Πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα
του Μ. Καραγάτση
Οι πιο πολλοί άνθρωποι νομίζουν πως το γράψιµο ενός µυθιστορήματος είναι εύκολη δουλειά. Το µόνο που τους κάνει εντύπωση είναι η ευχέρεια «ευρέσεως» του συγγραφέα, δηλαδή η φαντασία του να πλάσει μίαν υπόθεση: «Πού πάει και τα βρίσκει ο αθεόφοβος; » λένε και θαυµάζουν. Περιττό να σας πω, πως η «εύρεση» είναι σπουδαίο προτέρημα για τον μυθιστοριογράφο, όχι όµως το κυριώτερο, ούτε κι όλας το απαραίτητο. Με το δρόµο που παίρνει, μάλιστα η σηµερινή πεζογραφία, η υπόθεση ενός μυθιστορήµατος είναι δευτερεύουσα λεπτοµέρεια. Αλλού ρίχνει το βάρος του ο συγγραφέας.
Οι πιο πολλοί άνθρωποι, όσοι δηλαδή έχουν διαβάσει λίγα µυθιστορήµατα κι αυτά κατώτερης ποιότητος, έχουν την εντύπωση πως το µυθιστόρηµα είναι ένα παραµύθι. Σ’ ένα και μόνο σηµείο η εντύπωση τους δεν είναι σφαλερή: στο ότι το µυθιστόρηµα ξεκίνησε από το παραµύθι για να εξελιχθεί σιγά – σιγά και να φτάσει εκεί που έφτασε σήμερα: Δηλαδή, στο δυοκολώτερο και αρτιώτερο λογοτεχνικό είδος.
Θα µπορούσα να έκανα µιαν αναδρομική και κριτική ανάλυση της ιστορίας του µυθιστορήµατος, κι έτσι θα βλέπατε και θα καταλαβαίνατε πως το µυθιστόρηµα από την αρχική απλοϊκή και παραµυθένια µορφή του, έφτασε σήµερα στον περίτεχνο και πολύπλοκο δηµιουργικό συνθετισµό του. Γι’ αυτή όµως τη δουλειά δεν αρκούν οι ολίγες σελίδες που µου παραχωρήθησαν και εποµένως, επιτρέψετε µου να χειρισθώ το θέµα µε τρόπο στατικό. Θα πάρω δηλαδή τον μέσο νοητό τύπο του σηµερινού μυθιστοριογράφου, που αποτελεί µια ιδεατή συνισταµένη ανάμεσα στις αναρίθµητες σχολές και τεχνοτροπίες και θα προσπαθήσω να σας δείξω πως εργάζεται για να φτιάσει ένα µυθιστόρημα.
Το πρώτο µέληµα, του µυθιστοριογράφου, είναι να βρει ένα θέµα. Ο όρος «θέµα» είναι πολύ πλατύς και δεν εννοεί ούτε την υπόθεση ούτε το ηθικό συµπέρασµα των περιπετειών του µελλοντικού έργου» γου του. Λέγοντας «θέμα» εννοούµε µια πλατειά και γενικώτατη υποκειµενικήν αλήθεια (µιαν αλήθεια ζωική, ψυχολογική, κοινωνική, βιωτική, βιολογική, φιλοσοφική) στην οποίαν ο μυθιστοριογράφος πιστεύει, και που θέλει να την ζωντανέψει, να την δικαιολογήσει, να την κάνει ακαταμάχητη, κι έτσι να την µεταδώσει στους άλλους ανθρώπους.
Όπως είπαμε, το «θέµα», η υποκειµενική δηλαδή αλήθεια του μυθιστοριογράφου, είναι κάτι απεριόριστο, κι ο συγγραφέας μπορεί να τη βρει οπουδήποτε µες στην απέραντη πραγματικότητα και γνώση της ζωής. Θα σας φέρω µερικά κλασσικά παραδείγµατα: Το Θέµα του «µπάρµπα-Γκοριό» του Μπαλζάκ είναι η αλήθεια της απροσµέτρητης πατρικής αγάπης απέναντι στην αχαριστία των παιδιών. Ο Φλωµπέρ, στην «Κυρία Μποβαρύ», µελετάει την δραµατική ζωή μιας χωριατοπούλας που θέλει να παίξει το ρόλο της κυρίας του κόσµου. Στη «Γη» του, ο Ζολά προσπαθεί ν’ αποδείξει πως μπροστά στον κυρίαρχο δεσµό του χωριάτη µε τη γη της οικογένειάς του, δεν υπάρχει κανένα άλλο αίσθηµα. Ο Τολστόι, στην «Αννα Καρένινα», πιστεύει πως ο έρωτας είναι πολύ σχετική δύναµη απέναντι στον ατράνταχτο κολοσσό των κοινωνικών συµβατισµών.
Είναι πάλι, μυθιστορήµατα, που βασίζονται σε θέματα πλατύτατα και άπιαστα, όπως π.χ. οι «Αδελφοί Καραµάζωφ» του Ντοστογιέφσκυ, ο «Πόλεµος και Ειρήνη» του Τολστόι, η «Αναζήτηση του χαµένου καιρού» του Προυστ, ο «Μύθος των Φορσάιτ» του Γκωλσγουέρθυ. Σ’ αυτά ο συγγραφέας προσπαθεί να δώσει έναν τεράστιο πίνακα, είτε µιας κοινωνίας, είτε µιας εποχής, είτε κι αυτού ολόκληρου του εαυτού του. Αυτά τα έργα, όταν πετύχουν βέβαια, στην εκτέλεση και δεν απομείνουν μονάχα πρόθεση, αποτελούν τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας, και είναι τα έπη του σημερινού ανθρώπου.
Άµα, λοιπόν, ο συγγραφέας εύρει το θέμα, αρχίζει να το προσαρµόζει στη µυθιστορηµατική μορφή, ή, όπως λέµε στην επαγγελµατική µας διάλεκτο, να το «σουλουπώνει». Αυτό το σουλούπωμα είναι απαραίτητο στοιχείο του µυθιστορήματος. Γιατί, αν ο συγγραφέας προσπαθούσε να χειριστεί το θέµα του απ’ ευθείας, με τα όπλα κι επιχειρήματα της κοινής λογικής, τότε θα έγραφε «δοκίµιο», δηλαδή μια ξερή επιστημονική μελέτη κι όχι μυθιστόρηµα.
Εποµένως, «το σουλούπωµα» συνίσταται στην τοποθέτηση του θέµατος µέσα σ’ ένα, έστω και υποτυπώδη, µύθο προσώπων και γεγονότων, που µε την οντότητα τους, τα πρόσωπα, και την εξέλιξή τους τα γεγονότα, θα μιλήσουν στον μέλλοντα αναγνώστη, θα ειπούν την αλήθεια που πιστεύει ο συγγραφέας και θα τον πείσουν.
Η προσαρµογή του θέµατος στη µυθιστορηµατική μορφή είναι ο βασικώτερος όρος του µυθιστορήματος. Δίχως αυτόν, μυθιστόρηµα δε γράφεται. Αλλά μολονότι είναι ο βασικώτερος όρος, δεν είναι και ο κυριώτερος για την επιτυχία του µυθιστορήµατος. Χωρίς άλλο, ο µυθιστοριογράφος που έπιασε ένα γερό θέμα και που κατόρθωσε να του δώσει µια πλήρη και δυνατή µυθιστορηματική µορφή, έχει δυο μεγάλες βάσεις για να προχωρήσει στην εκτέλεση. Και εκείνο που µετράει πολύ, εκείνο που δίνει τη σφραγίδα της αρτιότητας στο µυθιστόρηµα και την αναγνώριση της καθιέρωσης στον συγγραφέα, είναι η εκτέλεση. Το πώς, δηλαδή, θα πεις αυτά που έχεις να πεις.
Το βαθύ δράµα της δηµιουργίας των περισσοτέρων µυθιστοριογράφων βρίσκεται στο ότι δεν δύνανται να ισορροπήσουν τους τρεις παραπάνω μεγάλους παράγοντες του µυθιστορήµατος, δηλαδή α) θέµα, β) προσαρµογή του θέµατος στη µυθιστορηματική µορφή, και γ) εκτέλεση. Για να είναι ένα μυθιστόρημα άρτιο (αδιαφόρως της αξίας του) πρέπει οι τρεις αυτοί παράγοντες να είναι απόλυτα ισορροπημένοι. Για να είναι ένα µυθιστόρημα αριστουργηματικό, οι τρεις παράγοντες πρέπει να είναι στο ίδιο ύψος εµπνεύσεως και τεχνικής.
Όταν ο μυθιστοριογράφος είναι κατώτερης γενικά πνοής, η ανισότης των τριών παραγόντων χάνει το κακό μυθιστόρημα. Όταν όµως ο µυθιστοριογράφος είναι ανώτερης πνοής, τότε η ανισότης κάνει το γερό έργο μα που έχει ελαττώµατα.
Μπορώ να σας διαβεβαιώσω, πως αυτή την περίφημη ισορροπία την πετυχαίνουν ευκολώτερα οι μέτριας εμπνεύσεως µυθιστοριογράφοι, ενώ οι µεγάλοι δημιουργοί δεν την πετυχαίνουν ποτέ. Κι έτσι, υπάρχουν πολλά μυθιστορήµατα, άρτια τεχνικώς και απόλυτα ισορροπηµένα, που δεν λέγουν και σπουδαία πράµατα, ενώ στα αριστουργήµατα της πεζογραφίας, σ’ εκείνα τα έργα που συγκλονίζουν βαθύτατα τον αναγνώστη, υπάρχουν και αφέλειες, και παιδιαριωδείες, και απιθανότητες, και φλυαρίες, και ανοησίες, δηλαδή ένα σωρό ελαττώµατα, που σβύνουν µπροστά στην τεράστια δηµιουργική πνοή του συνόλου. Κι έτσι, για να έρθω ίσως σε αντίφαση µε ό,τι είπα παραπάνω, η εκτέλεση είναι ο μέγιστος παράγων του µυθιστορήματος, όχι όµως σε σηµείο που να εξουδετερώνει τους άλλους δυο, δηλαδή θέµα και προσαρµογή του θέματος στο μυθιστόρηµα.
Και αρχίζει η εκτέλεσις. Όλη η µεγάλη προσπάθεια του µυθιστοριογράφου είναι µήπως τυχόν η εκτέλεση είναι κατώτερη από τη σύλληψη, οπόταν η εύρεση του θέματος πάει χαµένη. Υπάρχουν και αντίθετες περιστάσεις, που αποτελούν, όµως, την εξαίρεση. Ένας δυνατός, παραδείγµατος χάριν, μυθιστοριογράφος που κατέχει απόλυτα την τεχνική του µυθιστορήµατος, βρίσκεται στην πρόσκαιρη αδυναµία να συλλάβει ένα γερό θέμα. Αντί να περιµένει να του έρθει η εύφορη στιγµή της εµπνεύσεως, κάνει το µέγα σφάλµα να γράφει µυθιστόρηµα πάνω σε θέμα φτηνό. Και τότε, παράγει ένα έργο εξαιρετικά καλογραµμένο, µα ρηχό και άδειο, σπουδαιολογώντας πάνω στο τίποτα, κεντώντας περίτεχνα με χρυσάφι πάνω σε λινάτσα τσουβαλιού.
Θλιβερή περίσταση, που συνήθως παρουσιάζεται στη γεροντική παρακµή του καλού μυθιστοριογράφου. Μα εµείς, µιλάµε για τον κανόνα κι όχι για την εξαίρεση.
Ο µυθιστοριογράφος αρχίζοντας την εκτέλεση του έργου του, ταξινοµεί τα στοιχεία που θα του επιτρέψουν την καλλίτερη δηµιουργία. Και πρώτα, καθορίζει το ύφος του. Έχουν γραφτεί πολλές μελέτες για το ύφος της πεζογραφίας. Στην Ελλάδα η έννοια του ύφους έχει παρεξηθεί τραγικά. Πολλοί από τους σοβαρωτέρους κριτικούς μας θαρρούν πως ύφος είναι η καλλιέπεια, το στρωτό γράψιµο, η διαλεγμένη έκφραση, η µπέλλα παρόλα. Χωρίς να θέλουµε ν’ ακριβολογήσουμε σ’ ένα ζήτηµα πολύ συζητούµενο και αμφισβητούµενο, µπορούµε να πούµε πως ύφος είναι ο ιδιαίτερος προσωπικός εκφραστικός τρόπος του συγγραφέα συνδυασμένος µε το θέµα. Κάθε καλός πεζογράφος έχει το ύφος του, που δεν είναι όμως στατικό, µα αλλάζει ανάλογα µε το θέµα. Μπορούµε να πούµε πως πολλές φορές το θέµα κανονίζει το ύφος του συγγραφέα. πάντοτε όµως µέσα στα όρια του προσωπικού του τρόπου εκφράσεως.
Κατόπιν έρχονται τα πρόσωπα. Σ’ ένα πραγµατικό μυθιστόρηµα της μεγάλης κι ορθόδοξης σχολής του ρομάντζου (κι ως την ώρα είναι η µόνη σχολή που έδωσε αξιόλογα έργα) τα πρόσωπα πρωτίστως και τα γεγονότα δευτερευόντως, είναι η βάσις της προσαρµογής του θέµατος στο µυθιστόρηµα. Τα πρόσωπα, τριγυρνώντας μες στα γεγονότα είναι νευρόσπαστα στα χέρια του συγγραφέα που θ’ αποδείξουν την υποκειµενικήν αλήθεια του στον αναγνώστη. Εδώ, όμως, χρειάζεται µεγάλη προσοχή. Τα πρόσωπα αυτά δεν πρέπει να είναι νευρόσπαστα άψυχα και συµβατικά, µα άνθρωποι ζωντανοί, άνθρωποι που να πείθουν απολύτως κάθε αναγνώστη• άνθρωποι σαν κι’ αυτούς που ζουν πάνω στη γης, άνθρωποι σαν τον συγγραφέα και σαν τον αναγνώστη. Με μια λέξη, «άνθρωποι».
Η δηµιουργία ζωντανών ανθρώπων είναι δυσκολώτατη επιχείρηση, κι αποτελεί τη λυδία λίθο της αξίας του µυθιστοριογράφου. Για να προχωρήσης στο πλάσιµο νέων ανθρώπων, σηµαίνει πως πρέπει όχι µόνο να έχεις γνωρίσει τον εαυτό σου, αλλά η κατανόηση του πλησίον σου να έχει φτάσει σε τέτοιο σηµείο, ώστε να δύνασαι να υποκαταστήσεις τον ίδιο τον εαυτό σου μέσα στην ψυχή του. ‘Η καλλίτερα, να µεταφυτέψεις όλη την ψυχική και σωµατική υπόσταση του κοντινού σου µέσα στο είναι σου. Να πάψεις να είσαι «εσύ» και να είσαι «αυτός》, και κάτι παραπάνω: Ν’ αποδώσεις µε την πέννα στο χαρτί το κρυφό δράµα, τα πάθη, τους καϋµούς, τη νοοτροπία. το χαρακτήρα του «άλλου».
Σε κάθε µυθιστόρημα, αυτός ο «άλλος» δεν είναι µόνο ένας, αλλά πολλοί, και όλοι τους βασικά διαφορετικοί, που συγκρούονται, παλεύουν, µοχθούν, καθένας µε την απόλυτη προσωπικότητά του, προς έναν ανώτερο σκοπό. Εποµένως η προσπάθεια του συγγραφέα να δηµιουργήσει όλους αυτούς τους ανθρώπους, να τους τοποθετήσει λογικά, να τους κινήσει προς τον πρωταρχικό βασικό σκοπό (δηλαδή την επαλήθευση του θέµατος), και να τους κινήσει με άνεση, με αλήθεια κι αληθοφάνεια, σαν πραγµατικούς πειστικούς ζωντανούς ανθρώπους, κι όχι συµβολικά ανδρείκελα, είναι τροµακτική. Μαζί με τις διανοητικές του δυνάµεις, ο συγγραφέας σπαταλάει αλόγιστα τις ψυχικές του δυνάµεις, ο συγγραφέας σπαταλάει αλόγιστα τον ψυχικό του κόσµο, µοιράζοντας τον στη δημιουργία των ηρώων του. Σας διαβεβαιώνω πως η κατασκευή µυθιστορήµατος είναι τρομακτικά δύσκολη, κοπιαστική, εκνευριστική, διανοητικά και ψυχικά, εξαντλητική δουλειά. Κι όταν λέµε «μυθιστόρηµα» εννοούµε το πραγµατικό κι άξιο δείγµα του είδους, κι όχι κάτι εγκεφαλικά, κρύα κι άψυχα κατασκευάσµατα που αντί γι’ ανθρώπους έχουν για ήρωας κακοκουρντισµένα ροµπότ.
Η δυσκολία στη δηµιουργία ανθρώπων έχει παραµερίσει πολλούς άξιους πεζογράφους από το µυθιστόρηµα σε άλλα παραπλήσια και δευτερώτερα είδη του πεζού λόγου. Αυτό όµως δεν μειώνει την αξία τους σαν πεζογράφους, µα τους εξουδετερώνει σχεδόν σαν µυθιστοριογράφους. Θα σας παρουσιάσω δύο χτυπητά παραδείγµατα: Πρώτον, ο Ανατόλ Φρανς, που µη µπορώντας να δηµιουργήσει ανθρώπους, έβαλε ήρωας στα βιβλία του τις ιδέες και τις φιλοσοφικές θεωρίες. Και δεύτερον, ο Πιερ Λοτί, που για τον ίδιο λόγο στα οιονεί µυθιστορήµατά του έχει έναν και µόνον ήρωα. τον εαυτό του. Καθένας, όταν µιλάει για τον εαυτό του, κάτι ενδιαφέρον θα βρει να πει. Το δύσκολο είναι να µιλήσεις για λογαριασµό του πλαϊνού σου, του άλλου, όλων των άπειρων ανθρώπων της Οικουµένης.
Αφού ζωντανέψει τους ανθρώπους του, ο µυθιστοριογράφος έχει να προσέξει χίλιες άλλες λεπτοµέρειες. Και πρώτα, πρέπει να φτιάσει την γενικώτερη ψυχικήν ατμόσφαιρα παράλληλα µε τη φυσικήν ατµόσφαιρα, που µέσα της κινούνται και ζουν οι άνθρωποί του. Δύσκολο εγχείρημα, γιατί η φυσική ατµόσφαιρα επηρεάζει την ψυχική, κι η εναλλαγή των τόπων, των εποχών, των καιρικών καταστάσεων, πρέπει να έχει αντίχτυπο στον ψυχικό κόσμο των ηρώων. Άλλα συναισθήματα έχει κανείς σε μιαν καλοκαιριάτικη νησιώτικη ακρογιαλιά κι άλλα σ’ ένα χειµωνιάτικο οµιχλιασµένο βουνό. Όλες αυτές τις µεταβολές και µεταπτώσεις πρέπει να τις προσέξει και να τις αποδώσει τεχνικά ο µυθιστοριογράφος.
Από κει, είναι άλλο σοβαρό ζήτημα: Ο γενικότερος καλλιτεχνικός παλμός του έργου, εκείνο το συγκρατητά συγκινηµένο γράψιµο, που µεταδίνει τη συγκίνηση στον αναγνώστη. Και, ακριβώς σ’ αυτά τα δυο στοιχεία συνίσταται η καλλιτεχνικότητα ενός έργου: Στην ακατανίκητη εντύπωση ζωής που βγαίνει από µέσα του, και στη συνεχή και ποικίλλη συγκίνηση που δίνει στον αναγνώστη. Όταν δεν υπάρχουν τα δυο αυτά γνωρίσµατα, δεν υπάρχει και έργο τέχνης.
Αυτός ο καλλιτεχνικός παλµός πρέπει να προχωρεί αυξανόµενος εις το τέλος, ώστε ο αναγνώστης διαβάζοντας την τελευταία σελίδα να βρίσκεται στο µέγιστο του συγκλονισµού του. Κι ύστερα ο αναγνώστης πρέπει να στοχασθεί. Αυτός είναι ίσως ο µέγιστος σκοπός του συγγραφέα: Να βάλλει σ’ ενέργεια το διανοητικό και ψυχικό στοχασµό του αναγνώστη. Δύσκολο πράγμα, γιατί ο ικανός συγγραφέας δεν πρέπει να επιβάλλει καθαρά τη φιλοσοφία του, µα να την υποβάλλει ανάµεσα απ’ τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Και τούτο. γιατί µέσ’ απ’ το θέμα του µυθιστορήµατος, µέσ’ από την προσαρµογή του θέµατος στη µυθιστορηµατική μορφή, μέσ’ απ’ τα παλαίοντα και ζωντανά πρόσωπα, μέσ’ από τα τόσα γεγονότα προβάλλει σιγαλά, αδιόρατα, µα σταθερά και κυριαρχικά η προσωπικότητα του συγγραφέα, µε το δικό του στοχασµό και τη φιλοσοφία του.
Υπάρχουν κι άλλα πολλά, πάρα πολλά πράματα που πρέπει να προσέξει ο µυθιστοριογράφος. Μα δεν έχουµε καιρό να κάνουµε λόγο γι’ αυτά.
Ήθελα µόνο να σας µιλήσω και να σας πω τι δύσκολο πράµα είναι να γράφει κανείς µυθιστόρηµα. Τι ατέλειωτους κόπους απαιτεί, τι φοβερή σπατάλη διανοητικών και ψυχικών δυνάμεων προκαλεί στον συγγραφέα. Μα και τι ικανοποίηση, όταν υπογράφοντας την τελευταία σελίδα έχει τη συναίσθηση πως εδηµιούργησε ένα έργο τέχνης.
– Ικανοποίηση; Είπα πολύ µεγάλο λόγο.
Ο πραγµατικός δηµιουργός, ο ανήσυχος καλλιτέχνης, δεν είναι ποτέ υποκειµενικά ευχαριστηµένος από τη δημιουργία του. Ρίχνει το έργο του στα τυπογραφικά πιεστήρια, βορά στον αχόρταγο Λεβιάθαν του κοινού, κι αυτός, πάλι σκυμµένος στο γραφείο του, αρχίζει το καινούργιο βιβλίο, µε την πρόθεση, τη βεβαιότητα πώς θα ξεπεράσει το παλιό.
Όσο για το παλιό, αυτό το κρίνουν οι κ.κ. Κριτικοί µε μεγάλη αυστηρότητα. Ξέρουν αυτοί, τι δύσκολο πράμα είναι να γράψει κανείς µυθιστόρημα. Επεχείρησαν κι αυτοί κάποτε να γράφουν και δεν τα κατάφεραν.
Γι’ αυτό κι έγιναν κριτικοί.
Πρώτη δηµοσίευση
Ελληνικόν Ηµερολόγιον «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ», 1943. Β’ τόμος
Διευθυντής Μάριος Βαϊάνος
Ελληνικόν Ηµερολόγιον «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ», 1943. Β’ τόμος
Διευθυντής Μάριος Βαϊάνος
(Η εξωμολόγησις ενός συγγραφέα)
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο Πως γράφεται ένα μυθιστόρημα, μια ειδική έκδοση για την εφημερίδα τα Νέα(Σάββατο 10/3/2018).
https://stylerivegauche.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου