Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους (Δημ. Σαραντάκος) 2 – Ο αρχιτέκτονας του Φαραώ και ο παμπόνηρος γιος του
Posted by sarant
Πριν από 15 μέρες άρχισα να δημοσιεύω αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, «Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους» που κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Γνώση. Η πρώτη δημοσίευση βρίσκεται εδώ (φυσικά πρόκειται για αυτοτελείς ιστορίες).
Συνεχίζω σήμερα με μια δεύτερη ιστορία, πάλι από τον Ηρόδοτο, η οποία εκτυλίσσεται επίσης στην Αίγυπτο.
- Ο αρχιτέκτονας του Φαραώ και ο παμπόνηρος γιος του
(Η ιστορία αυτή είναι επίσης από το 2ο Βιβλίο, Ευτέρπη, κεφαλαιο 121)
Ο φαραώ της Αιγύπτου Ραμψίνιτος (πρόκειται μάλλον για τον Ραμσή τον Β΄) είχε συγκεντρώσει μεγάλο πλούτο σε χρυσό, άργυρο, πολύτιμες πέτρες και διάφορα τεχνουργήματα. Ανέθεσε λοιπόν στον ικανότατο αρχιτέκτονά του, που του είχε φτιάξει το παλάτι, πολλούς ναούς και άλλα σπουδαία κτίρια, να του κατασκευάσει ένα ασφαλές θησαυροφυλάκιο.
Πραγματικά ο αρχιτέκτονας κατασκεύασε στον περίβολο των ανακτόρων ένα κτίριο από συμπαγείς πέτρινους τοίχους, χωρίς κανένα άνοιγμα εκτός από την είσοδο, η οποία επικοινωνούσε μόνο με το ανάκτορο, με κλειστό διάδρομο φρουρούμενο συνεχώς. Ικανοποιημένος ο φαραώ αφού επιθεώρησε το θησαυροφυλάκιο και επείσθη για την ασφάλειά του, συσσώρευσε σ΄αυτό ότι πολύτιμο είχε.
Ο αρχιτέκτονας όμως, που είχε δυο γιους ανεπρόκοπους και κακομαθημένους, είχε προνοήσει να εξασφαλίσει κατά κάποιον τρόπο το μέλλον τους. Όταν λοιπόν πέθαινε τους φώναξε κοντά του και τους είπε πως στον εξωτερικό τοίχο του θησαυροφυλακίου, τον μόνο που ήταν προσιτός από το δρόμο, είχε αφήσει μια μυστική, στενή και απολύτως αόρατη είσοδο. Τους είπε τα κρυφά σημάδια που τη δείχνανε και το μηχανισμό με τον οποίο θα μπορούσαν να την ανοίξουν, ώστε, αν ποτέ βρεθούν σε ανάγκη, να μπουν στο θησαυροφυλάκιο και να πάρουν όσο χρυσάφι ή ασήμι χρειάζονταν. Τους συνέστησε όμως αυτό να tο κάνουν σε πολύ αραιά διαστήματα και κάθε φορά να παίρνουν πολύ μικρές ποσότητες ώστε να μη γίνει αντιληπτή η κλοπή, που σύμφωνα με τους αιγυπτιακούς νόμους και ήθη δεν ήταν μόνο κλοπή αλλά και ιεροσυλία.
Όταν πέθανε ο γέρος και πέρασε καμιά βδομάδα, ο μεγαλύτερος γιος λέει στον αδελφό του.
“Πάμε για το θησαυρό;”
και τη νύχτα, βρίσκοντας τα κρυφά σημάδια και πιέζοντας κάποιες πέτρες, άνοιξαν τη μυστική είσοδο, μπήκαν στο θησαυροφυλάκιο και γέμισαν ένα σακούλι με χρυσάφι και ασήμι.
