Τα ακριτικά τραγούδια θεωρούνται τα πρώτα δείγματα δημοτικής και προφορικής ποίησης με απώτερες ρίζες τον 9ο και 10ο αιώνα μ.Χ. Τα ποιήματα αφηγούνταν τις μακροχρόνιες βυζαντινοαραβικές συγκρούσεις που γίνονταν για τον έλεγχο διαφόρων περιοχών στην Μεσόγειο.
Οι μεγάλες μάχες μεταξύ των 2 θρησκειών, Χριστιανών και μουσουλμάνων Αράβων ή Σαρακηνών, γέννησε τις ανάγκες μιας λαϊκής προφορικής αφηγηματικής ποίησης που αποτύπωνε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα πρόσωπα και τα γεγονότα των αγώνων. Το πρώτο έμμετρο επικό/μυθιστορηματικό έργο θεωρείται πως είναι ο Διγενής Ακρίτας του οποίο το έργο έδωσε έναυσμα για πολλά άλλα ακριτικά τραγούδια.
Στην Κύπρο οι χωρικοί πίστευαν ότι ο Διγενής ήταν πραγματικό πρόσωπο γι’ αυτό και το πρόσωπο του έχει συνδυαστεί με πάρα πολλούς μύθους και παραδώσεις.
Διενής Ακρίτας
Ο Διενής ψυχομασεί σε σίερα* παλάδκια,
σε σίερα παπλώματα, σε σίερα κρεβάδκια·
π’ αππ’ έξω τριγυρκάσαν τον τρακόσια παλλικάρκα,
θέλουν να μπούσιν να τον δουν τζ’ ακόμα κροφοούνται.*
Έναν κοντόν, κοντούτσικον, τζαι χαμηλοβρακάτον,*
κλωτσιάν της πόρτας έδωκεν, μπαίννει τζαι σαιρετά τον.
–Ώρα καλή σου, Διενή, καλόν στην αφεγκιάν σου˙
αππ’ έξω τριγυρκάσαν σε τρακόσια παλλικάρκα,
θέλουν να μπούσιν να σε δουν τζ’ ακόμα κροφοούνται.
Που τ’ αγρικά ο Διενής, παίρνει τα τζ’ εσηκώστην˙
σύρνει τραπέζιν άρκυρον, φεντζάνιν τζαι τζερνά τους.
–Εμείς εν ήρταμεν εδώ να φάμεν, γιά να πκιούμεν.
–Τρώτ’ άρκοντες, τζαι πίννετε τζ’ εγιώ να σας ξηούμαι.*
Έτυσεν να γυρίσετε της Αραπκιάς τα μέρη,
που ’ν το τριόλιν* πιθαμήν τζαι το αγκάθθιν πήχη;
Μονονυχτού* τα γύρισα μόνος τζαι μανιχός μου
τζ’ εννιά πολέμους έκαμα, ζύιν του μεσανύχτου,*
τζ’ εννιά βουρκούδκια* ’έμωσα,* ούλλον μούττες τζαι γλώσσες,
οι μούττες έν τους δράκοντες τζι οι γλώσσες έν τους λιόντες.
Ετσά το χάραμαν του φου, το γέννημαν του ήλιου,
τζαι μια κουφή ευρέθηκεν με πέντε τζεφαλάες,
πέντε καμάρες μου ’δειξεν, πέντε φαρμακωμένες,
τζαι μιαν σπαθκιάν-ι-ξαπολώ της μεσατζής καμάρας
’πού το φαρμάτζιν το πολλύν, εδίψασεν ο μαύρος.*
Εις τον Αβράτην* έτρεξα τον μαύρον να δκιακλύσω.*
Τζει μέσ’ έν ο Σαρατζηνός, που εννά σαιρετήσω˙
στέκουμαι, δκιαλοΐζουμαι* πώς να τον σαιρετήσω.
Άτε ας τον σαιρετήσουμεν σγοιον* πρέπει, σγοιον αξίζει.
–Ώρα καλή Σαρατζηνέ, τυρίν σαρατζιασμένον·*
Εγιώ γλυκοσαιρέτουν τον, τζείνος ραβκιές* με λάμνει.
–Εις τες ραβκιές που μ’ αχτυπάς, φαίνεσταί μου, νικώ σε.
Εψήλωσεν το σέριν του, πως εννά μ’ αχτυπήσει,
τρεις πιθαμές το σίερον, ξύλον όσον τζ’ εκράτουν,
μιαν κονταρκάν τού ξαπολώ ’πού κάτω στην μουσκάλην
τζ’ εννιά παΐδκια του ’κοψα τζαι τρεις κρυφοτζεντήτες.*
Εξέην τ’ άχος* της ραβκιάς όσον εξήντα μίλια.
Άρκοντες έν που τρώασιν, άρκοντες έν που πίνναν,
τζ’ εγύραν τα τραπέζια τους, τσακκίστηκαν ποτήρκα,
ως τζαι τα προτσομάσαιρα* στους ουρανούς εβκήκαν.
Σηκώννουνται οι άρκοντες τζαι βάλλουν τον σταυρόν τους.
–Κάπου στράφτει, κάπου βροντά, κάπου χαλάζιν ρίβκει,
κάπου Θεός εθέλησεν τζι εννά μας προυμουττίσει.*
Τζει μέσ’ έν ο Σιλιοπαππούς,* απού τα ξέρει ούλλα.
