε τον βυζαντινολατρισμό που ισχυρίζεται πως όταν οι βυζαντινοί τρώγανε με χρυσά κουτάλια οι δυτικοί ντυνόντουσαν με δέρματα ζώων. Αν και μια τέτοια δήλωση δεν είναι απόλυτα ψευδής δεν πρέπει να την συγχέουμε με το ιδεολογικό φόρτο που τις γίνεται για χάρη της βυζαντινο-ορθόδοξης μανίας των εγχώριων θιασωτών του αντιστοίχου ιδεολογικού μπλοκ που εξυπηρετεί. Όπως όμως δεν εκχωρούμε την δημοκρατία στους ελληνο-εθνικιστές απλά και μόνο γιατί αυτή ιστορικά σχετίζεται με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, έτσι και οφείλουμε να μην παραδίδουμε την πολιτιστική κληρονομιά του Βυζαντίου, η οποία είναι αρκετά ουμανιστική, στον παπαδισμό. Η ιδιαίτερη προσοχή στο οικοδόμημα του Βυζαντίου θα βοηθήσει κατά πολύ στην αποκατάσταση αναρίθμητων ιστορικών παρερμηνειών και παρεξηγήσεων. Κυρίως θα βοηθήσει στην αυτοαντίληψη του σύγχρονου ανθρώπου και θα τον ωριμάσει από το στάδιο του μοντερνισμού∙ πως τάχα δήθεν τα καλύτερα επιτεύγματα του σύγχρονου κόσμου είναι δημιουργήματα της καπιταλιστικής επανάστασης η οποία μας «απελευθέρωσε» από τον βάναυσο του μεσαίωνα και τον βαρβαρισμό του Βυζαντίου.

πηγή:

Athanasios Georgilas

Πάτρα: Ανήλικοι πιάστηκαν στα «πράσα» να κλέβουν μηχανάκι - Δείτε βίντεο ντοκουμέντο

Πάτρα:  Ανήλικοι πιάστηκαν στα «πράσα» να κλέβουν μηχανάκι  -  Δείτε βίντεο ντοκουμέντο Φωτογραφία flamis Επιχείρησαν να κλέψουν και βέσπα Δ...