Θα παρουσιάσω σήμερα ένα πεζό ενός μεγάλου ποιητή, του Κωστή Παλαμά -ενός ποιητή που, ίσως άδικα, δεν διαβάζεται πολύ στις μέρες μας ενώ στον καιρό του κυριάρχησε στην ελληνική ποιητική και πνευματική ζωή επί δεκαετίες.
Σε αυτό το πεζό του Παλαμά έφτασα τυχαία: διάβαζα ένα παλιό χρονογράφημα του Βάρναλη, κατοχικό, με θέμα απαισιόδοξο, τις αυτοκτονίες. Μιλώντας από την οπτική γωνία του θανατόφιλου, ο Βάρναλης γράφει:
Ξέρετε τι απάντησε ο Σάτυρος στο Σύλλα, άμα τον ρώτησε: ποιο είναι το καλύτερο πράμα στον κόσμο;
―Το καλύτερο, απάντησε ο τραγοπόδης θεός, είναι να μη γεννηθείς. Αλλ’ άμα έχεις γεννηθεί, το καλύτερο είναι «ως τάχιστα θανείν»…
Τους Βίους του Πλουτάρχου τους έχω διαβάσει… μισούς. Έχω διαβάσει τους Έλληνες, αλλά από τους Ρωμαίους μόνο τον Κικέρωνα και τον Καίσαρα, οπότε το επεισόδιο αυτό δεν το ήξερα. Έψαξα στον βίο του Σύλλα και πράγματι βρήκα το επεισόδιο, αλλά κάπως διαφορετικά διηγημένο.
Λέει, στο κεφάλαιο 27:
Σύλλας δὲ διὰ Θετταλίας καὶ Μακεδονίας καταβὰς ἐπὶ θάλατταν παρεσκευάζετο χιλίαις ναυσὶ καὶ διακοσίαις ἀπὸ Δυρραχίου διαβάλλειν εἰς Βρεντέσιον. ἡ δὲ Ἀπολλωνία πλησίον ἐστί, καὶ πρὸς αὐτῇ τὸ Νύμφαιον, ἱερὸς τόπος ἐκ χλοερᾶς νάπης καὶ λειμώνων ἀναδιδοὺς πυρὸς πηγὰς σποράδας ἐνδελεχῶς ῥέοντος. ἐνταῦθά φασι κοιμώμενον ἁλῶναι σάτυρον, οἷον οἱ πλάσται καὶ γραφεῖς εἰκάζουσιν, ἀχθέντα δὲ ὡς Σύλλαν ἐρωτᾶσθαι δι’ ἑρμηνέων πολλῶν ὅστις
εἴη· φθεγξαμένου δὲ μόλις οὐδὲν συνετῶς, ἀλλὰ τραχεῖάν τινα καὶ μάλιστα μεμιγμένην ἵππου τε χρεμετισμῷ καὶ τράγου μηκασμῷ φωνὴν ἀφέντος, ἐκπλαγέντα τὸν Σύλλαν ἀποδιοπομπήσασθαι.
Το ρεζουμέ:
Καθώς επέστρεφε ο Σύλλας από την Ελλάδα για την Ιταλία, περνώντας από την Απολλωνία, στη σημερινή Αλβανία, σε ένα ειδυλλιακό μέρος οι στρατιώτες του έπιασαν έναν Σάτυρο που κοιμόταν. Ήταν ακριβώς όπως τον παρασταίνουν οι γλύπτες κι οι ζωγράφοι. Τον οδήγησαν στον Σύλλα, κι αυτός έφερε διερμηνείς που τον ρώτησαν σε διάφορες γλώσσες. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να μιλήσει ανθρωπινά, παρά έβγαζε μια τραχιά φωνή μισό χλιμίντρισμα και μισό βέλασμα σαν του τράγου. Φοβήθηκε ο Σύλλας και τον έδιωξε.
Ο Πλούταρχος λοιπόν μας διηγείται μεν τη συνάντηση του Σύλλα με τον Σάτυρο, αλλά δεν δίνει τη συνομιλία -και πώς να τη δώσει, αφού ο Σάτυρος δεν μιλούσε ανθρωπινά. Από πού λοιπόν βρήκε ο Βάρναλης τη στιχομυθία;
Γκουγκλίζοντας βρήκα το πεζογράφημα του Παλαμά που θα σας παρουσιάσω σήμερα, το οποίο μεταπλάθει λογοτεχνικά τη διήγηση του Πλουτάρχου -που μάλιστα την προτάσσει ως μότο στην αρχή. Ο Παλαμάς φαντάζεται δύο συναντήσεις του Σύλλα με τον Σάτυρο, μία στον πηγαιμό των Ρωμαίων, που εκτυλίσσεται όπως περίπου την περιγράφει ο Πλούταρχος, και μια στην επιστροφή, όπου ο Σάτυρος έχει περάσει μια περιπέτεια που τον έκανε σοφότερο -και μιλάει.
Το πεζογράφημα δημοσιεύτηκε το 1900 στο δεκαπενθήμερο περιοδικό «Το Περιοδικόν μας» (τόμος Β’, σελ. 20), που το εξέδιδε ο Γεράσιμος Βώκος (για τον οποίο
έχω γράψει εδώ, ξεχνώντας να αναφέρω αυτο το περιοδικό). Με το «Περιοδικόν μας» συνεργάζονταν οι περισσότεροι κορυφαίοι λογοτέχνες της εποχής, αλλά παρά την ενδιαφέρουσα ύλη του το περιοδικό μετά βίας έφτασε τα πρώτα του γενέθλια. Δέκα χρόνια αργότερα ο Βώκος, που ήταν και ζωγράφος, έβγαλε το εικαστικά πολύ προχωρημένο περιοδικό «Καλλιτέχνης», που αποδείχτηκε κάπως μακροβιότερο. Ύστερα πήρε των ομματιών του για το Παρίσι, όπου πέθανε.
Αγγάρεψα τον φίλο μας τον Σκύλο να μας πληκτρολογήσει το πεζό του Παλαμά, μονοτονικό βέβαια, έκανα και ορθογραφικόν εκσυγχρονισμό, και το παρουσιάζω εδώ. Στο τέλος, κάνω ένα σύντομο σχόλιο.
ΑΠΟΛΟΓΟΙ
ΥΠΟ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΑΤΥΡΟΥ
ἡ δὲ Ἀπολλωνία πλησίον ἐστί, καὶ
πρὸς αὐτῇ τὸ Νύμφαιον, ἱερὸς τόπος ἐκ
χλοερᾶς νάπης καὶ λειμώνων ἀναδιδοὺς
πυρὸς πηγὰς σποράδας ἐνδελεχῶς ῥέοντος.
Ενταῦθά φασι κοιμώμενον ἁλῶναι σάτυρον,
Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ (Βίος Σύλλα)
Στην Απολλωνία γεννήθηκα. Εκεί πρωτοχάραξεν η ζωή μου η άγρια και η ακαμάτρα, και η λάγνα και η δολοπλόκα μου ζωή και η άθεη.
Όλες οι πηγές μού καθαροζωγράφιζαν, κι οι αντίλαλοι όλοι μού βροντοφώναζαν την ασκήμια.
Σ΄έναν τόπο σύλογγο, στο Νεραϊδόσπηλο, πρωτοξέσπασεν η ορμή μου. Την πρώτη νύφην ιερή που απάντησα, χύθηκα για να την αγκαλιάσω ακόλαστα· και ήταν η νύφη Φαέθουσα· και ήταν αδελφή μου η Φαέθουσα. Και ήμουν ο καταραμένος όλων και ο σιχαμερός. Και πρώτ’ απ’ όλους με μίσησαν τα θεία τα γονικά μου. Και οι θεοί όπου με τύχαιναν, ύψωναν τη φτέρνα τους για να με συντρίψουν. Και των βουνών οι ξωτικές και των νερών μ’ έτρεμαν εμένα· και καμιά λαχτάρα πόθου, μήτε δίψα γνωριμιάς, δεν παράδερνε μέσα στον τρόμο τους. Κι έφευγε ο κόσμος, μόλεμα, και τον ίσκιο μου.
Αλίμονό σου, άνθρωπε, που θα περνούσεν απάνου σου το φύσημά μου! Μιαν αγριμιού κακού ψυχή σου πύρωνε το είναι σου. Και τρισαλιά σου, Αμαδρυάδα, που, θέλοντας μη θέλοντας, θα σ’ έσφιγγεν η καταδασωμένη μου αγκαλιά! Η παρθενιά της η ισόθεη, μπαίγνιο των χεριών μου ξεδιάντροπο, σέρνονταν ύστερα ξεσκίδι ανάμεσ’ από τα πόδια μου, πόδια ενός τράγου! Ω τα φιλιά μου τ’ αμολόγητα μέσ’ από το καμίνι το στόμα μου!
Και ήμουν ο στουμπομύτης κι ο τραγοκέρατος με τα μεγάλα του ζωντόβολου τ’ αυτιά· και ο δειλιασμένος ήμουνα που τρόμαζα· και ήμουν ο οκνός με τη γοργάδα του ανέμου· και ήμουν ο πανάσχημος με την ουρά και με τη σκέψη της μαϊμούς.
Κι είχα μιαν αγάπη μόνο ευγενική, κι ένα μόνον αγνό πάθος. Αγαπούσα τα γλυκολαλήματα. Σκάλιζα φλογέρες από τα πετροκάλαμα. Μέσα τους ξυπνούσα κάποιους ήχους πρωτογνώριστους, κι ήμουνα γι’ αυτό περήφανος. Κι έπινα του σταφυλιού το αίμα, και μεθούσα με γλυκύτητα.
Μια φορά, μεθυσμένος, βαθιά κοιμήθηκα. Πέρασαν από τη μονιάα μου στρατιώτες, από τα φουσάτα κάποιου στρατηλάτη νικητή τρισακουσμένου. Από τόπους μακρινούς διάβαινεν εκείθενε, σέρνοντας λαούς αρματωμένους. Έτσι κοιμισμένο από έναν ύπνο δυσκολοξύπνητο, καθώς με είδανε, ξαφνιάστηκαν οι στρατιώτες. Να ήμουν άνθρωπος, αγρίμι να ήμουν, να ήμουνα κάποιος δαίμονας; Και οι πιο απόκοτοι καθώς με σίμωσαν κι εγώ δε σάλευα πήρανε και με σφιχτόδεσαν. Κι έτσι αλυσόδετο μ’ εφέρανε μπροστά στο στρατηλάτη· εύρημα αλογάριαστο, δυσκολοξεδιάλυτο μάντεμα. Και καθώς είχε μισοξυπνήσει, και καλά καλά δεν είχα ξεμεθύσει, φωνήν έριξα στριγγιά. Και κανείς δεν καταλάβαινε τι φωνή ήταν, και τι φώναζα.
Κι έλεγεν ένας:
– Τάχα είν’ άλογο, και χλιμιντρίζει;
Κι έλεγεν άλλος:
– Τάχα τράγος, και βελάζει;
Και η φωνή μου φώναζε με του αλόγου την ορμή, του τράγου την επιθυμιά. Και ήτανε τα χλιμιντρίσματα και τα βελάσματα πρωτάκουστα· και ήτανε η θωριά μου κάτι πιότερον από παράξενη. Και στο τέλος μια θρησκευτική τρομάρα τον αντάριασε το στρατό πέρα και πέρα, από τον οπλίτη και τον αρχηγό.
Και στο λογισμό του στρατηλάτη φάνταξε σα δύναμη της πλάσης μυστική, σα στοιχειωμένος φύλακας ποιος ξέρει τίνος δάσους ιερού, που θα ήτανε μεγάλη αστοχιά έτσι αλυσόδετο να με κρατεί. Και πρόσταξε να με απολύσουν.
Γυρνώντας ξαναβρέθηκα στο σύλογγο τόπο, στο Νεραϊδόσπηλο, που πρωτοξέσπασεν η ορμή μου. Κι εκεί είδα κάτι που ποτέ δεν είχα ξαναϊδεί. Είδα κάτι αλησμόνητο. Είδα κάτι που φύσηξε μια νέα τρικυμία από ψυχή μέσα στην πρωτόγονην ανεμοζάλη, μέσα στη ζωή μου. Και ήτανε αναπάντεχο και ήτανε ανεξήγητο! Και είδα την κόρην των θεών την ακριβογέννητη, είδα την πυργοφύλαχτη πεντάμορφη του κόσμου, είδα την Ηλιοκάμωτη, είδα τη Φωτιά! Με ποιάς νεράϊδας κάλλη να ειπώ πως μοιάζουν τα κάλλη της, χωρίς να τ’ αναγελάσω; Με ποια Βάκχη θυρσοφόρα να ταιριάσω της τη μάνητα και την οργή, χωρίς να κατεβάσω τα τετράψηλα; Σε ποιάς Κυβέλης φοβερή χάρη να δηλώσω τη χάρη της, χωρίς να την ταπεινώσω; Ποιές δυνάμεις και ποιές θεότητες να φέρω για σημάδια της και για στολίδια της; Η Φωτιά! Η Φωτιά!
Την έκλεψεν από τον ίδιον Ήλιο, την ηλιοπυργοφύλαχτη, την ώρα που τήνε σιργιάνιζε μ΄σα στο πύρινο το άρμα του ο πατέρας, την έκλεψεν ένας τιτάνας υπερύψηλος. Και τώρα κοσμοταξιδεύοντας μ’ εκείνη, ο κλέφτης κι ο δαμαστής, την τριγύριζε σ΄όλα τα βασίλεια, σ’ όλα τα κατατόπια. Κι όπου περνούσε, ξαναπλάθονταν οι κόσμοι, και ήταν τα πλάσματα ωραιότερα, σαν από πνέμα γιομισμένα καθαρότερο.
Κι όντας πρωτόειδα της το ξανάδομα από της γης τα έγκατα, κι ύστερα το φειδολιγισμά της το τεράστιο κι ύστερα τον υψωμό της τον υπέρλαμπρο, σαν Αφροδίτης αγέλαστης και πιο θεϊκής γέννηση, γρίκησα μέσα μου όλη την ορμή την αβάσταγη να με τραβάει προς εκείνη με τα χέρια ολάνοιχτα σ’ ένα θεότρελον αγκάλισμα. Και τηνε σφιχταγκάλιασα τη Φωτιά θρασύτατα κι απίθωσα τα χείλη μου στα χείλη της για να την πιω μ’ ένα φιλί μου αχόρταγο.
Ωιμένα! ωιμέ! και τρισωιμέ! Ω ρούφημα της Λάμιας! Ω πόνεμα! Ω κακό! Ω κόλασμα του Άδη! Κάτι με δάγκασεν ολόπικρο· κάτι σκληρότερο μ’ έφαγε· κάτι με πέθανε. Ω! το μαύρο στόμα και τα έρμα χέρια μου! Ω πόνος, ω πόνος, ω καημός!
Έφυγα σα να με κυνηγούσαν Εριννύες· έτρεξα σα να με ζώναν Άρπυιες. Και τάραξα και πλήγωσα με τις φωνές και με τους γόους μου, όθε κι αν διάβηκα, τους αντίλαλους τα περίγυρα· κι οι γόοι μου κι οι φωνές μου χύθηκαν εις τις πολιτείες τις πολύκοσμες σαν τρικυμίες χειμωνιάτικες και σα στοιχείων χαλασμοί. Και μήτε οι αυγινές δροσοσταλίδες, μήτε τα νεράκια από τις ήσυχες πηγές, μήτε ποτάμια, μήτε ωκεανοί, μπορούσαν τη φλόγα μου να σβήσουν· τίποτε δε μπαλσάμωνε την πληγή μου. Και ως και οι νυφούλες με λυπήθηκαν που πρώτα μ’ έφευγαν σαν κάτι ακάθαρτο. Και τ’ αμπέλια τα ροδοστάφυλα δεν την έσβηναν τη δίψα μου. Και περπάτησα από γη σε γη, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πώς· και σε βουνά σκαρφάλωσα και σε κάμπους πλανήθηκα, και με είδανε διαβατάρη χώρες και στεριές και σαχάρες, από τις Απολλωνίας της πατρίδας μου τις πικροδάφνες, ως την καταχνιά των Κιμμερίων.
Όμως με τον πόνο μου τον ανιστόριστο, από την ώρα που άγγιξα με το στόμα μου τ’ αϋλοΰφαντο κορμί σου, ω των Αφροδιτών η Αφροδίτη εσύ, του αιμοβόρου η αιμοβόρα, φύσηξε μια νέα τρικυμία από ψυχή μέσα στην πρωτόγονην ανεμοζάλη, μέσα στη ζωή μου· κάτι ωραιότερο, σαν από πνέμα γιομισμένο καθαρότερο. Κι από τότε το κρασί μεθώντας με μου έφερνε κάποτε και πότε ονείρατα υπερφάνταστα σα να ’τανε σταλμένα από τον Όλυμπο για χάρη μου. Για τα τραγούδια μου δε μού έφτανε η φλογέρα μου, και σα φυσούσα την ψυχή μου μέσ’ στα σπλάχνα της, τρικύμιζεν ο ήχος του αέρα ολόγυρα και πέρα, και ξάφνιζε· γιατ’ είχε μέσα του άμαθα και πολυνόητα παράπονα, και είχε αρμονίες ξένες και πολύ πλατιές για να χωρέσουνε στη φυλακή του. Και η φλογέρα ράγιζε στα χέρια μου.
Κι εκεί που ακόμα ο στουμπομύτης ήμουνα και ο τραγοκέρατος με τα μεγάλα του ζωντόβολου τ’ αυτιά, ο λάγνος, ο ακαμάτης, ο ασκημοπρόσωπος, αγάλια αγάλια καταλάβαινα πως ήμουν άλλος, άλλος, άλλος!
Και νοερά μιάς άλλης φωτιάς αγκάλιαζα τον κύκλο και φιλούσα την αθάνατην ειδή και ήταν η Φωτιά η σοφία. Κι όσο πονούσα τόσο και διψούσα από τη δίψα της. Κι ήθελα να τα γνωρίσω τώρα όλα του κόσμου τα γραφτά κι όλα του Σύμπαντος να ψάλω τ’ άγραφτα. Και γύρευα δασκάλους και συντύχαινα προφήτες, κι ημίθεους άκουα και σφράγιζαν μέσα μου μ’ εφτασφράγιστα σφραγίσματα ρήματα θεϊκά και απόκρυφα. Κι έμαθ’ από τον Ορφέα τα μυστήρια της γης και τ’ ουρανού, και ο Λίνος μού δασκάλεψε της αρμονίας τους νόμους. Και στη σπηλιά του Κένταυρου που ανάθρεψε τον Αχιλλέα κράτησα από το μελίρροο το στόμα του πολυθαύμαστες ιστορίες των πρωτόπλαστων καιρών. Και τον τιτάνα Προμηθέα, το μεγάλο κλέφτη και γεννήτορα, αγνάντεψα στο Καύκασο καρφωμένο· και παραμόνευα την ώρα που τόνε λύτρωσε ο Αλκίδης· και το λυτρωτή τον ξεπερνούσε στο ανάστημα και στην αναλαμπή· και η προφητεία χύνονταν από τα μάτια, από το μέτωπο και από τα χείλη του, πολύβοο νερό αφροστέφανον από μαύρες τρίσβαθες πηγές.
Και δεν είμαι να με καλοτυχίσεις· και δεν είμ’ εγώ ο μακάριος. Και δεν έκλεισεν ακόμα της Φωτιάς το λάβωμα· κι ένα λάβωμα βαθύτερο -δεν μπορώ να πω τι λογής είναι κι από πού με χτύπησε- χάσκει και αφορμίζει στάδυτα των αδύτων μου. Ω η συφορά της συφοράς που ζωή τη λένε!
Τέτοια κατάρα της ζωής απάνου στα χείλη μου τρεμοσάλευε μια μέρα που είχα ξεχαστεί κι αποκοιμήθηκα σε μια λάκας τον ίσκιο· στην Απολλωνία την πατρίδα μου. Και ξαναδιάβηκεν εκείθε ο ίδιος ο στρατηλάτης νικητής λαών και βασιλιάδων, ο ανίκητος, δεσπότης πια του κόσμου και αυτοκράτορας. Και μ’ εγνάντεψε, και πρόσταξε να μ’ αλυσοδέσουν πάλι, και μ’ έφεραν μπροστά του, και προς εμένα μίλησε πιο απόκοτα, και πιο στοχαστικά:
«Σε γνώρισα, είσαι το στοιχειό που χλίμίντριζες, άλογο, και, τράγος, βέλαζες. Χρησμός δυσκολοεξήγητος φαντάστηκα πως δείχνουταν πίσω από τα ζωϊκά σου τα ξεφωνητά, που γύρευε να μας πει τα όσα γίνουντ’ εκείθεν από τη ζωή. Παράλυσέ μου η βούληση μπροστά σου, και για να μη γονατίσω μπροστά σου, πρόσταξα και σ’ απόλυσαν»
»Τώρα θαρρώ πως δε σε τρέμω. Στο μέτωπό σου απάνου βλέπω να σαλεύει το αντιφέγγισμα υπερκόσμιου φωτός. Πότε γδύθηκες τ’ αγρίμι, πότε αρνήθηκες τον άνθρωπο, πότε κοίταξες να υφάνεις μια στολή από γνέματα που είν΄από αιθέρα και από μουσική; Πότε γίνηκες σοφός και προφήτης; Από του θεού τη φύση μόνη η γαλήνη λείπει σου και η χαρά. Και δεν ξέρω για τούτο κι αν δεν είσαι πιο θείος και από κείνους. Ήθελα να σε ρωτήσω τώρα· χώρες πάτησα, σκλάβωσα λαούς· ζωές θέρισα. Σε ολόχρυση βάρκα ένα ποτάμι πέρασα· και το ποτάμι ήτανε από αίμα.
»Η Νίκη φύτρωσε φτερά στους ώμους της μόνο για να μ’ ανεβάσει απάνου στα φτερά της ως τα σύγνεφα. Και ψες λάγγεψε η καρδιά μου στην όψη μιας σκυμένης αγριοβιολέτας που την πάτησε περνώντας του αλόγου μου το πέταλο. Κάποτε και πότε δάκρυα πλημμυρίζουνε τα μάτια μου· δάκρυα ερωτευμένου δεκοχτώ χρονών που διακονεύει ένα χαμόγελον από την πρώτη αγάπη του. Μια μελαγχολία με τρώει ανερμήνευτη. Κάτι με πλακώνει. Διψώ κάποιας ευτυχίας το δροσόνερο. Σάτυρε, πές μου· ποια είναι η πιο μεγάλη ευτυχία του θνητού;»
Και του αποκρίθηκα:
– Δέσποτα, μια μεγάλη ευτυχία ξέρω εγώ: Να μην έχουμε γεννηθεί! Κι ύστερ’ από αυτά ξέρω και μια άλλη ακόμα ευτυχία: Να πεθάνουμε, το γληγορότερο!
Κι ο δεσπότης τίποτε δε μου αποκρίθηκεν· έπεσε σε βαθιά συλλογή και όταν ξαναγύρισε στον εαυτό του, έμεινε πάλι αμίλητος. Και πρόσταξε μονάχα να με λύσουν, και να μ’ απολύσουν.
Κι άφαντος έγινε σε λίγο, σέρνοντας ασκέρια και άρματα.
Κι εγώ βαριά συλλογισμένος ακούμπησα στον κορμό της λεύκας· κι η λεύκα έβρεχεν επάνου την αργυρή λαμποβολή της, και κάθε φύλλο της που σάλευεν ήτανε και μια ωραία γλώσσα που ψιθύριζε. Κι ένας κάματος με σύντριψε, και μια νάρκη με συνεπήρε. Στη φλογέρα μου απόμεινε τ’ αχείλι μου σα λιθωμένο· κι ένα μακριό τραγούδι κοσμογονικό, μόλις έκαμε ν΄αρχίσει ξεψύχισεν εκεί σα στεναξά. Και σείστηκαν αντίκρυ μου τα φυλλοκλάδια του πυκνερού θαμνότοπου, και φάνηκε μπροστά μου ένας νέος άνθρωπος.
Ήταν ωριοπρόσωπος, κι έδειχνε νεότερος· μα η συλλογή στ’ ανάστημά του τετράπλωνε γεροντικό μεγαλείο. Άνετη φορεσιά και αστόλιστη συνόδευε την αρχοντιά του κορμιού· στο πλατύ ακρογιάλι του μετώπου μια ρίχνονταν, μια μάκραιναν εκείθεν τα κύματα μαλλιά· χύνονταν από τα μάτια του της δέησης η γλύκα ταιριασμένη με της προσταγής τη δύναμη.
Κρατούσε σμίλη· και στ’ άλλο χέρι σάλευε κομμάτι μιαν ουσία αδούλευτη. Και στάθηκε μπροστά μου και μου μίλησε παρακαλεστικά και βασιλικά μου μίλησε:
«Είμαι ο Αθηναίος πλάστης· απάνου στο μάρμαρο και στο μέταλλον απάνου σκαλίζω θεοτικιά ομορφιά με ό,τι κι αν κατέχει πιο ερωτόχαρο και πιο γοητευτικό το κάλλος τού ανθρώπου. Κι ύστερ’ από το Φειδία κι από τον Πολύκλειτο έσωσα να πιάσω τη δυσκολόπιαστη χάρη, που στέκεται στο απάνου σκαλοπάτι, και να μαγέψω. Είμ’ εκείνος που θρόνιασα στην Ήλιδα τον Ερμή εξαίσιο, που πέρα ως πέρα στους Κνιδιώτες άναψα μια φλόγα ερωτική με τη γυμνή Αφροδίτη μου. Εγώ είμ’ εκείνους που αποθέωσα τη Φρύνη, κι έδωσα του Έρωτα χρυσά πρωτόφαντα φτερά. Αϊδωνέας εγώ ξανάρπαξα στην Περσεφόνη, και στο χάλκωμα τη σκλάβωσα· κι έβγαλα τον Απόλλωνα με παρθενιά καινούρια.
»Τώρα σα να ορέγουμαι να πλάσω κάτι, όχι λαμπερότερον από το Χρυσοκόμη, κάτι πιο πονετικό, κάτι ευωδιαστό, που να μην το ’χει η λαμπυράδα του. Κάτι πιο διπρόσωπο, και πλουσιότερον από το νόημα που κλει των ταρταρωμένων η βασίλισσα. Ένα νέον Έρωτα ζωντανεμένο με όλων των Πλατώνων τις πνοές από τους κόσμους των αχάλαστων ιδεών. Πλάσμα ηδονικότερο κι από τη Φρύνη. Μια θεότητα που να είναι μια Αφροδίτη όλη από ουρανό. Κι έναν Ερμή που να πιστέψεις πως φίλησε τη Σφίγγα, κι απόμενε στα χείλια του μιαν άχνα από το άλαλο και αβασίλευτο χαμόγελο. Κι ήθελα να πλάσω μια ομορφιά πέρα από τη γαλήνη των αθανάτων, εκείθε κι από των ανθρώπων το παράδαρμα· μια παρθενιά καινούρια συνθεμένη από όλες τις φλόγες, κι από τις σοφίες όλες, απ’ όλα τα πάθη κι από τ’ αναθεματίσματα ψυχής που βρίσκεται σε μιαν άκοπη προσπάθεια να σηκωθεί, να σηκωθεί, ανάερη, ν’ ανταμωθεί με το χαμένο της γαμπρό, και δεν το κατορθώνει. Μια παρθενιά και μια ευτυχία και μιαν ανάπαψη καινούρια, σα μιαν ήπειρο από σεισμούς κοσμοχαλαστάδες. Για τούτο ήρθα σ’ εσένα. Γιατί εσύ ωραίος είσαι από την ωραιότη που ονειρεύομαι, ω Σάτυρε!
Και τ’ αποκρίθηκα ήμερα:
«Τράβα το δρόμο σου, άνθρωπε! Κι αν κόλλησε το αχόρταγο αχείλι μου στο στόμα απάνου της Φωτιάς, κι αν φύσηξε μια νέα τρικυμία από ψυχή μέσα στην πρωτόγονην ανεμοζάλη της ζωής μου, κι ένα λάβωμα βαθύτερο από τότε χάσκει κι αφορμίζει στ’ άδυτα των αδύτων μου, κι αν βασανίζει με ολοένα της υπάρξεως το κρίμα και τ’ ανάθεμα, μήπως δεν είμ’ εγώ ο πανάσκημος; μήπως δεν είμαι ο Σάτυρος που όλες οι πηγές μού καθαροζωγραφίζουνε, κι οι αντίλαλοι όλοι μού βροντοφωνάζουν την ασκήμια;»
Κι ακολούθησεν εκείνος.
«Τέντωσε τ’ αυτιά σου των αντίλαλων τα λόγια, στύλωσε τα μάτια στον καθρέφτη της πηγής. Ωραίος είσαι, ω Σάτυρε, από την ωραιότη που ονειρεύομαι. Άσε με στα πόδια σου να την πιω με τα μάτια μου την ομορφιά σου, μήπως και μπορέσω ύστερα να δείξω μιαν αντιλιάδα της στον ίσκιο απάνω του ονείρου μου του μαρμαρογραμμένου».
Και τότε τέντωσα τ’ αυτιά και στύλωσα τα μάτια, κι άκουσα γύρω μου ύμνους, κι ήταν οι ύμνοι προς εμέ τον πανώριο: κι έσκυψα προς τα ολοήσυχα νερά, κι είδα στα βάθη της μια ζωγραφιά να λάμπει και ήταν η ζωγραφιά απ’ ό,τι κρύβει ο Έρωτας κι απ’ ό,τι δείχνει ο Ίμερος κι απ’ ό,τι χύνει ο Όνειρος πιο διαλεχτό και πιο λαγαρισμένο, γλύκα, μελαγχολία, μουσική, μυστήριο! Κι ακόμα να πιστέψω δε μπορώ πως είμ΄ εγώ η ζωγραφιά εκείνη!
Είπαμε πιο πάνω ότι ο Πλούταρχος στον βίο του Σύλλα δεν δίνει φωνή στον Σάτυρο, ωστόσο υπάρχει ένα άλλο έργο του Πλούταρχου (αν και δεν είναι βέβαιο πως είναι δικό του) που περιγράφει ένα πολύ παρόμοιο επεισόδιο. Πρόκειται για το «Παραμυθητικός προς Απολλώνιον«, οπου ο βασιλιάς Μίδας, εκεί που είχε βγει για κυνήγι, έπιασε έναν Σειληνό, και τον ρωτάει ποιο είναι το μεγαλύτερο καλό που μπορεί να τύχει στον άνθρωπο. Κι εκείνος, αφού πρώτα παραπονέθηκε ότι τον αναγκάζει να πει πράγματα που είναι καλύτερο κανείς να μην τα ξέρει, απάντησε:
ἀνθρώποις δὲ πάμπαν οὐκ ἔστι γενέσθαι τὸ πάντων ἄριστον (…) δεύτερον δέ, τὸ γενομένους ἀποθανεῖν ὡς τάχιστα.
Πρόκειται ακριβώς για την απάντηση που δίνει ο Σάτυρος στο πεζό του Παλαμά -και στο χρονογράφημα του Βάρναλη.
Εικάζω πως ο Παλαμάς ήξερε και τα δύο κείμενα του Πλουτάρχου, αλλά διάλεξε να μεταπλάσει λογοτεχνικά το πρώτο, με τον Σύλλα, που του έδινε περισσότερην απλοχωριά -και δανείστηκε από το δεύτερο τη βαριά φράση του Σειληνού, αποδίδοντάς την στα νέα ελληνικά.
Ο Βάρναλης στο χρονογράφημα μπορεί κι αυτός να παντρεύει τις δυο ιστορίες του Πλουτάρχου, είτε επειδή γράφει από μνήμης, είτε χρονογραφική αδεία· αλλά είναι πολύ πιθανό να είχε επίσης διαβάσει το πεζό του Παλαμά.
Πάντως η ίδια ιδέα (καλό είναι να μη γεννηθείς, αλλ’ άπαξ και γεννηθείς να πεθάνεις το γρηγορότερο) και με πολύ παρόμοια διατύπωση υπάρχει και σε απόσπασμα του Αριστοτέλη: ἄριστον γὰρ πᾶσι καὶ πάσαις τὸ μὴ γενέσθαι, τὸ μέντοι μετὰ τοῦτο καὶ τὸ πρῶτον τῶν ἀνθρώπῳ ἀνυστῶν τὸ γενομένους ἀποθανεῖν ὡς τάχιστα. (προσέξτε το αξιοσημείωτο, ότι διακρίνει αρσενικό και θηλυκό γένος, πάσι και πάσαις)
Όπως λέει δε ο Λιαντίνης, η ίδια απαισιόδοξη ιδέα με άλλη διατύπωση εμφανίζεται κι αλλες φορές στην αρχαία γραμματεία.
https://sarantakos.wordpress.com/