Πέρασαν ένα μήνα με γλέντια και διασκεδάσεις και όταν τα χρήματα σώθηκαν, ξανακάνανε ντου στο θησαυροφυλάκιο. Στο μεταξύ ο φαραώ Ραμψίνιτος σε μια επιθεώρηση που έκανε διαπίστωσε πως έλειπαν μεγάλα ποσά. Από πού φύγαν όμως δεν μπορούσε να καταλάβει, αφού τίποτα δεν έδειχνε παραβιασμένο. Όταν σε δεύτερη επιθεώρηση διαπίστωσε πως και πάλι είχαν ανεξήγητα χαθεί μεγάλες ποσότητες χρυσού, διέταξε να τοποθετήσουν σε διάφορα μέρη του θησαυροφυλακίου δόκανα, από αυτά που βάζανε για να πιάνουν τα άγρια ζώα.
Έτσι όταν για τρίτη φορά τα δυο αδέρφια μπήκαν στο θησαυροφυλάκιο για πλιάτσικο, ο μικρός πιάστηκε σε ένα δόκανο. Όλες οι προσπάθειες του μεγαλύτερου να τον ελευθερώσει αποδείχτηκαν μάταιες, οι ώρες περνούσαν και τότε ο μικρότερος του είπε
“Αδερφέ μου, αυτό που κάναμε είναι μεγάλη ιεροσυλία και δε θα τιμωρηθούμε μονάχα εμείς αλλά και η μάνα μας κι αδερφές μας και όλο μας το σόι. Γι΄ αυτό η μόνη λύση να γλιτώσετε τουλάχιστον εσείς είναι να μου κόψεις το κεφάλι, να μου πάρεις τα ρούχα και να φύγεις”
Ο μεγάλος στην αρχή ούτε να τ΄ ακούσει δεν ήθελε αλλά τελικά συμφώνησε μη βρίσκοντας άλλη λύση. Με πόνο καρδιάς, γιατί αγαπούσε τον αδερφό του, του έκοψε το κεφάλι, του πήρε όλα τα ρούχα και έφυγε.
Την άλλη μέρα ο φαραώ, κατάπληκτος, βρήκε μέσα στο υποτιθέμενο απαραβίαστο θησαυροφυλάκιο ένα γυμνό ακέφαλο πτώμα! Μη μπορώντας να εξακριβώσει την ταυτότητα του νεκρού, σκέφτηκε να κρεμάσει, φρουρούμενο, το ακέφαλο και γυμνό πτώμα σε κοινή θέα στην είσοδο της πόλης και να δώσει εντολή στον επικεφαλής της φρουράς να παρακολουθεί με προσοχή όλους όσους περνούσαν μπροστά από το πτώμα και όποιος έδειχνε σημάδια ταραχής να παρακολουθείται. Ο Φαραώ στηριζόταν στη βαθιά πίστη των Αιγυπτίων πως ο νεκρός που έμενε άταφος έχανε την ψυχή του.
Πραγματικά η μητέρα του νεκρού όταν έμαθε τα καθέκαστα δεν άντεξε και είπε του μεγάλου της γιου, πως ή θα εύρισκε τρόπο να θάψει τον αδελφό του, όπως η θρησκεία τους ορίζει ή θα πήγαινε η ίδια στον φαραώ και θα τα μαρτυρούσε όλα. Ο γιος της τη διαβεβαίωσε πως πολύ σύντομα ο αδελφός του θα κηδευόταν κανονικά.
Μεταμφιέστηκε σε χωρικό, φόρτωσε σε ένα γαϊδουράκι πολλά ασκιά με κρασί και πέρασε μπροστά από το σημείο όπου ήταν κρεμασμένο και φρουρούμενο το πτώμα του αδερφού του. Επίτηδες όμως είχε κάνει πολύ κακή στoιβασία των ασκιών που κάθε τόσο πέφτανε από το υποζύγιο και παιδευόταν να τα ξαναφορτώσει. Αυτό έγινε και όταν έφτασε στο μέρος όπου βρισκόταν το πτώμα του αδερφού του. Ο επικεφαλής της φρουράς λυπήθηκε τον ταλαίπωρο χωριάτη και έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του να τον βοηθήσουν να φορτώσει τα ασκιά στο γαϊδουράκι κανονικά. Τότε ο γιος του αρχιτέκτονα εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης πρόσφερε ένα ασκί στη φρουρά “να πιουν στην υγειά του”, ευχαρίστησε τον επικεφαλής και έφυγε.
Μόνο που το κρασί που τους έδωσε να πιουν, περιείχε ισχυρό υπνωτικό και σε λίγο όλοι οι φρουροί είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο. Τότε εκείνος, που παραμόνευε κρυμμένος λίγο πιο κάτω, γύρισε, ξεκρέμασε ήσυχα ήσυχα το πτώμα, το φόρτωσε στο γαϊδουράκι το πήγε σπίτι και το έθαψε κανονικά!
Ο φαραώ, όταν έμαθε τι έγινε, πήγε να σκάσει από το κακό του και κατέφυγε στο έσχατο μέσο για να ανακαλύψει τον δράστη. Υπήρχε τότε έθιμο στην Αίγυπτο να εκδίδονται περιοδικά, ως ιερόδουλοι, στο ναό της Αφροδίτης τα κορίτσια των αριστοκρατικών οικογενειών. Ο φαραώ είχε μια πολύ όμορφη κόρη και την έστειλε στο ναό, φροντίζοντας να διαδοθεί πλατιά η είδηση πως η κόρη του φαραώ θα εκδιδόταν. Ορμήνεψε όμως τη θυγατέρα του να ζητάει από τους ευκαιριακούς εραστές της, κατά ή μετά την ερωτική συνεύρεση, να της εξιστορούν την πιο ανόσια πράξη που έτυχε να κάνουν, λέγοντας της ότι σε τέτοιες στιγμές οι άντρες τα λένε όλα. Στην περίπτωση δε που θα άκουγε τα περί θησαυρού, ακέφαλου πτώματος και τα λοιπά, να άρπαζε τον «πελάτη» της από το χέρι και να φώναζε τη φρουρά που θα καραδοκούσε εκεί δίπλα.
Ο γιος του αρχιτέκτονα σαν έμαθε τα καθέκαστα, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του και τη βασιλοπούλα. Την προηγούμενη νύχτα όμως πήγε εκεί όπου ταριχεύαν τα πτώματα, έκοψε το χέρι ενός νεκρού και το έραψε στο ρούχο του. Την επομένη πήγε στη βασιλοπούλα, πλάγιασε μαζί της και όταν εκείνη τον ρώτησε ποιάν ανόσια πράξη έκανε, δεν της έκρυψε τίποτα. Ακούγοντας τον η κόρη του φαραώ τον άρπαξε από το χέρι και άρχισε να φωνάζει τη φρουρά. Έπιασε όμως το ψεύτικο χέρι και φυσικά ο γιος του αρχιτέκτονα ξέφυγε και πάλι!
Ο φαραώ μετά το τελευταίο αυτό φιάσκο, κατάλαβε πως ο δράστης όλων αυτών των κατορθωμάτων ήταν άνθρωπος ικανότατος και πανέξυπνος. Δημοσιοποίησε λοιπόν δήλωση με την οποία καλούσε “αυτόν που έκανε όσα έκανε” να παρουσιαστεί μπροστά του και ορκιζόταν με τους πιο βαρείς όρκους σε όλους τους θεούς της Αιγύπτου, πως δεν θα τον πειράξει.
Ο γιος του αρχιτέκτονα, χωρίς να διστάσει, παρουσιάστηκε μπροστά στον φαραώ και αυτός όχι μόνο τον συγχώρησε αλλά τον πάντρεψε με την κόρη του, λέγοντας πως καλύτερο διάδοχο δε θα μπορούσε να βρει.
Και ζήσανε κι αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
https://sarantakos.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου