Δυο αστυνομικά από το καλοκαίρι
Posted by sarant στις 31 Αύγουστος, 2017
Σήμερα είναι η τελευταία μέρα του Αυγούστου, και, παρόλο που το καλοκαίρι δεν έχει τελειώσει, είναι μια μέρα, όπως και να το κάνουμε, συμβολική. Όχι η τελευταία μέρα του καλοκαιριού, αλλά ίσως η πρώτη μέρα της τελευταίας φάσης του.
Το καλοκαίρι το έχουμε συνδέσει με το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων, ανάμεσά τους και βιβλίων αστυνομικής λογοτεχνίας -ταιριάζει λοιπόν να αφιερώσω το σημερινό άρθρο σε δυο ελληνικά αστυνομικά βιβλία που διάβασα μέσα στο καλοκαίρι. Προλαβαίνετε να τα διαβάσετε κι εσείς.
Τα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα ποτέ δεν ήταν πολλά, αλλά τα τελευταία 20 χρόνια παρατηρείται μια άνθιση του είδους, που έχει βρει την ανάλογη ανταπόκριση από το κοινό. Αυτό το νέο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι αγκυρωμένο στην επικαιρότητα και στη σύγχρονη πραγματικότητα και ίσως σε αυτό να οφείλει και μεγάλο μέρος της αποδοχής και της έλξης του.
Εδώ που τα λέμε, το αστυνομικό δεν το διαβάζουμε μόνο για να βρούμε τον ένοχο, δεν είναι μόνο το στοιχείο του μυστηρίου που μας ελκύει -είναι και η περιγραφή των τόπων και των τύπων. Έχει περάσει ανεπίστρεπτα η εποχή όπου ο ντετέκτιβ συνέλεγε στοιχεία και στο τέλος καλούσε όλους τους εμπλεκόμενους στο σαλόνι για να τους ανακοινώσει τον ένοχο. Οπότε, το να διαβάζεις σύγχρονο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα έχει και το παράπλευρο κέρδος ότι διαβάζεις για τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης, που δεν έχει ίσως αποτυπωθεί όσο πρέπει στην υπόλοιπη λογοτεχνία (κι αν κάνω λάθος, με χαρά να μου το υποδείξετε).
Το πρώτο από τα δύο αστυνομικά μυθιστορήματα που θα παρουσιάσω σήμερα το είχαμε αναφέρει και στο καθιερωμένο βιβλιοφιλικό άρθρο μας στο οποίο προτείναμε βιβλία για το καλοκαίρι. Το είχε προτείνει ο φίλος μας ο Γιάννης Κουβάτσος, που το είχε διαβάσει. Πρόκειται για το μυθιστόρημα της Έλενας Ακρίτα «Το μυστικό της μπλε πολυκατοικίας».
Eίναι το δεύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα της Έλενας Ακρίτα. Η Ακρίτα, που βέβαια έχει πίσω της πλούσια σταδιοδρομία σε πολλά και διάφορα είδη του λογοτεχνικού και μη πεζού λόγου, έκανε το ντεμπούτο της στο αστυνομικό μυθιστόρημα πέρυσι με το Φόνος πέντε αστέρων, που επίσης το είχα παρουσιάσει από εδώ, αν και στις αρχές του καλοκαιριού.
Το δεύτερο βιβλίο της έχει την ίδια ηρωίδα με το πρώτο, τη δημοσιογράφο Ελσινόρη Χατζή, που τώρα έχει βρει δουλειά σε εφημερίδα (πριν ήταν σε ιστότοπο), συζεί με τον Αντρέα που της είχε σώσει τη ζωή στο πρώτο βιβλίο αλλά δεν έχει χάσει τη συνήθεια να χώνει τη μύτη της σε επικίνδυνες υποθέσεις.
Η Ακρίτα γράφει για δύο κόσμους που τους ξέρει καλά, την αφρόκρεμα της μεγαλοαστικής τάξης των βορείων προαστίων και τον δημοσιογραφικό κόσμο. Η δράση περιστρέφεται γυρω από δύο πόλους: ο ένας είναι η διάσημη Μπλε πολυκατοικία των Εξαρχείων, όπου μετά τον Μινωτή και την Παξινού, τον Λεωνίδα Κύρκο, τη Λιλή Ζωγράφου και τον Φρέντυ Γερμανό έχει πιάσει τώρα διαμέρισμα ο Αντρέας της Ελσινόρης· ο δεύτερος είναι η επιβλητική πέτρινη έπαυλη Θεοτόκη στην Κηφισιά, όπου κατοικούν και ετοιμάζονται να γιορτάσουν την επέτειο των γάμων τους ο Αντώνης και η Ρεγγίνα Σκιαδά το γένος Θεοτόκη.
Ο Αντώνης Σκιαδάς, γόνος βιομηχάνων που ως φοιτητής είχε έντονη συμμετοχή στο αντιδικτατορικό κίνημα και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, ανήκει στην προβεβλημένη μειοψηφία εκείνων που εξαργύρωσαν την αγωνιστική τους δράση κατεβαίνοντας στην πολιτική με κάποιο από τα μεγάλα κόμματα, ενώ ο γάμος του με την αριστοκράτισσα Ρεγγίνα Θεοτόκη βοήθησε καθοριστικά την κοινωνική του καθιέρωση. Είχε την ατυχία να ηττηθεί στις εσωκομματικές έριδες, κάτι που τελικά αποδείχτηκε μεγαλη τύχη διότι έμεινε στο περιθώριο και τώρα, άφθαρτος από τη λαίλαπα της κρίσης, διεκδικεί την προεδρία της δημοκρατίας στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Φαίνεται όμως πως κρύβει κάποιο ένοχο μυστικό από το παρελθόν.
Περισσότερα δεν θα πω για την υπόθεση. Το δεύτερο μυθιστόρημα της Ακρίτα διατηρεί τις αρετές που είχε το πρώτο, το μπρίο, τη μαστοριά και το χιούμορ, μάλιστα είναι πιο ώριμο από μερικές απόψεις, π.χ. η συγγραφέας έχει τιθασεύσει τον γλωσσικό της οίστρο και δεν παρασύρεται σε κάποιες υπερβολές που δεν μου είχαν αρέσει στο πρώτο βιβλίο. Μου άρεσαν πολύ οι περιγραφές του κέντρου της Αθήνας, ο δύσκολος τύπος της αναρχικής Γιολάντας δίνεται πειστικά, ενώ είναι πολύ συμπαθητική νότα το ειδύλλιο μεσηλίκων (είχα γράψει «γεροντικό» και τόσβησα ύστερα από κάποιους υπολογισμούς) του παλαιοροκά Ντίλαν με την κομμώτρια κυρία Άννα που την καταχεριάζει ο θρασυδειλος σύζυγός της.
Από την άλλη, και παρόλο που και τούτη τη φορά το φινάλε είναι δυνατό, δεν φτάνει την καθηλωτική δύναμη του προηγούμενου βιβλίου -αλλά τότε ο πήχης είχε ανέβει πολύ ψηλά.
Να σημειώσω ότι η δράση εκτυλίσσεται στην Ελλάδα της κρίσης και πιο συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 2016. Μάλιστα, οι μεγαλοαστοί που συζητούν στη δεξίωση για την επέτειο των γάμων αδημονούν πότε θα πέσει η αριστερή κυβέρνηση που ασφαλώς δεν θα μπορέσει να περάσει την αξιολόγηση. Προς το παρόν, έμειναν με τη γλύκα.
Για να γκρινιάξω, ο φίλος μας ο Γιάννης Κ. είχε παραπονεθεί για την ανεπαρκή επιμέλεια του βιβλίου και έχει δίκιο. Υπάρχουν κάμποσα λάθη με πιο ενοχλητική την εντοιχισμένη επιγραφή στη βίλα της Κηφισιάς που λέει ότι η έπαυλις εθεμελιώθη υπό τον κόμη Θεοτόκη. Ή «υπό του» ή «από τον». Και το λάθος εμφανίζεται δύο φορές. Επίσης, στο τέλος τέλος του βιβλίου όπου κάποιος μιλάει ιταλικά (δεν θα πω ποιος είναι, αλλά κάτι μου λέει πως θα τον συναντήσουμε στο τρίτο βιβλίο, του χρόνου) χρησιμοποιεί μια γνωστή φράση αλλά λέει Si non e vero… ενώ στα ιταλικά λένε Se non è vero… Οι περισσότεροι Ελληνες λένε «si» αλλά οι Ιταλοί «se». Τέλος πάντων, αυτά είναι παρωνυχίδες.
Το δεύτερο αστυνομικό που θα παρουσιάσω σήμερα είναι του φίλου μου Παναγιώτη Κονιδάρη που σχολιάζει σπάνια και στο ιστολόγιο. Ο Κονιδάρης, φαρμακοποιός, σκακιστής (και προμπλεμίστας) και γενικώς άρχων του Μεγανησίου, κάνει με το βιβλίο αυτό το ντεμπούτο του στον στίβο της αστυνομικής λογοτεχνίας, όχι όμως και στη λογοτεχνία γενικώς -έχει γράψει δύο πολύ καλά ιστορικοφανταστικά μυθιστορήματα, το δεύτερο από τα οποία, την Πανάκεια, το είχα παρουσιάσει και εδώτις πρώτες μέρες της λειτουργίας του ιστολογίου.
Ο Κονιδάρης επίσης τοποθετεί τη δράση στη χτυπημένη από την κρίση Αθήνα, αλλά όχι στο παρόν παρά στο κοντινό μέλλον -και συγκεκριμένα στον Φεβρουάριο του 2025, που δεν απέχει δα και τόσο πολύ απο το σήμερα.
Από μια άποψη, το μυθιστόρημα του Κονιδάρη είναι δυστοπία, έστω και λάιτ. Η Αθήνα του 2025 είναι μουντή και παγωμένη. Όχι μόνο έχει βυθιστεί στην παρακμή της κρίσης, αλλά και η κλιματική αλλαγή, που έχει προχωρήσει σε αυτά τα οχτώ χρόνια, εχει φέρει περιόδους πολικού ψύχους σε όλη την Ευρώπη. Ωστόσο, οι ήρωές του προσπαθούν, και σε κάποιο βαθμό τα καταφέρνουν, να τα βγάζουν πέρα στην καθημερινή ζωή τους.
Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο αστυνόμος Α’ Έκτορας Ράντος, που έχει πτυχίο φυσικής αλλά σταδιοδρόμησε στην αστυνομία. Περίπου 40 χρονών, πρόσφατα χωρισμένος, μοναχικός, καλείται να διαλευκάνει τον φόνο της πρώην γυναίκας του, που είναι επίσης βουλευτίνα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όπως συχνά συμβαίνει στα αστυνομικά, ο πρώτος φόνος αργά η γρήγορα ακολουθείται από έναν δεύτερο, και μετά από άλλους. Ο Ράντος πρέπει να βρει το νήμα που συνδέει τα θύματα, που φαινομενικά τουλάχιστον δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους -η βουλευτίνα, ένας συνταξιούχος δικαστής, ένας εκπαιδευτικός, ένας πολιτικός μηχανικός. Ωστόσο, ο δολοφόνος φροντίζει να σκηνοθετεί τους φόνους κάνοντας να πρωταγωνιστεί σε όλους το στοιχείο του πάγου.
Η αφήγηση ειναι πρωτοπρόσωπη και αυτό λειτουργεί θετικά, μια και βλέπουμε τα πάντα με τα μάτια του Ράντου και συμμεριζόμαστε τις αμφιβολίες και τα διλήμματά του. Ο Ράντος είναι πειστικός ήρωας, κάθε άλλο παρά παντοδύναμος, ενώ βρίσκει αρωγό του έναν μυστηριώδη «εξωτερικό συνεργάτη» της αστυνομίας, τον θρυλικό Καλοπροαίρετο.
Παρένθεση: Εδώ υπάρχει εσωτερικό αστείο. Όπως αποκαλύπτει ο Κονιδάρης στο επίμετρο, δανείστηκε το ψευδώνυμο και κάποια χαρακτηριστικά από τον «πραγματικό» Καλοπροαίρετο, ο οποίος έχει σχολιάσει αρκετές φορές παλιότερα και στο ιστολόγιό μας (μάλιστα έχουμε φιλοξενήσει και άρθρο του). Βέβαια, οι περισσότεροι αναγνώστες δεν ξέρουν τον διαδικτυακό Καλοπροαίρετο οπότε το αστείο λειτουργεί μόνο στους μυημένους.
Μου άρεσε πολύ ο Άλικος Πάγος. Ο Κονιδάρης έχει πλούσια φαντασία, όπως έχει δείξει και στα προηγούμενα βιβλία του, είναι πολύ πειστικός στις περιγραφές της ρουτίνας των αστυνομικών, χρησιμοποιεί με μαεστρία αλλά και με μέτρο το εύρημα της δυστοπίας και δίνει και μερικές ωραίες περιγραφές τόπων, όπως του κακόφημου ξενοδοχείου της Ομόνοιας.
Αν θέλω να βρω ένα ψεγάδι, θα ξεχωρίσω τις συζητήσεις για το Dark Web και τα διάφορα προγράμματα, που μου φάνηκαν χωρίς πολλή ουσία. Από την άλλη, το εύρημα για τη σχέση που έχουν μεταξύ τους τα φαινομενικώς άσχετα θύματα είναι έξυπνο και εύλογο. Δεν ξέρω αν ο Κονιδάρης λογαριάζει να συνεχίσει να γράφει αστυνομικά, πάντως ο Έκτορας Ράντος είναι συμπαθητικός ήρωας και θα αντέξει τη συνέχεια. Περιμένω να δω πώς θα χειριστεί ο συγγραφέας τη μελλοντολογική πτυχή.
Με δυο λόγια, έχουμε δυο βιβλία που αξίζει να διαβαστούν έστω και στο αποκαλόκαιρο -δεν θα το μετανιώσετε. Ελπίζω όμως να βγει ψεύτης ο Κονιδάρης ως προς τις μετεωρολογικές προβλέψεις του!
https://sarantakos.wordpress.com/