Ο Κρατήρας
Ο κρατήρας (Ερμής ο Τρισμέγιστος, “Ποιμάνδρης”, κεφάλαιο IV)
Τέτοια είναι η ασώματη φύση εκείνου, δηλαδή δεν είναι απτή, ούτε ορατή, ούτε μετρήσιμη, ούτε έχει διαστάσεις, ούτε είναι όμοια με οτιδήποτε άλλο. Γιατί ο Θεός δεν είναι ούτε πυρ, ούτε νερό, ούτε αέρας ούτε πνεύμα, αλλά όλα αυτά έγιναν από εκείνον. Και θα πρέπει έτσι να τον κατανοείς, δηλαδή ότι προϋπήρχε και ότι υπάρχει πάντα, και ότι όλα έγιναν από έναν και μόνο, ο οποίος με τη θέλησή του δημιούργησε τα όντα. Αγαθός καθώς είναι, θέλησε όλα τα πράγματα να γίνουν αγαθά.
Αφού έφτιαξε όλο τον κόσμο, θέλησε να κοσμήσει και τη γη. Ως κόσμημα του θείου σώματος έστειλε κάτω τον Άνθρωπο, ζώο θνητό και εικόνα ενός ζώου αθάνατου. Γιατί ο άνθρωπος είναι θεατής των έργων του Θεού. Και δημιουργήθηκε για να θαυμάζει τον κόσμο και για να γνωρίζει το Δημιουργό.
Ο Κόσμος λοιπόν είναι θείος, αλλά ο άνθρωπος πλεονεκτεί των άλλων ζώων γιατί κατέχει τον λόγο και το νου. Και όσο για τον Λόγο, Τατ (στα ερμητικά κείμενα ο Τατ παρουσιάζεται ως γιος του Ερμή του Τρισμέγιστου), τον διαμοίρασε σε όλους τους ανθρώπους, αλλά δεν έκανε το ίδιο και με το Νου. Όχι γιατί φθονούσε κάποιους, γιατί ο φθόνος δεν ξεκινάει από τον ουρανό, αλλά γεννιέται εδώ κάτω στις ψυχές των ανθρώπων και αυτών που δεν κατέχουν νου.
- Γιατί όμως πατέρα, ο Θεός δεν μοίρασε και το νου σε όλους;
- Γιατί θέλησε, παιδί μου, να υφίσταται ο Νους σαν βραβείο που μπορούν να κερδίσουν οι ψυχές.
- Και που τον έθεσε;
- Αφού γέμισε ένα μεγάλο κρατήρα με αυτόν, τον έστειλε ανάμεσά τους και όρισε έναν κήρυκα και τον διέταξε να διακηρύσσει στις καρδιές των ανθρώπων τα εξής: «Βαπτίσου εσύ που μπορείς σ’ αυτόν τον κρατήρα, γνωρίζοντας γιατί δημιουργήθηκες, και εσύ που πιστεύεις θα αναληφθείς προς εκείνον που απέστειλε τον κρατήρα».
Όσοι λοιπόν έδωσαν προσοχή στο κήρυγμα και βαπτίστηκαν μέσα στο Νου, πήραν μερίδιο από τη γνώση και έγιναν τέλειοι άνθρωποι, δεχόμενοι το Νου. Όμως όσοι δεν έδωσαν σημασία στο κήρυγμα, είναι αυτοί που κατέχουν το Λόγο, αλλά δεν έλαβαν και το Νου.
Αυτοί, μη γνωρίζοντας γιατί δημιουργήθηκαν και από ποιόν, είναι δέσμιοι της οργής και της ακράτειας. Δεν θαυμάζουν όσα είναι αξιοθαύμαστα, ενώ στρέφουν την προσοχή τους στις ηδονές και στις ορέξεις του σώματος, νομίζοντας ότι γι’ αυτά ακριβώς πλάσθηκε ο άνθρωπος.
Όσοι όμως έλαβαν το δώρο του Θεού, αυτοί, Τατ, συγκρινόμενοι με τους άλλους, από θνητοί έγιναν αθάνατοι. Γιατί αγκαλιάζοντας με το νου τους τα πάντα, τα γήινα, τα ουράνια και ό,τι είναι πέρα από τον ουρανό, εξυψώθηκαν τόσο, ώστε είδαν το Αγαθό, και βλέποντάς το, θεώρησαν τη διαμονή εδώ κάτω σαν συμφορά. Έτσι καταφρονώντας όλα τα σωματικά, σπεύδουν προς ένα και μόνο αγαθό.
Αυτή είναι, Τατ, η ενέργεια του Νου, ο πλούτος της επιστήμης των θείων και της κατανόησης του Θεού.
- Και εγώ πατέρα, θα επιθυμούσα να βαπτισθώ.
- Αν, παιδί μου, δεν μισήσεις πρώτα το σώμα, δεν είναι δυνατόν να αγαπήσεις τον εαυτό σου. Όταν αγαπήσεις τον εαυτό σου, θα αποκτήσεις το Νου, και κατέχοντας το Νου, θα μάθεις αυτή την επιστήμη.
- Και πως το εννοείς αυτό πατέρα;
- Είναι αδύνατον παιδί μου, να προσκολληθείς και στα δύο: στα θνητά και τα αθάνατα. Γιατί καθώς υπάρχουν δύο κατηγορίες όντων, τα σωματικά και τα ασώματα, στα αποδίδεται το θνητό και το θείο, η επιλογή του ενός ή του άλλου επαφίεται σε αυτό που επιθυμεί να διαλέξει. Είναι αδύνατον να αποκτήσει και τα δύο. Όταν το ένα εξασθενεί, γίνεται έκδηλη η ενέργεια του άλλου.
Η εκλογή του καλύτερου είναι λαμπρή γι’ αυτόν που επιλέγει , όχι μόνο γιατί σώζει τον άνθρωπο, αλλά και γιατί δείχνει την ευσέβειά του προς το Θεό. Όμως η εκλογή του χειρότερου είναι απώλεια για τον άνθρωπο και παρόμοια μια προσβολή προς το Θεό. Γιατί όπως οι πομπές παρελαύνουν μέσα από το πλήθος και όχι μόνο δεν παράγουν τίποτε, αλλά και παρεμποδίζουν την πορεία των άλλων, έτσι οι άνθρωποι αυτοί, απλώς περνάνε από τον κόσμο, παρασυρόμενοι από πράγματα σωματικά.
Όντας έτσι τα πράγματα, Τατ, όσα είναι από το Θεό μέσα μας, υπήρχαν και θα υπάρχουν, όμως εκείνα που αναμένονται από μας, ας ακολουθούν και ας μην υστερούν, γιατί ο Θεός είναι αναίτιος, ενώ εμείς είμαστε οι μόνοι αίτιοι των κακών, προτιμώντας αυτά από το αγαθό. Βλέπεις, παιδί μου, από πόσα σώματα πρέπει διαδοχικά να περάσουμε, από πόσους χορούς δαιμόνων και διαδρομές άστρων, μέχρι να φτάσουμε στον έναν και μόνο Θεό. Γιατί το αγαθό είναι αδιαπέραστο και απέραντο και ατελεύτητο και καθαυτό άναρχο, αν και σε μας φαίνεται ότι η αρχή του είναι η στιγμή που το γνωρίζουμε.
Η γνώση όμως δεν μπορεί να σημαίνει την αρχή εκείνου που γίνεται γνωστό, απλώς χαρίζει σε μας την αρχή. Ας πιαστούμε λοιπόν από την αρχή και ας προχωρήσουμε με κάθε βιασύνη. Γιατί είναι πολύ δύσκολο, αφήνοντας τα συνήθη και τα παρόντα, να ανακάμπτουμε στα παλαιά και τα αρχαία. Τα φανερά οπωσδήποτε ευχαριστούν, ενώ τα αφανή προκαλούν δυσπιστία. Παρομοίως είναι πιο εντυπωσιακά τα κακά, ενώ το αγαθό παραμένει αόρατο ανάμεσα στα φανερά. Γιατί δεν υπάρχει μορφή και σχήμα σ’ αυτό. Είναι αδύνατον το ασώματο να φανεί στο σώμα, γι’ αυτό ενώ είναι όμοιο με τον εαυτό του, είναι ανόμοιο σε σχέση με τα άλλα.
Ο Θεός υφίσταται σε κάθε πράγμα ως ρίζα και αρχή. Χωρίς αρχή δεν υπάρχει τίποτε. Όσο για την αρχή, αυτή δεν προέρχεται από τίποτε, παρά μόνο από αυτή την ίδια, αν βέβαια πρόκειται για την αρχή των άλλων. Έτσι ο Θεός μοιάζει με τη μονάδα. Γιατί η μονάδα, όντας αρχή και ρίζα όλων των αριθμών, εμπεριέχει κάθε αριθμό και γεννάει όλους τους αριθμούς, ενώ δεν περιέχεται σε κανέναν και δεν γεννιέται από κανέναν άλλον αριθμό.
Καθετί που γεννιέται, είναι ατελές και διαιρετό, αυξάνεται και μειώνεται. Όμως το τέλειο δεν παθαίνει τίποτε από αυτά. Αυτή λοιπόν, Τατ, είναι η εικόνα του Θεού, την οποία σου περιέγραψα όσο μπορούσα καλύτερα. Αν την αντιληφθείς με τα μάτια της καρδιάς, πίστεψέ με παιδί μου, θα βρεις την οδό προς τα πάνω, ή μάλλον η ίδια η εικόνα θα σε οδηγήσει, γιατί έχει κάτι το ιδιαίτερο: εκείνους που έφθασαν στη θεωρία της, τους κατέχει και τους έλκει προς τα πάνω, όπως, καθώς λέγεται, ο μαγνήτης έλκει το σίδηρο.
Τέτοια είναι η ασώματη φύση εκείνου, δηλαδή δεν είναι απτή, ούτε ορατή, ούτε μετρήσιμη, ούτε έχει διαστάσεις, ούτε είναι όμοια με οτιδήποτε άλλο. Γιατί ο Θεός δεν είναι ούτε πυρ, ούτε νερό, ούτε αέρας ούτε πνεύμα, αλλά όλα αυτά έγιναν από εκείνον. Και θα πρέπει έτσι να τον κατανοείς, δηλαδή ότι προϋπήρχε και ότι υπάρχει πάντα, και ότι όλα έγιναν από έναν και μόνο, ο οποίος με τη θέλησή του δημιούργησε τα όντα. Αγαθός καθώς είναι, θέλησε όλα τα πράγματα να γίνουν αγαθά.
Ο Κόσμος λοιπόν είναι θείος, αλλά ο άνθρωπος πλεονεκτεί των άλλων ζώων γιατί κατέχει τον λόγο και το νου. Και όσο για τον Λόγο, Τατ (στα ερμητικά κείμενα ο Τατ παρουσιάζεται ως γιος του Ερμή του Τρισμέγιστου), τον διαμοίρασε σε όλους τους ανθρώπους, αλλά δεν έκανε το ίδιο και με το Νου. Όχι γιατί φθονούσε κάποιους, γιατί ο φθόνος δεν ξεκινάει από τον ουρανό, αλλά γεννιέται εδώ κάτω στις ψυχές των ανθρώπων και αυτών που δεν κατέχουν νου.
- Γιατί όμως πατέρα, ο Θεός δεν μοίρασε και το νου σε όλους;
- Γιατί θέλησε, παιδί μου, να υφίσταται ο Νους σαν βραβείο που μπορούν να κερδίσουν οι ψυχές.
- Και που τον έθεσε;
- Αφού γέμισε ένα μεγάλο κρατήρα με αυτόν, τον έστειλε ανάμεσά τους και όρισε έναν κήρυκα και τον διέταξε να διακηρύσσει στις καρδιές των ανθρώπων τα εξής: «Βαπτίσου εσύ που μπορείς σ’ αυτόν τον κρατήρα, γνωρίζοντας γιατί δημιουργήθηκες, και εσύ που πιστεύεις θα αναληφθείς προς εκείνον που απέστειλε τον κρατήρα».
Όσοι λοιπόν έδωσαν προσοχή στο κήρυγμα και βαπτίστηκαν μέσα στο Νου, πήραν μερίδιο από τη γνώση και έγιναν τέλειοι άνθρωποι, δεχόμενοι το Νου. Όμως όσοι δεν έδωσαν σημασία στο κήρυγμα, είναι αυτοί που κατέχουν το Λόγο, αλλά δεν έλαβαν και το Νου.
Αυτοί, μη γνωρίζοντας γιατί δημιουργήθηκαν και από ποιόν, είναι δέσμιοι της οργής και της ακράτειας. Δεν θαυμάζουν όσα είναι αξιοθαύμαστα, ενώ στρέφουν την προσοχή τους στις ηδονές και στις ορέξεις του σώματος, νομίζοντας ότι γι’ αυτά ακριβώς πλάσθηκε ο άνθρωπος.
Όσοι όμως έλαβαν το δώρο του Θεού, αυτοί, Τατ, συγκρινόμενοι με τους άλλους, από θνητοί έγιναν αθάνατοι. Γιατί αγκαλιάζοντας με το νου τους τα πάντα, τα γήινα, τα ουράνια και ό,τι είναι πέρα από τον ουρανό, εξυψώθηκαν τόσο, ώστε είδαν το Αγαθό, και βλέποντάς το, θεώρησαν τη διαμονή εδώ κάτω σαν συμφορά. Έτσι καταφρονώντας όλα τα σωματικά, σπεύδουν προς ένα και μόνο αγαθό.
Αυτή είναι, Τατ, η ενέργεια του Νου, ο πλούτος της επιστήμης των θείων και της κατανόησης του Θεού.
- Και εγώ πατέρα, θα επιθυμούσα να βαπτισθώ.
- Αν, παιδί μου, δεν μισήσεις πρώτα το σώμα, δεν είναι δυνατόν να αγαπήσεις τον εαυτό σου. Όταν αγαπήσεις τον εαυτό σου, θα αποκτήσεις το Νου, και κατέχοντας το Νου, θα μάθεις αυτή την επιστήμη.
- Και πως το εννοείς αυτό πατέρα;
- Είναι αδύνατον παιδί μου, να προσκολληθείς και στα δύο: στα θνητά και τα αθάνατα. Γιατί καθώς υπάρχουν δύο κατηγορίες όντων, τα σωματικά και τα ασώματα, στα αποδίδεται το θνητό και το θείο, η επιλογή του ενός ή του άλλου επαφίεται σε αυτό που επιθυμεί να διαλέξει. Είναι αδύνατον να αποκτήσει και τα δύο. Όταν το ένα εξασθενεί, γίνεται έκδηλη η ενέργεια του άλλου.
Η εκλογή του καλύτερου είναι λαμπρή γι’ αυτόν που επιλέγει , όχι μόνο γιατί σώζει τον άνθρωπο, αλλά και γιατί δείχνει την ευσέβειά του προς το Θεό. Όμως η εκλογή του χειρότερου είναι απώλεια για τον άνθρωπο και παρόμοια μια προσβολή προς το Θεό. Γιατί όπως οι πομπές παρελαύνουν μέσα από το πλήθος και όχι μόνο δεν παράγουν τίποτε, αλλά και παρεμποδίζουν την πορεία των άλλων, έτσι οι άνθρωποι αυτοί, απλώς περνάνε από τον κόσμο, παρασυρόμενοι από πράγματα σωματικά.
Όντας έτσι τα πράγματα, Τατ, όσα είναι από το Θεό μέσα μας, υπήρχαν και θα υπάρχουν, όμως εκείνα που αναμένονται από μας, ας ακολουθούν και ας μην υστερούν, γιατί ο Θεός είναι αναίτιος, ενώ εμείς είμαστε οι μόνοι αίτιοι των κακών, προτιμώντας αυτά από το αγαθό. Βλέπεις, παιδί μου, από πόσα σώματα πρέπει διαδοχικά να περάσουμε, από πόσους χορούς δαιμόνων και διαδρομές άστρων, μέχρι να φτάσουμε στον έναν και μόνο Θεό. Γιατί το αγαθό είναι αδιαπέραστο και απέραντο και ατελεύτητο και καθαυτό άναρχο, αν και σε μας φαίνεται ότι η αρχή του είναι η στιγμή που το γνωρίζουμε.
Η γνώση όμως δεν μπορεί να σημαίνει την αρχή εκείνου που γίνεται γνωστό, απλώς χαρίζει σε μας την αρχή. Ας πιαστούμε λοιπόν από την αρχή και ας προχωρήσουμε με κάθε βιασύνη. Γιατί είναι πολύ δύσκολο, αφήνοντας τα συνήθη και τα παρόντα, να ανακάμπτουμε στα παλαιά και τα αρχαία. Τα φανερά οπωσδήποτε ευχαριστούν, ενώ τα αφανή προκαλούν δυσπιστία. Παρομοίως είναι πιο εντυπωσιακά τα κακά, ενώ το αγαθό παραμένει αόρατο ανάμεσα στα φανερά. Γιατί δεν υπάρχει μορφή και σχήμα σ’ αυτό. Είναι αδύνατον το ασώματο να φανεί στο σώμα, γι’ αυτό ενώ είναι όμοιο με τον εαυτό του, είναι ανόμοιο σε σχέση με τα άλλα.
Ο Θεός υφίσταται σε κάθε πράγμα ως ρίζα και αρχή. Χωρίς αρχή δεν υπάρχει τίποτε. Όσο για την αρχή, αυτή δεν προέρχεται από τίποτε, παρά μόνο από αυτή την ίδια, αν βέβαια πρόκειται για την αρχή των άλλων. Έτσι ο Θεός μοιάζει με τη μονάδα. Γιατί η μονάδα, όντας αρχή και ρίζα όλων των αριθμών, εμπεριέχει κάθε αριθμό και γεννάει όλους τους αριθμούς, ενώ δεν περιέχεται σε κανέναν και δεν γεννιέται από κανέναν άλλον αριθμό.
Καθετί που γεννιέται, είναι ατελές και διαιρετό, αυξάνεται και μειώνεται. Όμως το τέλειο δεν παθαίνει τίποτε από αυτά. Αυτή λοιπόν, Τατ, είναι η εικόνα του Θεού, την οποία σου περιέγραψα όσο μπορούσα καλύτερα. Αν την αντιληφθείς με τα μάτια της καρδιάς, πίστεψέ με παιδί μου, θα βρεις την οδό προς τα πάνω, ή μάλλον η ίδια η εικόνα θα σε οδηγήσει, γιατί έχει κάτι το ιδιαίτερο: εκείνους που έφθασαν στη θεωρία της, τους κατέχει και τους έλκει προς τα πάνω, όπως, καθώς λέγεται, ο μαγνήτης έλκει το σίδηρο.
https://master-lista.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου