Στέλλα Τιμωνίδου, Η αγορά του Ντόρντρεχτ

Η αγορά του Ντόρντρεχτ
[Ενότητα I]
Ο τυρέμπορος με την ιατρική του μπλούζα
στοιβάζει φρέσκα, μαλακά και ώριμα πολύ,
παλιά και με όλη τους τη γεύση τα τυριά
σε χοντρές στρογγυλές μπάλες – τον άρτο
της σημερινής Ολλανδίας.
Στο ιχθυοπωλείο δύο άντρες
στέκονται μασουλώντας ωμή ρέγγα.
Ο πάγκος γεμάτος ορθάνοιχτα μάτια
και ακίνητα σώματα που περιμένουν
άδεια στομάχια και υπονόμους
να ολοκληρώσουν τον κύκλο.
«Είκοσι πορτοκάλια για τρία ευρώ»
φωνάζει η μανάβισσα
μες σε πατάτες και elstar.*
Δεν έχει μήλα braeburn και
οι πιπεριές είναι πολύ σκληρές,
ο ήλιος ακόμα γυαλίζει στα σταφύλια,
αλλά σίγουρα όχι στις ντομάτες,
κι αυτό σημαίνει λιγότερο κουβάλημα.
Πιο κάτω λουλούδια,
τακτοποιημένα σε κουβάδες και μπουκέτα,
που μετά την ανθρώπινη παρέμβαση
έχασαν το άρωμά τους
αλλά ακόμη δείχνουν πανέμορφα.
Παραδίπλα ο άνθρωπος που πουλάει βότανα
προσπαθεί να βελτιώσει τη γεύση μας
με τα δυνατά του αρώματα.
Η αποξηραμένη φύση στον πάγκο του:
μυριστικά για τη μαγειρική τέχνη
και πολλά ηρεμιστικά τσάγια.
Η αγορά ένας μικρόκοσμος
που ξεχειλίζει από ζωή σε κάθε καιρό
μέχρι που μια μέρα σε έναν πάγκο είδα
μόνο λουλούδια και ένα κερί.
* Είδος φρούτου στην Ολλανδία.
Από τη συλλογή ατελείωτες νύχτες (2008) της Στέλλας Τιμωνίδου
https://thepoetsiloved.wordpress.com/