Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΑ ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΟΥ...


''Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ''

(Αναμνήσεις)
           
      Το χειμωνιάτικο εκείνο το απόγευμα ήταν συννεφιασμένο και μελαγχολικό όπως και η ψυχή μου. Ωστοσο όταν ανεβαίνοντας τον εξοχικό δρόμο αντίκρισα το μενεξεδένιο βουνό και την απεραντωσύνη του κάμπου,κι ο αέρας με αγγιξε με τις πνοές του δάσους,κάποιο φωςσκόρπισε τα συννεφάκια. Κι όσο προχωρουσα στη μοναξιά του εξοχικού δρόμου,το γνωστό τοπίο,μα κάθε φορά διαφορετικό,ταξίδευε τη σκεψη μου και τη διασκέδαζε. Μα δεν ήταν παρά ένα μικρό διάλειμμα. Κάθε εικόνα αυτού του τοπίου,ο δρόμος,τα δέντρα,το κάθε τι ήταν κι από μια θύμηση που έκανε τα καινούρια να χάνονται σαν σκιές και τα περασμένα να ζωντανεύουν.
  
   Ηταν κι από μια θύμηση που ζωντάνευε κάποιους καιρούς,κάποιες στιγμές πού τώρα ξεχώριζαν πίσω από το θαμπό γυαλί του χρόνου. Έτσι τα συννεφάκια που για λίγο είχαν σκορπίσει,πήραν πάλι τη θέση τους. Συννεφάκια που  έφερναν το μήνυμα μιας θύελλας συναισθημάτων,ένα ψυχικό ξέσπασμα,μα με ομορφιά κι ευγένεια,με συγκίνηση και χαρά ακόμα,όταν φέρνει τη διάθαση της δημιουργίας.
   Και το απόγευμα εκείνο στο σπίτι του δάσους με τα ψιθυρίσματα των πεύκων,θα ήταν από τα λίγα εκείνα τα περασμένα. Κάτι που θα 'μενε,και που κάποτε η παλιά του θύμηση θα το ζωντάνευε.
   Το άσπρο σπίτι ανάμεσα στα πεύκα,έκοψε τους στοχασμούς μου. Ερημικό στην άκρη του δάσους ολονυχτίς ακούει τις μυστικόπαθες συμφωνίες του,και το μονότονο τραγούδι του νερού που πέφτοντας στην στη μικρή λίμνη θαρρείς μετρά τις στιγμές του καιρού που φεύγει. Εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα τα παράθυρα ήταν ανοιχτά,καθώςκι η μεγάλη πόρτα του κήπου. Προχώρησα μόνος μου και τότε μπαίνοντας στο χωλ αντίκρυσα αυτή την εικόνα. Δεν είχε αλλάξει τίποτα απ'ότι ήξερα. Μα ποτέ δε θυμόμουν τόσο φωτεινό το χωλ εκείνο,ποτέ δε μου φάνηκαν όλα εκεί μέσα τόσο χαρούμενα. Μπροστά στη θερμάστρα καθόνταν ένα κορίτσι με μαύρα,στην άκρη ο φίλος μου που με τον ερχομό μου τινάχτηκεσα να ξυπνούσε από κάποιο γλυκό όνειρο και γύρω τους σκόρπια χειρογραφα.
   Δεν ήξερα τι ένοιωθα εκείνη τη στιγμή. Για λίγο στάθηκα αβουλος από 'ο,τι εβλεπα. Εδωσα μηχανικα το χέρι μου στο χαιρερισμό εκείνο της γνωριμίας,κι έκανα να τραβηχτώ. Όμως δε μπόρεσα...
   Τα μάτια της με κράτησαν για λίγο ακίνητο. Κι όσο με κοίταγε στα μάτια,εκείνα με το ψυχικό φως,διάβαζα τους ωραίους στοχασμούς της. Ένιωθα να φωτίζουν την ψυχή και τη σκέψη μου.
   Κι από την ίδια στιγμή στον εσωτερικό μου κόσμο άρχιζε μια δυνατή,μια παθητική ανοιξιάτικη συμφωνία.
   Ίσως να ζούσα ένα όνειρο.
   Το κορίτσι εκείνο με τα μαύρα εκφραστικά μάτια,θαρρούσες πως ερχόνταν από κάποιο φανταστικό κόσμο.
   Νόμιζες πως ζωντάνευαν παραμύθια του παλιού καιρού.
 Πως από κάποιες ξεχασμένες σελίδες ξεπηδούσαν μορφές ιδανικές. Καθόμουν τώρα στο μικρό σαλόνι.
Από το παράθυρο έβλεπα στον κήπο τα δέντρα ν'ανεμοδέρνονται και νόμιζα πως εβλεπα μια χειμωνιάτικη ζωγραφιά το καλοκαίρι.
Ήταν τόσο μακρυά από το χειμώνα.
Κι όλα εκεί μέσα στο μικρό σαλόνι φαινόνταν αλλαγμένα.
Τα έπιπλα,τ'αγαλματάκια ,το μεγάλο ανθογυάλι,οι ζωγραφιές στουςτοίχους,όλα είχαν πάρει κάτι από κείνη,από το φως των ματιών της,από το χαμόγελο της.
Κι αυτή η θλιμμένη μορφή της κυρίας από το παλιό πορτραίτο πάνω από τον καναπέ ,μας κοίταζε τώρα μ'ένα πικρό χαμόγελο,σαν να ξαναζούσε καποια λησμονημένη σελίδα δική της.
Την ίδια ώρα ένα ανατολίτικο παθητικό τραγούδι σκορπούσε ερωτικό παράπονο
   Εκείνη είχε σηκωθεί κι έκανε μικρές βόλτες. Χαιρόσουνα να τη βλέπεις καθώς σιγοπερπατούσε από τη μια άκρη στην άλλη,αφήνοντας κάτι από τη χάρη της όπου στεκόνταν,ότι άγγιζε. Ο παθητικός σκοπός έφερε τότε την κουβέντα μας γύρω απο τη μουσική
   - Καθε εκδηλωση της, ελεγε, με συγκινεί,όπως και κάθε λουλούδι.
   Μιλούσε με τέτοιο τρόπο που δεν προσέχαμε παρά μόμο τη μουσική της φωνής της. Τότε τραγούδησε ένα ανατολίτικο τραγουδάκι. Η φωνή της γλυκιά ,γοητευτική,στήν αρχή, πιό δυνατή έπειτα, γέμισε το σαλονάκι και τις ψυχές μας. Κι όταν μιλούσε,κι όταν τραγουδούσε κι όταν σιωπηλή άφηνε το βλέμμα της να πλανηθεί, πάντα ήταν όμορφη.
Οι στοχασμοί σου σταματούσαν σε κείνο πουέβλεπες, σε κείνο που χαιρόσουνα.
Την κοίταζες και ξεχνούσες τ'αλλα.
   Η ΄Ώρα είχε περάσει.
μ' ένα χαμόγελο σηκώθηκε  για να φυγει. Μου φάνηκε τότε πως ξύπνησα στην καλύτερη στιγμή κάποιου ονείρου
Τινάχτηκα πάνω για να την εμποδίσω. Δε θυμάμαι τι και πόσα της είπα.
Μα της μίλησα μ' ενθουσιασμό,με πάθος με συγκίνηση ακομα.
Έμεινε. Το χαμόγελο άνθιζε παλι στο προσωπό της και το όνειρο συνεχιζόνταν. Επειτα από το τραπέζι περάσαμε στη γωνιά της θερμάστρας. Μιλούσαμε φιλικά για ένα σωρό πράγματασαν να γνωριζόμασταν από καιρό
Μας είπε για τα μαύρα που φορούσε,τα όνειρα και τις προσδοκίες της,για τη μοναξιά της στην άκρη του δάσους.
Περασμένα και τωρινά που τα'βλεπες στη μορφή της πότε φωτισμένη και άλλοτε σκοτεινη.
Τα διηγόνταν τόσο όμορφα.

Και τα λόγια της ήταν μια σιγανή υπόκρουση στον κύκλο των στοχασμών μας. Δε χρειαζόνταν να πει περισσότερα. Μιλούσε το χαμόγελο της, μιλούσαν τα μαλλιά της,τα μάτια της,οι εικόνεςπου βλέπαμε στο πρόσωπό της. Είχε πει τόσα,που από στιγμή σε στιγμή,ένιωθε και πιο έντονα τη διάθεση ν'ακουστεί εκείνο που μου είπε από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισα.
Ν'ακουστεί αυτό που έκλεινε τον εαυτό της ,αυτό που έδινε την εικόνα της.
-Κοίταξε, είπα στο φίλο μου, αυτή τη ζωντανή ζωγραφιά.
Έτσι καθώς κάθεται στηρίζοντας στο χέρι της το ωραίο αυτό κεφάλι,με τα νοσταλγικά μάτια ,είναι η ίδια μια όμορφη και πιο δυνατή σελίδα απ' αυτή που μας διαβάζεις.
¨Ένα χαμόγελο ρόδιζε το γλυκό εκείνο πρόσωπο. Ένα χαμόγελο σκορπούσε φως.
Ένα χαμόγελο ανάλαφρη πνοή,ένα χαμόγελο χάδι.
-Κυρά του δάσους!  Ψιθύρισα. Δε ξέρω μα θαρρώ πως τα λόγια σου είναι η φωνή του εαυτού μου , είπα.
   -Σαν και να με γνωρίζεις ,σαν και ν'ακουσες κάποτε για μένα.
 -Το δάσος μου μίλησε για σένα.
Το δάσος που χρόνια τριγυρνάς.
              Τα πεύκα που άκουσαν τα όνειρα σου και τα ψιθύρισαν.
              Τα μονοπάτια του.
              Τ' αγριολούλουδα που ποτίστηκαν απ' τα δάκρυά σου.
              Κι οι πέτρες του ακόμα.
Το δάσος που τόσες φορές πήραμε τα μονοπάτια του μας μίλησε για σένα.
Οι πνοές του μας είπαν για το στολίδι του,για την κυρά του.
              Και σ΄αναζητήσαμε.
              Πόσες φορές δεν πήραμε το μονοπάτι για να σε βρούμε.
              Νιώθαμε τον εαυτό σου να βρίσκεται κοντά μας.
              Ακούγαμε τη φωνή σου ,τα λόγια σου.Δε σε βρίσκαμε.
Μα πάντα σε καρτερούσαμε.
Και να ,το δάσος που τόσο τράβηξε τη σκέψη μας,σε στέλνει τώρα κοντά μας.Θα μείνεις λίγο;
Θα φύγεις για πάντα;
Ποιος το ξερει.
Κάτι ομως θα μεινει μαζί μας.
Οι στιγμές αυτές!
Θα μείνουν αυτά τα μάτια,ο ίσκιος σου που κάποιες ώρες θα τριγυρίζει κοντά μας.
Και θα μας συντροφεύει.
Θα μας μιλά για τα καινούργια, μα πιο πολύ θα στέκεται στα παληά.
Σ'αυτά τα παληά που δε θα είναι παρά μια κιτρινισμένη σελίδα σ'ενα πολύτιμο βιβλίο......
   Με κοίταξαν και οι δύοτους στοχαστικά. Σιγά σιγά σκοτείνιαζε.
Η θερμάστρα άφηνε ένα όμορφο αντιφέγγισμα΄
Εξω ο αέρας φυσούσε δυνατά.
Εκείνη σηκώθηκε. Μου ΄δωσε το χέρι με μια υπόσχεση,κι ύστερα χάθηκε με το φίλο μου στο σκοτάδι,παίρνοντας το μονοπάτι του γυρισμού.
Στο παράθυρο ο αέρας σφύριζε τις πρώτες στροφές της θύελλας που άρχιζε.























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εσεις τα γνωρίζετε; Αυτά είναι τα 3 πιο εντυπωσιακά αλλά και άγνωστα αξιοθέατα της Ελλάδας.

Εσεις τα γνωρίζετε; Αυτά είναι τα 3 πιο εντυπωσιακά αλλά και άγνωστα  αξιοθέατ α της Ελλάδας. Up Stories Παραγωγή Up Stories --------------...