TO KOINO :
Posted by sarant στο 19 Αύγουστος, 2018
Σαν σήμερα, στις 19 Αυγούστου 1936, δολοφονήθηκε στην Ισπανία, λίγο μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, στα 38 του χρόνια, επειδή ήταν ένθερμος οπαδός του Λαϊκού Μετώπου.
Ο Λόρκα είναι αγαπημένη μορφή στην Ελλάδα -θεατρικά του παίζονται, ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και μελοποιηθεί, ποιήματα και τραγούδια έχουν γραφτεί γι’ αυτόν. Το ιστολόγιο τιμά σήμερα τη μνήμη του δημοσιεύοντας το θεατρικό του έργο «Το κοινό» (El público), σε μετάφραση του Ανδρέα Ριζιώτη, που την προσφέρει η φίλη του και φίλη μας, η Cronopiusa.
Στον Ανδρέα Ριζιώτη (1924-2017) οφείλουμε την πιο πρόσφατη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη.
Το ισπανικό πρωτότυπο βρίσκεται εδώ.
Το κοινό. Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα μετάφραση Ανδρέα Ριζιώτη
Δράμα σε πέντε σκηνές
Τα πρόσωπα με τη σειρά που εμφανίζονται
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ
2ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ
3ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ
4ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ
1ος ΑΝΤΡΑΣ
2ος ΑΝΤΡΑΣ
3ος ΑΝΤΡΑΣ
ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ
ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΠΙΖΑΜΕΣ
ΕΛΕΝΗ
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ
ΠΑΙΔΙ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ
ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ
ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ
ΣΤΟΛΗ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ
ΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΙΤΖΑΜΑΣ
ΚΟΥΖΟΥΛΟΣ ΒΟΣΚΟΣ
ΓΥΜΝΟ
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ
3oς ΦΟΙΤΗΤΗΣ
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ
5oς ΦΟΙΤΗΤΗΣ
1η ΚΥΡΙΑ
2η ΚΥΡΙΑ
3η ΚΥΡΙΑ
4η ΚΥΡΙΑ
1ο ΑΓΟΡΙ
1ος ΛΗΣΤΗΣ
2ος ΛΗΣΤΗΣ
ΟΔΗΓΟΣ ΣΚΗΝΗΣ
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ
ΚΥΡΙΑ ντυμένη στα μαύρα
Πρώτη σκηνή.
(Δωμάτιο του ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ)
(Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ καθιστός. Φοράει φράκο. Γαλάζιο ντεκόρ. Στον τοίχο τυπωμένο ένα μεγάλο χέρι. Τα παράθυρα είναι ακτινογραφίες.)
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Κύριε.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Τι;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Ήρθε το κοινό.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Να περάσει
(Μπαίνουν τέσσερα ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ.) [1]
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Τι επιθυμείτε; (Τα ΑΛΟΓΑ σαλπίζουν με τις τρουμπέτες τους). Αυτό έτσι θα ήταν, αν εγώ ήμουν ένας άντρας άξιος ν’ αναστενάξει. Το θέατρό μου θα είναι πάντα στον ελεύθερο αέρα! Αλλά εγώ έχασα όλη μου την περιουσία. Αν δεν την έχανα, θα φαρμάκωνα ολάκερο τον ελεύθερο αέρα! Με μια σύριγγα που βγάζει το κάκαδο της πληγής, μου φτάνει. Έξω από ’δω! Έξω απ’ το σπίτι μου άλογα! Τώρα πια εφευρέθηκε το κρεβάτι για να πλαγιάζει κανείς με τ’ άλογα.. (Κλαίγοντας) Αλογάκια μου.
ΤΑ ΑΛΟΓΑ: (Κλαίγοντας) Για τριακόσιες πεσέτες. Για διακόσιες πεσέτες. Για ένα πιάτο σούπα. Για ένα άδειο μπουκαλάκι αρώματος. Για το σάλιο σου. Για ένα κοψίδι απ’ τα νύχια σου.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Έξω, έξω, έξω! (Χτυπάει ένα κουδούνι).
ΤΑ ΑΛΟΓΑ: Για ένα τίποτε! Παλιά ζέχνανε τα πόδια σου κι’ εμείς είμαστε τριών χρονών. Περιμέναμε στο αποχωρητήριο. Περιμέναμε πίσω από τις πόρτες. Κι’ ύστερα γεμίζαμε το κρεβάτι σου με δάκρια.
(Μπαίνει ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ)
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Δώσε μου ένα μαστίγιο!
ΤΑ ΑΛΟΓΑ: Και τα παπούτσια σου είχανε ψηθεί απ΄ τον ιδρώτα. Όμως νιώθαμε πως την ίδια σχέση είχε το φεγγάρι με τα μήλα που σαπίζουν μες’ στ’ αγριόχορτα.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Στον ΥΠΗΡΕΤΗ) Άνοιξε τις πόρτες!
ΤΑ ΑΛΟΓΑ: Όχι, όχι, όχι! Φρικτό! Είσαι τριχωτός και τρως απ’ τα ντουβάρια ασβέστη [2] που δεν είναι δικός σου.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ; Δεν ανοίγω την πόρτα. Εγώ δεν θέλω να βγω στο θέατρο.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ (Χτυπώντας τον) Άνοιξε.
(Tα άλογα βγάζουν μεγάλες επίχρυσες τρουμπέτες και χορεύουν αργά στο ρυθμό του τραγουδιού τους)
ΤΑ ΑΛΟΓΑ 1ο ΚΑΙ 2ο (Οργισμένα): Φρικτό.
ΤΑ ΑΛΟΓΑ 3Ο ΚΑΙ 4Ο : Κτοφρί.
ΤΑ ΑΛΟΓΑ 1Ο ΚΑΙ 2Ο (Οργισμένα): Φρικτό.
ΤΑ ΑΛΟΓΑ: Κτοφρί.
(Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ ανοίγει την πόρτα)
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Θέατρο στον ελεύθερο αέρα! Έξω! Άιντε! Θέατρο στον ελεύθερο αέρα. Έξω από ’δω. (Τα ΑΛΟΓΑ φεύγουν) (Στον ΥΠΗΡΕΤΗ) Συνέχισε. (Κάθεται πίσω από το τραπέζι)
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Κύριε.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Τι;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Ήρθε το κοινό,
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Να περάσει
(Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ βγάζει την ξανθιά περούκα του και φοράει μια σκούρα. Μπαίνουν τρεις ΑΝΤΡΕΣ με σκούρες γενειάδες που φοράνε φράκο, ντυμένοι ακριβώς ίδια).[3]
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Ο κύριος είναι ο σκηνοθέτης του θεάτρου στον ελεύθερο αέρα;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Στους ορισμούς σας
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Ήρθαμε να σας συγχαρούμε για τo τελευταίο σας έργο.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ευχαριστώ.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Πολύ ασυνήθιστο.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Και τι ωραίος τίτλος! Ρωμαίος και Ιουλιέττα.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ένας άνδρας και μία γυναίκα που ερωτεύονται.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Ο Ρωμαίος μπορεί να είναι ένα πουλί και η Ιουλιέττα μία πέτρα. Ο Ρωμαίος μπορεί να είναι ένας κόκκος αλάτι και η Ιουλιέττα ένας χάρτης.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Όμως πάντα θα είναι ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Και ερωτευμένοι. Εσείς πιστεύετε ότι ήταν ερωτευμένοι;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Άνθρωπε… εγώ δεν είμαι μέσα….
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Αρκεί! Αρκεί! Εσείς από μόνος σας προδοθήκατε.
2ος ΑΝΤΡΑΣ (Στον 1ο ΑΝΤΡΑ): Με το μαλακό. Εσύ φταις. Για ποιο λόγο έρχεσαι στην πόρτα των θεάτρων; Μπορείς να φωνάξεις ένα δάσος [4] κι’ αυτό είναι εύκολο να ανοίξει το σάλαγο των χυμών του στ’ αυτιά σου. Αλλά σ’ ένα θέατρο!
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Στα θέατρα είναι που πρέπει να φωνάξουμε. Στα θέατρα για να…….
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Για να μαθευτεί η αλήθεια για τη ζωή εν τάφω.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Μνήματα με λάμπες γκαζιού, μαρκίζες και μακριές σειρές καθισμάτων.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Κύριοι…..
1Ος ΑΝΤΡΑΣ: Μάλιστα, μάλιστα. Σκηνοθέτη του θεάτρου στον ελεύθερο αέρα, συγγραφέα του Ρωμαίος και Ιουλιέττα.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Πως κατουρούσε ο Ρωμαίος, κύριε Σκηνοθέτη; Μήπως δεν είναι ωραίο να βλέπεις τον Ρωμαίο να κατουράει; Πόσες φορές δεν υποκρίθηκε πως θα πηδήξει από τον πύργο δέσμιος της κωμωδίας του μαρτυρίου του; Τι συνέβαινε, κύριε Σκηνοθέτη, όταν δεν συνέβαινε; Κι’ ο τάφος; γιατί, στο τέλος, δεν κατεβήκατε τα σκαλιά του μνήματος; Θα μπορούσατε, να δείτε έναν άγγελο να μεταφέρει το φύλο του Ρωμαίου, ενώ εγκατέλειπε το άλλο, το δικό του, εκείνο που του αντιστοιχούσε. Κι’ αν σας πω πως, το σημαντικότερο πρόσωπο σ’ αυτή την ιστορία, ήταν ένα φαρμακερό λουλούδι[5]; Τι θα σκεφτόσαστε; Απαντήστε.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Κύριοι, δεν είναι αυτό το πρόβλημα.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Διακόπτοντας) Δεν υπάρχει άλλο. Θα αναγκαστούμε να θάψουμε το θέατρο εξ αιτίας της δειλίας ολονών μας, κι εγώ θ’ αναγκαστώ να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Γκονθάλο!
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Αργά) Θ’ αναγκαστώ να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα για να εγκαινιάσουμε το πραγματικό θέατρο, το θέατρο κάτω από την αρένα.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Γκονθάλο…
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Πως;… (Παύση)
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Αντιδρώντας). Μα δεν μπορώ. Θα βούλιαζαν όλα. Θα ήταν σαν να άφηνα τα παιδιά μου τυφλά. Και μετά τι κάνω με το κοινό; Τι θα κάνω με το κοινό αν βγάλω τα κάγκελα απ’ τη γέφυρα; Θα ’ρχότανε η μάσκα να με κατασπαράξει.[6] Εγώ είδα κάποτε έναν άντρα που τον κατασπάραξε η μάσκα. Οι πιο γεροδεμένοι νεαροί της πόλης, με ματωμένες λόγχες του έχωναν μπάλες από παλιές εφημερίδες στον πισινό, και μια φορά, στην Αμερική ήταν ένα αγόρι που το απαγχόνισε η μάσκα, κρεμώντας το με τα ίδια του τα έντερα.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Θαυμάσιο!
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί δεν το λέτε αυτό στο θέατρο;
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό είναι η αρχή της πλοκής ενός επεισοδίου;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Εν πάση περιπτώσει ένα τέλος.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Ένα τέλος που έχει προκληθεί από το φόβο έχει προκαλέσει ο φόβος.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ : Είναι ξεκάθαρο, κύριε. Δεν με θεωρείτε ικανό να βγάλω την μάσκα στη σκηνή.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί όχι;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Και η ηθική; Και το στομάχι των θεατών;
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Υπάρχουν άνθρωποι που ξερνάνε σαν βγάζεις τα μέσα έξω σ’ ένα χταπόδι και άλλοι που χλομιάζουν αν ακούσουν να αρθρώνεται με την ανάλογη πρόθεση η λέξη καρκίνος, εσείς όμως ξέρετε ότι για αντίδοτο υπάρχουν εκφραστικά μέσα όπως ο τενεκές και ο γύψος και το αξιολάτρευτο σύρμα και σε τελευταία ανάλυση το χαρτόνι, που είναι για όλα τα βαλάντια (Σηκώνεται ) αλλά αυτό που εσείς θέλετε είναι να μας ξεγελάσετε. Να μας ξεγελάσετε για να συνεχίσουν να είναι όλα ίδια και να μας είναι αδύνατο να βοηθήσουμε τους νεκρούς. Εσείς φταίτε που οι μύγες πέσανε πάνω σε τέσσερις χιλιάδες πορτοκαλάδες που είχα ετοιμάσει. Και ξανά πρέπει ν’ αρχίσω να τσακίζω τις ρίζες.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Σηκώνεται) Δεν φιλονικώ εγώ κύριε. Αλλά τι θέλετε από εμένα; Φέρατε κανένα καινούργιο έργο;
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Τι πιο φρέσκο από ένα έργο με εμάς και τις γενειάδες μας….κι’ εσάς;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Κι’ εμένα;
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Μάλιστα, εσάς.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Γκονθάλο!
1ος ΑΝΤΡΑΣ : (Κοιτώντας τον ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ) Ακόμα σας αναγνωρίζω κι’ είναι σα να σας βλέπω εκείνο το πρωί που κλείσατε έναν λαγό, που ήταν ένα θαύμα ταχύτητας, μέσα σε μια μικρή σάκα για βιβλία. Και άλλη μια φορά που φορέσατε δυο τριαντάφυλλα στ’ αυτιά, την πρώτη ημέρα που ανακαλύψατε το χτένισμα με τη χωρίστρα στη μέση. Κι’ εσύ, με αναγνωρίζεις;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Αυτό δεν είναι το ζήτημα. Για όνομα του θεού! (Κραυγάζοντας) Ελένη, Ελένη (Τρέχει προς την πόρτα)
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Όμως θέλεις δε θέλεις πρέπει να σε βγάλω στη σκηνή. Με έχεις κάνει να υποφέρω υπερβολικά. Γρήγορα, το παραβάν! το παραβάν! (Ο 3ος ΑΝΤΡΑΣ πιάνει ένα παραβάν και το τοποθετεί στη μέση της σκηνής)
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Κλαίγοντας): Αναγκαστικά θα με δει το κοινό. Θα βουλιάξει το θέατρό μου. Έχω ανεβάσει τα καλύτερα δράματα της σαιζόν, αλλά τώρα!…
(Ακούγονται οι σάλπιγγες των αλόγων. Ο 1ος ΑΝΤΡΑΣ κατευθύνεται προς το βάθος και ανοίγει την πόρτα).
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Περάστε μέσα, μαζί μας. Έχετε θέση στο δράμα.. Όλος ο κόσμος. (Στον ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ) Κι’ εσύ, πέρνα πίσω απ’ το παραβάν.
(Οι ΑΝΤΡΕΣ 2ος και 3ος σπρώχνουν τον ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ. Αυτός περνά από το παραβάν και προβάλλει από την άλλη γωνία ένα αγόρι ντυμένο στα λευκά με ένα λευκό κολάρο στο λαιμό. Πρέπει να είναι μία ηθοποιός. Κρατά μια μικρή μαύρη κιθάρα. )
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Ενρίκε! Ενρίκε! (Σκεπάζει το πρόσωπό του με τα χέρια).
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Μη με κάνεις να περάσω από το παραβάν. Άσε με πια ήσυχο. Γκονθάλο!
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Ψυχρός και κτυπώντας τις χορδές). Γκονθάλο, είσαι για πολύ φτύσιμο. Θέλω να σου ξεσκίσω το φράκο μ’ ένα ψαλιδάκι. Δώσ’ μου μεταξωτή κλώστη και βελόνα. Θέλω να κεντήσω. Δεν μ’ αρέσουν τα τατουάζ, αλλά θέλω να σε κεντήσω με μετάξια.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: (Στα άλογα) Πάρτε θέση όπου σας αρέσει.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Κλαίγοντας) Ενρίκε! Ενρίκε!
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Θα κεντήσω πάνω στη σάρκα σου και θα μ’ αρέσει να σε βλέπω να κοιμάσαι στη στέγη. Πόσα λεφτά έχεις στη τσέπη; Κάψτα! (Ο 1οςΑΝΤΡΑΣ ανάβει ένα σπίρτο και καίει τα χαρτονομίσματα).Ποτέ δεν βλέπω καλά πως εξαφανίζονται τα σχέδια μέσα στη φλόγα. Δεν έχεις άλλα λεφτά; Τι φτωχός που είσαι Γκονθάλο! Και το κραγιόνι μου για τα χείλια; Δεν έχεις κοκκινάδι; Τι μπελάς.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: (Ντροπαλά) Έχω εγώ. (Βγάζει ένα κραγιόν κάτω απ’ τη γενειάδα και το προσφέρει).
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ : Ευχαριστώ……μα …..μα ακόμα εδώ είσαι εσύ; Στο παραβάν! Κι εσύ στο παραβάν. Και το ανέχεσαι ακόμα αυτό Γκονθάλο;
( Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ σπρώχνει απότομα τον 2ο ΑΝΤΡΑ και εμφανίζεται από την άλλη άκρη του παραβάν μία Γυναίκα ντυμένη με μαύρο παντελόνι πυτζάμας κι’ ένα στεφάνι παπαρούνες στο κεφάλι. Κρατά στο χέρι ένα φασαμέν (ματογυάλια με μακριά λαβή) σκεπασμένο μ’ ένα ξανθό μουστάκι που θα χρησιμοποιήσει σε κάποιες στιγμές του δράματος, τοποθετώντας το πάνω από το στόμα της).
2ος ΑΝΤΡΑΣ : (Απότομα) Δώσ’ μου το κραγιόν.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Χα! Χα! χα! Ω Μαξιμιλιάνα, αυτοκράτειρα της Βαυαρίας! Ω κακιά γυναίκα!
2ος ΑΝΤΡΑΣ: (Τοποθετώντας το μουστάκι πάνω από τα χείλια). Θα σε συμβούλευα να σώπαινες λιγάκι.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ω κακιά γυναίκα! Ελένη! Ελένη!
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Δυνατά) Μη φωνάζεις την Ελένη.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Και γιατί όχι; Με αγαπούσε πολύ τότε που το θέατρό μου ήταν στον ελεύθερο αέρα. Ελένη!
(Η ΕΛΕΝΗ προβάλλει από τα αριστερά. Ντυμένη σαν αρχαία Ελληνίδα. Έχει γαλάζια φρύδια, μαλλιά άσπρα και τα πόδια της είναι γύψινα. Το φόρεμά της, ολωσδιόλου ανοιχτό από μπροστά, αφήνει να φαίνονται οι μηροί της σκεπασμένοι από μία ευάρμοστη μάγια χρώματος ροζ. Ο 2ος ΑΝΤΡΑΣτοποθετεί το μουστάκι πάνω στα χείλια).
ΕΛΕΝΗ: Πάλι τα ίδια;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Πάλι.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί βγήκες Ελένη; Γιατί βγήκες, αφού δεν θα μ’ αγαπήσεις;
ΕΛΕΝΗ: Ποίος στο ’πε; Μα γιατί μ’ αγαπάς τόσο; Εγώ θα σου φιλούσα τα πόδια αν με τιμωρούσες και πήγαινες με τις άλλες γυναίκες. Αλλά εσύ εμένα και μόνο εμένα λατρεύεις τόσο υπερβολικά. Πρέπει να τελειώνουμε μια για πάντα.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Στον 3ο ΑΝΤΡΑ) Κι ’εμένα; Δεν με θυμάσαι εμένα; Δεν θυμάσαι τα ξεριζωμένα μου νύχια; Πώς θα ΄χα γνωρίσει τις άλλες κι’ όχι εσένα; Γιατί σε κάλεσα Ελένη; Γιατί σε κάλεσα, βάσανό μου;
ΕΛΕΝΗ: (Προς τον 3 ΑΝΤΡΑ) Πήγαινε μαζί του. Και ομολόγησέ μου πια την αλήθεια που μου κρύβεις. Δε με νοιάζει που ήσουν μεθυσμένος και ήθελες να δικαιολογηθείς. Όμως τον φίλησες, και κοιμήθηκες μαζί του στο ίδιο κρεβάτι.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Ελένη!
(Περνά γρήγορα πίσω από το παραβάν και εμφανίζεται χωρίς γενειάδα και με το πρόσωπο πολύ χλωμό, κρατά στο χέρι ένα μαστίγιο. Έχει δερμάτινα περιβραχιόνια με καρφιά βαμμένα χρυσά).
3ος ΑΝΤΡΑΣ: (Μαστιγώνοντας τον ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ) Εσύ όλο μιλάς, εσύ πάντα λες ψέματα πρέπει να ξεμπερδεύω μαζί σου δίχως το παραμικρό έλεος.
ΤΑ ΑΛΟΓΑ: Έλεος! έλεος!
ΕΛΕΝΗ: Θα μπορούσες να συνεχίσεις να τον χτυπάς στον αιώνα τον άπαντα, όμως εγώ δεν θα σε πίστευα.( Ο 3Ος ΑΝΤΡΑΣ κατευθύνεται προς την ΕΛΕΝΗ της σφίγγει τους καρπούς.) Θα μπορούσες να μου τσακίζεις τα δάχτυλα στον αιώνα τον άπαντα και δεν θα κατάφερνες να βγάλω ούτ’ ένα βογκητό.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Θα δούμε ποιος θ’ αντέξει περισσότερο!
ΕΛΕΝΗ: Εγώ και πάντα εγώ.
(Εμφανίζεται ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ)
ΕΛΕΝΗ: Πάρε με γρήγορα από ’δω! Μαζί σου! Πάρε με! (Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ περνά πίσω από το παραβάν με τον ίδιο τρόπο –χωρίς να αλλάξει-).Πάρε με! πολύ μακριά! (ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ τη σηκώνει στα χέρια).
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Μπορούμε ν’ αρχίσουμε
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Όποτε θέλεις
ΤΑ ΑΛΟΓΑ: Έλεος. Έλεος
(Τα ΑΛΟΓΑ σαλπίζουν με τις μεγάλες τους σάλπιγγες. Τα πρόσωπα στέκουν ακίνητα στις θέσεις τους).
Αυλαία αργά
Δεύτερη σκηνή.
Ρωμαϊκά ερείπια
(Μια ΦΙΓΟΥΡΑ, σκεπασμένη τελείως με κόκκινα ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ παίζει φλάουτο καθισμένη πάνω σ’ ένα κιονόκρανο. Μια άλλη ΦΙΓΟΥΡΑ καλυμμένη με επίχρυσα ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ χορεύει στο κέντρο της σκηνής.)
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Αν εγώ γινόμουνα σύννεφο;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Εγώ θα γινόμουνα μάτι.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Αν εγώ γινόμουνα σκατό;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Εγώ θα γινόμουνα μύγα.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Αν εγώ γινόμουνα μήλο;[7]
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Εγώ θα γινόμουνα φιλί.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Αν εγώ γινόμουνα στήθος;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ:Εγώ θα γινόμουνα άσπρο σεντόνι.
ΦΩΝΗ (Σαρκαστικά):Μπράβο!
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Και αν εγώ γινόμουνα ιχθύς- σελήνη;[8]
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ:Εγώ θα γινόμουνα μαχαίρι.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: (Σταματώντας το χορό) Μα γιατί; Γιατί με βασανίζεις; Αφού μ’ αγαπάς γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου, μέχρι εκεί που εγώ σε πάω; Αν γινόμουνα ιχθύς- σελήνη, εσύ να γινόσουνα κύμα της θάλασσας ή φύκι, κι’ αν πάλι ήθελες κάτι τόσο μακρινό, αφού δεν λαχταράς να με φιλήσεις, ας γινόσουνα πανσέληνος. Αλλά μαχαίρι; Ευχαριστιέσαι να διακόπτεις το χορό μου. Και το να χορεύω είναι ο μοναδικός τρόπος που έχω για να σ’ αγαπώ.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Σε ακολουθώ όταν γυρνάς γύρω στο κρεβάτι και απ’ τα αντικείμενα του σπιτιού, όμως δεν σ’ ακολουθώ στα μέρη όπου εσύ, με τόση καπατσοσύνη, ζητάς να με πας. Αν γινόσουνα ιχθύς- σελήνη, εγώ θενά σ’ άνοιγα με ένα μαχαίρι, γιατί εγώ είμαι άντρας, τίποτε περισσότερο από αυτό, ένας άντρας, πιο άντρας κι’ απ ’τον ίδιο τον Αδάμ, και θέλω εσύ να είσαι ακόμη πιο άντρας κι’ από ’μένα. Τόσο άντρας ώστε να μη σουσουρίζουν τα κλαριά στο πέρασμα σου. Εσύ όμως δεν είσαι άντρας. Αν δεν είχα τούτο το φλάουτο θα το ’σκαγες στη σελήνη, στη σκεπασμένη με δαντελένια μαντηλάκια και σταγόνες γυναίκειο αίμα σελήνη.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: (Ντροπαλά) Κι’ αν εγώ γινόμουνα μερμήγκι;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ:(Ενεργητικά) Εγώ θενά γινόμουν χώμα.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: (Πιο δυνατά) Και αν εγώ γινόμουνα χώμα;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: (Πιο αδύναμα.) Εγώ θενά γινόμουνα νερό.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: (Με φωνή που πάλλεται) Κι’ αν εγώ γινόμουνα νερό;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: (Εξαντλημένη ) Σε ιχθύ- σελήνη θε ν’ άλλαζα εγώ.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: (Με φωνή που τρέμει). Κι’ αν γίνω εγώ ιχθύς- σελήνη;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ:(Σηκώνεται). Εγώ θα μεταμορφωνόμουνα σε μαχαίρι. Σ’ ένα μαχαίρι ακονισμένο μέσα σε τέσσαρες μακρόσυρτες Ανοίξεις.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Πήγαινέ με στο μπάνιο και πνίξε με, θα ‘ναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσεις να με δεις γυμνό. Φαντάζεσαι πως φοβάμαι το αίμα; Ξέρω τον τρόπο για να σε κάνω ό,τι θέλω. Νομίζεις πως δεν σε ξέρω; Να σε εξουσιάζω τόσο, που όταν εγώ πω: ‘‘αν μεταμορφωθώ σε ιχθύ- σελήνη;’’, εσύ να μου απαντήσεις: ‘’ εγώ θε’ να γινόμουνα ένα σακούλι με μικρούτσικα μικρούτσικα αυγουλάκια ψαριού’’.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ:Πάρε ένα τσεκούρι και κόψε μου τα πόδια. Άσε να ‘ρθουν τα έντομα απ’ το ερείπιο και φύγε, γιατί σε περιφρονώ. Στα βάθια θα’ θελα να βουλιάξεις. Σε φτύνω.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Αυτό θέλεις; Αντίο. Είμαι ήσυχος. Αν κατηφορίσω κατά το ερείπιο θα βρω έρωτα και όλο και περισσότερο έρωτα.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: (Με αγωνία) Που πας; Που πας;.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Δεν πεθυμάς να φύγω;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: (Με αδύναμη φωνή) Όχι, όχι ,μη φεύγεις. Κι’ αν γινόμουνα ένας μικρούλης κόκκος άμμου;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Εγώ θα γινόμουνα ένα μαστίγιο.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ:Κι’ αν εγώ γινόμουνα ένα σακούλι με μικρούτσικα μικρούτσικα αυγουλάκια ψαριού;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Εγώ θα μεταμορφωνόμουνα σ’ ένα άλλο μαστίγιο. Ένα μαστίγιο καμωμένο με χορδές κιθάρας .
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Μη με μαστιγώνεις!
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Σ’ ένα μαστίγιο καμωμένο με παλαμάρια καραβιού.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Μη μου χτυπάς τα σωθικά!
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Σ’ ένα μαστίγιο φτιαγμένο με τους στήμονες μιας ορχιδέας.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Στο τέλος θα μ’ αφήσεις τυφλό!
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Τυφλό, γιατί δεν είσαι άντρας. Εγώ μάλιστα, είμαι άντρας. Ένας άντρας τόσο άντρας, που λιποθυμάω όταν ξυπνούν οι κυνηγοί. Ένας άντρας τόσο άντρας που νοιώθω σουβλερούς πόνους στα δόντια όταν κάποιος κόβει ένα κλαράκι, όσο μικρό κι’ αν είναι. Ένας γίγαντας. Ένας γίγαντας τόσο γίγαντας που μπορώ να κεντήσω ένα τριαντάφυλλο πάνω στο νύχι ενός νιόγεννου μωρού.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Περιμένω τη νύχτα, γεμάτος αγωνία για την λευκότητα του ερειπίου, για να μπορέσω να συρθώ στα πόδια σου.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Μη, μη. Γιατί μου το λες αυτό; Είσαι εσύ εκείνος που οφείλει να με υποχρεώσει να το κάνω. Εσύ δεν είσαι ένας άντρας; Ένας άντρας πιότερο άντρας κι’ από τον Αδάμ;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: (Πέφτοντας χάμω) Ωχ! Ωχ!
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: (Πλησιάζοντας και με χαμηλή φωνή) Κι’ αν εγώ μεταμορφωνόμουν σε κιονόκρανο;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Αλίμονο σε μένα!
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Εσύ θα γινόσουνα σκιά του κιονόκρανου και τίποτε άλλο. Κι ύστερα θα ’ρχότανε η Ελένη στο κρεβάτι μου. Ελένη, καρδούλα μου! Ενώ εσύ, κάτω από τα μαξιλάρια, θα ’σουνα ξαπλωμένος, γεμάτος ιδρώτα, έναν ιδρώτα που δεν θα ’τανε δικός σου, που θα ’ταν των αμαξάδων, των θερμαστών και των γιατρών που χειρουργούν τον καρκίνο. Τότε εγώ θα γινόμουν ιχθύς- σελήνη κι εσύ δε θα ’σουν πια τίποτα περισσότερο από μια μικρή θήκη για πούδρα που περνάει από χέρι σε χέρι.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Ωχ!
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Πάλι; πάλι κλαις; Θα χρειαστεί να λιποθυμήσω για να ’ρθουν οι χωριάτες. Θα χρειαστεί να φωνάξω τους νέγρους, τους θεόρατους νέγρους, τους πληγωμένους από τις λεπίδες των φυτών της γιούκας, που αγωνίζονται μέρα νύχτα κόντρα στο βούρκο των ποταμών. Σήκω από χάμου, δειλέ. Χθες το βράδυ ήμουν στο σπίτι του σιδερά και του παράγγειλα μιαν αλυσίδα. Μην μου φεύγεις! Μιαν αλυσίδα. Και όλη τη νύχτα έκλαιγα από τους πόνους στους καρπούς και τους αστράγαλους κι ωστόσο, δεν την φορούσα. (Η ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ σφυρίζει με μια ασημένια σφυρίχτρα) Τι κάνεις; (Ξανασφυρίζει.) Τώρα ξέρω τι λαχταράς, αλλά έχω καιρό για να το σκάσω.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: (Ανασηκώνεται) Σκάσ’ το, αν θέλεις.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου με τα φυτά.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Δοκίμασε να αμυνθείς. (Σφυρίζει τη σφυρίχτρα. Από τη στέγη πέφτει ένα ΠΑΙΔΙ ντυμένο με ένα κόκκινο φιλέ.)
ΠΑΙΔΙ: Ο Αυτοκράτορας! Ο Αυτοκράτορας! Ο Αυτοκράτορας!
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Ο Αυτοκράτορας.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Θα παίξω το ρόλο σου. Μην αποκαλύπτεσαι. Θα μου κοστίσει τη ζωή.
ΠΑΙΔΙ: Ο Αυτοκράτορας! Ο Αυτοκράτορας! Ο Αυτοκράτορας!
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Όλο ετούτα ήταν ένα παιχνίδι μεταξύ μας. Παίζαμε. Και τώρα εγώ θενά υπηρετήσω τον αυτοκράτορα μιμούμενος τη φωνή σου. Εσύ μπορείς να ξαπλώσεις πίσω από εκείνο το μεγάλο κιονόκρανο. Δε σ’ το ΄χω πει ποτέ. Εκεί υπάρχει μια αγελάδα που μαγειρεύει το φαγητό των στρατιωτών.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Ο Αυτοκράτορας. Τώρα δεν την γλιτώνουμε. Εσύ έκοψες τον ιστό της αράχνης, και ήδη νοιώθω πως τα μεγάλα μου πόδια μικραίνουν και γίνονται αποκρουστικά.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Θέλεις λίγο τσάι; Πού θα μπορούσε να βρει κανείς ένα ζεστό ρόφημα σε τούτο το ερείπιο;
ΠΑΙΔΙ: (Πεσμένο στο χώμα) Ο Αυτοκράτορας! Ο Αυτοκράτορας! Ο Αυτοκράτορας!
( Ακούγεται μία σάλπιγγα και εμφανίζεται ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ. Μαζί του εμφανίζεται ένας ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ με κίτρινη χλαμύδα και σώμα σταχτί. Πίσω τους ακολουθούν τα τέσσερα Άλογα με τις σάλπιγγές τους. Το Παιδί κατευθύνεται προς τον Αυτοκράτορα. Αυτός το παίρνει μέσα στην αγκαλιά του και χάνονται πίσω από τα κιονόκρανα.)
ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ: Ο Αυτοκράτορας ψάχνει για τον ένα.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Ένας είμαι εγώ.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Ένας είμαι εγώ.
ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ: Ποιος από τους δυο;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Εγώ.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Εγώ
ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ: Ο Αυτοκράτορας θα μαντέψει ποιος από τους δύο είναι ο ένας. Μ’ ένα μαχαίρι η με μια φτυσιά. Καταραμένοι να ’σαστε όλοι εσείς της κάστας σας. Από δικό σας φταίξιμο τρέχω στους δρόμους και κοιμάμαι στην άμμο. Η γυναίκα μου είναι όμορφη σαν ένα βουνό. Γεννάει συγχρόνως σε τέσσερις η πέντε τοποθεσίες και ροχαλίζει τα μεσημέρια κάτω από τα δένδρα. Έχω διακόσιους γιους. Και θα κάνω ακόμη πολύ περισσότερους. Καταραμένη να ’ναι η κάστα σας!
( Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ φτύνει και τραγουδά. Πίσω από τις κολώνες ακούγεται μία δυνατή και μακρόσυρτη κραυγή. Εμφανίζεται ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣσκουπίζοντας το πρόσωπό του. Βγάζει ένα ζευγάρι μαύρα γάντια και ύστερα ένα ζευγάρι κόκκινα, και εμφανίζονται τα χέρια του, κλασσικής λευκότητας).
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ:( Βλοσυρός) Ποίος από τους δυο είναι ο ένας;
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Εγώ είμαι, κύριε.
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ: Ο ένας είναι ένας και πάντα ένας. Έκοψα το λαιμό περισσότερων από σαράντα παλικαριών που δεν θέλησαν να το πούνε.
ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ: (φτύνοντας) Ο ένας είναι ένας και τίποτε άλλο από ένας.
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ: Και δεν υπάρχουν δυο.
ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ: Γιατί αν υπήρχαν δυο, ο Αυτοκράτορας δεν θα τον έψαχνε στους δρόμους.
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ: (Στον ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟ) Γδύσε τους!
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Εγώ είμαι ένας, κύριε. Αυτός είναι ο ζητιάνος των ερειπίων. Τρέφεται με ρίζες.
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ: Κάνε στην μπάντα.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Εσύ με γνωρίζεις. Εσύ ξέρεις ποιος είμαι. (Βγάζει από πάνω του τα κληματόφυλλα και παρουσιάζεται ένα γυμνό, λευκό σαν γύψος)
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ: (Αγκαλιάζοντας τον) Ένας είναι ο ένας.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Και πάντα ένας. Αν με φιλήσεις, θ’ ανοίξω το στόμα μου για να καρφώσεις μετά το ξίφος σου στο λαιμό μου.
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ: Έτσι θα κάνω.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Και απόθεσε το κεφάλι της αγάπης μου στο ερείπιο. Το κεφάλι αυτού του ένα που πάντα του ήτανε ένας.
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ: (Αναστενάζοντας) Ένας.
ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ: (Στον ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ) Ήταν δύσκολο όμως να τον έχεις.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΛΗΜΑΤΟΦΥΛΛΑ: Τον έχει, επειδή ποτέ δεν θα μπορέσει να τον έχει.
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Προδοσία! Προδοσία!
ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ: Σκάσε, γεροπόντικα.[9] Γιε της σκούπας!
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Γκονθάλο! Βοήθα με, Γκονθάλο!
( Ο ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ τραβάει ένα κίονα κι ’αυτός ξετυλίγεται στο λευκό παραβάν της πρώτης σκηνής. Από πίσω εμφανίζονται οι τρεις ΑΝΤΡΕΣ με τις γενειάδες και ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ)
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Προδοσία!
ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ: Μας πρόδωσε!
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Προδοσία!
(Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ αγκαλιάζει τον ΦΙΓΟΥΡΑ ΜΕ ΑΜΠΕΛΟΦΥΛΛΑ)
Αυλαία
Τρίτη σκηνή
(Τοίχος από άμμο. Στα αριστερά και ζωγραφισμένο πάνω στον τοίχο, ένα διάφανο, σαν από ζελατίνα, φεγγάρι. Στο κέντρο, ένα τεράστιο λογχοειδές πράσινο φύλλο.)
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Μπαίνοντας) Δεν είναι αυτό εκείνο που λείπει. Μετά απ’ ό,τι έγινε, θα ‘ταν άδικο να επέστρεφα εγώ για να ξαναμιλήσω με τα παιδιά και να παρατηρήσω την χαρά τ’ ουρανού.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Κακό τούτο το μέρος.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Παρακολουθήσατε τον αγώνα;
3ος ΑΝΤΡΑΣ: (Μπαίνοντας) Έπρεπε να πεθάνουν και οι δύο. Ποτέ άλλοτε δεν παρευρέθηκα σ’ ένα τόσο κι άλλο τόσο ματοβαμμένο συμπόσιο.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Δύο λιοντάρια. Δύο ημίθεοι.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Δύο ημίθεοι εάν δεν είχαν πρωκτό.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Όμως ο πρωκτός είναι η τιμωρία του άνδρα. Ο πρωκτός είναι η συμφορά του άνδρα, είναι η ντροπή του κ’ είναι ο θάνατός του. Και οι δυο τους είχαν πρωκτό, και κανένας τους δεν μπορούσε να αγωνιστεί με το αγνό κάλλος των μαρμάρων που λάμπανε διατηρώντας κρυφές πεθυμιές προστατευμένες κάτω από μιαν αψεγάδιαστη επιφάνεια.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Όταν βγαίνει το φεγγάρι, τα παιδιά στα χωριά μαζεύονται για να αφοδεύσουν.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Και πίσω από τα βούρλα, στη δροσερή όχθη των βάλτων, βρήκαμε το χνάρι τ’ ανθρώπου που μαγαρίζει την ελευθερία των γυμνών.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Έπρεπε να ‘χαν πεθάνει και οι δύο.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: ( Έντονα) Έπρεπε να νικήσουν.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Πως;
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Με το να είναι άντρες και οι δύο, με το να μην αφεθούν να παρασυρθούν από τις λαθεμένες πεθυμιές. Με το να είναι ολοκληρωτικά άνδρες. Είναι ποτέ δυνατόν ένας άντρας να πάψει να είναι άντρας;
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Γκονθάλο!
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Νικήθηκαν, και τώρα όλα θα είναι για το περιγέλιο και τη χλεύη του κόσμου.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Κανένας από τους δυο δεν ήταν άντρας. Όπως δεν είστε ούτε και σεις. Μ’ αηδιάζει η συντροφιά σας.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Εκεί πίσω, στην άκρη της γιορτής, βρίσκεται ο Αυτοκράτορας. Γιατί δεν βγαίνεις να τον στραγγαλίσεις; Αναγνωρίζω την αξιοσύνη σου τόσο όσο δικαιολογώ την ομορφάδα σου. Πως και δεν ορμάς να του κατασπαράζεις το λαιμό με τα ίδια σου τα δόντια;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Γιατί δεν το κάνεις εσύ;
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί δεν μπορώ, γιατί δεν θέλω, γιατί είμαι αδύναμος.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Όμως εκείνος μπορεί, εκείνος θέλει, εκείνος είναι δυνατός. (Με δυνατή φωνή) Ο Αυτοκράτορας είναι στο ερείπιο!
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Ας πάει όποιος θέλει να μυρίσει τα χνώτα του.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Εσύ!
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Θα μπορούσα να σας πείσω μόνο αν είχα το μαστίγιό μου.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρεις πως δεν μπορώ να σου αντισταθώ, αλλά πως σε περιφρονώ γιατί σ’ έχω για δειλό.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Για δειλό!
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: ( Έντονα, και κοιτώντας τον 3ο ΑΝΤΡΑ) Ο Αυτοκράτορας που πίνει το αίμα μας είναι στο ερείπιο!
( Ο 3ος ΑΝΤΡΑΣ: σκεπάζει το πρόσωπό του με τα χέρια) .
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Στον ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ): Αυτός είναι, τον έμαθες πια; Αυτός είναι ο παλικαράς που στο καφενέ και στα βιβλία τυλίγει τις φλέβες μας κουβάρι σ’ αγκαθερά ψαροκόκαλα. Αυτός είναι ο άντρας που κρυφά αγαπάει τον Αυτοκράτορα, και τον ψάχνει στις ταβέρνες των λιμανιών. Ενρίκε, κοίτα καλά τα μάτια του. Κοίτα τι μικρά τσαμπάκια σταφυλιών κατεβαίνουν από τούς ωμούς του. Εμένα δεν με ξεγελάει. Όμως εγώ τώρα πάω να σκοτώσω τον Αυτοκράτορα. Χωρίς μαχαίρι, με τούτα τα εύθραυστά μου χέρια που λιμπίζονται όλες οι γυναίκες.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Μη, θα πάει αυτός! Περίμενε λίγο. (O 3ος ΑΝΤΡΑΣ: κάθεται σε μια καρέκλα και κλαίει)
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Δεν θα μπορέσω να πρωτοφορέσω τις συνεφένιες μου πυτζάμες. Αχ! Εσείς δεν ξέρετε πως ανακάλυψα ένα θαυμάσιο ποτό που μόνο λίγοι μαύροι από την Ονδούρα ξέρουν.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Μέσ’ τη σαπίλα ενός βάλτου θα ’πρεπε να ’μαστε κι’ όχι εδώ. Κάτω από το βούρκο, εκεί όπου αποσυντίθενται σαπίζουν τα ψόφια βατράχια.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: (Αγκαλιάζοντας τον 1οΑΝΤΡΑ) Γκονθάλο, γιατί τον αγαπάς τόσο;
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Στον ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ) Θα σου φέρω το κεφάλι του Αυτοκράτορα.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Θα’ ναι το καλύτερο δώρο για την Ελένη.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Μείνε Γκονθάλο, κι’ άσε με να σου πλύνω τα πόδια.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Το κεφάλι του Αυτοκράτορα καίει τα κορμιά όλων των γυναικών.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: ( Στον 1ο ΑΝΤΡΑ) Όμως εσύ δεν ξέρεις ότι πως η Ελένη μπορεί να λειάνει τα χέρια της μέσα στον φώσφορο και στον άσβεστο ασβέστη. Φύγε με το μαχαίρι! Ελένη. Ελένη, καρδιά μου!
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Παντοτινά δική μου καρδιά! Κανείς εδώ να μην αναφέρει το όνομα της Ελένης.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (τρέμοντας) Κανένας να μην αναφέρει το όνομα της. Καλλίτερα να ηρεμήσουμε. Θα τα καταφέρουμε αν ξεχάσουμε το θέατρο. Κανένας να μην αναφέρει τ’ όνομα της.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Ελένη.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Στον 1ο ΑΝΤΡΑ) Πάψε! Μετά θα περιμένω πίσω από τους τοίχους της μεγάλης αποθήκης. Πάψε.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Προτιμώ να ξεμπερδεύω μια και καλή. Ελένη! (Αρχίζει να φεύγει από την σκηνή)
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Άκου, κι’ αν εγώ μεταμορφωνόμουνα σε ένα μικρό νάνο από γιασεμί;
2ος ΑΝΤΡΑΣ: (Στον 1ο ΑΝΤΡΑ) Πάμε! μην αφήνεσαι να σε ξεγελάνε. Εγώ σε συνοδεύω ως το ερείπιο.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Αγκαλιάζοντας τον 1ο ΑΝΤΡΑ): Θα μεταμορφωνόμουνα σ’ ένα χάπι γλυκάνισου, ένα χάπι όπου θα ’τανε στυμμένα τα βούρλα όλων των ποταμών, κι’ εσύ θα ’σουνα ένα μεγάλο κινέζικο βουνό σκεπασμένο με ζωντανές μικροσκοπικές άρπες.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Μισοκλείνοντας τα μάτια) Όχι, όχι. Τότε εγώ δεν θα ήμουνα ένα κινέζικο βουνό. Εγώ θα ήμουνα ένα ασκί με παλιό κρασί που γεμίζει με βδέλλες το λαρύγγι.(Παλεύουν)
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Ανάγκη να τους χωρίσουμε.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Για να μην αλληλοσπαραχτούν.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Αν και εγώ έτσι θα ’βρισκα την λευτεριά μου.
(Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ και ο 1ος ΑΝΤΡΑΣ παλεύουν αθόρυβα)
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Εγώ όμως θα έβρισκα τον θάνατο μου.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Αν εγώ έχω ένα σκλάβο…
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Είναι γιατί εγώ είμαι ένας σκλάβος.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Όμως αν και με διαφορετικό τρόπο σκλάβοι κι ’οι δυο, μπορούμε να σπάσουμε τις αλυσίδες.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Θα φωνάξω την Ελένη!
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Θα φωνάξω την Ελένη!
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Όχι, σας παρακαλώ!
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Όχι, όχι μην τη φωνάξεις. Θα μεταμορφωθώ σε ό,τι θελήσεις.
(Εξαφανίζονται παλεύοντας απ’ τα δεξιά)
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Μπορούμε να τους σπρώξουμε και να πέσουν στο πηγάδι. Έτσι κι’ εσύ κι’ εγώ θα λευτερωθούμε.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Εσύ ελεύθερος. Εγώ, ακόμα πιο σκλάβος.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Δεν έχει σημασία. Εγώ θα τους σπρώξω. Λαχταράω να ζήσω στην πράσινή μου χώρα, να ’μαι βοσκός, να πίνω το νεράκι του βράχου.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Ξεχνάς πως, όταν θέλω, είμαι δυνατός. Από παιδί έζευα τα βόδια του πατέρα μου. Παρόλο που τα κοκάλα μου είναι σκεπασμένα από μικρούτσικες ορχιδέες, έχω μια στρώση από μούσκουλα που χρησιμοποιώ όποτε θέλω.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: (Απαλά) Θα είναι πολύ καλύτερα και για ’κείνους και για μας. Πάμε! Το πηγάδι είναι βαθύ.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Δεν θα σ’ αφήσω!
(Παλεύουν. Ο 2ος ΑΝΤΡΑΣ σπρώχνει τον 3ο ΑΝΤΡΑ και εξαφανίζονται από την αντίθετη πλευρά. Ο τοίχος ανοίγει και εμφανίζεται ο τάφος της ΙΟΥΛΙΕΤΤΑΣ στη Βερόνα. Διάκοσμος ρεαλιστικός. Τριανταφυλλιές και κισσοί. Φεγγάρι. Η ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ είναι ξαπλωμένη στον τάφο. Φορά ένα λευκό, επίσημο φόρεμα -για όπερα-. Τα δυο της στήθη από ροζ πλαστικό είναι γυμνά.)
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (πηδώντας από τον τάφο) Παρακαλώ. Δεν σκόνταψα πάνω σε μια φιλενάδα σ’ όλα αυτά τα χρόνια, αν και έχω διαβεί περισσότερες από τρεις χιλιάδες κενές αψίδες. Λίγη βοήθεια, παρακαλώ. Λίγη βοήθεια, κι ένα πέλαγος ύπνου. (Τραγουδάει )
Ένα πέλαγος ύπνου,
ένα πέλαγος λευκής στεριάς,
κι’ οι πύλες για τον ουρανό κενές.
Η ουρά του φουστανιού μου στα καράβια στα φύκια.
Η ουρά μου στο χρόνο.
Ένα πέλαγος ο χρόνος.
Ακρογιάλι των ξυλοκόπων σκουληκιών,
και κρυστάλλινο δελφίνι στις κερασιές.
Ω ,αγνέ αμίαντε του τέλους! Ω, ερείπιο!
Ω, μοναξιά, δίχως αψίδα! Πέλαγος ύπνου!
(Μια βοή από σπαθιά και φωνές ξεχύνεται από το βάθος της σκηνής)
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ:Ολοένα και περισσότερος κόσμος. Θα καταλήξουν να μπουν στον τάφο μου και να καταλάβουν ακόμα και ίδιο μου το κρεβάτι. Εμένα δεν με ενδιαφέρουν οι συζητήσεις για τον έρωτα ούτε για το θέατρο. Εγώ αυτό που θέλω είναι να κάνω έρωτα.
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: (Εμφανίζεται κρατώντας στο χέρι του ένα σπαθί)
Να κάνω έρωτα! Έρωτας!
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Ναι, μ’ έρωτας που κρατάει διαρκεί μόνο ένα λεπτό.[10]
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Σε περίμενα στον κήπο.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Εννοείς το μνήμα.
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Είσαι, όπως πάντα, το ίδιο τρελή Ιουλιέττα. Πότε θα μπορέσεις να καταλάβεις την τελειότητα μίας ημέρας; Μίας ημέρας με το πρωινό της και το απόγευμά της;
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Και τη νύχτα της.
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Η νύχτα δεν είναι ημέρα. Και σε μια μέρα θα καταφέρεις να ξεφορτωθείς το άγχος και να αποδιώξεις τους αδιάφορους παγερούς μαρμάρινους τοίχους.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Πως;
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Ανέβα στα καπούλια μου.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Για ποιο λόγο;
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: (Πλησιάζοντας την) Για να σε πάρω.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Να με πας που;
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Στη σκοτεινιά. Το σκότος έχει απαλά κλαριά. Το κοιμητήρι των φτερούγων έχει χίλιες στρώσεις πάχος.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (Τρέμοντας) Κι’ εκεί τι θα μου δώσεις;
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ : Θα σου δώσω ό,τι πιο σιωπηλό έχει το σκοτάδι.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Την ημέρα;
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Τα μούσκλια δίχως φως. Την αφή που καταβροχθίζει μικρούς κόσμους με τις άκρες των δακτύλων.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Εσύ ήσουν εκείνος που θα μου μάθαινε την τελειότητα μίας ημέρας;
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Για να σε περάσω στη νύχτα.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (Οργισμένη) Και τι σχέση έχω εγώ, ηλίθιο άλογο, με τη νύχτα; Τι έχω εγώ να μάθω από τ’ αστέρια της ή τους μεθυσμένους της; Θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσω ποντικοφάρμακο για να ξεφορτωθώ τους ενοχλητικούς. Όμως εγώ, δε θέλω να σκοτώσω τα ποντίκια. Αυτά μου φέρνουν μικρά κλειδοκύμβαλα και λακαρισμένα σκουπάκια.
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Ιουλιέττα, η νύχτα δεν είναι μια στιγμή, όμως μια στιγμή μπορεί να κρατήσει μια νύχτα.
JULIETA. (Llorando.) Basta. No quiero oírte más. .Para que quieres llevarme? Es el engaño la palabra del amor, el espejo roto, el paso en el agua. Después me dejarías en el sepulcro otra vez, como todos hacen tratando de convencer a los que escuchan de que el verdadero amor es imposible. Ya estoy cansada. Y me levanto a pedir auxilio para arrojar de mi sepulcro a los que teorizan sobre mi corazón y a los que me abren la boca con pequeñas pinzas de mármol.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (Κλαίγοντας.) Φτάνει. Δεν θέλω να σ’ ακούσω άλλο. Για ποιο λόγο θέλεις να με πάρεις; Πλάνα τα λόγια του έρωτα, ο σπασμένος καθρέφτης, το πέρασμα μέσα απ΄ το νερό. Μετά θα με ξαναπετάξεις στον τάφο, όπως κάνουν όλοι όσοι προσπαθούν να πείσουν εκείνους που τους ακούνε πως είναι αδύνατος ο αληθινός έρωτας. Κουράστηκα πια, και σηκώνομαι για να ζητήσω βοήθεια, για να πετάξουν έξω απ’ τον τάφο μου όσους κάνουν θεωρίες για την καρδιά μου και ‘κείνους που μου ανοίγουν το στόμα με μικρές μαρμάρινες λαβίδες.[11]
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Η μέρα είναι ένα φάντασμα που το νιώθεις.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Όμως εγώ γνώρισα γυναίκες που πέθαναν απ’ τον ήλιο.
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Κατάλαβέ το καλά: Μία μόνο μέρα για να κάνεις έρωτα όλες τις νύχτες.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Ό,τι λένε όλοι! Ό,τι λένε όλοι! Ό,τι λένε όλοι οι άνδρες, ό,τι λένε τα δένδρα, ό,τι λένε τ’ άλογα. Όλα όσα θέλεις να μου μάθεις τα ξέρω τέλεια. Η σελήνη σπρώχνει απαλά τα σπίτια τα ακατοίκητα, προκαλεί την πτώση των κιόνων κάνει να πέφτουν οι κολώνες και προσφέρει χαρίζει στα σκουλήκια μικρούς δαυλούς πυρσούς για να τρυπώσουν στο εσωτερικό των κερασιών στα κεράσια. Η σελήνη φέρνει στις κρεβατοκάμαρες τις μάσκες της μηνιγγίτιδας, γεμίζει με κρύο νερό τις κοιλιές των γκαστρωμένων γυναικών και έτσι και ξεχαστώ για λίγο, εκσφενδονίζει πετάει χούφτες γρασίδι πάνω στους ώμους μου. Μη με κοιτάς άλογο μ’ εκείνο τον πόθο που τόσο καλά ξέρω. Όταν Σαν ήμουνα πολύ μικρή μικρούλα έβλεπα στη Βερόνα τις όμορφες ‘γελάδες να βόσκουν στα λιβάδια. Μετά τις έβλεπα ζωγραφισμένες στα βιβλία μου, αλλά μα πάντα τις ξαναθυμόμουνα περνώντας έξω σαν περνούσα απ’ τα χασάπικα .
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Έρωτας που κρατάει μόνο μια στιγμή.
JULIETA. Si, un minuto; y Julieta, viva, alegrísima, libre del punzante enjambre de lupas. Julieta en el comienzo, Julieta a la orilla de la ciudad.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Ναι μόνο ένα λεπτό, και η Ιουλιέττα, ολοζώντανη, πασίχαρη, λεύτερη από το αιχμηρό σμήνος λεφούσι των μεγεθυντικών φακών των φώτων της ράμπας, η Ιουλιέττα στην αρχή, η Ιουλιέττα στην άκρη της πόλης .
(Η φασαρία από τις φωνές και τα σπαθιά ξανακούγεται από το βάθος της σκηνής)
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Έρως, εράν, έρως
Έρωτας του σαλιγκαριού ιού ιού ιού
που στον ήλιο μοστράρει το κέρατό του του του του
Εράσθε, έρωτας, εράν
Έρωτας του αλόγου
που γλύφει τη μπάλα του αλατιού. ( Χορεύει)
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Χθες ήταν σαράντα ,κι’ εγώ κοιμόμουνα. Έρχονταν οι αράχνες, έρχονταν τα κορίτσια και η κοπελιά που ‘χε βιάσει ο σκύλος σκεπασμένη με γεράνια, κι’ εγώ καθόμουνα ήσυχη. Όταν οι νύμφες μιλάνε για το τυρί, αυτό μπορεί να είναι από γάλα σειρήνας η τριφυλλιού ,τώρα όμως είναι τέσσερις, τέσσερις νιοι που θελαν να μου βάλουν ένα μικρό πήλινο φαλλό κ’ ήταν αποφασισμένοι να μου ζωγραφίσουν ένα μουστάκι με μελάνι.
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Έρως, εράν, έρως
Έρως Πανός Έρωτας του Πάνα και του Διονύσου ού ού ού –
της μούλας και του σαλιγκαριού ιού ιού ιού
που στον ήλιο μοστράρει το κέρατό του του του του
Εράσθε, έρωτας, εράν
Στο στάβλο ο έρωτας του Δία με το παγώνι
Και μέσα στον καθεδρικό τ’ άλογο ξεσαλώνει
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Τέσσερα παλικάρια, άλογο. Εδώ και πολύ καιρό ένιωθα το θόρυβο του παιχνιδιού, αλλά δεν ξύπνησα παρά μονάχα σαν αστράψαν τα μαχαίρια.
(Εμφανίζεται το ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ φορώντας ένα λοφίο με φτερά του ίδιου χρώματος και κρατώντας μια ρόδα στο χέρι)
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Τέσσερα παλικάρια; Όλος ο κόσμος. Ένα λιβάδι μ’ ασφοδίλι και άλλο ένα με σπόρους. Οι νεκροί εξακολουθούν να φιλονικούν και οι ζωντανοί να χρησιμοποιούν το νυστέρι. Ακόμα τσακώνονται οι πεθαμένοι ενώ οι ζωντανοί βάζουν νυστέρι. Όλος ο κόσμος.
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Στ’ ακρογιάλια της Νεκρής Θάλασσας γεννιούνται κάτι ωραία μήλα από στάχτη, αλλά άρα, η στάχτη είναι καλή.
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Ω φρεσκάδα! ω πολτός! ω δροσιά! Εγώ τρώω στάχτη.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Μη! Δεν είναι καλή η στάχτη. Ποιος μιλάει μίλησε για στάχτη;
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Δεν μιλάω για στάχτη. Μιλάω για τη στάχτη που έχει τη μορφή μήλου. 1
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Μορφή! Μορφή! Δίψα για αίμα.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Φασαρία. Τι σαματάς!
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Μ’ αγχώνει το αίμα και σιχαίνομαι τη ρόδα.
(Εμφανίζονται τα ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: κρατούν μακριά ραβδιά βαμμένα με μαύρο βερνίκι)
ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: Μορφή και στάχτη. Στάχτη και μορφή. Καθρέφτης. Κι’ όποιος μπορεί να τελειώσει μπορέσει να το ξεδιαλύνει ας βάλει στοίχημα ένα χρυσό καρβέλι .
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (Μπλέκοντας τα χέρια της) Μορφή και στάχτη.
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Μάλιστα. Ξέρετε πια δα πόσο καλά κόβω τα λαρύγγια των περιστεριών. Όταν Σαν λένε βράχος εγώ καταλαβαίνω αέρα. Όταν Σαν λένε αέρας εγώ καταλαβαίνω κενό. Κι’ Όταν λένε κενό, εγώ καταλαβαίνω περιστέρι σφαγμένο
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Έρωτας, έρωτας, έρωτας
του τσοφλιού με τη σελήνη
τη σελήνης με τον κρόκο
της νεφέλης με το τσόφλι
ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: ( χτυπούν με τα ραβδιά τους το πάτωμα )
Έρωτας, έρωτας, έρωτας,
της σβουνιάς με τον ήλιο
του ήλιου με την νεκρή γελάδα
και του σκαθαριού με τον ήλιο.
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Κουνάτε δεν κουνάτε τα ραβδιά, τα πράγματα δεν θα γίνουν παρά όπως πρέπει να γίνουν. Καταραμένοι! Ταραξίες! Από δικό σας φταίξιμο, πρέπει να διασχίζω απ’ άκρη σ’ άκρη το δάσος πολλές φορές τη βδομάδα ψάχνοντας για ρετσίνι να σφραγίσω και ν’ αποκαταστήσω τη σιωπή που μου ανήκει. (Δελεαστικά) Φύγε, Ιουλιέττα, σου ’στρώσα σεντόνια από λινό. Τώρα θ’ αρχίσει να ψιχαλίζει μια λεπτή βροχή θα στεφανώσει τους κισσούς και θα μουσκέψει τα ουράνια και τους τοίχους.
ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: Έχουμε τρία μαύρα ραβδιά
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Κι’ ένα σπαθί.
ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: (στην ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ:) Πρέπει να τρυπήσουμε την κοιλιά σου για να βρούμε την ανάσταση των αλόγων.
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Ιουλιέττα, είναι χαράματα η ώρα τρεις, αν δεν προσέξεις, οι άνθρωποι θα κλείσουν την πόρτα και δεν θα μπορέσεις να περάσεις.
ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: Της μένει το λιβάδι και ο ορίζοντας των βουνών.
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Ιουλιέττα, μην τους δίνεις σημασία. Στο λιβάδι είν’ ο χωριάτης που τρώει τις μύξες του, το τεράστιο πόδι που σφυροκοπά το ποντικάκι, κ’ η στρατιά των σκουληκιών μουσκεύει με τα σάλια της τα φαρμακερά χορτάρια.
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Της μένουν τα σφιχτά της στηθάκια, εξ άλλου, εφευρέθηκε πια το κρεβάτι για να πλαγιάζει κανείς με τα άλογα.
ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: (Τραντάζοντας τα ραβδιά τους) Και θέλουμε να πλαγιάσουμε.
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Με την Ιουλιέττα. Εγώ ήμουνα στο μνήμα της το τελευταίο βράδυ και ξέρω τα όλα όσα έγιναν εκεί.
ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: (Οργισμένα) Θέλουμε να πλαγιάσουμε!
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Γιατί είμαστε πραγματικά άλογα, άλογα της άμαξας, και σπάσαμε με τα ματσούκια μας το ξύλο απ’ τα παχνιά και τα παραθύρια του στάβλου.
ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: Γδύσου Ιουλιέττα, και άσε τα καπούλια σου ελεύθερα στον αέρα να μαστιγωθούν απ’ τις ουρές μας. Θέλουμε ν’ αναστηθούμε!
(Η ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ καταφεύγει στο ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ)
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Τρελή, θεότρελη!
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (ενώ φτιάχνεται): Δεν σας φοβάμαι. Θέλετε να πλαγιάσετε μαζί μου; Αλήθεια; Ε λοιπόν, εγώ τώρα είμαι εκείνη που θέλει να πλαγιάσει μαζί σας, αλλά εγώ διατάζω, εγώ κάνω κουμάντο, εγώ σας καβαλάω, εγώ με το ψαλίδι μου σας κόβω τη χαίτη.[12]
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Ποιος περνά μέσα από ποιόν; Ω έρωτα, έρωτα, που πρέπει να περάσεις το φως σου μέσ’ από σκοτεινές ζεστασιές! Ω πέλαγος θεμελιωμένο στο ημίφως, κι άνθος στο κώλο του νεκρού!
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (Ενεργητικά) Εγώ δεν είμαι μια σκλάβα για να μου χώνουν σουβλιά από κεχριμπάρι στα στήθια, ούτε ένας χρησμός γι’ αυτούς που τρέμουνε από έρωτα στην έξοδο των πόλεων. Όλο μου το όνειρο ήταν το άρωμα της συκιάς και η μέση του θεριστή. Κανένας μέσα από μένα! Εγώ μέσα από σας!
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Κοιμήσου, κοιμήσου, κοιμήσου.
ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: (χουφτώνουν τα ραβδιά τους που από τις άκρες τους ξεπηδάνε τρεις πίδακες νερού) Σε κατουράμε, σε κατουράμε. Σε κατουράμε όπως κατουράμε τις φοράδες, όπως κατουράει η κατσίκα τη μουσούδα του τράγου, όπως κατουράει ο ουρανός τις μανόλιες για να τις ξεγυμνώσει.
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: (στην ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ:) Στη θέση σου! Κανένας να μη περάσει μέσα από ’σένα!
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Ώστε πρέπει να σωπάσω; Ένα νιόγεννο μωρό είναι ωραίο.
ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: Είναι ωραίο και θα έσουρνε την ουρά σ’ όλον τον ουρανό.
(Εμφανίζεται από τα δεξιά ο 1ος ΑΝΤΡΑΣ με τον ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ, ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ έρχεται όπως στην πρώτη σκηνή, μεταμφιεσμένος σε άσπρο Αρλεκίνο)
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Αρκετά κύριοι!
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Θέατρο στον ελεύθερο αέρα!
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Όχι. Τώρα εγκαινιάσαμε το αληθινό θέατρο, το θέατρο κάτω από τη γη.
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Για να μαθευτεί η αλήθεια των τάφων .
ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: Μνήματα με μαρκίζες, λάμπες γκαζιού και μακριές σειρές καθισμάτων.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, κάναμε κιόλας το πρώτο βήμα. Όμως ξέρω θετικά πως τρεις από σας κρύβονται, πως τρεις από σας κολυμπάνε ακόμη στην επιφάνεια.
(Τα ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: κοντοζυγώνουν μεταξύ τους, ανήσυχα)
Φοβόσαστε την αλήθεια, συνηθισμένοι στο βούρδουλα των αμαξάδων και στις τανάλιες των πεταλωτών.
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Όταν θα ’χετε βγάλει το τελευταίο ματωμένο ιμάτιο, η αλήθεια θα’ ναι μια τσουκνίδα, ένας κατασπαραγμένος κάβουρας η ένα κομμάτι δέρμα πίσω απ’ τα τζάμια.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Πρέπει να εξαφανιστείτε αμέσως από αυτό το μέρος. Εκείνοι φοβούνται το κοινό. Εγώ ξέρω την αλήθεια, ξέρω πως δεν ψάχνουν την Ιουλιέττα μα πως κρύβουν ένα πόθο που με πληγώνει και που διαβάζω στα μάτια τους.
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Όχι ένας πόθος, όλοι οι πόθοι. Όπως κι’ εσύ.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Εγώ δεν έχω παρά μονάχα έναν πόθο.
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Όπως τα άλογα, κανένας δεν ξεχνά τη μάσκα του.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Εγώ δεν έχω μάσκα.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Δεν υπάρχει τίποτε άλλο από μάσκα. Είχα δίκιο, Γκονθάλο. Αν ξεγελάσουμε τη μάσκα, αυτή θα μας κρεμάσει από κανένα δένδρο, όπως το αγόρι στην Αμερική.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (Κλαίγοντας) Μάσκα!
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Μορφή.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Στη μέση του δρόμου, η μάσκα μας κουμπώνει τα κουμπιά και μας γλιτώνει απ’ το απερίσκεπτο κοκκίνισμα που καμιά φορά μας βάφει τα μάγουλα. Στην κρεβατοκάμαρα όμως, όταν χώνουμε τα δάχτυλα στα ρουθούνια, η απαλά ψηλαφούμε τον πισινό, ο γύψος της μάσκας πιέζει τόσο τη σάρκα που μόλις και μπορούμε να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Στον ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ) Πάλεψα με τη μάσκα ώσπου να καταφέρω να σε ‘δω γυμνό. (Τον αγκαλιάζει.)
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: (Ειρωνικά) Μία λίμνη είναι μία επιφάνεια.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Εκνευρισμένος) Ή ένας όγκος!
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: (γελώντας) Ένας όγκος είναι χίλιες επιφάνειες.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (προς τον 1ος ΑΝΤΡΑ) Μη με αγκαλιάζεις, Γκονθάλο. Ο έρωτας σου είναι ζωντανός μόνο παρουσία μαρτύρων. Δεν με φίλησες αρκετά στο ερείπιο; Περιφρονώ την κομψότητά σου και το θέατρο σου. (Παλεύουν).
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Σ ’αγαπώ μπροστά στους άλλους γιατί σιχαίνομαι τη μάσκα και γιατί κατάφερα να σου τη βγάλω.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Γιατί είμαι τόσο αδύναμος;
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Παλεύοντας) Σ’ αγαπώ.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Παλεύοντας) Σε φτύνω.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Παλεύουν!
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Αγαπιούνται.
Τα ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ:
Έρωτας. έρωτας, έρωτας.
έρωτας του ένα με τον δύο
κι’ έρωτας του τρία που πνίγεται
για να γίνει ένας ανάμεσα στους δύο.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Θα ξεγυμνώσω τον σκελετό σου.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ο σκελετός μου έχει εφτά φώτα.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Εύκολα, για τα εφτά μου χέρια.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ο σκελετός μου έχει εφτά σκιές .
ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: Άσ’ τον, άσ’ τον.
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: (Στον 1ο ΑΝΤΡΑ) Σε διατάζω να τον αφήσεις.
(τα ΑΛΟΓΑ: χωρίζουν τον 1ο ΑΝΤΡΑ από τον ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ)
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (χαρούμενος και αγκαλιάζοντας το 1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ) Σκλάβος του λιονταριού, μπορώ να είμαι φίλος του αλόγου.
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ : (Αγκαλιάζοντας τον) Έρωτας.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: θα χώσω τα χέρια στα μεγάλα πουγκιά για να πετάξω στη λάσπη τα αργύρια και τα ψίχουλα ψωμιού.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (στο ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ) Σε παρακαλώ!
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: (Ανήσυχο) Περίμενε .
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Δεν έχει φτάσει ακόμα η ώρα που τα άλογα θα πάρουν ένα γυμνό που εγώ ξάσπρισα με δάκρυα.
(Τα ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ συγκρατούν τον 1ο ΑΝΤΡΑ)
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Ενρίκε!
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ενρίκε; Να΄ τος ο Ενρίκε.
(Βγάζει γρήγορα το ρούχο του και το πετάει πίσω από μία κολώνα. Από κάτω φοράει μια πολύ λεπτή ΣΤΟΛΗ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ. Πίσω από την κολώνα εμφανίζεται το κουστούμι του Ενρίκε. Αυτό το πρόσωπο είναι ο ίδιος ο Λευκός Αρλεκίνος με μια κίτρινη-χλωμή μάσκα )
ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ: Κρυώνω. Ηλεκτρικό φως. Ψωμί .Καίγανε λάστιχα. (Απομένει κοκαλωμένος).
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (στον 1ο ΑΝΤΡΑ) Δεν θα ’ρθεις μαζί μου τώρα; Με την Γκιγιερμίνα των Αλόγων; [13]
1ο ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ: Σελήνη και πόρνη και μπουκάλα στα ταβερνεία.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Θα περάσετε εσείς και τα καράβια, και τα στρατεύματα κι αν θέλουν οι πελαργοί, μπορούν να περάσουν κι αυτοί. Είμαι φαρδιά!
ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΣΠΡΑ ΑΛΟΓΑ: Γκιγιερμίνα!
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Όχι Γκιγιερμίνα. Εγώ δεν είμαι η Γκιγιερμίνα. Εγώ είμαι η Ντομίνγκα των μικρών νέγρων.
(Τραβάει τις γάζες και εμφανίζεται μ’ ένα μαγιό σκεπασμένο όλο από μικρά κουδουνάκια. Πετά τις γάζες πίσω από τον κίονα και εξαφανίζεται ακολουθούμενος από ΤΑ ΑΛΟΓΑ .Τότε εμφανίζεται το πρόσωπο ΣΤΟΛΗ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ.)
ΣΤΟΛΗ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ: Γκι-γκιγιερ-γκιγιερμί- γκιγιερμίνα –Να- νάμι-ναμιγιέρ-ναμιγιεργκί . Άσε με να μπω η άφησε με να βγω. (Πέφτει στο πάτωμα κοιμισμένη).
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Ενρίκε, πρόσεξε τις σκάλες!
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Απ’ έξω) Σελήνη και πόρνη των μεθυσμένων ναυτικών .
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (Στο ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ ) Δώσ’ μου το φάρμακο για να κοιμηθώ.
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ: Μπερντάχι που θέλει ο κώλος σου!
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Κραυγάζοντας) Σε ιχθύ- σελήνη. Το μόνο που σου εύχομαι είναι να γίνεις ιχθύς- σελήνη! Να μεταμορφωθείς σε ένα ιχθύ- σελήνη! (Βγαίνει προς τα πίσω με βίαιες κινήσεις).
ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ: Ενρίκε. Ηλεκτρικό φως. Ψωμί. Καίγανε λάστιχα.
(Εμφανίζονται από τα αριστερά ο 3ος ΑΝΤΡΑΣ και ο 2ος ΑΝΤΡΑΣ. Ο 2ος ΑΝΤΡΑΣ είναι η γυναίκα με την Μαύρη Πυτζάμα με τις παπαρούνες της πρώτης σκηνής. Ο 3ος ΑΝΤΡΑΣ χωρίς μεταμφίεση.)
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Μ’ αγαπά τόσο, που αν μας έβλεπε μαζί, θα ’ταν ικανός να μας δολοφονήσει. Πάμε. Τώρα εγώ θα σε υπηρετώ για πάντα.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Η ομορφιά σου ήταν κάλλος κάτω από τους κίονες.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (προς το ζευγάρι) Πάμε να κλείσουμε την πόρτα.
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Η πόρτα του θεάτρου δεν κλείνει ποτέ.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Βρέχει[14] πολύ, φιλενάδα μου.
(Αρχίζει να βρέχει. Ο 3ος ΑΝΤΡΑΣ βγάζει από τη τσέπη μία μάσκα με φλογερή έκφραση και σκεπάζει το πρόσωπό του ).
3ος ΑΝΤΡΑΣ: (Γαλίφικα). Και δεν θα μπορούσα να μείνω να κοιμηθώ σ ’αυτό μέρος;
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Για πιο λόγο;
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Για να σε απολαύσω (Μιλά μαζί της).
2ος ΑΝΤΡΑΣ (στο ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ ): Είδατε να βγαίνει ένας άνδρας με μαύρη γενειάδα, μελαχρινός, που τρίζανε λίγο τα λουστρινένια του παπούτσια;
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ : Δεν τον είδα.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: (Στην ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ) Και ποιος είναι καλύτερος από μένα, για να σε υπερασπιστεί;
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Και ποια είναι πιο άξια για έρωτα από τη φιλενάδα σου;
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Φιλενάδα μου; (Έξαλλος.) Πάντα εξ αιτίας σας χάνω! Ετούτη δεν είναι φίλη μου. Είναι μια μάσκα, μια σκούπα, ένα αδύναμο σκυλί του καναπέ.
(Ξεγυμνώνει βίαια τον 2ο ΑΝΤΡΑ, του βγάζει τις πυτζάμες, την περούκα, και εμφανίζεται ο 2ος ΑΝΤΡΑΣ χωρίς τη γενειάδα, με το κουστούμι που φορούσε στην πρώτη σκηνή .
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Για όνομα του θεού!
3ος ΑΝΤΡΑΣ: (Στην ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ) Τον έφερα μεταμφιεσμένο, για να τον προστατέψω από τους ληστές. Φίλα μου το χέρι, φίλα το χέρι του προστάτη σου.
(Εμφανίζεται η ΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΙΤΖΑΜΑΣ με τις παπαρούνες. Το πρόσωπο αυτού του ηθοποιού είναι λείο, άσπρο και κοίλο, όπως ένα αυγό στρουθοκαμήλου. Ο 3ος ΑΝΤΡΑΣ σπρώχνει τον 2ο ΑΝΤΡΑ και τον κάνει να εξαφανιστεί από τα δεξιά.)
2ος ΑΝΤΡΑΣ: Για όνομα του θεού!
(Η ΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΙΤΖΑΜΑΣ κάθεται στα σκαλοπάτια και ως το τέλος χτυπά αργά με τα χέρια της το λείο πρόσωπο της.)
3ος ΑΝΤΡΑΣ: (βγάζει από τη τσέπη ένα μεγάλο κόκκινο μανδύα και τον ρίχνει πάνω τους ώμους της ΙΟΥΛΙΕΤΤΑΣ γραπώνοντάς την). «Κοίτα, αγάπη μου… με τι ζηλιάρες καμτσικιές κάνει το φως ανταύγειες ανάμεσα στα σκόρπια σύννεφα, εκεί, προς την Ανατολή…»[15] Ο άνεμος τσακίζει τους κλώνους του κυπαρισσιού…
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: Δεν είναι έτσι!
3ος ΑΝΤΡΑΣ:… Και επισκέπτεται στις Ινδίες όλες τις γυναίκες που έχουν χέρια από νερό.
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ : (Κουνώντας τη ρόδα.) Θα κλείσει!
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ:Βρέχει πολύ!
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Περίμενε, περίμενε. Τώρα τραγουδά τ’ αηδόνι.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (Τρέμοντας) Τ’ αηδόνι! Θεέ μου! Τ’ αηδόνι…!
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ : Μη τρομάξεις!
(Την πιάνει γρήγορα και την ξαπλώνει στον τάφο).
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ: (Ενώ την παίρνει ο ύπνος) Τ’ αηδόνι…!
ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ (Βγαίνοντας): Αύριο θα γυρίσω με το χώμα.
ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ:Αύριο.
3ος ΑΝΤΡΑΣ: (Πάνω απ’ τον τάφο) Αγάπη μου, γύρισε! Ο άνεμος τσακίζει τα φύλλα των σφενταμιών. Τι έκανες; (Την αγκαλιάζει.)
ΦΩΝΗ ΑΠ’ ΕΞΩ: Ενρίκε!
ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ: Ενρίκε.
ΣΤΟΛΗ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ: Γκιγιερμίνα. Επιτέλους τελειώστε! (Κλαίει.)
3ος ΑΝΤΡΑΣ: Περίμενε, περίμενε. Τώρα κελαηδάει τ’ αηδόνι. (Ακούγεται η σειρήνα ενός πλοίου. Ο 3ος ΑΝΤΡΑΣ αφήνει τη μάσκα πάνω στο πρόσωπο της ΙΟΥΛΙΕΤΤΑΣ και σκεπάζει το σώμα της με το κόκκινο μανδύα). Βρέχει με τα καντάρια. (Ανοίγει μια ομπρέλα και φεύγει αθόρυβα πατώντας στις μύτες των παπουτσιών του)
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (μπαίνοντας) Ενρίκε, πως γύρισες;
ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ: Ενρίκε, πως γύρισες;
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί με κοροϊδεύεις;
ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ: Γιατί με κοροϊδεύεις;
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (αγαλλιάζοντας τη ΣΤΟΛΗ) :Έπρεπε να γυρίσεις για μένα, για τον ανεξάντλητο έρωτά μου, αφού πρώτα θα ’χες νικήσει τα βοτάνια και τ’ άλογα.
ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ:Τ’ Άλογα!
