Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Τα δρακόσπιτα της Εύβοιας

Στην Εύβοια μεταξύ Καρύστου και Στύρων, υπάρχουν 25 εντυπωσιακά κτίσματα του 6ου αιώνος τα Δρακόσπιτα. Είναι κατασκευασμένα από τεράστιους λίθους, χωρίς θεμέλια και παράθυρα. Κανείς δεν μπορεί να πει μέχρι σήμερα αν είναι κατοικίες θεών ή ανθρώπων, ταφικά κτίρια ή ναοί! Επειδή είναι όλα κτισμένα κοντά σε λατομεία εικάζεται ότι πιθανώτατα πρόκειται για ναούς αφιερωμένους στους θεούς ή στον ήρωα Ηρακλή, που προσωποποιούσε την δύναμη.
Κανείς δεν γνωρίζει ποιοί κατασκεύασαν τα δρακόσπιτα! Ίσως να ήταν οι Δρύοπες (αρχαίοι κάτοικοι της Καρύστου), ή οι Κάρες! Μπορεί και να μη γίνει ποτέ γνωστή η ταυτότητα του κατασκευαστή τους! Τα κτίσματα είναι σκορπισμένα στον χώρο, ογκώδη και ιδιόμορφα! Ο αριστοτεχνικός τρόπος σύνδεσης των τετραγωνισμένων ογκόλιθων είναι μια πραγματική αρχιτεκτονική πρόκληση. Η μοναδικότητα των δρακόσπιτων οδηγεί στο συμπέρασμα, πως οι ντόπιοι είχαν φοβερές ικανότητες στην κατεργασία της πέτρας και πολύ καλές γνώσεις αρχιτεκτονικής.
Η στέγη των δρακόσπιτων, είναι φτιαγμένη με το λεγόμενο εκφορικό σύστημα (βαθμιδωτή κατασκευή). Μεγάλες βαρειές πλάκες σχιστόλιθου συγκλίνουν σε στρώσεις από δύο αντικρινούς τοίχους, και κάθε στρώση εξέχει λίγο περισσότερο από την αμέσως κατώτερή της, έτσι ώστε να η δημιουργηθεί μία πυραμιδωτή στέγη. Φαίνεται εύκολο! Εάν όμως δεν υπολογιστεί καλά το βάρος των πλακών, η σκεπή θα καταρρεύσει! Για ν’ αποφύγουν την κατάρρευση οι κατασκευαστές των δρακόσπιτων χρησιμοποιούσαν μεγάλους ογκόλιθους σαν αντίβαρα πάνω από τις πλάκες! Όλα τα δρακόσπιτα είναι κτισμένα πάνω σε βράχους.
Το σπουδαιότερο και ποιο εντυπωσιακό από τα δρακόσπιτα είναι κατασκευασμένο στη κορυφή της Όχης, στο ψηλώτερο σημείο του βουνού. Είναι φτιαγμένο από μεγάλους ογκόλιθους, που πάρθηκαν από τον γύρω χώρο κι έχουν πελεκηθεί και ταιριαστεί ο ένας με τον άλλον, χωρίς να χρησιμοποιηθεί κανενός είδους συνδετικό υλικό! Το πάχος των τοίχων του είναι περίπου 1,50 μέτρα και το εσωτερικό του 5×10 μέτρα. Η είσοδός του είναι χαρακτηριστική τρίλιθη είσοδος σε σχήμα Π, από μεγάλες κολώνες. Η πλάκα πάνω από την είσοδο ζυγίζει περίπου 10 τόνους!!
Το 1959 ο καθηγητής της αρχιτεκτονικής σχολής της Θεσσαλονίκης, Νίκος Μουτσόπουλος, ερευνώντας τα δρακόσπιτα, βρήκε σ’ αυτό της Όχης αγγεία, όστρακα κι άλλα αντικείμενα που βρίσκονται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο της Καρύστου. Η άποψη του καθηγητού είναι πως πρόκειται περί Δρυοπικού ναού που έχει χτιστεί πριν από το 700 π.Χ.. Άλλοι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι έχει κατασκευαστεί πριν από τον Τρωϊκό πόλεμο. Κάποιος ξένος αρχαιολόγος, έχει εκφράσει την άποψη ότι ίσως είναι το αρχαιότερο κτίσμα της Ευρώπης!
Οι δράκοι είναι μυθικές μορφές, της παγκόσμιας Μυθολογίας, που παίρνουν διάφορες μορφές κι έχουν μεγάλες φυσικές και πνευματικές δυνάμεις! Σε πολλές περιπτώσεις είναι φύλακες μεγάλων θησαυρών και των μυστικών του θανάτου και της αθανασίας. Ετσι και στην λαϊκή παράδοση της Εύβοιας εχουν διασωθεί μέχρι τις μέρες μας, πολλές ιστορίες, για δράκους που ζούσαν στα πέτρινα πανάρχαια σπίτια ή σπηλιές.
Το μυστήριο των δρακόσπιτων δεν έχει λυθεί! Ήταν οι Δρύοπες, οι Κάρες ή οι δράκοι οι δημιουργοί τους; Ήταν ναοί αφιερωμένοι στους Έλληνες θεούς ή κατοικίες δράκων; Θα μάθουμε ποτέ άραγε;
Πηγές: Περιοδικό αρχαιολογία, http://www.dirfys.gr
ΕΛΛΑΣ

H ακτινοβολία του Mαντείου των Δελφών

delfoi-2Γράφει ο Πάνος Bαλαβάνης, Αν. καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο ρόλος του Δελφικού Μαντείου στον αρχαίο κόσμο ήταν πολυδιάστατος. Από το τέλος του 9ου αι. π.Χ. τουλάχιστον, που εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις της λατρείας του Απόλλωνος στους Δελφούς και της έναρξης της μαντικής διαδικασίας, μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ., που δόθηκε ο πολύ γνωστός, τελευταίος, συμβολικός ψευδοχρησμός στον αυτοκράτορα Ιουλιανό, για περισσότερο δηλαδή από 1.200 χρόνια, το δελφικό μαντείο εξέδιδε χρησμούς και σε ιδιώτες και σε πόλεις-κράτη, επηρεάζοντας, όσο κανένας άλλος θεσμός, ολόκληρη τη μικρή και τη μεγάλη αρχαία ελληνική ιστορία.
Η μεγάλη σημασία του μαντείου στον αρχαίο κόσμο μπορεί να γίνει κατανοητή από το γεγονός ότι από τους 615 δελφικούς χρησμούς που μας έχουν διασωθεί, οι 73, δηλαδή ποσοστό 12%, αναφέρονται στην ίδρυση αποικιών, οι 130, δηλαδή 21%, είναι πολιτικού περιεχομένου και οι 185, δηλαδή 31%, είναι δημόσιου θρησκευτικού περιεχομένου. Από το σύνολο των χρησμών, οι 388, δηλαδή το 64%, αφορούσαν θέματα άμεσα σχετιζόμενα με την πορεία της αρχαίας ελληνικής ιστορίας.
Φυσικά, η επιρροή επίκοιλλε από εποχή σε εποχή. Αρχικά, η ακτινοβολία ήταν περιορισμένη. Η μαντική λατρεία θα πρέπει να προϋπήρχε πριν ακόμη και από την«έλευση» του Απόλλωνος, και ίσως αυτό να υπήρξε η αφορμή για την οποία ο συγκεκριμένος θεός «εγκαταστάθηκε» στους Δελφούς. Η μαντική διαδικασία ελάμβανε χώρα μέσα σε κάποιο σπήλαιο (άντρον), είχε λαϊκό χαρακτήρα και δεν είχε τεθεί ακόμα υπό τον έλεγχο κάποιας κρατικής εξουσίας. Πάντως, έχουν βρεθεί πρώιμα αναθήματα στο ιερό, τα οποία, εκτός από την κυρίως Ελλάδα, προέρχονται και από πιο μακρινές περιοχές, όπως, π.χ., από την Κρήτη και την Κύπρο, και αποτελούν ενδείξεις για πρώιμη διασπορά της φήμης του μαντείου.
Μαντεία και αποικισμός
Η φήμη του μαντείου αναπτύχθηκε σημαντικά με τον ρόλο που έπαιξε κατά τον μεγάλο ελληνικό αποικισμό. Ήδη από τα μέσα του 8ου αι. η κατάκτηση των θαλάσσιων δρόμων, το εμπόριο, αλλά κυρίως τα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν στις ελληνικές πόλεις μεταξύ αντιμαχόμενων αριστοκρατικών γενών, οδήγησαν στη δημιουργία αποικιών στα παράλια όλης της Μεσογείου. Για τον αποικισμό αυτόν και συγκεκριμένα για τις περιοχές που κατευθύνονταν οι άποικοι, για τους αρχηγούς της κάθε αποστολής, για τις πιθανότητες επιτυχίας του εγχειρήματος κ.ά. πάντα ρωτούσαν το μαντείο, η συμβολή του οποίου υπήρξε καθοριστική.
Βέβαια η άποψη ότι το μαντείο είχε γνώση της κατάστασης ακόμα και μακρινών περιοχών σε όλη τη Μεσόγειο και μπορούσε έτσι να κατευθύνει το κύμα του αποικισμού δεν γίνεται πλέον δεκτή από την έρευνα. Σήμερα πιστεύεται ότι όλη την προεργασία για την αποστολή μιας αποικίας την είχαν κάνει οι ίδιες οι ενδιαφερόμενες πόλεις-κράτη και είχαν θέσει τα στοιχεία αυτά εκ των προτέρων στη διάθεση των ιερέων. Με τον τρόπο αυτόν ο χρησμός ετίθετο υπό τη σκέπη του Απόλλωνος και, φυσικά, η απόφαση που κάλυπτε το θεϊκό κύρος γινόταν ευκολότερα δεκτή από όλους, βουλόμενους και μη. Eτσι, οι Δελφοί όχι μόνο έδωσαν διέξοδο στις ασφυκτικές πολιτικοκοινωνικές συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στην κυρίως Ελλάδα, αλλά δημιούργησαν και σημαντικούς δεσμούς με τις νέες αποικίες, αποτελώντας πόλο μεγάλης επιρροής σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.
Μαντείο και διεθνείς σχέσεις
Κατά τον 7ο και 6ο π.Χ. αι., οπότε λαμβάνει χώρα η μεγαλύτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων-κρατών, συνεχίζεται και εξελίσσεται ακόμη περισσότερο ο ρόλος των Δελφών και του μαντείου. Οι πληροφορίες του Ηροδότου για χρησμούς που δόθηκαν σε βασιλείς μη ελληνικών περιοχών, όπως ο Μίδας της Φρυγίας, ο Γύγης και ο Κροίσος της Λυδίας και ο Άμασις της Αιγύπτου, δείχνουν διεύρυνση της ακτινοβολίας του μαντείου σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Παρόλο δε που η αυθεντικότητα των συγκεκριμένων χρησμών έχει πολλαπλώς αμφισβητηθεί, η προσφορά πολύτιμων αναθημάτων των ηγεμόνων αυτών στους Δελφούς υποδηλώνει τουλάχιστον προσπάθεια προσεταιρισμού της θετικής γνώμης του μαντείου, αλλά και όλων των Ελλήνων στα πολιτικά τους σχέδια.
Η σύνδεση του ιερού με την αμφικτιονία των πόλεων της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδος, που έγινε τον 7ο ή τον 6ο αι. π.Χ., έδωσε τη δυνατότητα στους Δελφούς να αναδειχθούν και σε πανελλήνιο πολιτικό κέντρο. Έτσι, πολύ συχνά οι αντιμαχόμενοι κατέφευγαν στην Πυθία για την επίλυση των διαφορών τους, δίνοντας τη δυνατότητα στο μαντείο να παρεμβαίνει ως διαιτητής σε πολλές διαμάχες μεταξύ των πόλεων-κρατών, φαινόμενο που απαντάται για πρώτη φορά στην ιστορία του πολιτισμού. Επίσης, συχνά ρωτούσαν αν έπρεπε να ξεκινήσουν κάποια εκστρατεία, αν ήταν καλύτερο να συνάψουν ειρήνη, με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να αποφύγουν τα δεινά ενός πολέμου ή μιας καταστροφικής θεομηνίας. Με τον τρόπο αυτόν το μαντείο κατόρθωσε να παίζει σπουδαίο ρόλο στην πολιτική σκηνή της αρχαίας Ελλάδος, κυρίως από τον 6ο έως τον 4ο αι. π.Χ.
Μαντείο και εσωτερική πολιτική
Κρίνοντας από τον μεγάλο αριθμό των χρησμών θρησκευτικού περιεχομένου, αντιλαμβανόμαστε πως ένας συνήθης τρόπος παρέμβασης του μαντείου σε εσωτερικά θέματα των πόλεων-κρατών ήταν και οι αποφάσεις που σχετίζονταν με την εγκαθίδρυση νέων λατρειών. Τις πολλές σχετικές ερωτήσεις προς την Πυθία τις προκαλούσαν συνήθως διάφορα καταστροφικά συμβάντα, όπως επιδημίες, ανομβρία, κακές χρονιές για σπαρτά και ζώα κ.λπ. Ο Απόλλων συμβούλευε τότε ποιους θεούς ή ήρωες να τιμήσουν, ποια παλιά ξεχασμένη λατρεία να επαναφέρουν, σε ποιον να απευθυνθούν για να τους καθάρει από το μίασμα που προκάλεσε το κακό.
Σημαντικότερος όμως υπήρξε ο ρόλος των μαντείων στη διαμόρφωση και εξέλιξη της νομοθεσίας και των πολιτευμάτων στις αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη, με τη στήριξη που έδωσαν, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, σε καινοτομίες που σταδιακά οδήγησαν στην κατάκτηση της δημοκρατίας. Γνωρίζουμε ότι οι Δελφοί ρωτήθηκαν για την έγκριση της«ρήτρας του Λυκούργου», που έθεσε τις βάσεις του σπαρτιατικού πολιτεύματος, καθώς και για τους νόμους του Σόλωνος, που έφεραν τη συνδιαλλαγή μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών ομάδων στην Αθήνα του πρώιμου 6ου αι. π.Χ.
Ακόμη, το μαντείο συνέβαλε ξεκάθαρα στην εγκαθίδρυση της αθηναϊκής δημοκρατίας, προκαλώντας τη σπαρτιατική στρατιωτική συνδρομή προς την πλευρά του Κλεισθένους. Και αμέσως μετά, όταν ο Κλεισθένης προσπάθησε να ανακατανείμει το κοινωνικό σώμα με τη δημιουργία των δέκα νέων αθηναϊκών φυλών, μέτρο που ασφαλώς θα αντιμετώπιζε πολλές αντιδράσεις από την πλευρά των αριστοκρατών, χρησιμοποίησε και πάλι τη βοήθεια του μαντείου: Έστειλε στους Δελφούς κατάλογο με τα ονόματα 50 ή 100 μυθικών Αθηναίων ηρώων, για να διαλέξει η Πυθία δέκα, με τα οποία θα ονοματίζονταν οι νέες φυλές. Η θετική απάντηση του ιερατείου δήλωνε αυτομάτως και την αποδοχή της καινοτομίας από τον θεό, και με τον τρόπο αυτόν περιόριζε δραστικά τις οποιεσδήποτε πιθανές αντιδράσεις από τους θιγόμενους.
Στην ουσία, δηλαδή, οι πολιτικοί δεν ζητούσαν τίποτε άλλο παρά την επιδοκιμασία του Απόλλωνος στις αποφάσεις τους, οι οποίες με τον τρόπο αυτόν ετίθεντο υπό τη θεία σκέπη και είχαν έτσι μεγάλες πιθανότητες να εφαρμοστούν χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις. Το ότι το μαντείο είχε συνήθως θετική στάση απέναντι σε καινοτομικές προτάσεις οφειλόταν κυρίως σε στάθμιση των πολλών και ποικίλων παραγόντων που επηρέαζαν κάθε φορά την απόφασή του. Υπήρχε όμως και ένα άλλο κριτήριο, που, σταθερό πάντοτε, διείπε τις αποφάσεις του μαντείου των Δελφών:
Μαντείο και ηθική διδασκαλία
Μία από τις βασικές αρχές του μαντείου ήταν η σταθερή προσπάθεια να ημερέψει τα ήθη των ανθρώπων, και σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο. Και αυτό ήταν μία από τις σπουδαιότερες εκπολιτιστικές συμβολές του, που σταδιακά οδήγησε στην κατάκτηση από τους αρχαίους Έλληνες του ανθρωπισμού.
Σε προσωπικό επίπεδο, αυτό επετεύχθη με την επίμονη διδασκαλία του μαντείου ότι ο φόνος δεν ήταν ανάγκη να καθαρθεί και πάλι με το αίμα του φονιά αλλά και με άλλους, ηπιότερους και ανθρωπινότερους τρόπους, όπως η θυσία ενός ζώου, η υποβολή του δράστη σε κάποιες καθαρτήριες τελετές κ.λπ. Αν σκεφτούμε ότι οι κρητικές και μανιάτικες βεντέτες επιβίωναν μέχρι πολύ πρόσφατα, μπορούμε εύκολα να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος αυτής της ηθικής διδασκαλίας των Δελφών σε μια τόσο πρώιμη περίοδο.
Η αντίληψη αυτή για τον κατευνασμό των παθών, τον εξανθρωπισμό των ηθών και τον έλεγχο των βίαιων αντιδράσεων μετεξελίχθηκε σε δογματική αρχή όλης της διδασκαλίας του ιερού και αποτέλεσε θεμελιώδες στοιχείο στις αποφάσεις του. Γι’ αυτό όλοι οι χρησμοί διαπνέονται από ήμερο ανθρώπινο λόγο, που εκφράζει την ηθική απολλώνεια διδασκαλία. Αυτή δηλωνόταν συμπυκνωμένη στα ρητά που ήταν γραμμένα από τον 6ο ήδη αι. στους τοίχους του προνάου του ναού του Απόλλωνος και θεωρήθηκαν εκ των υστέρων ως αποφθέγματα των επτά σοφών. Τα γνωστότερα από αυτά ήταν το «μηδέν άγαν»,δηλαδή να μη γίνεται τίποτε καθ’ υπερβολήν, και το «γνώθι σαυτόν», δηλαδή να προσπαθεί ο καθένας να γνωρίζει τον εαυτό του. Με το πρώτο ρητό, συμβούλευε ο θεός ανθρώπους και πολιτείες να θέτουν το μέτρον, δηλαδή τη μετριοπάθεια και τη σωφροσύνη, ως κριτήρια στις αποφάσεις τους, διδάσκοντάς τους να γνωρίζουν τα όρια που δεν πρέπει να υπερβούν στις αποφάσεις της ζωής, γιατί κινδύνευαν να γίνουν υβριστές. Και, φυσικά, ο καλύτερος τρόπος να μαθαίνει κανείς τα όριά του εμπεριέχεται στο δεύτερο ρητό, στην αυτογνωσία, που οδηγεί στη επίγνωση της προσωπικής ευθύνης και στην επιλογή της συνειδητής ζωής.
Στο κεντρικό, επομένως, σημείο της απολλώνειας διδασκαλίας, που εκφράζεται μέσω του μαντείου και των χρησμών, στέκονται δύο βασικότατες αντιλήψεις της αρχαίας ελληνικής σοφίας, το μέτρο και η αυτογνωσία, που, όχι τυχαία, αποτελούν ταυτοχρόνως και δύο από τις θεμελιώδεις αρχές σε όλη την πορεία του ανθρώπινου γένους.
Παρά τις πολυετείς έρευνες και τις χιλιάδες των σελίδων που έχουν γραφτεί για το θέμα, δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς ξεκάθαρα για το τι ακριβώς γινόταν στους Δελφούς. Οι απόψεις των ερευνητών κυμαίνονται ανάμεσα σε δύο άκρα: Στο ένα βρίσκονται οι απόλυτοι πραγματιστές, που ισχυρίζονται ότι όλη η διαδικασία δεν ήταν παρά μια καλοστημένη επιχείρηση που εκμεταλλευόταν την άγνοια, την ευπιστία και την προκατάληψη των αρχαίων. Για να ισχύει αυτό, προϋποθέτει την καθολική βλακεία των Ελλήνων, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χρ. Καρούζος, κάτι το οποίο δεν πιστοποιείται από άλλα φαινόμενα και δράσεις του αρχαίου κόσμου. Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι οπαδοί του εσωτερισμού, που πιστεύουν ότι οι Πυθίες ήταν πραγματικά διάμεσα (μέντιουμ), που έχοντας τη δυνατότητα να επικοινωνούν με την «άλλη πλευρά», μπορούσαν και να προβλέπουν κατά κάποιο τρόπο το μέλλον. Η αλήθεια, όπως σε όλα τα πράγματα, θα πρέπει να βρισκόταν κάπου στη μέση. Και αυτήν θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε παρακάτω, αναφέροντας μια σειρά από δεδομένα, που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όποιος θα ήθελε να προσεγγίσει καλύτερα το φαινόμενο.
Ο αρχαίος κόσμος ζούσε σε μιαν ατμόσφαιρα δεισιδαιμονίας και είχε μεγάλη δίψα, ασχέτως μορφωτικού επιπέδου, για συγκεκριμένη καθοδήγηση είτε στα καθημερινά του προβλήματα είτε στις μεγάλες ιστορικές αποφάσεις. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία δεν υπήρχαν ιερές γραφές, όπως, π.χ., η Βίβλος στον ιουδαϊσμό, όπου να είναι εκπεφρασμένη η βούληση του θείου και οι βασικές αρχές της ζωής των ανθρώπων. Οι ιερείς των ολυμπίων θεών δεν έδιναν συμβουλές ούτε άκουγαν εξομολογήσεις. Ήταν μόνον υπεύθυνοι για την τέλεση των θυσιών και των άλλων ιεροτελεστιών. Έτσι, οι πολιτείες ή τα άτομα αναζητούσαν συνεχώς καθοδήγηση από τους θεούς μέσω της μαντικής και, κατά συνέπειαν, τα μαντεία υπήρξαν οι φυσικοί δέκτες της αγωνίας και των ανθρώπων αλλά και των πόλεων – κρατών για βοήθεια.
Η Πυθία, η γυναίκα που αποτελούσε το διάμεσο μεταξύ του θεού και των πιστών, δεν ήταν τυχαία. Θα πρέπει να ήταν ένα υπερευαίσθητο πλάσμα, που είχε τη δυνατότητα να περιπίπτει σε κατάσταση καταληπτικής αλλοτρίωσης, όχι μόνο πιστεύοντας ότι επικοινωνεί με τον θεό αλλά πείθοντας και τους άλλους γι’ αυτό. Πιθανότατα οι πρώτες Πυθίες ή κάποια συγκεκριμένη γυναίκα των Δελφών να είχε το χάρισμα αυτό, γεγονός που δημιούργησε την πρώτη φήμη του μαντείου. άλλωστε, η επιλογή των Πυθιών από το ιερατείο θα πρέπει να σχετιζόταν με την πίστη και την αφοσίωσή τους στη λατρεία του Απόλλωνος, γι’ αυτό και γινόταν μόνο από τη γύρω περιοχή. Ο εκεί πληθυσμός θα πρέπει να διαβιούσε σε ατμόσφαιρα άκρου σεβασμού προς τον θεό. Η βεβαιότητα ότι ο Απόλλων θεωρούσε τη μελλοντική Πυθία εκλεκτή του ασφαλώς θα επηρέαζε την ψυχολογία ορισμένων γυναικών, καλλιεργώντας ένα είδος προδιάθεσης για την κατάκτηση του αξιώματος. Δεν είναι απίθανο ακόμη, για την επιλογή της νέας Πυθίας να ακολουθούσαν μια διαδικασία όπως αυτή που γίνεται για την επιλογή ενός θρησκευτικού ηγέτη, όπως π.χ. του νέου Δαλάι Λάμα στη θιβετιανή θρησκεία. Να επέλεγαν δηλαδή ένα μικρό κορίτσι, που να μεγάλωνε με την αναγκαία θεωρητική και πρακτική διδασκαλία, έτσι ώστε να μπορεί επάξια να αναλάβει υπηρεσία στον ναό, μόλις πέθαινε η προηγούμενη ιέρεια.
Το ιερατείο των Δελφών, που έκανε και την τελική καταγραφή και σύνθεση των χρησμών, αποτελούνταν από ικανούς και έμπειρους ανθρώπους. Ο Πλούταρχος, ιερέας στους Δελφούς τον 2ο μ.Χ. αι., που το επίπεδό του το γνωρίζουμε απευθείας από τα κείμενά του, δεν ήταν μεμονωμένη περίπτωση. Οι ιερείς θα πρέπει να κατείχαν ακόμη γνώσεις ψυχολογίας για τις προσωπικές υποθέσεις, ενώ για τους χρησμούς που αναφέρονταν σε μακρινές περιοχές (π.χ. αποικισμός) καθώς και για απαντήσεις σε διεθνή θέματα, θα πρέπει να γνώριζαν τη μυθολογία και ιστορία του κάθε τόπου, καθώς και τις γεωγραφικές, πολιτικές και κοινωνικές του συνθήκες. Πιθανότατα επίσης να ενημερώνονταν εκ των προτέρων από τους ενδιαφερομένους για θέματα που δεν γνώριζαν.
Σημαντικό ρόλο στη μαντική διαδικασία έπαιζαν και οι πρόξενοι. Αυτοί ήταν κάτοικοι των Δελφών και λειτουργούσαν ως αντιπρόσωποι συγκεκριμένων πόλεων, έχοντας ως καθήκον να καθοδηγούν τους προσκυνητές και να τους βοηθούν σε όλες τις φάσεις της μαντικής διαδικασίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά τον συγχρωτισμό τους στους Δελφούς οι ενδιαφερόμενοι θα ανακρίνονταν διακριτικά από τους προξένους, που θα μπορούσαν να αντλήσουν έτσι πληροφορίες για την κατάστασή τους, το πρόβλημα που τους απασχολούσε κ.λπ. Oλα αυτά θα διοχετεύονταν στους ιερείς, οι οποίοι ασφαλώς θα τις ελάμβαναν υπόψη τους κατά την τελική σύνταξη του χρησμού.
Οι χρησμοί ήταν συνήθως πάρα πολύ γενικοί και αμφίσημοι, αφήνοντας μεγάλα περιθώρια ερμηνείας τους. Οι ιερείς είχαν μακρά πείρα στην τέχνη της αόριστης, γριφώδους, αντιφατικής, ακόμα και πολυσήμαντης διατύπωσης των λόγων της Πυθίας. Συνήθως οι χρησμοί αυτοί είχαν ανάγκη περαιτέρω ερμηνείας, εργασία για την οποία οι χρησμολήπτες, μόλις επέστρεφαν στην πατρίδα τους, κατέφευγαν σε τοπικούς χρησμολόγους και εξηγητές.
Παράπονα των πιστών ότι ο θεός τούς παραπλάνησε με τα «σκοτεινά» και δυσερμήνευτα λόγια του, αναφέρονται πολλά από τους αρχαίους ιστορικούς. Αλλά στο τέλος ο θεός αποδεικνυόταν πάντοτε αληθινός, γιατί τελικά βρισκόταν μια διαφορετική ερμηνεία απ’ αυτήν που είχε αρχικά πιστέψει ο μαντευόμενος. Έτσι, το λάθος δεν το απέδιδαν ποτέ στον θεό, αλλά στους ανθρώπους που είχαν παρερμηνεύσει τα λόγια του. Αυτό μπορεί να μην ικανοποιούσε τελικά τον ενδιαφερόμενο αλλά ασφαλώς γινόταν πιστευτό από τον πολύ κόσμο.
Τέλος, ακόμα και αν, παρ’ όλ’ αυτά, οι χρησμοί αποδεικνύονταν λανθασμένοι, το ίδιο το ιερατείο ή οι τοπικοί χρησμολόγοι κυκλοφορούσαν ψευδοχρησμούς ή μυθικά γεγονότα με τα οποία προσπαθούσαν να δώσουν πειστική εξήγηση για τη μαντική απάντηση της Πυθίας. Πρόκειται για τους χρησμούς που έχουν ονομαστεί υστερομαντείες ή εκ των υστέρων προφητείες, φαινόμενο σύνηθες, αν κρίνουμε από την πληθώρα τους σε όλη την αρχαία γραμματεία.
Είναι πάντως αδιαμφισβήτητη και συνάγεται από όλες τις αρχαίες πηγές που αναφέρονται στο θέμα, τουλάχιστον κατά τους αρχαϊκούς και τους κλασικούς χρόνους, η βαρύτητα και το κύρος των χρησμών στη ζωή και των πολιτειών και των ανθρώπων, από τους πιο απλοϊκούς ώς τους πιο πεπαιδευμένους. Αυτό ήταν φυσικά απόρροια της βαθιάς πίστης τους στην παρουσία του θεού και στην αλήθεια των λόγων του. Η αντίληψη αυτή, καθώς και η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι δεν κατανοούν εύκολα και αμέσως τη βούληση των θεών, ήταν που προστάτευαν το κύρος του μαντείου και σε στιγμές αστοχίας. Ο Ηράκλειτος μας δίνει και εδώ το κλειδί για να εξηγήσουμε αυτήν την ακλόνητη πίστη των αρχαίων στους χρησμούς του Απόλλωνος: «Ὁ ἄναξ οὐ τό μαντεῖον ἐστι τό ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλά σημαίνει»/ Ο βασιλιάς που έχει το μαντείο του στους Δελφούς ούτε μιλάει καθαρά ούτε κρύβει· μόνο δείχνει σημάδια. Το πρόβλημα λοιπόν βρίσκεται, όπως και σε όλες τις εποχές, στο γεγονός ότι εκείνοι που πρέπει να κατανοήσουν τα θεϊκά σημάδια δεν είναι θεοί, αλλά άνθρωποι.
[ekivolos.gr]
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΔΟΥΣΕΣ



Μέδουσες ή ζελέ είναι θαλάσσια ασπόνδυλα της συνομοταξία Κνιδόζωα.
Είναι χαρακτηρίζεται ως ελεύθερο κολύμπι θαλάσσια ζώα που αποτελείται από μια ζελατινώδη ομπρέλα σχήμα καμπάνας και σύροντας τα πλοκάμια.
Μέδουσες είναι να μην τα ψάρια και σχετίζονται με τα κοράλλια και ανεμώνες.
Μέδουσες έχουν περιπλανιόταν στις θάλασσες για τουλάχιστον 500 εκατομμύρια χρόνια, και πιθανώς 700 εκατομμύρια χρόνια ή περισσότερο, που τους καθιστά το παλαιότερο ζώο πολλαπλών οργάνων .
μέδουσες-2
Μέδουσες είναι που βρέθηκαν σε όλους τους ωκεανούς, από την επιφάνεια προς το βάθος της θάλασσας. Είναι ακόμη βρίσκονται σε ορισμένες λίμνες γλυκού νερού και λίμνες.
Οι περισσότερες μέδουσες βρίσκονται σε ζεστά, ρηχά παράκτια ύδατα, αλλά υπάρχουν μερικά είδη που ζουν στα κρύα βάθη των 30.000 ποδιών.
Υπάρχουν περίπου 2.000 διαφορετικά είδη μεδουσών που έχουν εντοπιστεί.
μέδουσες-3
Αυτές οι 2.000 είδη μεδουσών μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις διαφορετικές ομάδες : Scyphozoa, Staurozoa, Cubozoa και Hydrozoa.
Υπάρχουν πάνω από 200 είδη Scyphozoa (μερικές φορές ονομάζεται αληθινή μέδουσες, αν και δεν είναι τίποτα περισσότερο πραγματικά μέδουσες από τους άλλους), περίπου 50 είδη Staurozoa(καταδιώκεται μέδουσες), περίπου 20 είδη Cubozoa (μέδουσες κουτί), και το Hydrozoa περιλαμβάνει περίπου 1000-1500 είδη που παράγουν medusae (υπάρχουν πολλά άλλα είδη υδρόζωα που δεν παράγουν medusae).
Jellyfish διάρκεια ζωής τυπικά κυμαίνονται από μερικές ώρες έως μερικούς μήνες ? υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι τα είδη βαθέων υδάτων μπορεί να ζήσει με τη σειρά του χρόνια.
μέδουσες-4
Ένα ασυνήθιστο Turritopsis dohrnii , η αθάνατη μέδουσα , είναι ένα είδος μικρής, βιολογικά αθάνατημέδουσα που βρέθηκαν στη Μεσόγειο Θάλασσα και στα νερά της Ιαπωνίας. Η αθάνατη μέδουσα είναι σε θέση να κύκλο από ένα ώριμο ενήλικα πίσω σε ένα ανώριμο στάδιο πολύποδα έναν απεριόριστο αριθμό των φορών που σημαίνει ότι θα φαίνεται να είναι αδύνατο να πεθάνουν από γηρατειά.
Οι περισσότεροι μέδουσα κυμαίνονται από 1 εκατοστό (0,4 ίντσες) έως περίπου 40 εκατοστά (16 ίντσες), αν και η μικρότερη είναι μεγάλη μόνο ένα χιλιοστόμετρο!
Η χαίτη μέδουσες λέοντος ( cyanea Capillata ), επίσης γνωστός ως ο γίγαντας μέδουσες ή ζελέ για τα μαλλιά, είναι το μεγαλύτερο γνωστό είδος των μεδουσών . Οι μεγαλύτερες καταγράφονται δείγμα βρέθηκε, ξεβράστηκαν στην ακτή του Κόλπου της Μασσαχουσέττης το 1870, είχε ένα κουδούνι με διάμετρο 2,3 μέτρα (7 ft 6 in) και πλοκάμια 37,0 μέτρα (121,4 πόδια)? Στο 37,0 μέτρα (121,4 πόδια) ήταν μεγαλύτερη από ό, τι ένα μπλε φάλαινα και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες γνωστές ζώα στον κόσμο.
χαίτη λιονταριού μέδουσες
Μερικά μέδουσες είναι σαφείς, αλλά άλλοι είναι σε έντονα χρώματα όπως το ροζ, κίτρινο, μπλε, και μοβ, και συχνά είναι φωταύγειας .
Πολλές μέδουσες έχουν βιοφωταυγείς όργανα , τα οποία εκπέμπουν φως. Αυτό το φως μπορεί να τους βοηθήσει σε μια σειρά από διαφορετικούς τρόπους, όπως η προσέλκυση θήραμα ή αποσπούν την προσοχή τους θηρευτές.
μέδουσες bioluminescent
Μόνο περίπου πέντε τοις εκατό του σώματος ενός μέδουσες είναι στερεά ύλη? το υπόλοιπο είναι νερό.
Ενώ μέδουσες δεν έχουν εγκέφαλο ή την καρδιά, έχουν ένα στοιχειώδες νευρικό σύστημα με τους υποδοχείς που ανιχνεύουν το φως, τις δονήσεις και τις χημικές ουσίες στο νερό . Αυτές οι δυνατότητες, μαζί με την αίσθηση της βαρύτητας, επιτρέπουν τη μέδουσα να προσανατολίσουν και να καθοδηγήσουν το ίδιο στο νερό.
μέδουσες-5
Η μέδουσα κουτί είναι μοναδική, επειδή έχει 24 μάτια, τέσσερα παράλληλα εγκεφάλους, και 60 του πρωκτού περιοχές. Δύο από τα μάτια του μπορούν να δουν το χρώμα. Είναι επίσης ένα από τα ζώα στον κόσμο που έχει θέα 360 μοιρών από τον περιβάλλοντα χώρο.
Jellyfish δεν αναπνέει σε ένα τυπικό τρόπο , καθώς δεν έχουν το αναπνευστικό σύστημα? Εξαιρετικά λεπτές μεμβράνες τους είναι σε θέση να διαχέονται οξυγόνο στα κύτταρα τους από το νερό γύρω τους . Λόγω της φυσικής μακιγιάζ τους, μέδουσες απαιτούν στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο οξυγόνο από ό, τι πολλά άλλα πλάσματα της θάλασσας.
Μέδουσες χρησιμοποιήσετε τσούξιμο κύτταρα για τους πλοκάμια τόσο τη σύλληψη των τροφίμων καιτην προστασία τους από τα αρπακτικά ζώα . Αυτά τσούξιμο κύτταρα διαπερνούν τη σάρκα σαν μικροσκοπική βελάκια και παραμένουν ενεργά ακόμα και μετά το ζώο είναι νεκρό.
Μέδουσες είναι παθητική σαρκοφάγα , που τρέφονται με πλαγκτόν, τα καρκινοειδή, τα αυγά των ψαριών, μικρά ψάρια και άλλα μέδουσες.
μέδουσες και τα ψάρια
Όταν η μέδουσα έχει φάει και χωνεύεται το θήραμα, τα απόβλητα απελευθερώνεται μέσω αυτής της τρύπας, ή «στόμα».
Η ομπρέλα-όπως σώματα των μεδουσών τους επιτρέπουν να πάλλεται το δρόμο τους γύρω από το νερό . Αυτή η μοναδική κίνηση ονομάζεται παθητική ενέργεια ανακατάληψη, και κάνει μέδουσες τιςπιο ενεργειακά αποδοτικές κολυμβητές , επιτρέποντάς τους να ταξιδέψουν 30 τοις εκατό μακρύτερα ανά κύκλο κολύμπι από ό, τι διαφορετικά θα ήταν σε θέση να.
Κύριο της μέδουσας μηχανισμούς άμυνας είναι τσιμπήματα και διαφανές σώμα του, το οποίο το καθιστά εύκολο για να κρύψει.
Παρά δηλητηριώδη άμυνες τους, μέδουσες έχουν πολλά αρπακτικά ζώα . Καρχαρίες, ο τόνος, ο ξιφίας,θαλάσσιες χελώνες έχουν, ακόμη και ο σολομός είναι γνωστό ότι λυμαίνονται την μέδουσες.
θαλάσσια χελώνα τρώει μέδουσες
Μια ομάδα των μεδουσών ονομάζεται μια άνθιση, ένα σμήνος, ή ένα χαστούκι . Μια μεγάλη άνθιση μπορεί να περιέχει 100.000 μέδουσες .
Μέδουσες αναπαραγωγή περιλαμβάνει διάφορα στάδια . Στον ενήλικα, ή μέδουσα, το στάδιο της μέδουσες, μπορούν να αναπαράγονται φυλετικά με την απελευθέρωση του σπέρματος και τα αυγά μέσα στο νερό, σχηματίζοντας ένα planula. Σε αυτό το στάδιο νύμφης της ζωής μέδουσα, τα άγκιστρα planula πάνω στο κάτω μέρος μιας ομαλής βράχο ή άλλη κατασκευή και μεγαλώνει σε ένα άλλο στάδιο της μέδουσα ζωής, ο πολύποδας - το οποίο μοιάζει με ένα μικροσκοπικό θάλασσα ανεμώνη. Κατά το στάδιο αυτό, το οποίο μπορεί να διαρκέσει για αρκετούς μήνες ή χρόνια, ασεξουαλική αναπαραγωγή συμβαίνει. Οι πολύποδες τον εαυτό τους και οφθαλμός, ή strobilate κλωνοποίηση, σε ένα άλλο στάδιο της ζωής μέδουσες, που ονομάζεται Εφύρα. Είναι αυτή η μορφή που φυτρώνει στην μέδουσες ενηλίκων μέδουσα.
αναπαραγωγή μέδουσες
Μερικά είδη μπορούν να παράγουν νέα medusae από τους εκκολαπτόμενους απευθείας από το medusan στάδιο. Μερικά hydromedusae αναπαράγουν από σχάση (διάσπαση στο μισό). Λίγα παραλείπουν τα planula, φάσεις πολύποδα και Εφύρα και να παράγει νέα medusae απευθείας από τα αυγά.
Περιβαλλοντικό στρες μπορεί να αυξήσει σμήνη μεδουσών . Μέδουσες είναι ένα από τα πολύ λίγα πλάσματα που μπορούν να προσαρμοστούν σε ωκεανό νεκρές ζώνες ή ζώνες όπου υπάρχει λίγο οξυγόνο και πολλά ρύπανσης. Υπάρχουν πάνω από 400 θαλάσσια νεκρές ζώνες στον κόσμο
Μέδουσες είναι επιθετικοί αποικιοκράτες . Οκτώ χρόνια μετά την χτένα μέδουσες εισήχθησαν στη Μαύρη
Θάλασσα το 1982, που ανήλθαν συνολικά σε περίπου 900 εκατομμύρια τόνους. Μέδουσες έχουν προκαλέσει $ 350 εκατομμύρια σε απώλειες για την αλιεία και τον τουρισμό της Μαύρης Θάλασσας.
Περίπου 70 είδη μεδουσών μπορεί να βλάψει τους ανθρώπους ? Το κουτί μέδουσες ( Chironex fleckeri) [φωτογραφία παρακάτω] είναι το πιο επικίνδυνο και το πιο δηλητηριώδες θαλάσσιο πλάσμα, μπορεί να σκοτώσει ένα άτομο μέσα σε μόλις λίγα λεπτά.
μέδουσες κουτί
Κατά μέσο όρο, οι μέδουσες να σκοτώσει περισσότερους ανθρώπους από ό, τι οι καρχαρίες .
Καβούρια έχουν μερικές φορές δει κρεμάσματος μια βόλτα σε ένα μέδουσες. Το σκληρό, εξωτερικό κέλυφος του καβουριού που προστατεύει από το τσίμπημα της μέδουσας. Το καβούρι, επίσης, συνήθως πιάνει λίγο από το φαγητό οι παγίδες μέδουσες.
Οι αλιείς συγκομιδή μέδουσα για το κολλαγόνο τους , η οποία έχει πολλές ιατρικές χρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της θεραπείας της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Οι Κινέζοι έχουν αλιευθεί μέδουσες για 1.700 χρόνια. Θεωρούνται μια λιχουδιά και χρησιμοποιούνται στην κινεζική ιατρική.
Μέδουσες έχουν την ευθύνη για τη διακοπή προσωρινά κάτω από ένα εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας στην Ιαπωνία μετά θα κολλήσει στο σύστημα ψύξης του.
Σε αντίθεση με δημοφιλή πεποίθηση, ούρηση σε ένα τσίμπημα μέδουσας είναι αναποτελεσματική .Αντ 'αυτού, το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να πάρετε έξω από το νερό αμέσως και πλύνετε με αλμυρό νερό (όχι φρέσκο ​​νερό). Θαλασσινό νερό θα απενεργοποιήσει τις τσούξιμο κύτταρα, ενώ νωπά ή το νερό της βρύσης θα τα επανενεργοποιήσει. Ο καλύτερος τρόπος για να αφαιρέσετε τα κύτταρα είναι με κάτι, όπως μια πιστωτική κάρτα.
Ένας ενήλικος μέδουσες ονομάζεται μια " Μέδουσα ", μετά την Ελληνική τέρας Μέδουσα που είχε το φίδι για τα μαλλιά
.Interesting facts about jellyfish | Just Fun Facts

Ἔρνεστ Χέμνιγουέϊ (Ernest Hemingway): Ἕνα καθαρό, καλὰ φωτισμένο μέρος

Hemingway,Ernst-EnaKatharo,KalaFotismenoMeros-Eikona-02

Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ  (Ernest Hemingway)

Ἕ­να κα­θα­ρό, κα­λὰ φω­τι­σμέ­νο μέ­ρος

(A clean, well-lighted place)

03-HttaΤΑΝ ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ κι ὅ­λοι εἶ­χαν φύ­γει ἀ­π’ τὸ κα­φέ, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ ἕ­ναν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο ποὺ κα­θό­ταν στὴ σκιὰ ποὺ ἔ­ρι­χναν τὰ φύλ­λα τοῦ δέν­τρου κά­τω ἀ­π’ τὸ ἠ­λε­κτρι­κὸ φῶς. Τὴ μέ­ρα ἀ­πὸ τὸ δρό­μο ση­κω­νό­ταν κουρ­νια­χτός, ἀλ­λὰ τὴ νύ­χτα ἡ δρο­σιὰ ἔ­κα­νε τὸ χῶ­μα νὰ κα­τα­κά­θε­ται, καὶ στὸν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο ἄ­ρε­σε νὰ κά­θε­ται ὣς ἀρ­γά, για­τὶ ἦ­ταν κου­φὸς καὶ τώ­ρα τὴ νύ­χτα ἦ­ταν ἥ­συ­χα κι ἔ­νι­ω­θε τὴ δι­α­φο­ρά. Μέ­σα στὸ κα­φέ, οἱ δύ­ο σερ­βι­τό­ροι ἤ­ξε­ραν ὅ­τι ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ἦ­ταν λι­γά­κι με­θυ­σμέ­νος, καὶ πα­ρό­λο ποὺ ἦ­ταν κα­λὸς πε­λά­της ἤ­ξε­ραν ὅ­τι ἂν με­θοῦ­σε πο­λὺ θά ’­φευ­γε χω­ρὶς νὰ πλη­ρώ­σει, ὁ­πό­τε τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν.
          «Πρὶν μιὰ βδο­μά­δα προ­σπά­θη­σε ν’ αὐ­το­κτο­νή­σει» εἶ­πε ὁ ἕ­νας σερ­βι­τό­ρος.
          «Για­τί;»
          «Ἦ­ταν ἀ­πελ­πι­σμέ­νος.»
          «Γιὰ ποι­ὸ λό­γο;»
          «Γιὰ τί­πο­τα»
          «Πῶς ξέ­ρεις ὅ­τι ἦ­ταν γιὰ τί­πο­τα;»
          «Ἔ­χει πολ­λὰ λε­φτά.»
        Κά­θον­ταν μα­ζὶ σ’ ἕ­να τρα­πέ­ζι δί­πλα στὸν τοῖ­χο, κον­τὰ στὴν πόρ­τα τοῦ κα­φέ, καὶ κοί­τα­ζαν τὴ βε­ράν­τα, ὅ­που ὅ­λα τὰ τρα­πέ­ζια ἦ­ταν ἄ­δεια ἐ­κτὸς ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο στὸ ὁ­ποῖ­ο κα­θό­ταν ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος, στὴ σκιὰ τῶν φύλ­λων τοῦ δέν­τρου ποὺ σεί­ον­ταν ἁ­πα­λὰ στὸν ἄ­νε­μο. Ἕ­να κο­ρί­τσι κι ἕ­νας στρα­τι­ώ­της δι­έ­σχι­σαν τὸ δρό­μο. Τὸ φα­νά­ρι τοῦ δρό­μου ἄ­στρα­ψε στὸ με­ταλ­λι­κὸ ἀ­ριθ­μὸ τοῦ για­κά του. Τὸ κο­ρί­τσι εἶ­χε τὸ κε­φά­λι του ἀ­κά­λυ­πτο κι ἔ­τρε­χε πλά­ι του.
          «Ἡ φρου­ρὰ θὰ τὸν μα­ζέ­ψει» εἶ­πε ὁ ἕ­νας σερ­βι­τό­ρος.
          «Τί πει­ρά­ζει ἂν πά­ρει αὐ­τὸ ποὺ θέ­λει;»
          «Κα­λύ­τε­ρα νὰ φύ­γει ἀ­π’ τὸ δρό­μο ἀ­μέ­σως. Ἡ φρου­ρὰ θὰ τὸν πιά­σει. Πέ­ρα­σαν πρὶν πέν­τε λε­πτά.»
          Ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ποὺ κα­θό­ταν στὴ σκιὰ ἄρ­χι­σε νὰ χτυ­πᾶ ἐ­πί­μο­να τὸ πι­α­τά­κι του μὲ τὸ πο­τή­ρι του. Ὁ νε­α­ρό­τε­ρος σερ­βι­τό­ρος πῆ­γε ὣς ἐ­κεῖ.
          «Τί θέ­λεις;»
          Ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος τὸν κοί­τα­ξε. «Ἄλ­λο ἕ­να μπράν­τι» εἶ­πε.
          «Εἶ­σαι με­θυ­σμέ­νος» εἶ­πε ὁ σερ­βι­τό­ρος. Ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος τὸν κοί­τα­ξε. Ὁ σερ­βι­τό­ρος ἔ­φυ­γε.
          «Θὰ μεί­νει ὅ­λη νύ­χτα» εἶ­πε στὸ συ­νά­δελ­φό του. «Νυ­στά­ζω. Πο­τὲ δὲν ξα­πλώ­νω γιὰ ὕ­πνο πρὶν τὶς τρεῖς. Κα­λύ­τε­ρα νά ’­χε αὐ­το­κτο­νή­σει τὴν προ­η­γού­με­νη ἑ­βδο­μά­δα.»
          Ὁ σερ­βι­τό­ρος πῆ­ρε τὸ μπου­κά­λι τοῦ μπράν­τι κι ἄλ­λο ἕ­να πι­α­τά­κι ἀπ’ τὸ τα­μεῖ­ο στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ κα­φὲ καὶ πῆ­γε στὸ τρα­πέ­ζι τοῦ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νου. Ἄ­φη­σε τὸ πι­α­τά­κι καὶ γέ­μι­σε τὸ πο­τή­ρι μὲ μπράν­τι μέ­χρι πά­νω.
          «Κα­λύ­τε­ρα νά ’­χες αὐ­το­κτο­νή­σει τὴν προ­η­γού­με­νη ἑ­βδο­μά­δα» εἶ­πε στὸν κου­φό. Ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ἔ­νευ­σε μὲ τὸ δά­χτυ­λό του. «Λί­γο ἀ­κό­μα» εἶ­πε. Ὁ σερ­βι­τό­ρος ἔ­ρι­ξε κι ἄλ­λο μπράν­τι, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὸ πο­τή­ρι νὰ ξε­χει­λί­σει καὶ νὰ στά­ξει ὣς κά­τω, ὣς τὸ πι­α­τά­κι ποὺ βρι­σκό­ταν στὴν κο­ρυ­φὴ τῆς στοί­βας. «Εὐ­χα­ρι­στῶ» εἶ­πε ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος. Ὁ σερ­βι­τό­ρος πῆ­ρε τὸ μπου­κά­λι καὶ γύ­ρι­σε στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ τοῦ κα­φέ. Ξα­να­κά­θι­σε στὸ τρα­πέ­ζι μὲ τὸ συ­νά­δελ­φό του.
          «Μέ­θυ­σε» εἶ­πε.
          «Κά­θε βρά­δυ με­θά­ει.»
          «Για­τί ἤ­θε­λε ν’ αὐ­το­κτο­νή­σει;»
          «Ποῦ νὰ ξέ­ρω.»
          «Πῶς τό ’­κα­νε;»
          «Κρε­μά­στη­κε μὲ σχοι­νί.»
          «Ποιός τοῦ τό ’­κο­ψε;»
          «Ἡ ἀ­νι­ψιά του.»
          «Για­τί τό ’­κα­ναν;»
          «Ἀ­πὸ φό­βο γιὰ τὴν ψυ­χή του.»
          «Πό­σα λε­φτὰ ἔ­χει;»
          «Πολ­λά.»
          «Πρέ­πει νά ’­ναι ὀ­γδόν­τα χρο­νῶν.»
          «Τέ­λος πάν­των, θά ’­λε­γα ὅ­τι εἶ­ναι ὀ­γδόν­τα χρο­νῶν.»
          «Μα­κά­ρι νὰ πή­γαι­νε σπί­τι του. Δὲν πέ­φτω πο­τὲ γιὰ ὕ­πνο πρὶν τὶς τρεῖς. Τί ὥ­ρα εἶν’ αὐ­τὴ γιὰ νὰ κοι­μη­θεῖς;»
          «Μέ­νει ξά­γρυ­πνος για­τὶ τοῦ ἀ­ρέ­σει.»
          «Εἶ­ναι μό­νος του. Ἐ­γὼ δὲν εἶ­μαι μό­νος μου. Ἔ­χω γυ­ναί­κα ποὺ μὲ πε­ρι­μέ­νει στὸ κρε­βά­τι.»
          «Κι αὐ­τὸς εἶ­χε κά­πο­τε γυ­ναί­κα.»
          «Δὲ θὰ τοῦ χρη­σί­μευ­ε σὲ τί­πο­τα πιά.»
          «Αὐ­τὸ δὲν τὸ ξέ­ρεις. Μπο­ρεῖ νὰ ἦ­ταν σὲ κα­λύ­τε­ρη κα­τά­στα­ση ἂν εἶ­χε γυ­ναί­κα.»
          «Τὸν φρον­τί­ζει ἡ ἀ­νι­ψιά του. Ἐ­σὺ εἶ­πες ὅ­τι τοῦ ’­κο­ψε τὸ σχοι­νὶ.»
          «Τὸ ξέ­ρω.»
          «Δὲ θέ­λω νὰ γε­ρά­σω τό­σο. Ἕ­νας γέ­ρος εἶ­ναι βρώ­μι­κο πράγ­μα.»
          «Ὄ­χι πάν­τα. Αὐ­τὸς ὁ γέ­ρος εἶ­ναι κα­θα­ρός. Πί­νει χω­ρὶς νὰ χύ­νει τὸ πο­τή­ρι. Ἀ­κό­μα κι ἔ­τσι, με­θυ­σμέ­νος. Κοί­τα τον.»
          «Δὲ θέ­λω νὰ τὸν κοι­τά­ξω. Μα­κά­ρι νὰ πή­γαι­νε σπί­τι του. Δὲ σέ­βε­ται αὐ­τοὺς ποὺ δου­λεύ­ουν.»
          Ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος κοί­τα­ξε πί­σω ἀ­π’ τὸ πο­τή­ρι του τὸ χῶ­ρο τῆς πλα­τεί­ας, ὕ­στε­ρα τοὺς σερ­βι­τό­ρους.
          «Ἄλ­λο ἕ­να μπράν­τι» εἶ­πε κι ἔ­δει­ξε τὸ πο­τή­ρι του. Ὁ σερ­βι­τό­ρος ποὺ βι­α­ζό­ταν πῆ­γε μέ­χρι ἐ­κεῖ.
          «Τέ­λος» εἶ­πε μι­λών­τας κο­φτά, ἐλ­λει­πτι­κά, ὅ­πως κά­θε ἠ­λί­θιος ὅ­ταν μι­λᾶ σὲ με­θυ­σμέ­νους ἢ ἀλ­λο­δα­πούς. «Ὄ­χι ἄλ­λο ἀ­πό­ψε. Κλεί­σα­με.»
          «Ἄλ­λο ἕ­να» εἶ­πε ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος.
          «Ὄ­χι. Τέ­λος.» Ὁ σερ­βι­τό­ρος σκού­πι­σε τὴν ἄ­κρη τοῦ τρα­πε­ζιοῦ μὲ μιὰ πε­τσέ­τα καὶ κού­νη­σε τὸ κε­φά­λι του.
          Ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ση­κώ­θη­κε, μέ­τρη­σε ἀρ­γὰ τὰ πι­α­τά­κια, ἔ­βγα­λε ἕ­να μι­κρὸ δερ­μά­τι­νο πορ­το­φό­λι ἀ­π’ τὴν τσέ­πη του καὶ πλή­ρω­σε τὰ πο­τά, ἀ­φή­νον­τας μι­σὴ πε­σέ­τα γιὰ φι­λο­δώ­ρη­μα. Ὁ σερ­βι­τό­ρος τὸν ἀ­κο­λού­θη­σε μὲ τὸ βλέμ­μα του κα­θὼς ἔ­παιρ­νε τὸ δρό­μο κι ἀ­πο­μα­κρυ­νό­ταν – ἕ­νας πο­λὺ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ἄν­δρας ποὺ περ­πα­τοῦ­σε χω­ρὶς ἰ­σορ­ρο­πί­α ἀλ­λὰ μὲ ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια.
          «Για­τί δὲν τὸν ἄ­φη­σες νὰ μεί­νει καὶ νὰ πι­εῖ;» ρώ­τη­σε ὁ σερ­βι­τό­ρος ποὺ δὲ βι­α­ζό­ταν. Ἔ­κλει­ναν τὰ ρο­λά. «Οὔ­τε δυ­ό­μι­σι δὲν πῆ­γε.»
          «Θέ­λω νὰ πά­ω σπί­τι νὰ κοι­μη­θῶ.»
          «Τί ση­μα­σί­α ἔ­χει μιὰ ὥ­ρα;»
          «Με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α ἔ­χει γιὰ μέ­να πα­ρὰ γι’ αὐ­τόν.»
          «Μιὰ ὥ­ρα εἶ­ναι τὸ ἴ­διο.»
          «Μι­λᾶς σὰν νά ’­σαι κι ἐ­σὺ γέ­ρος. Μπο­ρεῖ ν’ ἀ­γο­ρά­σει ἕ­να μπου­κά­λι καὶ νὰ πι­εῖ στὸ σπί­τι του.»
          «Δὲν εἶ­ναι τὸ ἴ­διο.»
          «Ὄ­χι, δὲν εἶ­ναι» συμ­φώ­νη­σε ὁ παν­τρε­μέ­νος σερ­βι­τό­ρος. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ εἶ­ναι ἄ­δι­κος. Ἁ­πλῶς βι­α­ζό­ταν.
          «Κι ἐ­σύ; Δὲ φο­βᾶ­σαι νὰ γυ­ρί­σεις σπί­τι πρὶν τὴ συ­νη­θι­σμέ­νη ὥ­ρα;»
          «Προ­σπα­θεῖς νὰ μὲ προ­σβά­λεις;»
          «Ὄ­χι, hombre, ἁ­πλῶς ἀ­στει­εύ­ο­μαι.»
          «Ὄ­χι» εἶ­πε ὁ σερ­βι­τό­ρος ποὺ βι­α­ζό­ταν, κα­θὼς ση­κω­νό­ταν ἀ­φοῦ κα­τέ­βα­σε τὰ με­ταλ­λι­κὰ ρο­λά. «Ἔ­χω αὐ­το­πε­ποί­θη­ση. Εἶ­μαι γε­μά­τος αὐ­το­πε­ποί­θη­ση.»
          «Ἔ­χεις νιά­τα, αὐ­το­πε­ποί­θη­ση καὶ δου­λειὰ» εἶ­πε ὁ πιὸ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος σερ­βι­τό­ρος. «Τὰ ἔ­χεις ὅ­λα.»
          «Κι ἐ­σέ­να τί σοῦ λεί­πει;»
          «Τὰ πάν­τα ἐ­κτὸς ἀ­πὸ δου­λειά.»
          «Ἔ­χεις ὅ,τι κι ἐ­γώ.»
          «Ὄ­χι. Πο­τὲ δὲν εἶ­χα αὐ­το­πε­ποί­θη­ση καὶ δὲν εἶ­μαι νέ­ος.»
          «Ἔ­λα τώ­ρα. Στα­μά­τα νὰ λὲς ἀ­νο­η­σί­ες καὶ κλεί­δω­σε.»
          «Εἶ­μαι ἀ­π’ αὐ­τοὺς ποὺ τοὺς ἀ­ρέ­σει νὰ μέ­νουν ὣς ἀρ­γὰ στὰ κα­φέ» εἶ­πε ὁ πιὸ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος σερ­βι­τό­ρος. «Μ’ ὅ­λους ὅ­σοι δὲ θέ­λουν νὰ πᾶ­νε γιὰ ὕ­πνο. Μ’ ὅ­λους ὅ­σοι χρει­ά­ζον­ται ἕ­να φῶς μέ­σα στὴ νύ­χτα.»
          «Ἐ­γὼ θέ­λω νὰ πά­ω σπί­τι καὶ νὰ κοι­μη­θῶ.»
          «Εἴ­μα­στε δυ­ὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς πε­ρι­πτώ­σεις» εἶ­πε ὁ πιὸ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος σερ­βι­τό­ρος. Ἦ­ταν πιὰ ντυ­μέ­νος, ἕ­τοι­μος νὰ πά­ει στὸ σπί­τι του. «Δὲν εἶ­ναι μό­νο ζή­τη­μα νι­ό­της καὶ αὐ­το­πε­ποί­θη­σης, πα­ρό­λο ποὺ αὐ­τὰ τὰ πράγ­μα­τα εἶ­ναι πο­λὺ ὄ­μορ­φα. Κά­θε βρά­δυ δι­στά­ζω νὰ κλεί­σω για­τὶ μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ποὺ ἔ­χει ἀ­νάγ­κη τὸ κα­φέ.»
          «Hombre, ὑ­πάρ­χουν bodegas ποὺ μέ­νουν ἀ­νοι­χτὲς ὅ­λη νύ­χτα.»
          «Δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις. Αὐ­τὸ ἐ­δῶ εἶ­ν’ ἕ­να κα­θα­ρὸ κι εὐ­χά­ρι­στο κα­φέ. Εἶ­ναι κα­λὰ φω­τι­σμέ­νο. Τὸ φῶς εἶ­ναι πο­λὺ κα­λὸ κι ἐ­πί­σης, τέ­τοι­α ὥ­ρα, ὑ­πάρ­χουν οἱ σκι­ὲς τῶν φύλ­λων.»
          «Κα­λη­νύ­χτα» εἶ­πε ὁ νε­ό­τε­ρος σερ­βι­τό­ρος.
          «Κα­λη­νύ­χτα» εἶ­πε ὁ ἄλ­λος. Ἔ­κλει­σε τὸ ἠ­λε­κτρι­κὸ φῶς καὶ συ­νέ­χι­σε τὴ συ­ζή­τη­ση μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του. Ἀ­σφα­λῶς καὶ τὸ φῶς με­τροῦ­σε, ἀλ­λὰ ἦ­ταν ἀ­πα­ραί­τη­το νὰ εἶ­ναι τὸ μέ­ρος κα­θα­ρὸ κι εὐ­χά­ρι­στο. Δὲ θέ­λεις μου­σι­κή. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε δὲ θέ­λεις μου­σι­κή. Οὔ­τε καὶ μπο­ρεῖς νὰ στα­θεῖς μὲ ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια μπρο­στὰ σ’ ἕ­να μπάρ, ἂν καὶ μό­νο μπὰρ προ­σφέ­ρον­ται τέ­τοι­ες ὧ­ρες. Τί φο­βό­ταν; Δὲν ἦ­ταν φό­βος ἢ τρό­μος. Ἦ­ταν ἕ­να τί­πο­τα ποὺ τὸ γνώ­ρι­ζε πο­λὺ κα­λά. Ὅ­λα ἦ­ταν ἕ­να τί­πο­τα κι ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἕ­να τί­πο­τα ἐ­πί­σης. Μό­νο αὐ­τὸ ἦ­ταν καὶ τὸ μό­νο ποὺ χρει­α­ζό­ταν ἦ­ταν φῶς καὶ μιὰ κά­ποι­α κα­θα­ρι­ό­τη­τα καὶ τά­ξη. Ὁ­ρι­σμέ­νοι ζοῦν μέ­σα του καὶ πο­τὲ δὲν τὸ ἔ­νι­ω­σαν, ὅ­μως αὐ­τὸς ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ὅ­λα ἦ­ταν nada y pues nada y nada y pues nada. Nada ­ἡμῶν, τὸ ἐν nada, nada τὸ ὄ­νο­μά Σου nada ἡ Βα­σι­λεί­α Σου nada τὸ θέ­λη­μά Σου nada ὡς ἐν nada καὶ ἐ­πὶ nada. Δὸς ἡ­μῖν τὸ nada τὸ ἐ­πι­ού­σιον καὶ nada ἡ­μῖν τὰ nada ἡ­μῶν ὡς καὶ ἡμεῖς nada τὰ nada ἡ­μῶν καὶ μὴ nada ἡ­μᾶς εἰς nada ἀλ­λὰ ρῦσαι ἡ­μᾶς ἀ­πὸ τοῦ nada· pues nada. Χαῖ­ρε nada κε­χα­ρι­τω­μέ­νο, nada με­τά Σου. Χα­μο­γέ­λα­σε καὶ στά­θη­κε μπρο­στὰ στὸ μπάρ, μπρο­στὰ ἀ­πὸ μιὰ ἀ­στρα­φτε­ρὴ κι ἀ­χνι­στὴ μη­χα­νὴ τοῦ κα­φέ.
          «Τί θὰ πά­ρε­τε;» ρώ­τη­σε ὁ μπάρ­μαν.
          «Nada.»
          «Otro loco mas» εἶ­πε ὁ μπάρ­μαν καὶ στρά­φη­κε ἀλ­λοῦ.
          «Ἕ­να πο­τη­ρά­κι» εἶ­πε ὁ σερ­βι­τό­ρος.
          Ὁ μπάρ­μαν τὸν σέρ­βι­ρε.
          «Τὸ φῶς λάμ­πει δυ­να­τὰ κι εὐ­χά­ρι­στα, ἀλ­λὰ τὸ μπὰρ θέ­λει γυ­ά­λι­σμα» εἶ­πε ὁ σερ­βι­τό­ρος.
          Ὁ μπάρ­μαν τὸν κοί­τα­ξε ἀλ­λὰ δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Ἦ­ταν πο­λὺ ἀρ­γὰ τὴ νύ­χτα γιὰ συ­ζή­τη­ση.
          «Θέ­λεις μιὰ copita ἀ­κό­μη;» ρώ­τη­σε ὁ μπάρ­μαν.
          «Ὄ­χι, εὐ­χα­ρι­στῶ» εἶ­πε ὁ σερ­βι­τό­ρος καὶ βγῆ­κε. Δὲν τοῦ ἄ­ρε­σαν τὰ μπὰρ καὶ οἱ bodegas. Ἕ­να κα­θα­ρό, κα­λὰ φω­τι­σμέ­νο κα­φὲ ἦ­ταν κά­τι ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κό. Τώ­ρα, χω­ρὶς νὰ σκε­φτεῖ πα­ρα­πά­νω, θὰ πή­γαι­νε σπί­τι, στὸ δω­μά­τιό του. Θὰ ξά­πλω­νε στὸ κρε­βά­τι του καὶ τε­λι­κά, μὲ τὸ φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας, θὰ τὸν ἔ­παιρ­νε ὁ ὕ­πνος. Ἴ­σως ἐν τέ­λει, εἶ­πε στὸν ἑ­αυ­τό του, νὰ εἶ­ναι μό­νο ἀ­ϋ­πνί­α. Συμ­βαί­νει σὲ πολ­λούς.


Ση­μει­ώ­σεις:

Hombre: ἰ­σπα­νι­κὰ στὸ πρω­τό­τυ­πο. Ἡ λέ­ξη «Hombre» ση­μαί­νει «ἄν­θρω­πος» καὶ «ἄν­δρας». Ἐ­δῶ, ὡς κλη­τι­κὴ προ­σφώ­νη­ση, ση­μαί­νει «φί­λε».

Bodegas: ἰ­σπα­νι­κὰ στὸ πρω­τό­τυ­πο. «Bodega» στὰ ἰ­σπα­νι­κὰ εἶ­ναι τὸ οἰ­νο­ποι­εῖ­ο, τὸ κε­λά­ρι ἢ τὸ μπὰρ ὅ­που κα­τα­να­λώ­νε­ται κρα­σί. Ἐ­δῶ ἡ λέ­ξη χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται μὲ τὴν τε­λευ­ταί­α της ση­μα­σί­α.

Nada y pues nada: ἰ­σπα­νι­κὰ στὸ πρω­τό­τυ­πο. Ἡ φρά­ση «pues nada» χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται στὸν κα­θη­με­ρι­νὸ λό­γο γιὰ νὰ δη­λώ­σει ἀ­μη­χα­νί­α ἢ γιὰ νὰ ση­μά­νει τὸ τέ­λος μιᾶς συ­ζή­τη­σης. Στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­πο­δο­θεῖ ὡς «αὐ­τὰ λοι­πόν». Ἡ φρά­ση «nada y pues nada» θὰ ἀ­πο­δι­δό­ταν ὡς «τί­πο­τα καὶ λοι­πὸν τί­πο­τα». Ὅ­πως γί­νε­ται εὔ­κο­λα ἀν­τι­λη­πτό, σ’ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ δι­η­γή­μα­τος ὁ σερ­βι­τό­ρος ἀ­παγ­γέλ­λει τὴν Κυ­ρια­κὴ Προ­σευ­χὴ καὶ τὸ Χαῖ­ρε, Μα­ρί­α ἀν­τι­κα­θι­στών­τας ὁ­ρι­σμέ­νες λέ­ξεις τῶν προ­σευ­χῶν μὲ τὴ λέ­ξη «nada».

Otro loco mas: ἰ­σπα­νι­κὰ στὸ πρω­τό­τυ­πο. Ση­μαί­νει «ἄλ­λος ἕ­νας τρε­λός».

Copita: ἱ­σπα­νι­κὰ στὸ πρω­τό­τυ­πο. Μι­κρὸ πο­τή­ρι κρα­σιοῦ.

[Ἡ ἀ­πό­δο­ση τῶν ἰ­σπα­νι­κῶν ὅ­ρων στὶς ση­μει­ώ­σεις ἔ­γι­νε μὲ τὴ συν­δρο­μὴ τοῦ Σω­τή­ρη Μπαμ­πα­τζι­μό­που­λου καὶ τῆς Οὔρ­σου­λας Φω­σκό­λου. Ὁ με­τα­φρα­στὴς ἐκ­φρά­ζει τὶς εὐ­χα­ρι­στί­ες του.]

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πηγή: http://www.mrbauld.com/hemclean.html

Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ (Ernest Hemingway, 1899 – 1961): Ὁ Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους πε­ζο­γρά­φους τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, βρα­βευ­μέ­νος μὲ τὸ βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ (1954). Τὸ ἔρ­γο του ἐ­πη­ρέ­α­σε καὶ συ­νε­χί­ζει νὰ ἐ­πη­ρε­ά­ζει ἀ­να­ρίθ­μη­τους συγ­γρα­φεῖς τό­σο στὴ γε­νέ­τει­ρά του, τὶς ΗΠΑ, ὅ­σο καὶ στὸν ὑ­πό­λοι­πο κό­σμο. Ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­πὸ τὰ γνω­στό­τε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του εἶ­ναι Ὁ Γέ­ρος καὶ ἡ θά­λασ­σα (The old man and the sea, 1951), Ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμὸς στὰ ὅ­πλα (A farewell to arms, 1929), Γιὰ ποιόν χτυ­πᾶ ἡ καμ­πά­να (For whom the bell tolls, 1940), Ὁ ἥ­λιος ἀ­να­τέλ­λει ξα­νά (The sun also rises, 1926) κ.ἄ. Με­γά­λο μέ­ρος τοῦ ἔρ­γου του ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἑλ­λη­νι­κά. Τὸ δι­ή­γη­μα «Ἕ­να κα­θα­ρό, κα­λὰ φω­τι­σμέ­νο μέ­ρος», ποὺ πρω­το­δη­μο­σι­εύ­θη­κε τὸ 1926, θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἀρ­τι­ό­τε­ρα δι­η­γή­μα­τά του.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός: Ὁ Γιά­ννης Πα­λα­βὸς γεν­νή­θη­κε στὸ Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης τὸ 1980. Ἔ­γρα­ψε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες (Intro Books, 2007), Σὰν Ἀν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν (μὲ τὸ Σω­τή­ρη Μπαμ­πα­τζι­μό­που­λο, Τό­πος, 2009) καὶ Ἀ­στεῖ­ο(Νε­φέ­λη, 2012). Ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης, σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη, τὸ σε­νά­ριο τοῦ κό­μικ Τὸ Πτῶ­μα (Jemma Press, 2011), ποὺ σχε­δί­α­σε ὁ Θα­νά­σης Πέ­τρου.

Οι κλήσεις «απάτης» σε πολίτες και τα χρήματα που έκαναν… φτερά

Οι κλήσεις «απάτης» σε πολίτες και τα χρήματα που έκαναν… φτερά Ενα ζευγάρι μεσηλίκων και μία 45χρονη «κλαίνε» τα λεφτά τους, καθώς έπεσαν θ...