ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Η πολυδιαβασμένη «Αγαπημένη» που έχει συγκινήσει εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία που ανακάλυψε τυχαία η Τόνι Μόρισον σε μια παλιά εφημερίδα. Την ιστορία μιάς νεαρής αφροαμερικάνας σκλάβας, της Γκάρνερ, (το όνομα ‘Γκάρνερ’ αποδίδεται από τη συγγραφέα και στο μυθιστόρημα σε έναν από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες), η οποία δραπέτευσε από το Κεντάκυ στο Σινσινάτι και σκότωσε ένα από τα παιδιά της για να το προστατέψει από την επιστροφή στη σκλαβιά. Αυτή την ιστορία, για την απόγνωση της μάνας που επιλέγει για το παιδί της τον θάνατο από τις ταπεινώσεις της σκλαβιάς, χρησιμοποίησε σαν θεμέλιο η Τόνι Μόρισον για να χτίσει γύρω της μια από τις πιο δυνατές ιστορίες στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Η ιστορία ξεκινά στο Οχάϊο, σε μια περιοχή κοντά στο Σινσινάτι, αμέσως μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο. Εκεί ζει η Σηθ με την κόρη της Ντένβερ, αποκομμένες από την τοπική κοινότητα. Έχουν περάσει 18 χρόνια από τότε που η Σηθ δραπέτευσε από τη φυτεία καλαμποκιού που ήταν σκλάβα ” … να πας σε έναν τόπο όπου θα μπορείς να αγαπάς οτιδήποτε διαλέξεις – να μην χρειάζεσαι άδεια για να επιθυμείς -, λοιπόν αυτό ήταν η ελευθερία.”
Έγκυος στη δεύτερη κόρη της και μετά από φριχτά βασανιστήρια, η Σηθ κατάφερε – με τη βοήθεια μιας λευκής γυναίκας – να επιβιώσει, να γεννήσει το παιδί της και να φτάσει στην αγκαλιά της πεθεράς της, Μπέμπας Σαγκς, όπου την περίμεναν και τα άλλα τρία της παιδιά. Ο σύζυγός της, ο Χαλ, που θα τη συνόδευε έχει μυστηριωδώς εξαφανιστεί και η Σηθ δεν έχει άλλη επιλογή από το να προχωρήσει προς την ελευθερία. Είκοσι οκτώ μέρες ελευθερίας μπόρεσε η Σηθ να απολαύσει πριν την εντοπίσει ο ιδιοκτήτης της φυτείας, μόνο είκοσι οκτώ μέρες. Όσο δηλαδή χρειάστηκε για να σταθεί στα πόδια της και να γιατρέψει την πληγωμένη από το μαστίγιο πλάτη της. Και τότε, μπροστά στη θέα του παλιού της αφέντη που ερχόταν να διεκδικήσει τους δραπέτες σκλάβους του και στον κίνδυνο τα παιδιά της να γυρίσουν πίσω και να υπομείνουν μια ζωή γεμάτη πόνο, στερήσεις και ταπεινώσεις αποφασίζει να τα σκοτώσει. Τα παιδιά που μόνο για είκοσι οκτώ μέρες αισθάνθηκε σαν δικά της. «Λες και τ’ αγαπούσα περισσότερο αφότου είχα φτάσει εδώ. Ή πάλι να μην μπορούσα να τ’ αγαπήσω σωστά στο Κεντάκυ, γιατί δεν ήταν δικά μου για να τ’ αγαπώ.» Τα αγόρια της γλιτώνουν από τη μανία της, ενώ η πρώτη της κόρη, όχι. Η Σηθ συλλαμβάνεται αλλά γλιτώνει την κρεμάλα επειδή ο αφέντης της έκρινε ότι δεν είναι πλέον κατάλληλη για να υπηρετήσει και έτσι αφήνεται ελεύθερη για να μεγαλώσει τα τρία εναπομείναντα παιδιά της. Το φάντασμα όμως του μικρού κοριτσιού στοιχειώνει το σπίτι που μένουν. Οι δύο γιοί της Σηθ φεύγουν μακριά με την πρώτη ευκαιρία ενώ η γιαγιά Μπέμπα Σαγκς πεθαίνει. Η γιαγιά Μπέμπα Σαγκς, μια γυναίκα σοφή που παλεύει με τα σωματικά και ψυχολογικά τραύματα μετά από μια ζωή στη σκλαβιά, που αναπολεί τα οκτώ παιδιά που γέννησε από τα οποία μόνο ένα έμεινε λίγο περισσότερο μαζί της, ο Χαλ, ο τελευταίος της γιός που νοίκιαζε τον εαυτό του σε όλη την επαρχία για να μπορέσει να εξαγοράσει τη μάνα του και να της δώσει την ελευθερία της, η Μπέμπα Σαγκς που ήταν το μόνο στήριγμα που είχε ποτέ στη ζωή της η Σηθ, δεν άντεξε τον καινούριο πόνο. «Μετέωρη ανάμεσα στη βρομιά της ζωής και την κακία των νεκρών, αδιαφορούσε για το αν θ’ άφηνε τη ζωή ή θα τη ζούσε […] Το παρελθόν ήταν σαν το παρόν της – αβάσταχτο -, και καθώς ήξερε ότι ο θάνατος ήταν κάθε άλλο παρά λήθη, έβαλε τη λίγη δύναμη που της απέμενε για να στοχαστεί το χρώμα.»
Στο στοιχειωμένο σπίτι ζουν πλέον η Σηθ και η μικρότερη κόρη της η Ντένβερ. Ένας άντρας, ο Πωλ Ντη, πρώην σκλάβος από την ίδια φυτεία από την οποία προέρχεται και η Σηθ και μια εξαθλιωμένη νέα γυναίκα με το όνομα ‘Αγαπημένη’ εμφανίζονται ξαφνικά στην πόρτα του σπιτιού, με λίγες βδομάδες διαφορά ο ένας από την άλλη, και ο καθένας με τον τρόπο του ξυπνούν αναμνήσεις, βιώματα και συναισθήματα που η Σηθ με κόπο προσπαθούσε να τακτοποιήσει μέσα της όλα αυτά τα χρόνια. Μαζί τους όμως φέρνουν και την αλήθεια. Την αλήθεια που λυτρώνει, την αλήθεια που γιατρεύει. Ο Πωλ Ντη που έχει υποφέρει ανείπωτες φρικαλεότητες στο δρόμο προς την ελευθερία, έχει καταφέρει να επιβιώσει ‘παγώνοντας’ τα συναισθήματά του, για να τα δει τώρα να ξαναζωντανεύουν και μαζί τους να ξαναζωντανεύει και ο πόνος μπροστά στην αδιαπραγμάτευτη αλήθεια της Σηθ.
Η Αγαπημένη είναι η ενσάρκωση της νεκρής κόρης που έρχεται για να αναγκάσει -κυρίως – τη μητέρα της να αναγνωρίσει τον πόνο μέσα της πριν ασχοληθεί μ’ αυτόν και συμφιλιωθεί με το παρελθόν της. Σταδιακά η Σηθ συνειδητοποιεί την ταυτότητα της ‘Αγαπημένης’ και πιστεύει ότι της δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσει με την κόρη που τόσο βίαια αποχωρίστηκε. Την ‘Ακριβή Αγαπημένη’ όπως η Σηθ ήθελε να γράφει η ταφόπλακα του μικρού κοριτσιού.
«Δέκα λεπτά για εννιά γράμματα. Με άλλα δέκα, θα μπορούσε τάχα να έχει και το «Ακριβή»; Δεν είχε σκεφτεί να τον ρωτήσει και ακόμα την ενοχλούσε η σκέψη ότι μπορεί να γινόταν – ότι για είκοσι λεπτά, μισή ώρα, ας πούμε, θα μπορούσε να το έχει ολόκληρο, κάθε λέξη που άκουσε τον παπά να λέει στην κηδεία (και ήταν σίγουρα το μόνο που μπορούσε να ειπωθεί), χαραγμένη στην ταφόπλακα του μωρού της : Ακριβή Αγαπημένη. Όμως, αυτό που πήρε, αυτό που συμφώνησε, ήταν η μόνη λέξη που είχε σημασία. Σκέφτηκε ότι ήταν αρκετό, να βατεύεται ανάμεσα στις ταφόπλακες με το χαράκτη, κι ο νεαρός γιός του να κοιτάζει, με το θυμό τόσο γερασμένο στο πρόσωπό του, μα τη βουλιμία τόσο νέα. Ήταν σίγουρα αρκετό. Αρκετό για να δώσει απάντηση σ’ έναν ακόμη παπά, σ’ έναν ακόμη υπέρμαχο της κατάργησης της δουλείας και σε μια πόλη γεμάτη απέχθεια.»
Η Αγαπημένη ενσαρκώνει τρεις γενιές σκλαβιάς και συμβολίζει το παρελθόν της δουλείας που στοιχειώνει τις ζωές της μητέρας της, της αδελφής της και όσων τις περιβάλουν. Ενσαρκώνει το παρελθόν της απάνθρωπης μεταχείρισης που υπέστησαν και δεν αφήνει κανέναν τους να βάλει κάτω ‘ασπίδα και σπαθί’ – όπως προέτρεπε η σοφή Μπέμπα Σαγκς – και να προχωρήσει μπροστά.
Η Μόρισον στην ιστορία της Αγαπημένης προσπαθεί να προβάλει το γιατί η Σηθ οδηγήθηκε στη δολοφονία του παιδιού της και στο πώς η πράξη της τη στοίχειωσε από κει και μετά. Αφηγείται με λυρισμό και επιστρέφει ξανά και ξανά σε συγκεκριμένα γεγονότα προσθέτοντας σ’ αυτά νέα στοιχεία και περιγράφοντάς τα όλο και πιο διεξοδικά για να μην αφήσει καμία αμφιβολία για την αλήθεια τους. Καταγράφει τις κτηνωδίες που υπέστησαν οι σκλάβοι, περιορίζοντας την πράξη της Σηθ σ’ ένα δικό της πλαίσιο, χωρίς να την επικροτεί ή να την καταδικάζει.
Το βιβλίο ‘Αγαπημένη’ δεν είναι ένα εύκολο ανάγνωσμα. Είναι ένα βιβλίο που σοκάρει, είναι πυκνό, δραματικό χωρίς όμως ποτέ να γίνεται μελοδραματικό. Απαιτεί την αφοσίωση του αναγνώστη για να συνηθίσει τον ρυθμό του και να κατανοήσει την αποσπασματικά δομημένη πλοκή που πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν δεμένη στενά με τη συνείδηση του κάθε χαρακτήρα. Ο μαγικός ρεαλισμός της Μόρισον αποτυπώνει τις απάνθρωπες πρακτικές που υπέστησαν οι σκλάβοι της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα καταδεικνύει ότι οι στοιχειωμένες μνήμες του παρελθόντος και το αποτύπωμα της σκλαβιάς που τους ακολουθούσε, είχε αφήσει το σημάδι του βαθιά στην ψυχή τους -ακόμα και αν είχαν ξεφύγει απ’ αυτή για χρόνια – και τους κρατούσε, σαν άλλη αλυσίδα, δεμένους για όλη τους τη ζωή.
Το βιβλίο «Αγαπημένη» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ και ο μεταφραστικός άθλος ανήκει στην αείμνηστη Έφη Καλλιφατίδη.
Εκδόσεις : ΝΕΦΕΛΗ
https://passepartoutreading.gr/