–Μήτε στράφτει, μήτε βροντά, μήτε χαλάζιν ρίβκει,
μήτ’ ο Θεός εθέλησεν, για να μας προυμουττίσει·
έν κονταρκά του Διενή τζι αλλοί τον που την έφαν.
Ο λόος εν ετέλειωσεν, η ξήησή* τους που ’χαν,
τζαι νά σου τον Σαρατζηνόν στην πόρταν κουμπημένον.
Ό,τι* τον είαν* άρκοντες επροσηκώθηκάν* του.
–Τρώτ’, άρκοντες, τζαι πίννετε τζι εγιώ να σας ξηούμαι.
Εις τον Αβράτην έβλεπα* τώρα τριάντα γρόνους,
μήτε σσυλλίν εδκιάλλαξεν,* μήτε σιλϊονάτζιν·*
έναν κοντόν, κοντούτσικον τζαι χαμηλοβρακάτον,
τσιμπίν* αναρκοδόντικον* τζαι μαυρομουστακάτον,
στην σέλλαν του μαυρούλλη μου ’κόμα χωρεί αλλόναν,
εις τον Αβράτην έτρεξεν τον μαύρον να δκιακλύσει˙
τζείνος γλυκοσαιρέταν με, εγιώ ραβκιές τον λάμνω.
Τζ’ επολοήθην τζ’ είπεν μου με τα γλυτζά του σείλη˙
–Εις τες ραβκιές που μ’ αχτυπάς, φαίνεσταί μου, νικώ σε.
Τρεις πιθαμές το σίερον, ξύλον όσον εκράτεν,
τζι εψήλωσα το σέριν μου, πως εννά τ’ αχτυπήσω˙
μιαν κονταρκάν μού ξαπολά ’πού κάτω στην μουσκάλην
τζι εννιά παΐδκια μου ’κοψεν τζαι τρεις κρυφοτζεντήτες·
αν δεν πιστεύκετ’ άρκοντες, ανούτε* να τους δείτε˙
εμπάτε σίλιοι απ’ ομπρός τζαι σίλιοι από πίσω,
σηκούτε την κουτάλαν* μου, να δείτε την τομήν μου.
Μπαίννουσιν σίλιοι απ’ ομπρός τζαι σίλιοι από πίσω,
σηκώννουν την κουτάλαν του, να δούσιν την τομήν του
τζαι ’πού τον πόνον τον πολλύν εξέην η ψυσή του.
Πιθανές άγνωστες λέξεις
* σίερον, το: σίδερο˙ εδώ ως επίθετο, σιδερένιος
* κροφοούμαι: διστάζω, φοβάμαι λίγο
* χαμηλοβρακάτος: αυτός που φορά μεγάλη βράκα (η οποία και φτάνει χαμηλά στα πόδια)
* ξηούμαι: εξηγώ, (εδώ) περιγράφω, εξιστορώ
* τριόλιν, το: τριβόλι
* μονονυχτού: μέσα σε μια νύχτα
* ζύιν του μεσανύχτου: ακριβώς στα μεσάνυχτα
* βουρκούιν, το: μικρή βούρκα, δερμάτινο σακίδιο μέσα στο οποίο οι βοσκοί, οι γεωργοί κ.λ.π. έβαζαν την τροφή
* (γ)έμωσα: γέμισα
* μαύρος, ο: άλογο
* Αβράτης, ο: ο ποταμός Ευφράτης
* δκιακλύζω: ξεπλένω, λούζω, καθαρίζω
* δκιαλοΐζουμαι: σκέφτομαι, συλλογίζομαι
* σγοιον: όπως, καθώς
* σαρατζιασμένος: φαγωμένος από το σαράκι
* ραβκιά, η: ραβδιά, ραβδισμός
* κρυφοτζεντήτες, οι: οι σπόνδυλοι
* εξέην τ’ άχος: ακούστηκε ο ήχος
* προτσομάσαιρα, τα: μαχαιροπίρουνα
* προυμουττίζω: πέφτω με τη μύτη προς τα κάτω, μπρούμυτα
* Σιλιοπαππούς, ο: ο γερο-Φιλόπαππος, αρχηγός των απελατών στο μεσαιωνικό έπος-μυθιστόρημα του Διγενή
* ξήησις, η: ερμηνεία, (εδώ) διήγηση, εξιστόρηση
* ό,τι: μόλις
* είαν: είδαν
* προσηκώννο(υ)μαι: σηκώνομαι από τη θέση μου, για να τιμήσω κάποιον
* βλέπω: επιβλέπω, εποπτεύω
* δκιαλλάσσω: εμφανίζομαι
* σιλϊονάτζιν, το: μικρό χελιδόνι
* τσιμπίν: λιγάκι
* αναρκοδόντικος: με αραιά δόντια
* ανούτε: σηκωθείτε
* κουτάλα, η: βραχίονας, χέρι
** Οι άγνωστες λέξεις, όπως είναι διατυπωμένες έτσι, είναι παρμένες από το βιβλίο “Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας Τόμος Α”.
*** Το ποίημα στην συγκεκριμένη μορφή (υπάρχουν και άλλες μορφές του εν λόγω ποιήματος) είναι από το βιβλίο του Κ. Π. Χατζηιωάννου, “Κυπριακά Διαλεκτικά Κείμενα”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου