Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Ο δάσκαλος δεν δάσκει

Ο δάσκαλος δεν δάσκει



Posted by sarant στο 19 Απρίλιος, 2018

Δεν δάσκει ο δάσκαλος, βεβαίως. Διδάσκει, γι’ αυτό και ονομάστηκε διδάσκαλος. Στη συνέχεια, στη νεότερη γλώσσα, ο διδάσκαλος έχασε την πρώτη του συλλαβή, κι έγινε δάσκαλος, αν και ο παλαιοτερος τύπος επίσης χρησιμοποιείται, είτε αυτόνομος σε λογιότερο ύφος είτε σε σύνθετα (π.χ. διδασκαλικός).
Το φαινόμενο εξαιτιας του οποίου ο διδάσκαλος έγινε δάσκαλος ονομάζεται «απλολογία». Συμφωνα με τον ορισμό του ΛΝΕΓ, απλολογία είναι η σίγηση ολόκληρης συλλαβής, όταν ακολουθεί στην ίδια λέξη συλλαβή που περιέχει το ίδιο σύμφωνο (με όμοιο ή διαφορετικό φωνήεν), γεννώντας λόγω τής επανάληψης αίσθημα κακοφωνίας, π.χ. τετράπεζα > τράπεζα, διδάσκαλος > δάσκαλος, αμφιφορεύς > αμφορέας.
Κατά το ΛΚΝ, η απλολογία είναι: γραμματικό φαινόμενο που παρατηρείται σε μια λέξη όταν αποβάλλει τη μία από τις δύο συνεχόμενες συλλαβές της που έχουν τα ίδια ή συγγενικά σύμφωνα, π.χ. αποφοιτητήριον > αποφοιτήριο.
Παρεμφερείς ορισμοί, κάπως πιο σφιχτός ο δεύτερος, με διάσημα παραδειγματα απλολογίας.
Η ίδια η λέξη «απλολογία» δεν υπήρχε στα αρχαία, είναι ελληνογενής σχηματισμός που τον πήραμε από τα γαλλικά (haplologie).
Χαριτολογώντας θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ίδια η λέξη «απλολογία» είναι άρνηση του εαυτού της, αφού περιλαμβάνει δυο συνεχόμενες ολόιδιες συλλαβές /λο/ χωρίς να σιγηθεί η μία από αυτες. Είχα διαβάσει παλιότερα (στα αστεία) ότι οι συνεπείς επιστήμονες πρέπει να τη λένε haplogy.
Αυτό βέβαια το είπαν στα αστεία -δεν υπάρχει κανένας φετφάς, κανένας νόμος απαράβατος που να λέει ότι κάθε φορά που έχουμε παρόμοιες συνεχόμενες συλλαβές η μία πρέπει να αποβάλλεται. Αντίθετα, η απλοποίηση αυτή συμβαίνει σχετικά σπάνια -ή, τέλος πάντων, σχετικά σπάνια γίνεται αποδεκτή και καθιερωνεται.
Απλολογίες συμβαίνουν φυσικά και σε αλλες γλώσσες. Στα αγγλικά το probably προέκυψε με απλολογία από το probable+ -ly ή στα γαλλικά το tragicomique αντί του tragico-comique.
Όπως είχα γράψει παλιότερα, ο διδάσκαλος έγινε δάσκαλος με απλολογία στα μεσαιωνικά χρονια, όπως και το βιβάζω έγινε βάζω ή όπως, στις μέρες μας, τον περιβαλλοντολόγο πολλοί τον λένε περιβαντολόγο ή αθλίατρο τον αθλητίατρο, με τη διαφορά ότι τις πρώτες μεταβολές επειδή δεν τις είδαμε όταν συνέβαιναν τις αποδεχτήκαμε σαν αυτονόητες, ενώ οι δεύτερες, που τις βλέπουμε να συμβαίνουν τώρα, προκαλούν ενόχληση σε πολλούς.
Ενοχλεί η απλολογία, παρόλο που ο απλοποιημένος τύπος είναι πάντοτε πιο ευκολοπρόφερτος, διότι θολώνει την ετυμολογική διαφάνεια της λέξης. Η συνήθης αντίρρηση στον τύπο «περιβαντολόγος» είναι: – Τι δηλαδή, μελετάει το περιβάντο; Ε, όσο δάσκει ο δάσκαλος.
Όμως στο άρθρο αυτό ούτε θα παινέψουμε τις απλολογίες ούτε θα τις εξοβελίσουμε στο πυρ το εξώτερο. Σκέφτηκα απλώς να καταγράψω τις περιπτώσεις απλολογίας της νέας ελληνικής, αντλώντας υλικό από το ΛΚΝ και το ΛΝΕΓ και από ενα παλιότερο νήμα της Λεξιλογίας. Θα χωρίσω τα λήμματά μου σε δυο κατηγορίες: 1. Απλολογίες αποδεκτές, που έχουν καθιερωθει και θεωρούνται απολύτως κανονικοί τύποι, σαν τον αμφορέα και τον δάσκαλο, και 2. Απλολογίες μη καθιερωμένες, σαν τον περιβαντολόγο, που δεν χρησιμοποιούνται απο την πλειοψηφία (σικ, ρε) των ομιλητών, που ενοχλούν και θεωρούνται λάθη, που δεν καταγράφονται σε λεξικά (ή καταγράφονται με την ένδειξη «εσφαλμ.»). Κάποιες από τις απλολογίες της δευτερης κατηγορίας μπορεί να καθιερωθούν στο μέλλον, κάποιες μπορεί να παψουν εντελώς να ακούγονται κι άλλες να μείνουν εσαεί ως τύποι μειωμένου κύρους.  Να το θυμηθούμε σε είκοσι χρόνια να βάλουμε ενα άρθρο επακολούθησης για να δούμε τι απέγινε.
Πολλές απλολογίες εμφανίζονται σε σύνθετες ή παράγωγες λέξεις όταν μια συλλαβή της πρώτης λέξης είναι όμοια με μια συλλαβή της δεύτερης ή του επιθήματος, ας πούμε αποφοιτώ + τήριο –> αποφοιτητήριο -> αποφοιτήριο. Άλλες φορές, η απλοποίηση γίνεται στο εσωτερικό μίας λέξης, όμως και παλι ο λόγος που την προκάλεσε μπορεί να είναι η σύνθεση, που αύξησε το μήκος της λέξης. Ας πούμε, στην μη καθιερωμένη απλολογία «λουκανόπιτα» (αντί «λουκανικόπιτα») η απλοποίηση συμβαίνει στο εσωτερικό του πρώτου συνθετικού (λουκάνικο).
Τους συμφυρμούς του τύπου «ευελφάλεια» δεν τους υπολογίζω.
Α. ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΕΣ ΑΠΛΟΛΟΓΙΕΣ
  • αδεξιμιός: λαϊκός τύπος του αναδεξιμιός (ο βαφτιστικός). Τη θεωρώ καθιερωμένη αφού τη λέξη τη λημματογραφεί το ΛΚΝ
  • αθλίατρος: από το αθλητίατρος. Πολλοί θα τη θεωρήσουν «μη καθιερωμένη» και πράγματι συχνά θα δούμε τον αθλίατρο πλάι στον περιβαντολόγο σε διάφορα λαθολόγια, αλλά αφού τη λέξη την έχει το ΛΚΝ θα τη θεωρήσω καθιερωμένη.
  • αλισφακιά, η φασκομηλιά. Από το αρχαίο ελελίσφακος με απλολογία: ελίσφακος – ελισφακιά – αλισφακιά.
  • αμφορέας. Πασίγνωστη αρχαία απλολ. από αμφιφορεύς.
  • αναρτήρας. Απο αναρτητήρας με απλολ [titi-ti]
  • ανεβάζω. Από το αρχ. αναβιβάζω με απλολ. στο ελληνιστικό αναβάζω.
  • αποφοιτήριο. Αντί για «αποφοιτητήριο».
  • αστροπελέκι. Από το αμάρτυρο *αστραποπελέκι (< αστραπή + πελέκι)
  • βάζω. Μεσαιωνικός τύπος με απλολ. από το αρχαίο βιβάζω.
  • βγάζω. Από το εκβιβάζω με απλολ. στο εκβάζω και στη συνέχεια: εγβάζω > εβγάζω.
  • Βραχώρι. Παλιά ονομασία του Αγρινίου. Μάλλον από Βλαχοχώρι > Βλαχώρι.
  • γητεύω. Από το γοητεύω, με ενδιάμεσο αμάρτυρο τύπο *γογητεύω και στη συνέχεια με απλολ. ή με επανανάλυση (γω γητεύω).
  • γιουρούσι. Από το τκ. yürüyüş με απλολογία αντί γιουρουγιούσι.
  • γούπατο. Πιθ. από γούβα+πάτος με απλολ.
  • γουρλομάτης. Από το γουρλωνομάτης με απλολογία.
  • δάσκαλος. Από το διδάσκαλος (διδα->δα).
  • δημοπρατήριο. Αντί για δημοπρατητήριο (titi->ti)
  • δρολάπι. Πιθανως από αρχ. υδρολαίλαψ > *υδρολαιλάπιον > *δρολαιλάπιον > δρολάπιν (lela-la)
  • Ελλάνικος. Αρχαίο όνομα με απλολ. από Ελλανόνικος.
  • εμβάζω. Από το εμβιβάζω κατά το γνωστό σχήμα.
  • ενενήντα. Από το ενενήκοντα. Ομοίως όλα τα ανάλογα αριθμητικά.
  • ιδροκοπώ. Από ιδρωτοκοπώ (oto-o)
  • κάνας. Από το κανένας, μέσω της γενικής κανενός -> κανός με απλολ. (neno-no)
  • κατεβάζω. Από καταβιβάζω πρβλ. ανεβάζω.
  • κατσιποδιά, η κακοτυχία. Πιθανώς από κατσικοποδιά, με απλολ. (kopo-po)
  • κουμάρι, το αγγείο. Από μεσν. κουκουμάριον (λατ. cucuma) με απλολ. (kuku-ku)
  • κουτρούλης. Από *κουτροτρούλης με απλολ. [trotru > tru]
  • κούτσικο. Από τκ. küç(ük) + -ούτσικο με απλολ. [kutsuts > kuts] (η τροπή [y > u] ίσως μέσω βαλκανικής διαλ.)
  • κουτσουλιά. Από κουτσιλιά και αυτό πιθ. από κοτο+τσιλιά (πρβλ. τσίρλα) με απλολ. (totsi-tsi)
  • κρεμανταλάς. Από *κρεμομανταλάς με απλολ. [moma > ma] (κρεμώ + μανταλάκι)
  • κωμειδύλλιο. Από κωμωδία-ειδύλλιο (απόδ. του γαλλ. comédie-vaudeville)
  • λαίμαργος. Στα αρχαία, με απλολ από *λαιμό-μαργος.
  • μαγκώνω. Απο *μαγκανώνω (<μάγκανο) με απλολ. (ganon-gon)
  • μαλάγρα. Από μαλαγμα+άγρα.
  • με. Από μετά ταύτα με απλολ. με ταύτα.
  • μετανάστης. Στα αρχαία, με απλολ. από *μεταναστάτης.
  • μπάζω. Από το εμβάζω που το είδαμε πιο πάνω.
  • μπούλης. Από μπεμπούλης με απλολ.
  • νούφαρο. Απο μεσν. νενούφαρο (αραβ. nenufar) με απλολ. (nenu-nu)
  • παραλογή. Ίσως από το παρακαταλογή με απλολ. (rakatalo-ralo)
  • πετραχήλι. Από το περιτραχήλιον με απλολ. (ritra-tra)
  • πυροκροτικός. Από το πυροκροτητικος με απλολ.
  • σαμόλαδο. Παράλληλος τύπος του «σουσαμόλαδο» με απλολ.
  • σοφάρω. Από σοφέρ -άρω με απλολ. [erar > ar]
  • σπικάρω. Από σπίκερ-άρω με απλολ. [erar > ar]
  • σπισιστής. Αντί σπισισιστής. Δεν λεξικογραφείται αλλά είναι καθιερωμένο.
  • συναμεταξύ. Από  συν- αναμεταξύ με απλολ. [sinana > sina]
  • σχεδιάγραμμα. Από σχέδιον + διάγραμμα με απλολ. [δioδia > δia]
  • τεσσάρι. Από τέσσερα+-άρι με απλολ. [erar-ar]
  • τσοκαρία. Από τσόκαρο + -αρία, με απλολ. [arar-ar]
  • φυσιογνωμία. Ήδη από τα αρχαία, απλολ. του φυσιογνωμονία.
  • χασικλής. Από χασίσι + -κλής, με απλολ. [sisi > si]
  • ψαχουλεύω. Πιθ. από ψάχ(ω) -ο- + χαλεύω > *ψαχοχαλεύω > *ψαχαλεύω (απλολ. [xoxa > xa])
Εδώ να πούμε και μερικές καθιερωμένες απλολογίες που τις πήραμε έτοιμες από ξένες γλώσσες, καθώς δανειστήκαμε απλολογημένες λέξεις, όπως:
οικονομετρία, αφροαμερικάνος, πετροδολάρια.
Και περνάμε στην πιο ρευστή κατηγορία, όπου έχω λιγοστά λήμματα και θα χρειαστώ τη βοήθειά σας για να πλουτίσω τη συλλογή. Θέλουμε απλολογικούς τύπους που να ακούγονται μεν αλλά να μην έχουν καθιερωθεί.
Β. ΜΗ ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΕΣ ΑΠΛΟΛΟΓΙΕΣ
  • ακτινεργός -> αντί για ακτινενεργός
  • ανεπίτηρος -> αντί για ανεπιτήρητος
  • ανημέρωτος -> αντί για ανενημέρωτος
  • αποστρατικοποίηση -> αντί για αποστρατιωτικοποίηση
  • βερικοπαραγωγός -> αντί για βερικοκοπαραγωγός
  • λουκανόπιτα -> αντί για λουκανικόπιτα
  • περιβαντολόγος -> αντί για περιβαλλοντολόγος
  • πυριταποθήκη -> αντί για πυριτιδαποθήκη
Μάλλον φτωχα τα πρώτα ευρήματα αλλά ασφαλώς θα υπάρχουν κι αλλα. Ίσως προσθέσετε κάποια στα σχόλια.
https://sarantakos.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το βότανο που καταπολεμά στομαχόπονο, δυσκοιλιότητα και δυσπεψία

  Το βότανο που καταπολεμά στομαχόπονο, δυσκοιλιότητα και δυσπεψία Οι αρχαίοι Έλληνες το αποκαλούσαν η «χαρά του βουνού». Ταυτόχρονα, το χρη...