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Πες μου, πες μου πως γύρισες για μένα!
ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ: (με ξέπνοη φωνή): Κρυώνω. Ηλεκτρικό φως. Ψωμί. Καίγανε λάστιχο.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (αγκαλιάζοντας τον βίαια) Ενρίκε!
ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ: (με φωνή όλο και πιο ξέπνοη) Ενρίκε.
ΣΤΟΛΗ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ: (με φωνή αδύναμη) Γκιγιερμίνα.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: ( Πετώντας τη ΣΤΟΛΗ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑΣ χάμω και ανεβαίνοντας τα σκαλιά) Ενρίκεεε!
ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ: (στο χώμα) Ενρίκεεεεε.
( Η φιγούρα με το πρόσωπο σαν αυγό. (ΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΙΤΖΑΜΑΣ) χτυπάει το πρόσωπο της αδιάκοπα με τα χέρια. Πάνω από το θόρυβο της βροχής ακούγεται το τραγούδι του αληθινού αηδονιού).
Αυλαία
Σκηνή τέταρτη
(Στο κέντρο της σκηνής, κάθετα και κατά μέτωπο προς τη σκηνή , ένα κρεβάτι, βαμμένο σαν από έναν πριμιτίβ ζωγράφο, πάνω στο οποίο υπάρχει ένα ΓΥΜΝΟ σώμα κόκκινο, στεφανωμένο με γαλάζια αγκάθια. Στο βάθος ,μερικές αψίδες και σκάλες πού οδηγούν στα θεωρεία ενός μεγάλου θεάτρου. Προς τα δεξιά η πρόσοψη ενός Πανεπιστημίου. Με το άνοιγμα της αυλαίας ακούγεται μία ομοβροντία χειροκροτημάτων.)
ΓΥΜΝΟ: Πότε τελειώνετε;
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: (Μπαίνοντας με βιάση) Όταν κοπάσει η φασαρία.
ΓΥΜΝΟ: Τι ζητούν;
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Ζητούν τον θάνατο του Σκηνοθέτη.
ΓΥΜΝΟ: Και τι λένε για μένα ;
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Τίποτε.
ΓΥΜΝΟ: Και για τον Γκονθάλο, έγινε τίποτα γνωστό;
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Τον ψάχνουν στα χαλάσματα.
ΓΥΜΝΟ: Εγώ θέλω να πεθάνω. Πόσες φιάλες αίμα μου ’χετε πάρει;
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Πενήντα. Τώρα θενά σου δώσω τη χολή. Και μετά, στις οχτώ, θα ’ρθω με το νυστέρι για να σκάψω βαθύτερα την πληγή στο πλευρό σου.
ΓΥΜΝΟ: Είναι εκείνη που έχει τις περισσότερε βιταμίνες;
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Ναι.
ΓΥΜΝΟ: Άφησαν τον κόσμο να βγει κάτω από το χώμα;
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Ίσα – ίσα, οι στρατιώτες και οι μηχανικοί φράζουν τώρα όλες τις εξόδους.
ΓΥΜΝΟ: Πόσο θέλουμε ακόμη για την Ιερουσαλήμ;
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Τρεις σταθμούς. Αν μένει αρκετό κάρβουνο.
ΓΥΜΝΟ: Πατέρα μου, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο
της πικρίας.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Σκάσε. Ετούτο είναι το τρίτο θερμόμετρο που σπας.
(Εμφανίζονται οι ΦΟΙΤΗΤΕΣ, ντυμένοι με μαύρους μανδύες και κόκκινες κορδέλες.)
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Γιατί δεν λιμάρουμε τα σίδερα;
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Το δρομάκι είναι γεμάτο οπλισμένους ανθρώπους και είναι δύσκολο να το σκάσουμε από’ κει.
3ο; ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Και τ’ άλογα;
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Τ’ άλογα κατάφεραν να ξεφύγουν σπάζοντας τη στέγη της σκηνής.
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Όταν ήμουνα κλεισμένος στον πύργο τα είδα όλα μαζί ν’ ανεβαίνουν το λόφο. Πήγαιναν μαζί με τον Σκηνοθέτη.
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Το θέατρο δεν έχει υποβολείο;
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Μα, ως και τα υπόγεια είναι ξέχειλα από το κοινό. Καλύτερα να μείνουμε.
( Ακούγεται ένα ξέσπασμα χειροκροτημάτων. Ο ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ καθίζει το ΓΥΜΝΟ και του συγυρίζει τα μαξιλάρια).
ΓΥΜΝΟ: Διψώ.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Στείλαμε κάποιον στο θέατρο για νερό.
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Η πρώτη μπόμπα της επανάστασης σάρωσε το κεφάλι του καθηγητή της ρητορικής.
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Προς μεγάλη χαρά της γυναίκας του, που τώρα θα δουλεύει τόσο, ώστε ν’ αναγκαστεί να βάλει δυο κάνουλες στα βυζιά της.
3ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Λένε πως ένα άλογο ανέβαινε τις νύχτες μαζί της στο δώμα.
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Ακριβώς, αυτή ήταν που είδε από έναν φεγγίτη του θεάτρου, ό,τι συνέβαινε, και τσιρίζοντας σήμανε συναγερμό.
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Κι ενώ οι ποιητές βάζανε μια σκάλα για να την δολοφονήσουν, εκείνη συνέχισε να τσιρίζει και πρόστρεξε ο όχλος.
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Πως την λένε;
3ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Την λένε Ελένη.
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: (Απόμερα) Σελήνη.
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: (Στον 1ο ΦΟΙΤΗΤΗ) Τι σου συμβαίνει;
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Φοβάμαι να βγω έξω.
( Από τη σκάλα κατεβαίνουν οι δυο ΛΗΣΤΕΣ. Μερικές ΚΥΡΙΕΣ με ένδυμα βραδινό, επίσημο, βγαίνουν βιαστικά από τα θεωρεία. Οι ΦΟΙΤΗΤΕΣ συζητούν.)
1η ΚΥΡΙΑ: Θα΄ ναι άραγε ακόμα τα αμάξια στην πόρτα;
2η ΚΥΡΙΑ: Τι φρίκη!
3η ΚΥΡΙΑ: Βρήκαν τον σκηνοθέτη μέσα στο μνήμα.
1η ΚΥΡΙΑ: Κι’ ο Ρωμαίος;
4η ΚΥΡΙΑ: Τον γδύνανε την ώρα που βγαίναμε.
1ο ΑΓΟΡΙ: Το Κοινό θέλει τα άλογα να ξεσύρουν τον ποιητή.[16]
1η ΚΥΡΙΑ: Μα γιατί; Ήταν ένα δράμα απολαυστικό και η επανάσταση δεν έχει δικαίωμα να βεβηλώνει τους τάφους.
2η ΚΥΡΙΑ: Οι φωνές τους ήταν τόσο ζωντανές όσο και η εμφάνιση τους. Τι ανάγκη είχαμε να γλείψουμε τους σκελετούς;
1ο ΑΓΟΡΙ: Έχετε δίκιο. Η σκηνή στον τάφο εξελισσότανε περίφημα. Αλλά εγώ, μόλις είδα τα πόδια της Ιουλιέττας ανακάλυψα το ψέμα. Ήταν πολύ μικρά.
2η ΚΥΡΙΑ: Θεσπέσια! Δεν θα θελήσετε να τους βρείτε ψεγάδι.
1ο ΑΓΟΡΙ: Ναι, όμως ήταν υπερβολικά μικρά, για να ’ναι πόδια γυναίκας. Παραήταν τέλεια και παραήταν γυναικεία. Ήταν πόδια αντρικά, πόδια που τα επινόησε άνδρας.
2η ΚΥΡΙΑ: Τι φρίκη!
( Από το θέατρο έρχονται ψίθυροι και θόρυβος σπαθιών.)
3η ΚΥΡΙΑ: Δεν θα μπορέσουμε να βγούμε;
1ο ΑΓΟΡΙ: Αυτή τη στιγμή η επανάσταση φτάνει στο καθεδρικό ναό. Πάμε απ’ τη σκάλα. (Βγαίνουν.)
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Ξεκίνησαν οι ταραχές σαν είδαν ότι Ρωμαίος Ιουλιέττα κάνανε έρωτα στ’ αλήθεια.
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Έγινε ακριβώς το αντίθετο. Η αναστάτωση άρχισε όταν παρατήρησαν πως δεν αγαπιόνταν, πως ποτέ δε μπόρεσαν ν’ αγαπηθούν.
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Το Κοινό έχει μυαλό για να σκαρφιστεί τα πάντα, γι’ αυτό διαμαρτυρήθηκε.
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Ακριβώς γι’ αυτό. Αγαπιόντουσαν οι σκελετοί, και είχαν ένα χρώμα σαν το κίτρινο της φλόγας, όμως δεν αγαπιόντουσαν τα κουστούμια, και το Κοινό είδε πολλές φορές την ουρά του φορέματος της Ιουλιέττας σκεπασμένη από μικρά σιχαμερά βατραχάκια .
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Ο κόσμος ξεχνά τα κουστούμια στις παραστάσεις, ξεσηκωθήκανε σαν βρήκαν την αληθινή Ιουλιέττα φιμωμένη κάτω απ’ τις καρέκλες και κουκουλωμένη με μπαμπάκια για να μη τσιρίζει.
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Εδώ τη πατάνε όλοι, και γι’ αυτό το θέατρο είναι στα τελευταία του. Το Κοινό δεν πρέπει να διασχίζει τα μετάξια και τα χαρτόνια που ο ποιητής στήνει στη κρεβατοκάμαρα του. Ο Ρωμαίος μπορεί να ‘ναι ένα πουλί κ’ η Ιουλιέττα μια πέτρα. Ο Ρωμαίος μπορεί να ‘ναι ένας κόκκος αλατιού κ’ η Ιουλιέττα ένας χάρτης. Τι το νοιάζουν αυτά το Κοινό;
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Καθόλου δεν το νοιάζουν. Όμως ένα πουλί δεν μπορεί να ‘ναι ένας γάτος, ούτε μια πέτρα μπορεί να ‘ν’ ένας παφλασμός της θάλασσας.
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Είναι ζήτημα μορφής, μάσκας. Ένας γάτος μπορεί να ‘ναι μια βατραχίνα και το χειμωνιάτικο φεγγάρι μπορεί, κάλλιστα, να ‘ν’ ένα δεμάτι ξύλα σκεπασμένο από παγωμένα σκουλήκια. Το Κοινό πρέπει να κοιμάται μέσα στα λόγια, κι όχι να βλέπει διάμεσου του κίονα τις προβατίνες που βελάζουν ή τα σύννεφα που ταξιδεύουν στον ουρανό
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Γι’ αυτό ξέσπασε η επανάσταση. Ο σκηνοθέτης άνοιξε τις καταπακτές κι’ ο κόσμος μπόρεσε να δει, πως το φαρμάκι απ’ τις ψεύτικες φλέβες προκάλεσε τον αληθινό θάνατο σε τόσα παιδιά. Δεν είναι οι μασκαρεμένες μορφές εκείνες που ανυψώνουν τη ζωή μα η τρίχα του βαρόμετρου που έχουνε πίσω τους.
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Και γιατί δηλαδή ο Ρωμαίος κ’ η Ιουλιέττα πρέπει να ‘ναι αναγκαστικά ένας άνδρας και μία γυναίκα, για να παρουσιαστεί η σκηνή του τάφου με ζωντανό και σπαραχτικό τρόπο;
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Δεν είναι αναγκαίο. Κι’ αυτό ήταν που με ευφυέστατο τρόπο είχε την πρόθεση να αποδείξει ο σκηνοθέτης.
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: (Θυμωμένος): Δεν είναι αναγκαίο, ε; Τότε ας σταματήσουν οι μηχανές και ρίξτε τους σπόρους του σταριού σ’ ένα κάμπο από ατσάλι.
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Ε, και τι θα γινότανε; Θα γινότανε πως θα ’ρχόντουσαν τα μανιτάρια, και τα χτυποκάρδια, ποιος ξέρει, θα γινόντουσαν πιο έντονα και παθιασμένα. Αυτό που συμβαίνει είναι πως ξέρουμε τι θρέφει ένα σπυρί σταριού κι αγνοούμε το τι θρέφει ένα μανιτάρι.
5ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: (βγαίνοντας από τα θεωρεία) Ήρθε ο δικαστής, και πριν τους δολοφονήσουν, θα τους βάλουν να ξαναπαίξουν τη σκηνή του τάφου.
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Πάμε. Θα δείτε πως έχω δίκιο.
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Ναι. Πάμε να δούμε την τελευταία αληθινά θηλυκή Ιουλιέττα που θα φανεί ποτέ στο θέατρο.
(Βγαίνουν πολύ γρήγορα)
ΓΥΜΝΟ: Πατέρα μου, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: (στους ΛΗΣΤΕΣ) Γιατί ερχόσαστε τέτοιαν ώρα;
ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ: Έκανε λάθος ο οδηγός σκηνής.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Σας έκαναν τις ενέσεις.
ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ: Ναι.
( Κάθονται στα πόδια του κρεβατιού. Κρατάνε αναμμένα κεριά. Η σκηνή μένει στο ημίφως. Εμφανίζεται ο οδηγός σκηνής)
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Τέτοιαν ώρα ειδοποιείς;
ΟΔΗΓΟΣ ΣΚΗΝΗΣ: Σας παρακαλώ να με συγχωρέσετε. Αλλά είχε χαθεί η γενειάδα του Ιωσήφ της Αριμαθαίας.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Είναι έτοιμο το χειρουργείο;
ΟΔΗΓΟΣ ΣΚΗΝΗΣ: Λείπουν μόνο τα καντηλέρια, το δισκοπότηρο κ’ οι αμπούλες με την καμφορά.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Κάνε γρήγορα. (Φεύγει ο ΟΔΗΓΟΣ ΣΚΗΝΗΣ)
ΓΥΜΝΟ: Θα περιμένουμε πολύ;
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Λίγο. Χτύπησαν κιόλας το τρίτο κουδούνι. Όταν ο Αυτοκράτορας μεταμφιεστεί σε Πόντιο Πιλάτο.
1ο ΑΓΟΡΙ: (εμφανίζεται με τις Κυρίες): Παρακαλώ. Μην αφήνετε να σας κυριεύσει ο πανικός.
1η ΚΥΡΙΑ: Είναι φοβερό να χάνεσαι μέσα σ’ ένα θέατρο και να μη βρίσκεις την έξοδο.
2η ΚΥΡΙΑ: Εκείνο που πιότερο φοβήθηκα ήταν ο λύκος από χαρτόνι και τα τέσσερα ερπετά μέσα στο τενεκεδένιο βάλτο.
3η ΚΥΡΙΑ: Όταν ανεβαίναμε το λόφο του ερειπίου, πιστέψαμε πως θα βλέπαμε το φως της αυγής, όμως σκοντάψαμε στα ριντό και λέκιασα τα χρυσά λαμέ παπούτσια μου με πετρέλαιο.
4η ΚΥΡΙΑ: (Σκύβοντας από τις αψίδες) Ξαναπαίζουν τη σκηνή του τάφου. Τώρα σίγουρα η φωτιά θα σπάσει τις πόρτες, γιατί όταν εγώ την είδα, πριν από ένα λεπτό, τα χέρια των φυλάκων ήταν κατακαμένα και δεν μπορούσαν να την συγκρατήσουν.
1ο ΑΓΟΡΙ: Από τους κλώνους εκείνου του δένδρου μπορούμε να φτάσουμε σε έναν από τους εξώστες κι’ από ’κεί να ζητήσουμε βοήθεια.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: (με δυνατή φωνή) Πότε θα σημάνει το αγγελόκρουσμα;
(Ακούγεται ο χτύπος μιας καμπάνας)
ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ: (Σηκώνοντας τα κεριά): Άγιος. Άγιος. Άγιος.
ΓΥΜΝΟ: Πατέρα, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Μπήκες δυο λεπτά πιο μπροστά.
ΓΥΜΝΟ: Είναι γιατί λάλησε τ’ αηδόνι.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: Βέβαια. Και τα φαρμακεία είναι ανοιχτά για το αγγελόκρουσμα.
ΓΥΜΝΟ: Για το αγγελόκρουσμα του μοναχικού ανθρώπου στις αποβάθρες και στα τραίνα.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ: (Κοιτάζοντας το ρολόι και με δυνατή φωνή) Φέρτε τη σινδόνη. Προσέξτε καλά, μήπως ο αέρας που πρέπει να φυσά, σας πάρει τις περούκες. Σβέλτα.
ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ: Άγιος. Άγιος. Άγιος.
ΓΥΜΝΟ: Τετέλεσται.
(Το κρεβάτι γυρνά πάνω σε έναν άξονα και το ΓΥΜΝΟ εξαφανίζεται. Πάνω, στην άλλη μεριά του κρεβατιού εμφανίζεται ξαπλωμένος ο 1ος ΑΝΤΡΑΣ, πάντα με φράκο και μαύρη γενειάδα.)
1ος ΑΝΤΡΑΣ: (Κλείνοντας τα μάτια) Τετέλεσται!
(Το φως παίρνει ένα έντονο χρώμα κινηματογραφικής οθόνης. Οι αψίδες και οι σκάλες παρουσιάζονται βαμμένες με μια λάμψη όλο γαλάζιους κόκκους. Ο ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ και οι ΛΗΣΤΕΣ εξαφανίζονται με χορευτικά βήματα, χωρίς να γυρίζουν στο κοινό την πλάτη. Οι ΦΟΙΤΗΤΕΣ προβάλλουν, κάτω από μιαν αψίδα. Κρατούν μικρούς ηλεκτρικούς φανούς)
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Η στάση του κοινού ήταν απαράδεκτη.
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Απαράδεκτη. Ένας θεατής ποτέ δεν πρέπει να αποτελεί μέρος του δράματος. Όταν ο κόσμος πάει στο ενυδρείο, δεν σκοτώνει τα θαλάσσια φίδια ούτε τους νεροπόντικες, ούτε τα σκεπασμένα με λέπρα ψάρια, αλλά αφήνει τα μάτια του να γλιστρήσουν πάνω στα τζάμια, και μαθαίνει.
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Ο Ρωμαίος ήταν ένας άντρας τριάντα χρονών και η Ιουλιέττα ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι. Η καταγγελία του Κοινού ήταν αποτελεσματική.
2ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Ο Σκηνοθέτης απέφυγε με μεγαλοφυή τρόπο, να το καταλάβει η μάζα των θεατών, όμως τ’ άλογα κ’ η επανάσταση ανατρέψανε τα σχέδιά του.
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Εκείνο που είναι εντελώς απαράδεκτο είναι ότι τους δολοφόνησαν.
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Και που δολοφονήσανε και την αληθινή Ιουλιέττα που ‘κλαιγε με λυγμούς κατ’ από τα καθίσματα.
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Από σκέτη περιέργεια, για να δούνε τι είχαν μέσα.
3ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Και τι βρήκανε; Ένα μάτσο πληγές και και μια μεθυσμένη πυξίδα.
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Η επανάληψη της σκηνής ήταν θαυμάσια, γιατί, δίχως άλλο, αγαπιόντουσαν μ’ έναν απροσμέτρητο έρωτα, αν και εγώ δεν τον δικαιολογώ. Όταν λάλησε τ’ αηδόνι, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.
3ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Όπως κι’ όλος ο κόσμος. Όμως μετά αρπάξανε μαχαίρια και μπαστούνια, ίνα η Γραφή πληρωθή, και όταν το δόγμα λύσει τα μαλλιά του, μπορεί, χωρίς φόβο, να συντρίψει ακόμα και τις πιο αθώες αλήθειες.
5ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ (Πασίχαρος): Κοιτάξτε, κατάφερα να βρω ένα γοβάκι της Ιουλιέττας. Την σαβανώνανε οι καλόγριες και ’γω τους το ‘κλεψα.
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ(Σοβαρός) : Ποιας Ιουλιέττας;
5ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Ποιας Ιουλιέττας ήθελες να΄ ναι; Εκείνης που ήταν στη σκηνή, εκείνης που είχε τα πιο όμορφα πόδια του κόσμου.
4ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ (Έκπληκτος): Μα δεν κατάλαβες πως η Ιουλιέττα που ήταν στον τάφο, ήταν ένα μεταμφιεσμένο αγόρι, ένα τρυκ του σκηνοθέτη, και ότι η αληθινή Ιουλιέττα ήταν φιμωμένη κάτω από τα καθίσματα;
5ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ (Σκάζοντας στα γέλια) : Ε λοιπόν γουστάρω! Φαινότανε πολύ ωραία. Κι’ αν ήταν αγόρι μεταμφιεσμένο καθόλου δεν με νοιάζει. Αντίθετα, ποτέ δεν θα ‘χα μαζέψει το παπούτσι εκείνης της κατασκονισμένης κοπέλας, που σαν γατί κλαψούριζε κάτω απ’ τις καρέκλες.
3ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Ωστόσο, γι’ αυτό την δολοφόνησαν.
5ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Γιατί είναι τρελοί. Όμως εγώ, που μετά το διάβασμα ανεβαίνω δυο φορές τη μέρα στο βουνό για να φυλάξω ένα πολύ μεγάλο κοπάδι ταύρους, με τους οποίους πρέπει κάθε στιγμή να πολεμάω και να τα βγάζω πέρα μαζί τους, δεν έχω καιρό για να σκεφτώ αν είναι άντρας, γυναίκα η παιδί, αλλά βλέπω μ’ ένα χαρούμενο πόθο πως μ’ αρέσει.
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Θαυμάσια. Κι’ αν εγώ θέλω να ερωτευθώ μ’ έναν κροκόδειλο;
5ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Τον ερωτεύεσαι.
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ:Κι’ αν θέλω να σ’ ερωτευθώ;
5ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ (Πετώντας του το παπούτσι): Και πάλι ερωτεύεσαι, εγώ σ’ αφήνω, και στις κακοτοπιές σε κουβαλάω στη ράχη.
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Και τα καταστρέφουμε όλα.
5ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Τα σπίτια και τις φαμελιές.
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Και όπου μιλάνε για έρωτα, θα μπαίνουμε με ποδοσφαιρικά παπούτσια να ρίχνουμε λάσπη στους καθρέφτες.
5ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Και θα κάψουμε το βιβλίο απ’ όπου οι παπάδες διαβάζουν τη λειτουργία.[17]
1ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Πάμε! Πάμε γρήγορα!
5ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: Εγώ έχω τετρακόσιους ταύρους. Με τα σκοινιά που έπλεξε ο πατέρας μου θα τους ζέψουμε στα βράχια για να τα σπάσουμε, κι’ ας ξεπεταχτεί ένα ηφαίστειο.
1ος Φοιτητής: Ω χαρά! Χαρά των αγοριών, και των κοριτσιών, και των βατράχων, και των μικρών ξύλινων φαλλών.
ΟΔΗΓΟΣ ΣΚΗΝΗΣ: (Εμφανιζόμενος) Κύριοι! Μάθημα αναλυτικής Γεωμετρίας.
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Τετέλεσται.
(Η σκηνή βυθίζεται σιγά- σιγά στο ημίφως. Οι ΦΟΙΤΗΤΕΣ ανάβουν τους φακούς τους και μπαίνουν στο Πανεπιστήμιο)
ΟΔΗΓΟΣ ΣΚΗΝΗΣ: (ξινισμένα) Μην κάνετε τα κρύσταλλα να υποφέρουν!
5ος ΦΟΙΤΗΤΗΣ: (τρέχοντας ανάμεσα στις καμάρες με τον 1ος ΦΟΙΤΗΤΗ) Χαρά! Χαρά! Χαρά!
1ος ΑΝΤΡΑΣ: Αγωνία. Μοναξιά του άντρα μέσα σ’ ένα όνειρο γεμάτο ανελκυστήρες και τραίνα όπου ταξιδεύεις με ασύλληπτες ταχύτητες. Μοναξιά των κτιρίων στις γωνιές των δρόμων, στις παραλίες όπου εσύ δεν θα ξαναφανείς ποτέ.
1η ΚΥΡΙΑ : ( Στη σκάλα) Πάλι το ίδιο σκηνικό; Είναι φριχτό!
1ο ΑΓΟΡΙ: Κάποια πόρτα θα ‘ναι η αληθινή!
2η ΚΥΡΙΑ : Παρακαλώ! μην αφήνετε το χέρι μου.
1ο ΑΓΟΡΙ: Μόλις φέξει θα βρούμε το δρόμο απ’ τους φεγγίτες.
3η ΚΥΡΙΑ : Αρχίζω να κρυώνω μ’ αυτό το φόρεμα.
1ο ΑΝΔΡΑΣ: (με αδύνατη φωνή) Ενρίκε! Ενρίκε!
1η ΚΥΡΙΑ : Τ’ ήταν αυτό;
1ο ΑΓΟΡΙ: Ηρέμησε.
(Η σκηνή σκοτεινή. Ο φακός του 1ο ΑΓΟΡΙΟΥ φωτίζει το πρόσωπο του νεκρού 1ου ΑΝΤΡΑ)
Αυλαία
[ H ΜΟΝΩΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΖΟΥΛΟΥ ΒΟΣΚΟΥ ]
(Γαλάζια κουρτίνα)
(Στο κέντρο, μια μεγάλη ντουλάπα γεμάτη λευκές ΜΑΣΚΕΣ με διαφορετικές εκφράσεις.[18] Κάθε μάσκα έχει μπροστά της το δικό της το φωτάκι. Ο ΚΟΥΖΟΥΛΟΣ ΒΟΣΚΟΣ μπαίνει από δεξιά. Είναι ντυμένος με ακατέργαστα δέρματα και φοράει στο κεφάλι ένα χωνί, γεμάτο φτερά και ροδάκια. Παίζει μια μικρή λατέρνα και χορεύει με αργό ρυθμό.)
Ο κουζουλός βοσκός φυλάει τις μάσκες
τις μάσκες
των ζητιάνων και των ποιητών
που σκοτώνουν τους γυπαετούς
πάνω απ΄ τα ήσυχα νερά όταν πετάνε.
Μάσκα
των παιδιών που τη χούφτα δουλεύουν
και κάτω από έναν αμανίτη σαπίζουν.
Μάσκες
των αετών που παν΄ με δεκανίκια.
Μάσκα της μάσκας
που ‘ταν από γύψο κρητικό
και ‘γινε μάλλινη στο χρώμα της βιολέτας
στο φόνο της Ιουλιέττας.
Αινιγματάκι. Λύσε το. Μαντεία
για ένα θέατρο δίχως θεωρεία
κι έναν ουρανό γεμάτο καρέκλες
με μιας μάσκας την κούφια την μεριά.
Βελάστε, βελάστε, βελάστε, μάσκες
( Οι μάσκες βελάζουν μιμούμενες τα πρόβατα και κάποιες απ’ αυτές βήχουν)
Τ’ αλόγατα τρων τον αμανίτη
και σαπίζουν κατ’ απ’ τον ανεμοδείκτη
Οι αετοί δουλεύουνε την χούφτα
και γεμίζουν λάσπη κάτω απ’ τον κομήτη.
Κι ο κομήτης τον γυπαετό καταβροχθίζει
που το στήθος του ποιητή ξέσκιζε
Βελάστε, βελάστε, βελάστε, μάσκες!
Η Ευρώπη τα βυζιά της ξεριζώνει,
δίχως θεωρεία μένει η Ασία
κι ένας κροκόδειλος είναι η Αμερική
που μάσκα δεν χρειάζεται.
Μουσικούλες μουσικέτες
από λίμες και πέννες πληγωμένες.
(Σπρώχνει το ντουλάπι, που έχει ρόδες ,και εξαφανίζεται. Οι μάσκες βελάζουν.)
Πέμπτη σκηνή
(Το ίδιο σκηνικό με την πρώτη σκηνή. Στα αριστερά ένα μεγάλο κεφάλι αλόγου τοποθετημένο στο πάτωμα. Στα δεξιά ένα τεράστιο μάτι και μία συστάδα δέντρων με σύννεφα που ακουμπάν στον τοίχο. Μπαίνει ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ με τον ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟ. Ο ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ φοράει φράκο με άσπρη γυαλιστερή μπέρτα μέχρι το πάτωμα, και ημίψηλο καπέλο. Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ είναι ντυμένος όπως στην πρώτη σκηνή.)
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ένας ταχυδακτυλουργός δεν μπορεί να λύσει αυτό το ζήτημα, ούτ’ ένας γιατρός, ούτ’ ένας αστρονόμος, ούτε κανείς. Είναι πολύ απλό να ξαμολάς τα λιοντάρια και μετά να τα καταβρέχεις με θειάφι. Σταματήστε τη συζήτηση.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Μου φαίνεται πως εσείς, άνθρωπος της μάσκας, ξεχνάτε πως εμείς χρησιμοποιούμε την σκούρα κουρτίνα.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Όταν οι νεκροί είναι στον ουρανό, αλλά για πείτε μου, τι κουρτίνα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σ΄ ένα μέρος όπου ο αέρας είναι τόσο βίαιος ώστε ξεγυμνώνει τον κόσμο και που, ακόμη και τα μικρά παιδιά, έχουν μαζί τους σουγιαδάκια για να ξεσκίζουν τις αυλαίες;
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Φυσικά, γι’ αυτό η κουρτίνα του ταχυδακτυλουργού προϋποθέτει κάποια τάξη στο σκοτάδι μέσα στο οποίο γίνεται το τρυκ, αλλά γιατί εσείς διαλέξατε μία χιλιοπαιγμένη τραγωδία αντί να κάνετε, ένα πρωτότυπο δράμα;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Μα για να εκφραστεί ό,τι γίνεται παντού, κάθε μέρα, σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις και στα χωριά, μέσα από ένα παράδειγμα που, παρά την πρωτοτυπία του, όπως όλοι ομολογούν, συνέβη μόνο μια φορά. Θα μπορούσα να είχα διαλέξει τον Οιδίποδα η τον Οθέλλο. Αντίθετα, αν είχα σηκώσει την αυλαία λέγοντας τα πράγματα με τα’ όνομα τους θα ‘χαν βαφτεί με αίμα τα καθίσματα από τις πρώτες κιόλας σκηνές.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Αν είχατε μεταχειριστεί «Το άνθος της Αρτέμιδος»,[19] που η αγωνία του Σαίξπηρ αξιοποίησε με τρόπο ειρωνικό, στο «Όνειρο καλοκαιρινής νυχτός» είναι πιθανόν η παράσταση να είχε επιτυχία. Αν ο έρωτας είναι απλή σύμπτωση, και η Τιτάνια, βασίλισσα των ξωτικών, ερωτεύεται έναν γάιδαρο, τότε τίποτε το παράξενο αν, μέσα από την ίδια διαδικασία, ο Γκονθάλο τα ’πινε σ’ ένα μιούζικ-χωλλ παρέα μ’ έναν λευκοντυμένο νεαρό καθισμένο στα γόνατα του.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Σας ικετεύω, μη συνεχίζετε.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Φτιάξτε μιαν αψίδα από σύρμα, μια κουρτίνα κι’ ένα δένδρο με χλωρές φυλλωσιές, κουνήστε την κουρτίνα πέρα-δώθε και κανένας δεν θα παραξενευτεί αν το δένδρο μεταμορφωθεί σ’ αυγό ερπετού. Αλλά εσείς, αυτό που θέλατε ήταν να σκοτώσετε το περιστέρι και στη θέση του να βάλετε ένα κομμάτι μάρμαρο γεμάτο φτυσίματα.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ήταν αδύνατο να κάνουμε κάτι άλλο. Οι φίλοι μου και, εγώ ανοίξαμε το τούνελ κάτω από την αρένα χωρίς να το πάρουν χαμπάρι οι άνθρωποι της πόλης. Μας βοήθησαν πολλοί εργάτες και φοιτητές που τώρα αρνιούνται πως δούλεψαν, κι’ ας έχουνε πληγές στα χέρια. Όταν φτάσαμε στον τάφο σηκώσαμε την αυλαία.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Και τι είδους θέατρο μπορεί να βγει μέσα από έναν τάφο;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Όλο το θέατρο βγαίνει από τις περιφραγμένες υγρασίες. Όλο το αληθινό θέατρο ζέχνει μια βαριά μπόχα από μπαγιάτικη σελήνη. Όταν μιλάνε τα κοστούμια, τα ζωντανά πρόσωπα καταλήγουν να είναι κοκαλένια κουμπιά στους τοίχους του Γολγοθά. Εγώ έφτιαξα τη σήραγγα για να σφετεριστώ τα κουστούμια και μέσα από αυτά, να διδάξω το περίγραμμα μιας απόκρυφης δύναμης, όταν πια το κοινό δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να παρακολουθήσει, με υψηλό πνεύμα και υποταγή, τη δράση.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Εγώ μεταμορφώνω χωρίς καμία προσπάθεια ένα δοχείο με μελάνι σε ένα κομμένο χέρι γεμάτο αρχαία δαχτυλίδια.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Θυμωμένος.) Μα αυτό είναι ψέμα! Αυτό είναι θέατρο! Αν εγώ πέρασα τρεις μέρες παλεύοντας με τις ρίζες και τα χτυπήματα του νερού, το ’κανα για να καταστρέψω το θέατρο.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Το ήξερα.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Και για να αποδείξω πως, αν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα ψυχομαχούν και πεθαίνουν για να ξυπνήσουν χαμογελώντας, όταν πέφτει η αυλαία, οι δικοί μου χαρακτήρες, αντίθετα, καίνε το στεφάνι και πεθαίνουν στ’ αλήθεια παρουσία των θεατών. Τ’ άλογα, η θάλασσα, ο στρατός των αγριόχορτων δεν το επέτρεψαν. Όμως κάποια μέρα, όταν καούν όλα τα θέατρα, θα βρεθεί στους καναπέδες, πίσω από τους καθρέφτες και μέσα στους κύλικες από χρυσόχαρτο, η συνάντηση των κεκλεισμένων εκεί από το κοινό, νεκρών μας. Πρέπει να καταστρέψουμε το θέατρο η να ζήσουμε μέσα στο θέατρο! Δεν αξίζει να σφυρίζουμε από τα παράθυρα. Κι’ αν τα σκυλιά αλυχτούν τρυφερά, πρέπει να σηκώσουμε την κουρτίνα χωρίς προφυλάξεις. Γνώρισα κάποιον που σκούπιζε τη στέγη του και καθάριζε φεγγίτες και κάγκελα μόνο και μόνο από αβρότητα προς τον ουρανό.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Αν ανέβεις ένα σκαλοπάτι [20] ακόμα, ο άνθρωπος θα σου φανεί φυλλαράκι ενός φυτού.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Όχι ένα φυλλαράκι, αλλά ένας ποντοπόρος.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Εγώ μπορώ να μετατρέψω έναν θαλασσοπόρο σε μια βελόνα του ραψίματος.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Αυτό ακριβώς είναι που γίνεται στο θέατρο. Γι’ αυτό εγώ τόλμησα να πραγματοποιήσω ένα πολύ δύσκολο ποιητικό παιγνίδι, ελπίζοντας ότι ο έρωτας θα έσκιζε με τη δύναμή του το περίβλημα και θα τού έδινε καινούργια μορφή.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Όταν λέτε τη λέξη έρωτας ξαφνιάζομαι.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ξαφνιάζεστε; Με τι;
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Βλέπω ένα τοπίο με άμμο να καθρεφτίζεται σ’ έναν θολό καθρέφτη.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Και τι άλλο;
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Όπου ποτέ δεν σταματάει ν’ ανατέλλει ο ήλιος.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Μπορεί.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: (Δυσαρεστημένος και χτυπώντας το κεφάλι του αλόγου με τις άκρες των δακτύλων του) Έρωτας.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Ενώ κάθεται στο τραπέζι) Όταν εσείς λέτε έρωτας, ξαφνιάζομαι.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Ξαφνιάζεστε; Με τι;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Βλέπω κάθε κόκκο άμμου να μετατρέπεται σ’ ένα ολοζώντανο μερμήγκι.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Και τι άλλο ;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ : Να νυχτώνει κάθε πέντε λεπτά.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: (Κοιτώντας τον με σταθερό βλέμμα) : Είναι πιθανόν
(παύση) Όμως τι μπορεί κανείς να περιμένει από ανθρώπους που εγκαινιάζουν ένα θέατρο κάτω απ’ την αρένα; Αν ανοίγατε εσείς εκείνη την πόρτα, θα γέμιζε εδώ με μαντρόσκυλα, με τρελούς, με βροχές, με τερατώδη φύλλα, με αρουραίους των υπονόμων. Ποιος σκέφτηκε ποτέ ότι μπορεί να σπάσουν όλες οι πόρτες ενός δράματος;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ο μόνος τρόπος για να δικαιωθεί το δράμα είναι να σπάσει όλες τις πόρτες, να δει με τα ίδια του τα μάτια πως ο νόμος είναι ένας τοίχος που διαλύεται με την πιο μικρή σταγόνα αίματος. Απεχθάνομαι τον ετοιμοθάνατο που ζωγραφίζει με το δάχτυλο μια πόρτα πάνω στον τοίχο και πέφτει να κοιμηθεί ήσυχος. Το αληθινό δράμα είναι ένα τσίρκο από αψίδες όπου ο αέρας, το φεγγάρι και τα πλάσματα μπαίνουν και βγαίνουν χωρίς να ’χουν που να ξαποστάσουν. Εδώ πατάτε σ’ ένα θέατρο όπου έχουν παιχθεί αυθεντικά δράματα και όπου δόθηκε μια αληθινή μάχη που στοίχισε τη ζωή όλων των ερμηνευτών [21] (Κλαίει).
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: (μπαίνοντας με φόρα) Κύριε.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ : Τι συμβαίνει;
(Μπαίνουν ο ΛΕΥΚΗ ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ και μια ΚΥΡΙΑ ντυμένη στα μαύρα με το πρόσωπο σκεπασμένο μ’ ένα πυκνό τούλι που δεν αφήνει να φανεί το πρόσωπο της).
ΚΥΡΙΑ: Που είναι ο γιος μου;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ποιος γιος;
ΚΥΡΙΑ: Ο γιος μου, ο Γκονθάλο.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Εκνευρισμένος) Όταν τελείωσε η παράσταση κατέβηκε βιαστικά στον υποβολείο μαζί με τον νεαρό που είναι μαζί σας. Αργότερα ο οδηγός σκηνής τον είδε ξαπλωμένο στο αυτοκρατορικό κρεβάτι στο βεστιάριο. Εμένα δεν πρέπει να με ρωτάτε τίποτα. Σήμερα, όλ’ αυτά, είναι κάτω από τη γη.
ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ: (Κλαίγοντας) Ενρίκε.
ΚΥΡΙΑ: Που είναι ο γιος μου; Οι ψαράδες μου ‘φεραν σήμερα το πρωί ένα τεράστιο ιχθύ- σελήνη χλωμό, σάπιο, και μου ξεφώνιζαν «Ιδού ο υιός σου». Κι’ όπως από το στόμα του ψαριού ανάβρυζε αδιάκοπα μία λεπτή κλωστή αίμα, τα παιδιά γελούσανε και βάφανε κόκκινες τις σόλες απ’ τις μπότες τους. Όταν εγώ έκλεισα την θύρα του σπιτιού μου, ένιωσα πως οι άνθρωποι της αγοράς το σέρνανε στη θάλασσα.
ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ: Στη θάλασσα.[22]
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Η παράσταση τέλειωσε εδώ και ώρες κι’ εγώ δεν φέρω καμία ευθύνη για ό,τι συνέβη.
ΚΥΡΙΑ: Εγώ θα υποβάλλω καταγγελία και θα απαιτήσω δικαιοσύνη ενώπιον όλων. (Αρχίζει να βγαίνει)
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Κυρία, από ’δω δεν μπορείτε να βγείτε.
ΚΥΡΙΑ: Έχετε δίκιο. Το πέρασμα είναι ολωσδιόλου σκοτεινό.(Πάει να βγει από την δεξιά πόρτα.)
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ούτε από ‘δω. Θα πέσετε απ’ τους φεγγίτες.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Κυρία, επιτρέψτε μου, εγώ θα σας οδηγήσω.
(Βγάζει την μπέρτα και σκεπάζει μ’ αυτήν την Κυρία. Κάνει με τα χέρια του δύο τρεις κινήσεις, τραβά την μπέρτα και η ΚΥΡΙΑ εξαφανίζεται. Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ σπρώχνει τον ΣΤΟΛΗ ΑΡΛΕΚΙΝΟΥ και τον κάνει να εξαφανιστεί από αριστερά. Ο ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ βγάζει μία μεγάλη άσπρη βεντάλια, αρχίζει να κάνει αέρα ενώ τραγουδά γλυκά).
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Κρυώνω.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Πώς;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Σας λέω ότι κρυώνω.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: (Κάνοντας αέρα με τη βεντάλια) Είναι μία όμορφη λέξη, κρύο.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ευχαριστώ πολύ για όλα.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Τίποτα. Το να βγάζεις είναι πολύ εύκολο. Το δύσκολο είναι να βάζεις.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Είναι πολύ πιο δύσκολο το να αντικαθιστάς.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: (Μπαίνοντας αφού οδήγησε έξω τον ΑΡΛΕΚΙΝΟ) Κάνει λίγο κρύο. Θέλετε ν’ ανάψω τη θέρμανση;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Όχι. Πρέπει να τ’ αντέξουμε όλα, μιας κι έχουμε σπάσει τις πόρτες, έχουμε σηκώσει τη στέγη κι έχουμε μείνει με τους τέσσερις τοίχους του δράματος.(Βγαίνει ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ από την κεντρική πόρτα) Αλλά δεν πειράζει. Έμεινε η απαλή χλόη για να κοιμηθούμε.
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: Για να κοιμηθούμε!
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Που, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει να σπείρουμε.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Κύριε! Εγώ δεν αντέχω το κρύο.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Σου είπα ότι πρέπει ν’ αντέξουμε, ότι δεν θ’ αφήσουμε να μας νικήσει κανένα τέχνασμα. Κάνε το καθήκον σου.
(Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ φοράει γάντια και σηκώνει το πέτο του φράκου του τρέμοντας. Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ εξαφανίζεται).
ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: (Κάνοντας αέρα με τη βεντάλια) Μήπως το κρύο, είναι κάτι το κακό;
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Με αδύναμη φωνή) Το κρύο είναι ένα δραματικό στοιχείο, όπως οποιοδήποτε άλλο.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: (Εμφανίζεται στην πόρτα τρέμοντας, με τα χέρια πάνω στο στήθος του) Κύριε!
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Ναι;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: (Πέφτοντας στα γόνατα) Εκεί είναι το κοινό.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: (Πέφτοντας με τα μούτρα πάνω στο τραπέζι) Να περάσει!
( Ο ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ, καθισμένος κοντά στο κεφάλι του Αλόγου, σφυρίζει και κάνει αέρα με τη βεντάλια, με μεγάλη ευθυμία. Όλη η αριστερή πλευρά του σκηνικού εξαφανίζεται και παρουσιάζεται ένας ουρανός με μεγάλα σύννεφα έντονα φωτισμένος, και μία αργή βροχή από λευκά άκαμπτα γάντια που πέφτουν αραιά μεταξύ τους.)
ΦΩΝΗ : (Εκτός σκηνής) Κύριε.
ΦΩΝΗ : (Εκτός σκηνής) Τι;
ΦΩΝΗ : (Εκτός σκηνής) Το κοινό.
ΦΩΝΗ : (Εκτός σκηνής) Να περάσει.
( Ο ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ αναμοχλεύει ζωηρά τη βεντάλια στον αέρα.. Στη σκηνή αρχίζουν να πέφτουν νιφάδες χιονιού)
Αυλαία αργά
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΟΥΟΛΤ ΟΥΙΤΜΑΝ
Στο Ηστ Ρίβερ και στο Μπρονξ
τ’ αγόρια τραγουδούσαν έδειχναν τη μέση τους
με τη ρόδα, το λάδι, το πετσί και το σφυρί.
Ενενήντα χιλιάδες μεταλλωρύχοι βγάζαν ασήμι απ’ τα βράχια
και τα παιδιά ζωγραφίζανε προοπτικές και σκάλες.
Όμως κανένας δεν κοιμόταν,
κανείς δεν ήθελε να ‘ναι ποτάμι,
κανείς δεν αγαπούσε τα μεγάλα φύλλα,
κανένας τη γαλάζια γλώσσα της ακτής.
Στο Ηστ Ρίβερ και στο Κουίνσμπορο
τ’ αγόρια παλεύανε με τη βιομηχανία,
Κι οι Εβραίοι πούλαγαν στου ποταμού το φαύνο
το ρόδο της περιτομής.
κι ο ουρανός έφερνε προς τις γέφυρες και τις σκεπές
κοπάδια βίσονες σπρωγμένα από τον άνεμο.
Όμως κανένας δε σταματούσε,
κανένας δεν ήθελε να ‘ναι σύννεφο,
κανένας δεν έψαχνε τις φτέρες
μήτε το κίτρινο στεφάνι του μικρού τύμπανου.
Σα θα βγει το φεγγάρι
οι τροχαλίες θενά περιστραφούν για να θολώσουνε τον ουρανό
ένα σύννεφο από βελόνες θενά κυκλώσουνε τη μνήμη
και τα φέρετρα θενά πάρουν όσους δε δουλεύουν.
Νέα Υόρκη του βούρκου,
Νέα Υόρκη των συρμάτων και του θανάτου
Ποιον άγγελο κρύβεις στο μάγουλο;
Πια φωνή τέλεια θα πει τις αλήθειες του σταχυού;
Ποιος τ‘ όνειρο το τρομερό των λεκιασμένων ανεμώνων σου;
Ούτε μια στιγμή μονάχα ωραίε γέροντα Ουόλτ Ουίτμαν
δεν έπαψα να βλέπω τη γενειάδα σου γεμάτη πεταλούδες,
ούτε τους βελουδένιους σου ώμους
τους ξεφτισμένους απ’ τη σελήνη
ούτε και τους μηρούς σου παρθενικού Απόλλωνα
ούτε και τη φωνή σου ως μια κολώνα στάχτης
ωραίε πρεσβύτη ως η ομίχλη
που βόγκαγες όμοια μ’ ένα πουλί
με το φύλο τρυπημένο από μια βελόνα,
εχτρέ του σάτυρου
εχτρέ του αμπελιού
κι εραστή των κορμιών κάτω απ΄ το ρούχο το τραχύ.
Μήτε για μια στιγμή αντρίκεια ομορφιά
που σε βουνά από κάρβουνο, σε ρεκλάμες και σε σιδηροδρόμους
ονειρευόσουν να ’σαι ποτάμι και να κοιμάσαι σαν ποτάμι
μ’ εκείνονε το σύντροφο που θα ‘βαζε στο στήθος σου
έναν πόνο μικρό απαίδευτης λεοπάρδαλης.
Ούτε για μια στιγμή μονάχα, Αδάμ του αίματος, αρσενικέ
άντρα μοναχικέ στη θάλασσα, ωραίε γέροντα Ουόλτ Ουίτμαν,
γιατί στους εξώστες,
μαζεμένοι στα μπαρ,
βγαίνοντας σαν τσαμπιά απ’ τους υπονόμους,
ριγώντας ανάμεσα στα πόδια των αμαξάδων
ή τσιρίζοντας στις πίστες με τ’ αψέντι,
οι πούστρες Ουόλτ Ουίτμαν σε δείχνουνε.
Κι αυτός σε δείχνει! Κι αυτός! Κι ορμούνε
πάνω στη φωτεινή κι αγνή σου γενειάδα
ξανθοί απ’ το βορρά, της αρένας μαύροι
μεγάλα πλήθη από φωνές κι από χειρονομίες
όπως οι γάτες και τα σερπετά
οι πούστρες, Ουόλτ Ουίτμαν, οι πούστρες,
θαμποί από δάκρυα, κρέας για το μαστίγιο
τη μπότα ή τη δαγκωματιά των θηριοδαμαστών.
Κι αυτός σε δείχνει! Κι εκείνος! Βαμμένα δάχτυλα
αγγίζουνε του ονείρου σου την όχθη
όταν ο φίλος τρώει το μήλο σου
με μια αβρή γεύση από βενζίνη
κι ο ήλιος τραγουδάει στους αφαλούς
των αγοριών που παίζουνε κάτω απ’ τα γιοφύρια.
Όμως εσύ δεν έψαχνες τα τσαφουνισμένα μάτια
μήτε το ζοφερό τέλμα όπου καταδύονται τα παιδιά
μήτε το παγωμένο σάλιο
μήτε τις καμπύλες λαβωματιές σαν του βατράχου την κοιλιά
που περιφέρουν οι πούστρες στ’ αμάξια και στους εξώστες των καφενείων
την ώρα που η σελήνη τους μαστιγώνει στις κόχες του τρόμου.
Εσύ έψαχνες ένα γυμνό που να ‘ναι σαν ποτάμι,
όνειρο και ταύρος που ενώνει τη ρόδα με το φύκι,
πατέρας της αγωνίας σου, καμέλια του θανάτου σου,
και που θενά βόγκαγε στις φλόγες τ’ απόκρυφου ισημερινού σου.
Γιατί ‘ναι δίκιο ο άντρας να μην αναζητά την τέρψη του
στη ματωμένη ζούγκλα του επόμενου πρωινού.
Ο ουρανός έχει αμμουδιές για ν΄ αποφεύγει τη ζωή
κι ‘ναι κορμιά που δεν τους πρέπει να επαναλαμβάνονται το χάραμα.
Αγωνία, αγωνία, όνειρο, προζύμι κι όνειρο.
Αυτό είναι ο κόσμος, φίλε, αγωνία, αγωνία.
Οι πεθαμένοι σαπίζουν κάτω από το ρολόι των πόλεων.
ο πόλεμος περνάει κλαίγοντας μ’ ένα εκατομμύριο αρουραίους
οι πλούσιοι δίνουν στις αγαπητικιές τους
μικρούς πεφωτισμένους ετοιμοθάνατους
κι η ζωή δεν είν’ ευγενικιά, μήτε καλή, μήτ’ άγια.
Μπορεί ο άντρας, αν το θέλει, να οδηγήσει τον πόθο του
μέσ’ απ’ του κοραλλιού τη φλέβα ή το γαλάζιο γυμνό.
Αύριο βράχια θενά ‘ναι οι έρωτες κι ο Χρόνος
αύρα που κοιμισμένη έρχεται απ’ τα κλαριά κει πέρα.
Γι αυτό δεν υψώνω τη φωνή μου γέρο Ουόλτ Ουίτμαν,
ενάντια στο αγόρι που γράφει
όνομα κοριτσιού στο προσκεφάλι του
μήτε εναντίον τ’ αγοριού που νύφη ντύνεται
μεσ’ τα σκοτάδια της γκαρνταρόμπας
μήτε εναντίον των μοναχικών στα Στέκια
που με σιχαμάρα πίνουνε απ’ της πορνείας το νερό.
μήτε εναντίον των αντρών με το πράσινο βλέμμα
που αγαπούνε τον άντρα και τα χείλη τους καίνε μεσ’ τη σιωπή.
Αλλά ναι κόντρα σε σας πούστρες των πόλεων
με την πρησμένη σάρκα και τους αναίσχυντους λογισμούς,
μάνες της λάσπης, Άρπυιες. Εχθροί χωρίς όνειρο
του έρωτα που στεφάνια χαράς μοιράζει.
Ενάντια σε σας πάντα, που δίνεται στ’ αγόρια
σταγόνες σπιλωμένου θανάτου με πικρό φαρμάκι.
Ενάντια σε σας πάντα,
Φαίρις της Αμερικής
Πάχαρος της Αβάνας.
Χότος του Μεξικού,
Σαράσας του Κάντιθ,
Άπιος της Σεβίλλης,
Κάνκος της Μαδρίτης,
Φλόρας του Αλικάντε
Αδελαίδες της Πορτογαλλίας.
Πούστρες όλου του κόσμου, δολοφόνοι περιστεριών!
Σκλάβοι της γυναίκας σκύλες των φτιασιδωμάτων τους
που στήνεστε στις πλατείες με πυρετό βεντάλιας
ή πιασμένοι σ’ ενέδρα παγωμένων τοπίων κώνειου.
Δεν θα υπάρξει έλεος! Ο θάνατος
ρέει απ’ τα μάτια σας
και μαζεύει γκρίζα λουλούδια στην όχθη του τέλματος.
Δεν θα υπάρξει έλεος! Γρηγορείτε!
οι συγχυσμένοι, οι αγνοί,
οι κλασικοί, οι στιγματισμένοι, οι ικέτες
θα σας κλείσουν την πόρτα της βακχείας.
Κι εσύ, ωραίε Ουόλτ Ουίτμαν, κοιμήσου στις όχθες του Χιούντσον
Με την γενειάδα προς τον πόλο και τα χέρια ανοιχτά.
Μαλακέ άργιλε ή χιόνι, η γλώσσα σου καλεί
συντρόφους να ξαγρυπνήσουν την ασώματη γκαζέλλα σου.
Κοιμήσου τίποτα δεν μένει.
ένας χορός από τοίχους ταράζει τα λιβάδια
κι η Αμερική πνίγεται σε μηχανές και θρήνους.
Θέλω ο δυνατός αγέρας της πιο βαθιάς νύχτας
Ν’ αρπάξει άνθη και γράμματα απ΄ την καμάρα όπου κοιμάσαι,
Κι ένα μικρό αραπάκι ν’ αναγγείλει στους άσπρους του χρυσού
Τον ερχομό της βασιλείας του σταχυού.
15 Ιουνίου 1930
[1] Το άλογο είναι ένα αρχέτυπο που συναντιέται πολύ συχνά στη μυθολογία και στη λαϊκή παράδοση. Σα ζώο εκπροσωπεί το χαμηλότερο μέρος του σώματος και τις ζωικές παρορμήσεις που ξεκινούν από εκεί, συμβολίζει την μη ανθρώπινη ψυχή, τη ζωική πλευρά, τις ενστικτώδεις και ανεξέλεγκτες ορμές που ξεπηδούν από το ασυνείδητο και που πολλοί προσπαθούν να αποκρύψουν Καρλ Γιουγκ: Ο άνθρωπος και τα σύμβολα του
[2] …Then, there is
another thing: we must have a wall in the great
chamber; for Pyramus and Thisby says the story, did
talk through the chink of a wall .… Some man or other must present Wall: and let him
have some plaster, or some loam, or some rough-cast
about him, to signify wall; and let him hold his
fingers thus, and through that cranny shall Pyramus
and Thisby whisper. William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT III- SCENE I.
another thing: we must have a wall in the great
chamber; for Pyramus and Thisby says the story, did
talk through the chink of a wall .… Some man or other must present Wall: and let him
have some plaster, or some loam, or some rough-cast
about him, to signify wall; and let him hold his
fingers thus, and through that cranny shall Pyramus
and Thisby whisper. William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT III- SCENE I.
…This man, with lime and rough-cast, doth present
Wall, that vile Wall which did these lovers sunder;
And through Wall’s chink, poor souls, they are content
To whisper…This loam, this rough-cast and this stone doth show
That I am that same wall; the truth is so:
And this the cranny is, right and sinister,
Through which the fearful lovers are to whisper. William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT V- SCENE I.
Wall, that vile Wall which did these lovers sunder;
And through Wall’s chink, poor souls, they are content
To whisper…This loam, this rough-cast and this stone doth show
That I am that same wall; the truth is so:
And this the cranny is, right and sinister,
Through which the fearful lovers are to whisper. William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT V- SCENE I.
Αυτός εδώ που με ασβέστη και λάσπη είναι πασαλειμμένος
είναι ο Τοίχος, που τους δύο εραστές χωρίζει, ο καταραμένος.
Από μια τρύπα τόση δα του Τοίχου οι δύο καημένοι ,
αν κάτι ψιθυρίσουνε ,θα είναι κι ευχαριστημένοι.
Ουίλλιαμ Σαιξπηρ, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας εκδ. ΚΕΔΡΟΣ μετάφραση Ερρίκος Μπελιές σελ.94
Σανίδας : To άλλο τώρα: πρέπει να βρούμε αίθουσαν για την αναπαράσταση ,που να έχει τοίχο ανάμεσά της, εκτός από τους τοίχους που θα έχει γύρω της .Γιατί ο Πύραμος και η Θίσβη ,όπως επιμένει ο μύθος της ιστορίας μας, μιλάνε μέσα από μια χαραμάδα τοίχου .
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας εκδ. ΚΕΔΡΟΣ μετάφραση Ερρίκος Μπελιές σελ. 46
[3] QUINCE
You can play no part but Pyramus; for Pyramus is a
sweet-faced man; a proper man, as one shall see in a
summer’s day; a most lovely gentleman-like man:
therefore you must needs play Pyramus.
sweet-faced man; a proper man, as one shall see in a
summer’s day; a most lovely gentleman-like man:
therefore you must needs play Pyramus.
BOTTOM
Well, I will undertake it. What beard were I best
to play it in?
to play it in?
QUINCE
Why, what you will.
BOTTOM
I will discharge it in either your straw-colour
beard, your orange-tawny beard, your purple-in-grain
beard, or your French-crown-colour beard, your
perfect yellow. William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT I- SCENE II.
beard, your orange-tawny beard, your purple-in-grain
beard, or your French-crown-colour beard, your
perfect yellow. William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT I- SCENE II.
Σανίδας :Μόνο τον Πύραμο θα παίξεις ! Τέρμα !Γιατί ο Πύραμος είναι γλυκούλης,ομορφούλης, να τον δείς καλοκαίρι είναι ο καλύτερος ο αγαπητότερος , ο ευγενικότερος , άρα , εσύ είσαι ο σωστότερος για Πύραμος .
Σαίτας : Μ’ έπεισες. ,τον καταλαμβάνω το ρόλο . Και με τι γενειάδα θα παίξω ;
Σανίδας : Παίξε εσύ , και τα βρίσκουμε .
Σαίτας : Θα παίξω με γενειάδα χρώματος αχυρένιου, το χρώμα που σου πάει , η με πορτοκαλί που σου ταιριάζει, μπορεί και με βυσσινί που δεν σου είναι και παράτερο , άντε ,να μη πω και χρυσαφί σαν τα γαλλικά νομίσματα , δηλαδή υποκατάστατο του υποκίτρινου .
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ,Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας εκδ. ΚΕΔΡΟΣ
μετάφραση Ερρίκος Μπελιες, σελ 24
[4] W. SHAKESPEARE Makbeth Act 5, Scene 5
Messenger As I did stand my watch upon the hill,
I look’d toward Birnam, and anon, methought,
The wood began to move.
I look’d toward Birnam, and anon, methought,
The wood began to move.
[5] Yet mark’d I where the bolt of Cupid fell:
It fell upon a little western flower,
Before milk-white, now purple with love’s wound,
And maidens call it love-in-idleness.
Fetch me that flower; the herb I shew’d thee once:
The juice of it on sleeping eye-lids laid
Will make or man or woman madly dote Upon the next live creature that it sees.
It fell upon a little western flower,
Before milk-white, now purple with love’s wound,
And maidens call it love-in-idleness.
Fetch me that flower; the herb I shew’d thee once:
The juice of it on sleeping eye-lids laid
Will make or man or woman madly dote Upon the next live creature that it sees.
William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT II- SCENE I.
Όμπερον………Βέβαια , εγώ είδα που έπεσε το βέλος του Έρωτα: έπεσε εκεί κατά τη δύση ,σ’ ένα ανθάκι κάτασπρο , που τώρα είναι πορφυρό από το λάβωμα του έρωτα και τα κορίτσια τ’ ονομάζουν «Μάταιο έρωτα» ,
Εκείνο το λουλούδι θέλω να μου φέρεις: σου το΄χω δείξει κάποτε.
Μια σταγόνα απ’ το χυμό του αν πέσει σε κοιμισμένα βλέφαρα ,
κάνει τον άντρα η τη γυναίκα να ερωτευθεί τρελά
το πρώτο πλάσμα που θα δει άμα ξυπνήσει .
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας εκδ. ΚΕΔΡΟΣ , .μετάφραση Ερρίκος Μπελιές σελ. 31
[6] FLUTE
Nay, faith, let me not play a woman; I have a beard coming.
QUINCE
That’s all one: you shall play it in a mask, and
you may speak as small as you will. William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT II- SCENE I
you may speak as small as you will. William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT II- SCENE I
Φυσούνης Αποκλείεται ! Γυναίκα εγώ! Με τέτοιο γένι !Θα ‘μαι φρικαλέος.
Σανίδας : Δεν έχει καμία σημασία . Θα παίξεις το ρόλο με μάσκα , και θα κάνεις τη φωνή σου ψιλή , πολύ ψιλή.
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ ,Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ μετάφραση Ερρίκος Μπελιές σελ 22
.
[7] …Το μήλο είναι ο σαρκικός καρπός/ είναι ο καρπός σφίγγα της αμαρτίας,/ σταγόνα των αιώνων που διατηρεί/ την επαφή με το Σατανά… ΑΝΑΤΟΛΙΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Μτφση: Ρήγας Καππάτος
[8]Το μαχαίρι είναι εκείνο που σκοτώνει αλλά σαν σύμβολο είναι και ο φαλλός όπως και το ψάρι.
Η σελήνη είναι από τα προσφιλή σύμβολα για ορισμένες απόψεις του ασυνείδητου, η φύση της σελήνης συμμετέχει στην μεταβλητότητα που είναι χαρακτηριστικό της θνητότητας, πράγμα που αντιστοιχεί στο θάνατο. Η σελήνη και ο θάνατος δείχνουν με αποκαλυπτικό τρόπο τη συνάφεια τους. Ο θάνατος ήρθε στο κόσμο με το προπατορικό αμάρτημα, και η γοητεία της γυναίκας (σελήνης) και η ιδιότητα της μεταλλαγής οδήγησαν στη φθορά. Οι ορέξεις σαν potentiaes sensuales (αισθησιακές δυνατότητες) αναφέρονται στη σφαίρα επιρροής της σελήνης… Καρλ Γιουγκ: Ο άνθρωπος και τα σύμβολα του
[9] O calm, dishonourable, vile submission!
Alla stoccata carries it away.Draws Tybalt, you rat-catcher, will you walk?
Alla stoccata carries it away.Draws Tybalt, you rat-catcher, will you walk?
William Shakespeare: Romeo and Juliet ACT III- SCENE I.
Μερκ…..Ω, άψυχη ,ανέντιμη , πρόστυχη υποταγή.
Έξω τα σπαθιά ,κι’ όποιος κερδίσει !
( Bγάζει το ξίφος του )
Τυβάλτε , πονηρέ γάτε ,έλα ,σε προκαλώ.
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ Ρωμαίος και Ιουλιέτα εκδ ΚΕΔΡΟΣ
μετάφραση Ερρίκος Μπελιές σελ.82
[10] I must hear from thee every day in the hour,
For in a minute there are many days:
O, by this count I shall be much in years
Ere I again behold my Romeo! William Shakespeare: Romeo and Juliet ACT III- SCENE V
For in a minute there are many days:
O, by this count I shall be much in years
Ere I again behold my Romeo! William Shakespeare: Romeo and Juliet ACT III- SCENE V
Ιουλ.: Θέλω να έχω νέα σου όλες τις μέρες κάθε ώρας: γιατί κάθε λεπτό έχει μέσα του πολλές ημέρες.Ω, άμα μετράω έτσι, θα ‘χω πολύ γεράσει ωσότου δω και πάλι τον Ρωμαίο μου.
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ : Ρωμαίος και Ιουλιέτα έκδ. ΚΕΔΡΟΣ μετάφραση Ερρίκος Μπελιές ,σελ.107
[11] …if love be blind,
It best agrees with night. William Shakespeare: Romeo and Juliet ACT III- SCENE II.
It best agrees with night. William Shakespeare: Romeo and Juliet ACT III- SCENE II.
Ιουλ…. ο έρωτας, τυφλός καθώς τον λένε, προτιμάει το σκοτάδι .
. Ουίλλιαμ Σαίξπηρ : Ρωμαίος και Ι ουλιέτα εκδ. ΚΕΔΡΟΣ μετάφραση Ερρίκος Μπελιές , σελ. 89
[12] Gallop apace, you fiery-footed steeds,
Towards Phoebus’ lodging: such a wagoner
As Phaethon would whip you to the west,
And bring in cloudy night immediately. William Shakespeare: Romeo and Juliet ACT III- SCENE II
Towards Phoebus’ lodging: such a wagoner
As Phaethon would whip you to the west,
And bring in cloudy night immediately. William Shakespeare: Romeo and Juliet ACT III- SCENE II
Ιουλ…… Καλπάστε με τα φλογισμένα πόδια σας ,ω άλογα του Φοίβου,και φτάστε ως το κατάλημά του. Ηνίοχος σας έπρεπε να ‘ναι τώρα ο γιός του ο Φαέθων, να σας μαστ;ίγωνε , γοργά να φτάσετε στη δύση και να φέρετε στη γη την καταχνιά της νύχτας.
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ :Ρωμαίος και Ιουλιέτα εκδ. ΚΕΔΡΟΣ μετάφραση Ερρίκος Μπελιες, σελ.89..
[13] Χορεύτρια στη Κούβα
[15] JULIET
Wilt thou be gone? it is not yet near day:
It was the nightingale, and not the lark,
That pierced the fearful hollow of thine ear;
Nightly she sings on yon pomegranate-tree:
Believe me, love, it was the nightingale.
It was the nightingale, and not the lark,
That pierced the fearful hollow of thine ear;
Nightly she sings on yon pomegranate-tree:
Believe me, love, it was the nightingale.
ROMEO
It was the lark, the herald of the morn,
No nightingale: look, love, what envious streaks
Do lace the severing clouds in yonder east:
Night’s candles are burnt out, and jocund day
Stands tiptoe on the misty mountain tops.
I must be gone and live, or stay and die. William Shakespeare: Romeo and Juliet ACT III- SCENE V.
No nightingale: look, love, what envious streaks
Do lace the severing clouds in yonder east:
Night’s candles are burnt out, and jocund day
Stands tiptoe on the misty mountain tops.
I must be gone and live, or stay and die. William Shakespeare: Romeo and Juliet ACT III- SCENE V.
Ιουλ….….Θα φύγεις ;Δεν ξημέρωσε ακόμα.Αυτό που άκουσε τ’ανήσυχο αυτί σου ήταν αηδόνι, όχι κορυδαλλός : : όλη τη νύχτα κάθεται σ’εκείνη τη ροδιά και τραγουδάει . Πίστεψέ με , αγάπη μου , ήταν αηδόνι.
Ρωμ…..Κορυδαλλός ήταν , ο προπομπός της μέρας,κι όχι αηδόνι.
Κοίταξε , αγάπη μου , τις ζηλόφθονες δαντέλες που κοσμούν τα σύννεφα εκεί πέρα στην ανατολή. .Οι λίχνοι της νύχτας σβήσανε πιά και η χαρούμενη αυγή ακροποδίζει στην καταχνιά κάθε βουνοκορφής.Πρέπει να φύγω για να ζήσω – αν μείνω , θα πεθάνω .
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ : Ρωμαίος και Ιουλιέτα εκδ. ΚΕΔΡΟΣ μετάφραση Ερρίκος Μπελιές ,σελ. 105
[16] I grant you, friends, if that you should fright the
ladies out of their wits, they would have no more
discretion but to hang us: but I will aggravate my
voice so that I will roar you as gently as any
sucking dove; I will roar you an ’twere any nightingale. William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT I- SCENE II.
ladies out of their wits, they would have no more
discretion but to hang us: but I will aggravate my
voice so that I will roar you as gently as any
sucking dove; I will roar you an ’twere any nightingale. William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT I- SCENE II.
Σαίτας : Παρακαλώ, φίλοι ,απαιτώ παρέμβαση :αν τρομαχτούν οι κυρίες ,και χαθούν τα λογικά τους ,η λογική τους θα τις βάλει να δώσουνε διαταγή να μας κρεμάσουν . Αλλά , εγώ θα υποβαθμίσω τόσο τη φωνή μου , που να μοιάζω με περιστεράκι ,που περιμένει περιποίηση βυζάγματος: θα βρυχηθώ σαν βρέφος αηδονιού .
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας εκδ. ΚΕΔΡΟΣ , μετάφραση Ερρίκος Μπελιές, σελ.23
[17](Α) ΝΟΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ
Λευιτικόν 18: 22 «και μετά άρσενος ου κοιμηθήση κοίτην γυναικείαν, βδέλυγμα γαρ εστι.»,
2. 18: 29 «ότι πας, ος εάν ποιήση από πάντων των βδελυγμάτων τούτων, εξολοθρευθήσονται αι ψυχαί αι ποιούσαι εκ του λαού αυτών.»,
3. 20: 13 «και ος αν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι· θανάτω θανατούσθωσαν, ένοχοί εισίν.».
4. Δευτερονόμιον 23: 18-19 «Ουκ έσται πόρνη από θυγατέρων Ισραήλ, και ουκ έσται πορνεύων από υιών Ισραήλ· ουκ έσται τελεσφόρος από θυγατέρων Ισραήλ, και ουκ έσται τελεισκόμενος από υιών Ισραήλ. ου προσοίσεις μίσθωμα πόρνης ουδέ άλλαγμα κυνός (σκύλου = ομοφυλοφίλου!) εις τον οίκον Κυρίου του Θεού σου προς πάσαν ευχήν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σου εστί και αμφότερα.».
2. 18: 29 «ότι πας, ος εάν ποιήση από πάντων των βδελυγμάτων τούτων, εξολοθρευθήσονται αι ψυχαί αι ποιούσαι εκ του λαού αυτών.»,
3. 20: 13 «και ος αν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι· θανάτω θανατούσθωσαν, ένοχοί εισίν.».
4. Δευτερονόμιον 23: 18-19 «Ουκ έσται πόρνη από θυγατέρων Ισραήλ, και ουκ έσται πορνεύων από υιών Ισραήλ· ουκ έσται τελεσφόρος από θυγατέρων Ισραήλ, και ουκ έσται τελεισκόμενος από υιών Ισραήλ. ου προσοίσεις μίσθωμα πόρνης ουδέ άλλαγμα κυνός (σκύλου = ομοφυλοφίλου!) εις τον οίκον Κυρίου του Θεού σου προς πάσαν ευχήν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σου εστί και αμφότερα.».
(Β) ΝΟΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΦΥΛΕΝΔΕΣΙΑΣ Η΄ ΠΑΡΕΝΔΕΣIΑΣ
5. Δευτερονόμιον 22: 5 «Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί, ουδέ μη ενδύσηται ανήρ στολήν γυναικείαν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σου εστί πας ποιών ταύτα.».
5. Δευτερονόμιον 22: 5 «Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί, ουδέ μη ενδύσηται ανήρ στολήν γυναικείαν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σου εστί πας ποιών ταύτα.».
(Γ) ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
6. Προς Ρωμαίους 1: 18-27
Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων, διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς· ο γαρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε. τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αϊδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτούς αναπολογήτους, διότι γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευχαρίστησαν, αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών. Διο και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς, οίτινες μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας· αμήν. Δια τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας. αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, ομοίως δε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες.
7. Α΄ Προς Κορινθίους 6: 9-11
ή ουκ οίδατε ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι; μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι. και ταύτά τινες ήτε· αλλά απελούσασθε, αλλά ηγιάσθητε, αλλά εδικαιώθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών.
8. Α΄ Προς Τιμόθεον 1: 8-11
Οίδαμεν δε ότι καλός ο νόμος, εάν τις αυτώ νομίμως χρήται, ειδώς τούτο, ότι δικαίω νόμος ου κείται, ανόμοις δε και ανυποτάκτοις, ασεβέσι και αμαρτωλοίς, ανοσίοις και βεβήλοις, πατρολώαις και μητρολώαις, ανδροφόνοις, πόρνοις, αρσενοκοίταις, ανδραποδισταίς, ψεύσταις, επιόρκοις, και ει τι έτερον τη υγιαινούση διδασκαλία αντίκειται, κατά το ευαγγέλιον της δόξης του μακαρίου Θεού, ό επιστεύθην εγώ.
9. Αποκάλυψις 22: 14-15
Μακάριοι οι ποιούντες τας εντολάς αυτού, ίνα έσται η εξουσία αυτών επί το ξύλον της ζωής, και τοις πυλώσιν εισέλθωσιν εις την πόλιν. έξω οι κύνες και οι φαρμακοί και οι πόρνοι και οι φονείς και οι ειδωλολάτραι και πας ο φιλών και ποιών ψεύδος.
6. Προς Ρωμαίους 1: 18-27
Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων, διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς· ο γαρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε. τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αϊδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτούς αναπολογήτους, διότι γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευχαρίστησαν, αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών. Διο και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς, οίτινες μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας· αμήν. Δια τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας. αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, ομοίως δε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες.
7. Α΄ Προς Κορινθίους 6: 9-11
ή ουκ οίδατε ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι; μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι. και ταύτά τινες ήτε· αλλά απελούσασθε, αλλά ηγιάσθητε, αλλά εδικαιώθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών.
8. Α΄ Προς Τιμόθεον 1: 8-11
Οίδαμεν δε ότι καλός ο νόμος, εάν τις αυτώ νομίμως χρήται, ειδώς τούτο, ότι δικαίω νόμος ου κείται, ανόμοις δε και ανυποτάκτοις, ασεβέσι και αμαρτωλοίς, ανοσίοις και βεβήλοις, πατρολώαις και μητρολώαις, ανδροφόνοις, πόρνοις, αρσενοκοίταις, ανδραποδισταίς, ψεύσταις, επιόρκοις, και ει τι έτερον τη υγιαινούση διδασκαλία αντίκειται, κατά το ευαγγέλιον της δόξης του μακαρίου Θεού, ό επιστεύθην εγώ.
9. Αποκάλυψις 22: 14-15
Μακάριοι οι ποιούντες τας εντολάς αυτού, ίνα έσται η εξουσία αυτών επί το ξύλον της ζωής, και τοις πυλώσιν εισέλθωσιν εις την πόλιν. έξω οι κύνες και οι φαρμακοί και οι πόρνοι και οι φονείς και οι ειδωλολάτραι και πας ο φιλών και ποιών ψεύδος.
[18] These happy masks that kiss fair ladies’ brows
Being black put us in mind they hide the fair;
He that is strucken blind cannot forget
The precious treasure of his eyesight lost: William Shakespeare: Romeo and Juliet ACT I- SCENE I.
Being black put us in mind they hide the fair;
He that is strucken blind cannot forget
The precious treasure of his eyesight lost: William Shakespeare: Romeo and Juliet ACT I- SCENE I.
Ρωμ……Οι καλύτερες μάσκες που θωπεύουν
τα μέτωπα των ωραίων γυναικών είναι μαύρες
για να φανταζόμαστε ομορφότερο το πρόσωπο που κρύβουν .
Όποιος έχασε το φως του δεν μπορεί να ξεχάσει
τον θησαυρό που στερηθήκανε τα μάτια του
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ : Ρωμαίος και Ιουλιέτα εκδ. ΚΕΔΡΟΣ
μετάφραση Ερρίκος Μπελιές,σελ.22
[19] Dian’s bud o’er Cupid’s flower
Hath such force and blessed power.
William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT IV- SCENE I.
Hath such force and blessed power.
William Shakespeare: A Midsummer Night’s Dream ACT IV- SCENE I.
Όμπερον :…..Το μπουμπουκάκι που η Αρτεμη έχει ευλογήσει ,
μπορεί του Έρωτα το άνθος να νικήσει……
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ , Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ ,μετάφραση Ερρίκος Μπελιές,σελ. 78
[20] …. οιη περ φύλλων γενεή τοίη δε και ανδρών… Ομήρου Ιλιάδα Β146
…της τ΄ αιέν εν φύλλοισι θαλλούσης βίον ξανθής ελαίας …Αισχύλος Πέρσες 616
[21]…for your play needs no
excuse. Never excuse; for when the players are all
dead, there needs none to be blamed. William Shakespeare : A Midsummer Night’s Dream ACT V- SCENE I.
excuse. Never excuse; for when the players are all
dead, there needs none to be blamed. William Shakespeare : A Midsummer Night’s Dream ACT V- SCENE I.
Θησέας :…..Τι έργο σας δεν χρειάζεται εξηγήσεις : πάει , πέθανε ,κι’ αυτό μας φτάνει…….. Ουίλλιαμ Σαίξπηρ ,Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας
εκδ. ΚΕΔΡΟΣ , μετάφραση Ερρίκος Μπελιές ,σελ.105
[22] Η θάλασσα είναι το σύμβολο του πολλαπλασιασμού της γενεάς. Αδιαχώριστη απ’ το αλάτι και τη θάλασσα είναι η ιδιότητα της amaritudo της πίκρας . Το αλάτι που βγαίνει απ΄ τα ορυκτά της θάλασσας είναι από την ίδια του τη φύση πικρό, αλλά η πίκρα του οφείλεται στο ότι δεν είναι αγνό. Οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν την θάλασσα ως κάτι μιαρό και ανάξιο εμπιστοσύνης Καρλ Γιουγκ: Ο άνθρωπος και τα σύμβολα του
Η πικρή θάλασσα του Λόρκα είναι γεμάτη ‘πρασινωπά χταπόδια’- Η θάλασσα είναι /ο Εωσφόρος του γαλάζιου./ Ο πεπτωκώς ουρανός/ που θελε να ΄ναι φως … Οι λύπες σου είναι ωραίες / θάλασσα με τους ένδοξους σπασμούς./ Όμως σήμερα αντί γι’ αστέρια/ έχεις πρασινωπά χταπόδια-
https://sarantakos.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου