Η ιστορία του “I Am a Man” (είμαι άντρας – άνθρωπος), σήμα κατατεθέν των δικαιωμάτων των πολιτών, ξεκίνησε από πολύ παλιά και έχει τις ρίζες του βαθιά μπηγμένες στον ρατσισμό. Ιστορικά, ο όρος “boy” (αγόρι), χρησιμοποιείτο υποτιμητικά, στην Αμερική και την Αφρική, δείχνοντας έτσι την υποτίμηση τους προς τους μαύρους και τους σκλάβους, εννοώντας μάλιστα ότι είναι πιο λίγοι άντρες – άνθρωποι από αυτούς. Εικάζεται, πως η πρώτη επίσημη χρησιμοποίηση του όρου “I Am a Man” έγινε από τον αρχηγό των Ponca (ινδιάνικη ερυθρόδερμη φυλή), που είχε το όνομα Standing Bear, όπου σε μια δίκη, είπε στον δικαστή “το χέρι σας δεν έχει το ίδιο χρώμα με το δικό μου , αλλά αν τρυπηθεί, θα αισθανθώ πόνο. Αν τρυπηθεί το δικό σας χέρι και εσείς θα αισθανθείτε πόνο. Το αίμα που θα ρεύσει από το δικό μου χέρι, θα έχει το ίδιο χρώμα με το δικό σας. Είμαι ένας άνθρωπος. Ο Θεός μάς έκανε δύο». Πέραν αυτής της ιστορίας, η φράση “I Am a Man” χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους μαύρους του Memphis, όταν έκαναν την μεγάλη απεργία του 1968 για τα εργατικά τους δικαιώματα αλλά και άλλα δικαιώματα που όφειλαν να έχουν σαν άνθρωποι. Κλείνοντας να αναφέρω πως αυτή η φράση χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, από πολλούς ανθρώπους που νιώθουν την υποτίμηση σαν άνθρωποι.
Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017
ALBERT CAMUS, ”LA P E S T E” ( ”Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ”)
ALBERT CAMUS,
”LA P E S T E” ( ”Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ”)
”Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ” είναι το κύριο έργο του Καμύ, εκείνο που του εξασφάλισε, για πολύ καιρό, τα μεγαλύτερα τιράζ των παγκόσμιων εκδόσεων, εκείνο που συνέβαλε ίσως περισσότερο ώστε να του απονεμηθεί το 1957, όταν ήταν 44 μόλις χρόνων, το βραβείο Νόμπελ.
Γέρασε άραγε το έργο αυτό ;…Επειδή το έγραψε μέσα στους πολέμους, το μελέτησε, το δούλεψε και το ξαναδούλεψε αδιάκοπα μέσα στην μονότονη σιγή της τυραννίας, στους αγώνες της Αντίστασης, στην έξαψη και στις πίκρες της νίκης, ένας αρκετά μεγάλος αριθμός κριτικών σκέφτονται ότι απομακρύνεται σήμερα από μας κι ότι μας πιέζουν άλλα προβλήματα, λιγότερο ίσως φονικά αλλά ασύγκριτα πιο δύσκολα και πιο θλιβερά από εκείνα της πάλης ενάντια σε μία επιδημία και, για ορισμένους, πιο αποθαρρυντικά ακόμα από την παρουσία κάποιου εξωτερικού εχθρού. Ο εχθρός, λένε, είναι μέσα στο σπίτι μας και μέσα μας…
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν είναι και πολύ πειστικές. Φυσικά μπορεί δικαιολογημένα να προτιμάει κανείς, στο έργο του Καμύ, τη στεγνή γύμνια του ”Επαναστατημένου Ανθρώπου”, τις λυρικές ιδιαίτερα σελίδες, όπου η συγκίνηση συνοδεύει τη νοημοσύνη, όπου η αίγλη της γεμάτης τραγωδίες γης μας είναι πάντα παρούσα.
Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ, ωστόσο παραμένει πάντα, όπως πιστεύω, το σημαντικότερο έργο του. Μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως σαν διδακτική έκκληση αλλά δεν είναι και ξεπερνάει τις ειδικές περιστάσεις της δημιουργίας της. Δεν προτείνει καθόλου μία προκατασκευασμένη ηθική, αποκαλύπτει, αντίθετα, σ’ όποιον τη μελετήσει προσεκτικά παράξενες βυθοσκοπήσεις, τις εκθέτει με σύνεση στο φως, αργά, ντόμπρα, με φόβο, ζητώντας μας μόνο να μην κλείνουμε τα μάτια μπροστά σε τίποτα, ούτε στο κακό, ούτε στην αποτυχία, ούτε στον εαυτό μας ιδιαίτερα. Θίγει μ’ απόλυτη ειλικρίνεια το πιο σημαντικό ανθρώπινο πρόβλημα : αφού πρέπει, με κάθε τρόπο, να ζήσουμε – και να πεθάνουμε – πρέπει, οπωσδήποτε, να βρούμε πώς θα κατευθύνουμε τη ζωή μας, ν’ αγωνιστούμε ενάντια στο θάνατο, να τον δεχτούμε όταν φτάσει η στιγμή, πρέπει να αναζητούμε και να κατακτούμε όλα μας τα δικαιώματα, να προφυλαγόμαστε απ’ όλες τις μάστιγες…Δεν είναι εύκολο, Ο Καμύ, ωστόσο, δεν απόστρεψε ποτέ το βλέμμα του από την ουσία, όποια κι αν ήταν η μόδα.
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ..)
”Αυτή η πραγματικότητα, ή οι φόβοι συντηρούσαν εν πάση περιπτώσει, το αίσθημα της εξορίας ή του χωρισμού των συμπολιτών μας. Στο σημείο αυτό, ο αφηγητής ξέρει θαυμάσια πόσο λυπηρό είναι να μην μπορεί ν’ αναφέρει εδώ κάτι το πραγματικά θεαματικό, όπως για παράδειγμα, κάποιο θαρραλέο ήρωα ή κάποια συγκλονιστική ενέργεια, σαν εκείνα που βρίσκουμε στα παλιά παραμύθια. Αυτό γίνεται γιατί δεν υπάρχει τίποτα λιγότερο θεαματικό από μία μάστιγα που οι μεγάλες συμφορές είναι μονότονες χάρη ακριβώς στη διάρκειά τους. Στη μνήμη όσων τις έζησαν, οι φοβερές μέρες της πανούκλας δεν έμοιαζαν με μεγάλες επιβλητικές και σκληρές φλόγες, αλλά περισσότερο σαν ατέλειωτο ποδοβολητό, που τα σύντριβε όλα στο πέρασμά του.
”Όχι, η πανούκλα δεν είχε καμία σχέση με τις μεγάλες ερεθιστικές εικόνες που βασάνιζαν τον γιατρό Ριέ στην αρχή της επιδημίας. Υπήρχε, πρώτα απ’ όλα, μία προνοητική κι αψεγάδιαστη διοίκηση, που λειτουργούσε σωστά. Έτσι, ας το πούμε αυτό μέσα σε παρένθεση, για να μην προδώσει τίποτα, κι ιδιαίτερα για να μην προδοθεί ο ίδιος, ο αφηγητής προσπάθησε νά ‘ναι αντικειμενικός. Δε θέλησε τίποτα σχεδόν ν’ αλλάξει με περίτεχνες περιγραφές, εκτός από ότι αφορά τις στοιχειώδεις ανάγκες μίας λίγο πολύ κατανοητής αφήγησης. Κι αυτή ακριβώς η αντικειμενικότητα του επιβάλλει να πει τώρα πως αν η πιο μεγάλη, η πιο καθολική όπως και η πιο βαθιά οδύνη αυτού του καιρού ήταν ο χωρισμός, πως αν ήταν απαραίτητο, για τη συνείδησή του, να κάνει μία καινούργια περιγραφή του χωρισμού σ’ αυτό το στάδιο της πανούκλας, θα πρέπει να ομολογήσει ότι κι αυτή ακόμα η οδύνη έχασε κάτι απ’ την παθητικότητά της.
”Να συνήθιζαν τάχα στην κατάσταση αυτή οι συμπολίτες μας, ή τουλάχιστον όσοι υπέφεραν περισσότερο απ’ αυτό το χωρισμό ! Δε θά ‘ταν απόλυτα σωστό να το πούμε με βεβαιότητα. Πιο σωστά θά’ ταν να πούμε πως τόσο από ηθική όσο κι από σωματική άποψη είχαν αποσαρκωθεί. Στην αρχή της πανούκλας θυμούνταν τον άνθρωπο πού ‘χασαν και τον νοσταλγούσαν. Αν ωστόσο θυμούνταν καθαρά το αγαπημένο πρόσωπο, το γέλιο του, κάποια μέρα που αναγνώριζαν εκ των υστέρων, πως τους είχε κάνει ευτυχισμένους, δύσκολα μπορούσαν να φανταστούν τί έκανε ο άλλος τη στιγμή που τον σκέφτονταν και μάλιστα σε τόπους τόσο μακρινούς τώρα πια. Με λίγα λόγια, τη στιγμή εκείνη διαθέτανε μνήμη αλλά η φαντασία τους δεν ήταν αρκετή. Στο δεύτερο στάδιο της πανούκλας χάσανε και τη μνήμη τους. Όχι πως είχαν ξεχάσει εκείνο το πρόσωπο αλλά, κάτι που είναι σχεδόν το ίδιο, είχε χάσει τη σάρκα του και δεν το ξεχώριζαν πια μέσα τους. Κι ενώ τις πρώτες βδομάδες θά ‘θελαν να παραπονεθούν πως δεν έβρισκαν πια παρά μόνο ίσκιους, σ’ ό, τι αφορούσε τον έρωτά τους, κατάλαβαν στη συνέχεια πως οι ίσκιοι αυτοί μπορούσαν ν’ αποσαρκωθούν ακόμα περισσότερο, χάνοντας και τα παραμικρότερα χρώματα που διατηρούσαν στη μνήμη τους. Στο τέλος της μακρόχρονης διάρκειας του χωρισμού δεν αναπολούσαν πια αυτή την οικειότητα που υπήρχε ανάμεσά τους, ούτε πώς μπόρεσε να ζήσει κοντά της ένας άνθρωπος που πάνω του, κάθε στιγμή, μπορούσαν ν’ ακουμπήσουν το χέρι τους…”
”…Απ’ το σκοτεινό λιμάνι υψώθηκαν τα πρώτα πυροτεχνήματα απ’ τους επίσημους πανηγυρισμούς. Η πόλη τα χαιρέτισε μ’ ένα μακρόσυρτο κι υπόκωφο επιφώνημα. Ο Κοτάρ, ο Ταρού, κι εκείνη που ο Ριέ αγάπησε κι έχασε, όλοι τους, νεκροί κι ένοχοι, είχαν ξεχαστεί. Ο γέρος είχε δίκιο, οι άνθρωποι ήταν πάντα ίδιοι. Αυτή ήταν, ωστόσο, η δύναμη κι η αθωότητά τους κι εδώ, πάνω από κάθε πόνο, ο Ριέ ένιωθε ότι ξανάσμιγε μαζί τους. Ανάμεσα στα ξεφωνητά που γίνονταν όλο και πιο δυνατά και μακρόσυρτα, που η αντανάκλαση απ’ τον απόηχό του έφτανε ως τη βάση της ταράτσας, καθώς οι πολύχρωμες δέσμες υψώνονταν όλο και πιο πολλές στον ουρανό, ο γιατρός Ριέ αποφάσισε να συντάξει την αφήγηση, που τελειώνει εδώ, για να μην είναι ένας απ’ αυτούς που σωπαίνουν, για να καταθέσει για τους πανουκλιασμένους, για ν’ αφήσει, τουλάχιστον, μία ανάμνηση απ’ την αδικία και τη βιαιτότητα, που έγιναν σε βάρος τους και για να πει μόνο τί διδάσκει απ’ τις συμφορές, ότι υπάρχουν στον άνθρωπο περισσότερα πράγματα να θαυμάσεις παρά να περιφρονήσεις.
”Ήξερε, ωστόσο, ότι το χρονικό αυτό δεν μπορούσε νά ‘ναι το χρονικό της οριστικής νίκης. Μπορούσε να αποτελέσει μόνο τη μαρτυρία όσων χρειάστηκε να επιτελέσουν και που, έπρεπε να επιτελέσουν ακόμα, ενάντια στο τρόμο και στο ακούραστο όπλο του, όλοι οι άνθρωποι παρ’ όλα τα προσωπικά τους βάσανα που, μην μπορώντας ν’ αγιάσουν κι αρνούμενοι να επιδοκιμάσουν τις μάστιγες, προσπαθούν να μένουν γιατροί.
”Και πραγματικά, καθώς ο Ριέ άκουγε τις χαρούμενες φωνές που ανέβαιναν απ’ την πόλη, θυμόταν ότι η ευθυμία αυτή πάντοτε απειλείται. Γιατί ήξερε ότι αυτός ο κόσμος που γλεντούσε, αγνοούσε, κι είναι κάτι που μπορούμε να το διαβάσουμε στα βιβλία, ότι ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει και δεν εξαφανίζεται ποτέ, ότι μπορεί να μένει κοιμισμένος ολόκληρες δεκάδες χρόνια μέσα στα έπιπλα και τ’ ασπρόρουχα, ότι περιμένει υπομονετικά στα δωμάτια, στα υπόγεια, στα σεντούκια, στα μαντίλια και στα χαρτιά, κι ότι μπορεί να φτάσει κάποτε η μέρα που για τη δυστυχία ή για να γίνει μάθημα στους ανθρώπους, η πανούκλα θα ξυπνήσει τα ποντίκια της και θα τα στείλει να ψοφήσουν σε μία ευτυχισμένη πολιτεία.”
************************
https://anastasiakalantzi50.wordpress.com/
ΑΠΟΛΛΩΝ : Ο ΜΕΓΑΣ ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ( ΦΩΤΟ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ )
Απόλλων: Ο μέγας Θεός του Ολύμπου (φωτό, βίντεο)
Ο Απόλλωνας ανήκει στη δεύτερη γενιά των Ολύμπιων θεών. Είναι καρπός της ερωτικής σχέσης του Δία με τη Λητώ και αδερφός της Άρτεμης.
Ο Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, θαμπώθηκε από την ομορφιά της Λητώς που προερχόταν από τη γενιά των Τιτάνων και έσμιξε ερωτικά μαζί της. Η ζηλιάρα Ήρα όμως αγανακτισμένη από τις αναρίθμητες απιστίες του άντρα της με θνητές και θεές και επειδή δεν είχε τη δύναμη να βλάψει το σύζυγό της, εναντιώθηκε στη Λητώ και βάλθηκε να μην την αφήσει με κανένα τρόπο να γεννήσει.
Μάταια η Λητώ έτρεχε κατάκοπη σ’ ολόκληρη τη γη, δοκιμάζοντας κάμπους, βουνά και θάλασσες για να γεννήσει τα παιδιά της· ολόκληρη η γη αρνιόταν να τη δεχτεί γιατί φοβόταν την τρομερή εκδίκηση της Ήρας. Μονάχα ένα μικρό πλεούμενο νησί, η Ορτυγία (νησί των Ορτυκιών) ή Αστερία, δέχτηκε να δώσει άσυλο στη δυστυχισμένη Λητώ.
Το νησάκι αυτό ήταν φτωχό και άγονο, δεν μπορούσαν να βοσκήσουν σ’ αυτό πρόβατα ούτε βόδια, ούτε όμως και να καρπίσουν αμπέλια ή άλλα δέντρα. Γι’ αυτό λοιπόν δε φοβόταν την οργή της θεάς. Ο Απόλλωνας για να ανταμείψει το φτωχό νησί, μόλις γεννήθηκε το στερέωσε για πάντα με τέσσερις στήλες στο βυθό της θάλασσας και του έδωσε το όνομα Δήλος (= Φωτεινή).
Εννιά ολόκληρες μέρες κράτησαν οι πόνοι της γέννας. Η Λητώ ξαπλωμένη στη ρίζα μιας φοινικιάς, του μοναδικού δέντρου που υπήρχε πάνω στο νησί, βογκούσε από τους πόνους και εκλιπαρούσε την Ήρα να της επιτρέψει να γεννήσει τα παιδιά της. Η Αθηνά, η Δήμητρα, η Αφροδίτη και άλλες μικρότερες θεές έτρεξαν να βοηθήσουν τη Λητώ, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα χωρίς τη συγκατάθεση της Ήρας, που κρατούσε επάνω στον Όλυμπο την Ειλείθυια, τη θεά των αίσιων τοκετών.
Τελικά, έστειλαν την πολύχρωμη Ίριδα, την αγγελιοφόρο των θεών, για να ζητήσει από την Ήρα να επιτρέψει τον τοκετό, προσφέροντάς της ένα περιδέραιο εξαιρετικής ομορφιάς από μάλαμα και κεχριμπάρι, εννιά πήχεις, που είχε κατασκευάσει στο εργαστήρι του ο μεγάλος τεχνίτης των θεών, ο Ήφαιστος.
Αυτό το δώρο καταλάγιασε το θυμό της Ήρας, που έστειλε την Ειλείθυια στη Δήλο. Η Λητώ εξαντλημένη από τους αβάσταχτους πόνους τόσων ημερών γονάτισε στη ρίζα της φοινικιάς και έφερε στον κόσμο πρώτα την Άρτεμη και αμέσως μετά τον Απόλλωνα. Την ώρα της γέννας του θεού ιεροί κύκνοι πετούσαν πάνω από το νησί κάνοντας εφτά κύκλους, γιατί ήταν η έβδομη μέρα του μήνα.
Η Λητώ δεν πρόλαβε να θηλάσει καθόλου το νεογέννητο θεό. Μόλις γεννήθηκε, η Θέμιδα έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ και λίγη αμβροσία και έτσι έγινε το θαύμα: το βρέφος άρχισε να μεγαλώνει απότομα, τα σπάργανα σκίστηκαν και έπεσαν από το σώμα του.
Οι θεές θαμπωμένες από την ομορφιά του, τον καμάρωναν να κάνει βόλτες πάνω στο νησί. Αμέσως ο Απόλλωνας έτρεξε πάνω στον Όλυμπο για να πάρει την ευχή του παντοδύναμου πατέρα του, αλλά και για να γνωρίσει τους υπόλοιπους θεούς. Ο Δίας καλοδέχτηκε το γιο του και του πρόσφερε πάρα πολλά πλούσια και πανέμορφα δώρα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν μια ολόχρυση μίτρα στολισμένη με ρουμπίνια και σμαράγδια, που συμβόλιζε τη δύναμη του θεού και είχε πάνω σκαλισμένες σκηνές από τη ζωή των Ολυμπίων.
Επίσης, ο Δίας του χάρισε μια λύρα που ο Απόλλωνας την αγαπούσε πολύ και κάθε φορά που έπαιζε, με τη μουσική του μάγευε θεούς και ανθρώπους· επιπλέον ένα πανώριο άρμα ζεμένο με εφτά ολόλευκους κύκνους που μετέφεραν το θεό σε όποιο σημείο της γης ή του ουρανού επιθυμούσε.
Αμέσως μετά ο Δίας διέταξε τις Ώρες να στρώσουν τραπέζι με νέκταρ και αμβροσία για να καλωσορίσουν όλοι μαζί τον καινούριο θεό πάνω στον Όλυμπο. Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι μέχρι το πρωί. Ο Απόλλωνας έπαιζε με τη λύρα του και χόρευαν οι Χάριτες, η Αρμονία, η Ήβη, η Αφροδίτη και η Άρτεμη· σε λίγο μπήκαν στο χορό και ο Ερμής με τον Άρη.
Μια άλλη όμως παράδοση διηγείται ότι αμέσως μετά τη γέννησή του οι κύκνοι μετέφεραν τον Απόλλωνα στη χώρα τους που βρισκόταν στις όχθες του Ωκεανού, τους Υπερβόρειους· εκεί καθιέρωσαν τη λατρεία του θεού που τη γιόρταζαν αδιάκοπα. Ο Απόλλωνας έμεινε στη χώρα των Υπερβορείων ένα χρόνο και επέστρεψε στην Ελλάδα κατακαλόκαιρο.
Η φύση ολόκληρη γιόρτασε με κάθε τρόπο την επιστροφή του μεγάλου θεού με γλέντια και τραγούδια· τα τζιτζίκια και τ’ αηδόνια τραγουδούσαν και τα νερά των πηγών ήταν πιο καθαρά. Οι Νύμφες και οι Νεράιδες των ποταμών και των λιμνών χόρευαν μερόνυχτα ολόκληρα στα βουνά και τα ξέφωτα. Κάθε χρόνο στους Δελφούς γιόρταζαν αυτή την επιστροφή του με εκατόμβες, δηλαδή ομαδικές θυσίες εκατό ζώων.
Στους Δελφούς ο Απόλλωνας σκότωσε ένα φοβερό δράκοντα που ονομαζόταν Πύθωνας και είχε δέκα χέρια και τέσσερα μάτια. Ο δράκοντας αυτός που έμοιαζε με τεράστια σαύρα έκανε πολλές καταστροφές στην περιοχή. Θόλωνε τα νερά αναταράζοντας τις πηγές και τα ποτάμια, κατέστρεφε τις καλλιέργειες, καταβρόχθιζε τα κοπάδια και τρόμαζε τις Νύμφες όταν μάλιστα ήταν πολύ μανιασμένος, στραγγάλιζε και κατάπινε τους ανήμπορους κατοίκους. Εξάλλου, αυτό το τέρας είχε κυνηγήσει, με εντολή της Ήρας, τη Λητώ όταν έψαχνε τόπο για να γεννήσει τα παιδιά της.
Ο Απόλλωνας με τα ολόχρυσα βέλη που του χάρισε ο Ήφαιστος εξόντωσε τον Πύθωνα και έτσι απάλλαξε τους κατοίκους της περιοχής που για να θυμούνται το κατόρθωμά του καθιέρωσαν προς τιμή του αγώνες οι οποίοι ονομάστηκαν Πυθικοί Αγώνες. Επίσης, έχτισαν ένα μαντείο, το μαντείο των Δελφών, όπου εκεί η Πυθία καθισμένη πάνω στον ιερό τρίποδα, μασώντας φύλλα δάφνης σε κατάσταση ένθεης μανίας αποκάλυπτε τους διφορούμενους χρησμούς του θεού.
Από το μαντείο αυτό πέρασε κάποτε ο ημίθεος Ηρακλής για να ζητήσει χρησμό.
Η Πυθία όμως αρνήθηκε να του απαντήσει, γι’ αυτό ο Ηρακλής έκλεψε τον ιερό τρίποδα και πήγε να ιδρύσει αλλού μαντείο. Ο Λοξίας (προσωνυμία του Απόλλωνα για τους διφορούμενους χρησμούς του) καταδίωκε για πολύ καιρό τον Ηρακλή· όταν τον έφτασε, πάλευαν εννιά ολόκληρες μέρες και νύχτες αδιάκοπα, ολόκληρη η γη τρανταζόταν από τα χτυπήματά τους. Τελικά, ο Δίας χώρισε τους δυο αντιπάλους ρίχνοντας ανάμεσά τους έναν κεραυνό.
Ο Απόλλωνας ήταν ένας πανέμορφος θεός, πανύψηλος, με καταπληκτική κορμοστασιά, γαλάζια μάτια και κατάξανθες μακριές μπούκλες. Γι’ αυτό είχε πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες με Νύμφες και θνητές.
Έτσι, αγάπησε τη Νύμφη Δάφνη, την κόρη του θεού ποταμού Πηνειού της Θεσσαλίας. Αυτή ήταν πανέμορφη και τη ζητούσαν από τον πατέρα της πολλά παλικάρια και γνωστοί ήρωες. Ο Πηνειός την παρακαλούσε να παντρευτεί για να του χαρίσει εγγόνια. Αυτή όμως, αγύριστο κεφάλι, δεν άκουγε το γέροντα πατέρα της, γιατί προτιμούσε να κυνηγάει μέσα στα δάση και να συντροφεύει την παρθένα Άρτεμη. Όταν κάποτε τη συνάντησε ο Απόλλωνας, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει δική του.
Η Νύμφη όμως δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του θεού και κατέφυγε στο βουνό. Μερόνυχτα ολόκληρα ο Φοίβος (προσωνυμία του Απόλλωνα) την κυνηγούσε ανάμεσα στους θάμνους και τα πουρνάρια, φωνάζοντάς της πως δεν ήταν ένας τυχαίος γαμπρός αλλά ο λαμπρός Απόλλωνας που τον τιμούσαν θεοί και θνητοί. Τη στιγμή όμως που κόντευε να τη φτάσει, η Νύμφη παρακάλεσε τον πατέρα της να τη σώσει από το αγκάλιασμα του θεού.
Τότε ο Πηνειός που λυπήθηκε την κόρη του, τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δέντρο· τα πόδια της έγιναν οι ρίζες της δάφνης, το σώμα της ο κορμός, τα χέρια της τα κλαδιά και τα μαλλιά της τα φύλλα του γνωστού δέντρου. Ο Απόλλωνας κλαίγοντας απαρηγόρητα αγκάλιασε το δέντρο και αφού δεν κατάφερε να σμίξει με τη Νύμφη όσο ήταν ζωντανή, ορκίστηκε ότι στο εξής η δάφνη θα ήταν το ιερό δέντρο του και ο ίδιος θα φορούσε πάντα δάφνινο στεφάνι.
Από τη σχέση του με τη θεά της Θεσσαλίας, τη Νύμφη Κυρήνη, ο Απόλλωνας απέκτησε ένα γιο, τον Αρισταίο.
Η Κυρήνη ζούσε άγρια ζωή στα δάση της Πίνδου και προστάτευε τα κοπάδια του πατέρα της. Μια μέρα επιτέθηκε χωρίς όπλα σ’ ένα λιοντάρι, πάλεψε μαζί του και το νίκησε. Ο Φοίβος είδε το κατόρθωμά της και την ερωτεύτηκε. Κατόπιν την απήγαγε και με το ολόχρυσο άρμα του την οδήγησε, πετώντας πάνω από στεριές και από θάλασσες, στη Λιβύη· εκεί σ’ ένα ολόχρυσο παλάτι έσμιξε μαζί της.
Και με τις Μούσες ο Απόλλωνας είχε ερωτικές περιπέτειες. Λένε πως από τη Θάλεια απέκτησε τους Κορύβαντες, δαίμονες που ανήκαν στη συνοδεία του Διόνυσου, μαζί με τους Σάτυρους και τα άλλα ξωτικά του δάσους. Με την Ουρανία απέκτησε τους μουσικούς Λίνο και Ορφέα, που γαλήνευαν τη φύση ολόκληρη παίζοντας τον αυλό τους και εξημέρωναν τα άγρια θηρία. Επίσης, ο Απόλλωνας είναι ο πατέρας του Ασκληπιού, του θεού της Ιατρικής. Λένε πως ο ερωτιάρης θεός έσμιξε με τη Κορωνίδα και την άφησε έγκυο.
Τον καιρό όμως που αυτή περίμενε παιδί έκανε απιστίες στο θεό πηγαίνοντας μ’ έναν θνητό. Όταν το έμαθε αυτό ο Απόλλωνας, οργισμένος από την προσβολή, σκότωσε την άπιστη Κορωνίδα. Τη στιγμή όμως που το σώμα της τοποθετήθηκε πάνω στη φωτιά και ήταν έτοιμο να καεί, ο εκδικητικός θεός μεταμορφωμένος σε γύπα όρμησε και τράβηξε από τα σπλάχνα της το παιδί, ζωντανό ακόμη.
Την ίδια ατυχία είχε και με τη Μάρπησσα, τη βασιλοπούλα της Αιτωλίας. Ο θεός αγαπούσε τη νεαρή κοπέλα, αλλά την έκλεψε ο θνητός Ίδας μ’ ένα φτερωτό άρμα που του δώρισε ο Ποσειδώνας και την οδήγησε στη Μεσσήνη. Εκεί, ο Ίδας και ο Απόλλωνας χτυπήθηκαν αλλά τους χώρισε ο Δίας.
Η Μάρπησσα είχε δικαίωμα να διαλέξει ανάμεσα στους δυο εραστές. Μάταια ο θεός την παρακαλούσε και της έδινε υποσχέσεις αιώνιας πίστης και αφοσίωσης. Αυτή διάλεξε το θνητό Ίδα, από το φόβο της ότι ο αθάνατος και αιώνια νέος Απόλλωνας θα την παρατούσε στα γεράματά της, όταν θα την εγκατέλειπαν η ομορφιά και η φρεσκάδα της νιότης.
Αλλά και με την Κασσάνδρα, την κόρη του Πρίαμου, ο έρωτας δεν ευνόησε το θεό.
Ο Απόλλωνας αγαπούσε την Κασσάνδρα και για να την κερδίσει της υποσχέθηκε να της μάθει την τέχνη της μαντικής. Η νεαρή βασιλοπούλα δέχτηκε, όταν όμως έμαθε καλά την τέχνη, εγκατέλειψε το θεό. Άλλοι πάλι λένε πως ο θεός έσμιξε τελικά με την Κασσάνδρα και απέκτησε μαζί της τον Τρωίλο.
Στην κυρίως Ελλάδα πίστευαν ότι ο Απόλλωνας ήταν εραστής της τοπικής ηρωίδας Φθίας, από την οποία απέκτησε τρεις γιους: τον Δώρο, τον Λαόδοντα και τον Πολυποίτη, που τους σκότωσε ο Αιτωλός. Στην Κολοφώνα πίστευαν πως ο Απόλλωνας ζευγάρωσε με τη Μαντώ, την κόρη του τυφλού μάντη Τειρεσία και από το σπέρμα του γεννήθηκε ο μέγας μάντης Νόμος.
Στην Κρήτη ο ερωτομανής θεός αγάπησε την Ακάλλη, την κόρη του Μίνωα· καρπός της κρυφής σχέσης τους ήταν ο Μίλητος. Η Ακάλλη μόλις γέννησε, άφησε το νεογέννητο στο δάσος, γιατί φοβόταν τον πατέρα της. Ο Απόλλωνας φρόντισε να ζήσει ο γιος του στέλνοντας λύκους να τον προστατεύουν και μια λύκαινα να τον θηλάζει.
Στην Αθήνα ο σκανταλιάρης θεός βίασε την Κρέουσα, την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα. Εκείνη μόλις γέννησε εγκατέλειψε το παιδί σε μια ερημιά. Ο Απόλλωνας φρόντισε να φέρει το μωρό στους Δελφούς, όπου το μεγάλωσε η Πυθία. Αυτός ο γιος του Απόλλωνα που με τόσο άσχημο τρόπο ήρθε στη ζωή ονομάστηκε Ίωνας.Ο Απόλλωνας λέγεται ότι αγάπησε και νέους άντρες.
Πιο σημαντική είναι η ερωτική του περιπέτεια με τον Υάκινθο, έναν παρά πολύ όμορφο νέο. Μια μέρα που έπαιζαν οι δυο τους με το δίσκο ο τρομερός Ζέφυρος (άνεμος), επειδή ζήλευε το θεό, παρέσυρε το δίσκο ο οποίος χτύπησε τον Υάκινθο και τον σκότωσε ακαριαία. Ο Φοίβος απαρηγόρητος από το θάνατο του φίλου του και για να κάνει αθάνατο το όνομά του, τον μεταμόρφωσε στο γνωστό ομώνυμο λουλούδι.
Διηγούνται πως ο Απόλλωνας δυο φορές υποχρεώθηκε να μπει δούλος στην υπηρεσία θνητών. Η πρώτη φορά ήταν όταν μαζί με τον Ποσειδώνα, την Ήρα και την Αθηνά θέλησαν να πάρουν την εξουσία του Δία και γι’ αυτό προσπάθησαν να τον δέσουν με τεράστιες σιδερένιες αλυσίδες και να τον κρεμάσουν στον ουράνιο θόλο. Η συνωμοσία όμως απέτυχε και η τιμωρία του Απόλλωνα ήταν να φυλάει τα κοπάδια του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, πάνω στις βουνοπλαγιές της Ίδης.
Ο Απόλλωνας έτσι κι έκανε, μια και δεν μπορούσε ν’ αντιμιλήσει στον πατέρα του, τον παντοδύναμο Δία. Μόλις όμως πέρασε ο ένας χρόνος, ο Λαομέδοντας αρνήθηκε να πληρώσει το θεό για τις υπηρεσίες του και τον έδιωξε κακήν κακώς.
Όταν αυτός διαμαρτυρήθηκε, τον απείλησε ότι θα του κόψει τ’ αυτιά και θα τον πουλήσει σαν δούλο. Μόλις ο Απόλλωνας ξαναβρήκε τη θεϊκή του δύναμη, έστειλε φονικό λοιμό στην Τροία που ρήμαζε τη χώρα για έξι ολόκληρους μήνες. Οι γυναίκες γεννούσαν νεκρά παιδιά, τα κοπάδια αποδεκατίζονταν και τα σπαρτά ξεραίνονταν χωρίς να δίνουν καρπούς.
Ο Απόλλωνας πέρασε τη δοκιμασία του βοσκού και για δεύτερη φορά. Αυτό έγινε όταν ο Δίας κεραυνοβόλησε τον Ασκληπιό, γιατί είχε προοδεύσει τόσο πολύ στην ιατρική, ώστε κατόρθωνε να ανασταίνει νεκρούς. Ο Φοίβος πληγώθηκε από το θάνατο του γιου του και για να εκδικηθεί σημάδεψε με τα ολόχρυσα βέλη του πάνω από τον Όλυμπο τους Κύκλωπες που είχαν κατασκευάσει τον κεραυνό.
Ο Δίας αγανακτισμένος πια από τη συμπεριφορά του Απόλλωνα δεν αστειευόταν καθόλου· ήθελε να φυλακίσει το γιο του στα ολοσκότεινα και αφιλόξενα Τάρταρα, στα έγκατα της μάνας Γαίας. Όμως η Λητώ τον παρακάλεσε να ελαφρύνει την ποινή του. Τότε μόνο ο Δίας υποχώρησε και διέταξε τον Απόλλωνα να μπει στην υπηρεσία του βασιλιά Άδμητου. Όταν ο Απόλλωνας έφτασε στις Φέρρες της Θεσσαλίας και παρουσιάστηκε στον Άδμητο, αυτός από τη γλυκύτητα της μορφής του και τη θεϊκή ομορφιά του κατάλαβε πως ήταν κάποιος θεός μεταμορφωμένος σε θνητό.
Έπεσε στα γόνατά του και του πρόσφερε το θρόνο του. Ο Απόλλωνας όμως του εξήγησε ότι ήταν θέλημα του Δία να δουλέψει στην υπηρεσία του και συγκινημένος από την καλή συμπεριφορά και το σεβασμό του Άδμητου, έφερε την ευημερία στο παλάτι και σ’ όλη τη χώρα· όλες οι αγελάδες γεννούσαν δυο μοσχάρια τη φορά, τα χωράφια κάρπιζαν δυο φορές το χρόνο και όλο και περισσότερα πλούτη συγκεντρώνονταν στα χέρια του ευγενικού Άδμητου.
Ο Απόλλωνας έλαβε μέρος στη Γιγαντομαχία στο πλευρό του πατέρα του Δία. Επίσης συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο και ήταν πάντοτε με το μέρος των Τρώων. Ακόμη συνέβαλε στην ολοκλήρωση της Αργοναυτικής εκστρατείας βοηθώντας τον Ιάσονα να φτάσει στη μαγική χώρα του Αιήτη.Δυο φορές χρειάστηκε ο Απόλλωνας να χρησιμοποιήσει τις σαΐτες του για να υπερασπίσει τη μητέρα του, τη Λητώ.
Η πρώτη φορά ήταν όταν ο γίγαντας Τιτυός επιθύμησε τη Λητώ και προσπάθησε να τη βιάσει. Ο θεϊκός γιος της ενέργησε αστραπιαία· σκότωσε με τα βέλη του το γίγαντα λίγο πριν πραγματοποιήσει την άτιμη σκέψη του.
Κάποια άλλη φορά μαζί με την αδερφή του Άρτεμη εξόντωσαν τα παιδιά της Νιόβης, εκτός από δύο, όταν αυτή καυχήθηκε ότι ήταν πιο ευτυχισμένη και πιο τυχερή από τη Λητώ που είχε μόνο δυο παιδιά, ενώ η ίδια είχε δεκατέσσερα. Ο Απόλλωνας σκότωσε με τα βέλη του τα αρσενικά παιδιά και η Άρτεμη τις κόρες. Ο Δίας λυπήθηκε τη Νιόβη και τη μεταμόρφωσε σε βράχο που κλαίει ακόμη για το χαμό των παιδιών της.
Ο Απόλλωνας ήταν γενικά ο θεός της μουσικής και της ποίησης. Γι’ αυτό προέδρευε πάνω στον Ελικώνα, στους αγώνες των Μουσών. Επιπλέον, ήταν θεός και της μαντικής. Πίστευαν ότι εμπνέει τόσο τους μάντεις όσο και τους ποιητές. Επίσης ήταν θεός ποιμενικός που οι έρωτές του με τις Νύμφες και τους νέους που έγιναν λουλούδια τον συνέδεαν με τη βλάστηση και τη φύση. Ήταν ακόμη θεός πολεμιστής που με τα τόξα και τα ολόχρυσα βέλη του μπορούσε να στείλει από μακριά την εκδίκησή του.
Τα ιερά ζώα τα αφιερωμένα στον Απόλλωνα ήταν ο λύκος και το ελάφι. Από τα πουλιά ο κύκνος, ο γύπας και το κοράκι που από το πέταγμά τους έπαιρναν χρησμούς. Τέλος, από τα θαλάσσια ζώα το δελφίνι, που το όνομά του θύμιζε τους Δελφούς, το κυριότερο ιερό του Απόλλωνα. Η δάφνη ήταν το κατεξοχήν ιερό φυτό του θεού.
Ο Απόλλωνας ήταν η προσωποποίηση του φωτός και του ήλιου. Αντιπροσώπευε τις καλές τέχνες, τη μουσική και την ποίηση, που τόσο πολύ λάτρεψαν και καλλιέργησαν οι αρχαίοι Έλληνες.
«ἔστ’ ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται»
Πηγή
Ο Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, θαμπώθηκε από την ομορφιά της Λητώς που προερχόταν από τη γενιά των Τιτάνων και έσμιξε ερωτικά μαζί της. Η ζηλιάρα Ήρα όμως αγανακτισμένη από τις αναρίθμητες απιστίες του άντρα της με θνητές και θεές και επειδή δεν είχε τη δύναμη να βλάψει το σύζυγό της, εναντιώθηκε στη Λητώ και βάλθηκε να μην την αφήσει με κανένα τρόπο να γεννήσει.
Το νησάκι αυτό ήταν φτωχό και άγονο, δεν μπορούσαν να βοσκήσουν σ’ αυτό πρόβατα ούτε βόδια, ούτε όμως και να καρπίσουν αμπέλια ή άλλα δέντρα. Γι’ αυτό λοιπόν δε φοβόταν την οργή της θεάς. Ο Απόλλωνας για να ανταμείψει το φτωχό νησί, μόλις γεννήθηκε το στερέωσε για πάντα με τέσσερις στήλες στο βυθό της θάλασσας και του έδωσε το όνομα Δήλος (= Φωτεινή).
Εννιά ολόκληρες μέρες κράτησαν οι πόνοι της γέννας. Η Λητώ ξαπλωμένη στη ρίζα μιας φοινικιάς, του μοναδικού δέντρου που υπήρχε πάνω στο νησί, βογκούσε από τους πόνους και εκλιπαρούσε την Ήρα να της επιτρέψει να γεννήσει τα παιδιά της. Η Αθηνά, η Δήμητρα, η Αφροδίτη και άλλες μικρότερες θεές έτρεξαν να βοηθήσουν τη Λητώ, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα χωρίς τη συγκατάθεση της Ήρας, που κρατούσε επάνω στον Όλυμπο την Ειλείθυια, τη θεά των αίσιων τοκετών.
Τελικά, έστειλαν την πολύχρωμη Ίριδα, την αγγελιοφόρο των θεών, για να ζητήσει από την Ήρα να επιτρέψει τον τοκετό, προσφέροντάς της ένα περιδέραιο εξαιρετικής ομορφιάς από μάλαμα και κεχριμπάρι, εννιά πήχεις, που είχε κατασκευάσει στο εργαστήρι του ο μεγάλος τεχνίτης των θεών, ο Ήφαιστος.
Αυτό το δώρο καταλάγιασε το θυμό της Ήρας, που έστειλε την Ειλείθυια στη Δήλο. Η Λητώ εξαντλημένη από τους αβάσταχτους πόνους τόσων ημερών γονάτισε στη ρίζα της φοινικιάς και έφερε στον κόσμο πρώτα την Άρτεμη και αμέσως μετά τον Απόλλωνα. Την ώρα της γέννας του θεού ιεροί κύκνοι πετούσαν πάνω από το νησί κάνοντας εφτά κύκλους, γιατί ήταν η έβδομη μέρα του μήνα.
Η Λητώ δεν πρόλαβε να θηλάσει καθόλου το νεογέννητο θεό. Μόλις γεννήθηκε, η Θέμιδα έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ και λίγη αμβροσία και έτσι έγινε το θαύμα: το βρέφος άρχισε να μεγαλώνει απότομα, τα σπάργανα σκίστηκαν και έπεσαν από το σώμα του.
Οι θεές θαμπωμένες από την ομορφιά του, τον καμάρωναν να κάνει βόλτες πάνω στο νησί. Αμέσως ο Απόλλωνας έτρεξε πάνω στον Όλυμπο για να πάρει την ευχή του παντοδύναμου πατέρα του, αλλά και για να γνωρίσει τους υπόλοιπους θεούς. Ο Δίας καλοδέχτηκε το γιο του και του πρόσφερε πάρα πολλά πλούσια και πανέμορφα δώρα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν μια ολόχρυση μίτρα στολισμένη με ρουμπίνια και σμαράγδια, που συμβόλιζε τη δύναμη του θεού και είχε πάνω σκαλισμένες σκηνές από τη ζωή των Ολυμπίων.
Επίσης, ο Δίας του χάρισε μια λύρα που ο Απόλλωνας την αγαπούσε πολύ και κάθε φορά που έπαιζε, με τη μουσική του μάγευε θεούς και ανθρώπους· επιπλέον ένα πανώριο άρμα ζεμένο με εφτά ολόλευκους κύκνους που μετέφεραν το θεό σε όποιο σημείο της γης ή του ουρανού επιθυμούσε.
Αμέσως μετά ο Δίας διέταξε τις Ώρες να στρώσουν τραπέζι με νέκταρ και αμβροσία για να καλωσορίσουν όλοι μαζί τον καινούριο θεό πάνω στον Όλυμπο. Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι μέχρι το πρωί. Ο Απόλλωνας έπαιζε με τη λύρα του και χόρευαν οι Χάριτες, η Αρμονία, η Ήβη, η Αφροδίτη και η Άρτεμη· σε λίγο μπήκαν στο χορό και ο Ερμής με τον Άρη.
Μια άλλη όμως παράδοση διηγείται ότι αμέσως μετά τη γέννησή του οι κύκνοι μετέφεραν τον Απόλλωνα στη χώρα τους που βρισκόταν στις όχθες του Ωκεανού, τους Υπερβόρειους· εκεί καθιέρωσαν τη λατρεία του θεού που τη γιόρταζαν αδιάκοπα. Ο Απόλλωνας έμεινε στη χώρα των Υπερβορείων ένα χρόνο και επέστρεψε στην Ελλάδα κατακαλόκαιρο.
Η φύση ολόκληρη γιόρτασε με κάθε τρόπο την επιστροφή του μεγάλου θεού με γλέντια και τραγούδια· τα τζιτζίκια και τ’ αηδόνια τραγουδούσαν και τα νερά των πηγών ήταν πιο καθαρά. Οι Νύμφες και οι Νεράιδες των ποταμών και των λιμνών χόρευαν μερόνυχτα ολόκληρα στα βουνά και τα ξέφωτα. Κάθε χρόνο στους Δελφούς γιόρταζαν αυτή την επιστροφή του με εκατόμβες, δηλαδή ομαδικές θυσίες εκατό ζώων.
Στους Δελφούς ο Απόλλωνας σκότωσε ένα φοβερό δράκοντα που ονομαζόταν Πύθωνας και είχε δέκα χέρια και τέσσερα μάτια. Ο δράκοντας αυτός που έμοιαζε με τεράστια σαύρα έκανε πολλές καταστροφές στην περιοχή. Θόλωνε τα νερά αναταράζοντας τις πηγές και τα ποτάμια, κατέστρεφε τις καλλιέργειες, καταβρόχθιζε τα κοπάδια και τρόμαζε τις Νύμφες όταν μάλιστα ήταν πολύ μανιασμένος, στραγγάλιζε και κατάπινε τους ανήμπορους κατοίκους. Εξάλλου, αυτό το τέρας είχε κυνηγήσει, με εντολή της Ήρας, τη Λητώ όταν έψαχνε τόπο για να γεννήσει τα παιδιά της.
Ο Απόλλωνας με τα ολόχρυσα βέλη που του χάρισε ο Ήφαιστος εξόντωσε τον Πύθωνα και έτσι απάλλαξε τους κατοίκους της περιοχής που για να θυμούνται το κατόρθωμά του καθιέρωσαν προς τιμή του αγώνες οι οποίοι ονομάστηκαν Πυθικοί Αγώνες. Επίσης, έχτισαν ένα μαντείο, το μαντείο των Δελφών, όπου εκεί η Πυθία καθισμένη πάνω στον ιερό τρίποδα, μασώντας φύλλα δάφνης σε κατάσταση ένθεης μανίας αποκάλυπτε τους διφορούμενους χρησμούς του θεού.
Από το μαντείο αυτό πέρασε κάποτε ο ημίθεος Ηρακλής για να ζητήσει χρησμό.
Η Πυθία όμως αρνήθηκε να του απαντήσει, γι’ αυτό ο Ηρακλής έκλεψε τον ιερό τρίποδα και πήγε να ιδρύσει αλλού μαντείο. Ο Λοξίας (προσωνυμία του Απόλλωνα για τους διφορούμενους χρησμούς του) καταδίωκε για πολύ καιρό τον Ηρακλή· όταν τον έφτασε, πάλευαν εννιά ολόκληρες μέρες και νύχτες αδιάκοπα, ολόκληρη η γη τρανταζόταν από τα χτυπήματά τους. Τελικά, ο Δίας χώρισε τους δυο αντιπάλους ρίχνοντας ανάμεσά τους έναν κεραυνό.
Ο Απόλλωνας ήταν ένας πανέμορφος θεός, πανύψηλος, με καταπληκτική κορμοστασιά, γαλάζια μάτια και κατάξανθες μακριές μπούκλες. Γι’ αυτό είχε πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες με Νύμφες και θνητές.
Έτσι, αγάπησε τη Νύμφη Δάφνη, την κόρη του θεού ποταμού Πηνειού της Θεσσαλίας. Αυτή ήταν πανέμορφη και τη ζητούσαν από τον πατέρα της πολλά παλικάρια και γνωστοί ήρωες. Ο Πηνειός την παρακαλούσε να παντρευτεί για να του χαρίσει εγγόνια. Αυτή όμως, αγύριστο κεφάλι, δεν άκουγε το γέροντα πατέρα της, γιατί προτιμούσε να κυνηγάει μέσα στα δάση και να συντροφεύει την παρθένα Άρτεμη. Όταν κάποτε τη συνάντησε ο Απόλλωνας, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει δική του.
Η Νύμφη όμως δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του θεού και κατέφυγε στο βουνό. Μερόνυχτα ολόκληρα ο Φοίβος (προσωνυμία του Απόλλωνα) την κυνηγούσε ανάμεσα στους θάμνους και τα πουρνάρια, φωνάζοντάς της πως δεν ήταν ένας τυχαίος γαμπρός αλλά ο λαμπρός Απόλλωνας που τον τιμούσαν θεοί και θνητοί. Τη στιγμή όμως που κόντευε να τη φτάσει, η Νύμφη παρακάλεσε τον πατέρα της να τη σώσει από το αγκάλιασμα του θεού.
Τότε ο Πηνειός που λυπήθηκε την κόρη του, τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δέντρο· τα πόδια της έγιναν οι ρίζες της δάφνης, το σώμα της ο κορμός, τα χέρια της τα κλαδιά και τα μαλλιά της τα φύλλα του γνωστού δέντρου. Ο Απόλλωνας κλαίγοντας απαρηγόρητα αγκάλιασε το δέντρο και αφού δεν κατάφερε να σμίξει με τη Νύμφη όσο ήταν ζωντανή, ορκίστηκε ότι στο εξής η δάφνη θα ήταν το ιερό δέντρο του και ο ίδιος θα φορούσε πάντα δάφνινο στεφάνι.
Από τη σχέση του με τη θεά της Θεσσαλίας, τη Νύμφη Κυρήνη, ο Απόλλωνας απέκτησε ένα γιο, τον Αρισταίο.
Η Κυρήνη ζούσε άγρια ζωή στα δάση της Πίνδου και προστάτευε τα κοπάδια του πατέρα της. Μια μέρα επιτέθηκε χωρίς όπλα σ’ ένα λιοντάρι, πάλεψε μαζί του και το νίκησε. Ο Φοίβος είδε το κατόρθωμά της και την ερωτεύτηκε. Κατόπιν την απήγαγε και με το ολόχρυσο άρμα του την οδήγησε, πετώντας πάνω από στεριές και από θάλασσες, στη Λιβύη· εκεί σ’ ένα ολόχρυσο παλάτι έσμιξε μαζί της.
Και με τις Μούσες ο Απόλλωνας είχε ερωτικές περιπέτειες. Λένε πως από τη Θάλεια απέκτησε τους Κορύβαντες, δαίμονες που ανήκαν στη συνοδεία του Διόνυσου, μαζί με τους Σάτυρους και τα άλλα ξωτικά του δάσους. Με την Ουρανία απέκτησε τους μουσικούς Λίνο και Ορφέα, που γαλήνευαν τη φύση ολόκληρη παίζοντας τον αυλό τους και εξημέρωναν τα άγρια θηρία. Επίσης, ο Απόλλωνας είναι ο πατέρας του Ασκληπιού, του θεού της Ιατρικής. Λένε πως ο ερωτιάρης θεός έσμιξε με τη Κορωνίδα και την άφησε έγκυο.
Τον καιρό όμως που αυτή περίμενε παιδί έκανε απιστίες στο θεό πηγαίνοντας μ’ έναν θνητό. Όταν το έμαθε αυτό ο Απόλλωνας, οργισμένος από την προσβολή, σκότωσε την άπιστη Κορωνίδα. Τη στιγμή όμως που το σώμα της τοποθετήθηκε πάνω στη φωτιά και ήταν έτοιμο να καεί, ο εκδικητικός θεός μεταμορφωμένος σε γύπα όρμησε και τράβηξε από τα σπλάχνα της το παιδί, ζωντανό ακόμη.
Την ίδια ατυχία είχε και με τη Μάρπησσα, τη βασιλοπούλα της Αιτωλίας. Ο θεός αγαπούσε τη νεαρή κοπέλα, αλλά την έκλεψε ο θνητός Ίδας μ’ ένα φτερωτό άρμα που του δώρισε ο Ποσειδώνας και την οδήγησε στη Μεσσήνη. Εκεί, ο Ίδας και ο Απόλλωνας χτυπήθηκαν αλλά τους χώρισε ο Δίας.
Η Μάρπησσα είχε δικαίωμα να διαλέξει ανάμεσα στους δυο εραστές. Μάταια ο θεός την παρακαλούσε και της έδινε υποσχέσεις αιώνιας πίστης και αφοσίωσης. Αυτή διάλεξε το θνητό Ίδα, από το φόβο της ότι ο αθάνατος και αιώνια νέος Απόλλωνας θα την παρατούσε στα γεράματά της, όταν θα την εγκατέλειπαν η ομορφιά και η φρεσκάδα της νιότης.
Αλλά και με την Κασσάνδρα, την κόρη του Πρίαμου, ο έρωτας δεν ευνόησε το θεό.
Ο Απόλλωνας αγαπούσε την Κασσάνδρα και για να την κερδίσει της υποσχέθηκε να της μάθει την τέχνη της μαντικής. Η νεαρή βασιλοπούλα δέχτηκε, όταν όμως έμαθε καλά την τέχνη, εγκατέλειψε το θεό. Άλλοι πάλι λένε πως ο θεός έσμιξε τελικά με την Κασσάνδρα και απέκτησε μαζί της τον Τρωίλο.
Στην κυρίως Ελλάδα πίστευαν ότι ο Απόλλωνας ήταν εραστής της τοπικής ηρωίδας Φθίας, από την οποία απέκτησε τρεις γιους: τον Δώρο, τον Λαόδοντα και τον Πολυποίτη, που τους σκότωσε ο Αιτωλός. Στην Κολοφώνα πίστευαν πως ο Απόλλωνας ζευγάρωσε με τη Μαντώ, την κόρη του τυφλού μάντη Τειρεσία και από το σπέρμα του γεννήθηκε ο μέγας μάντης Νόμος.
Στην Κρήτη ο ερωτομανής θεός αγάπησε την Ακάλλη, την κόρη του Μίνωα· καρπός της κρυφής σχέσης τους ήταν ο Μίλητος. Η Ακάλλη μόλις γέννησε, άφησε το νεογέννητο στο δάσος, γιατί φοβόταν τον πατέρα της. Ο Απόλλωνας φρόντισε να ζήσει ο γιος του στέλνοντας λύκους να τον προστατεύουν και μια λύκαινα να τον θηλάζει.
Στην Αθήνα ο σκανταλιάρης θεός βίασε την Κρέουσα, την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα. Εκείνη μόλις γέννησε εγκατέλειψε το παιδί σε μια ερημιά. Ο Απόλλωνας φρόντισε να φέρει το μωρό στους Δελφούς, όπου το μεγάλωσε η Πυθία. Αυτός ο γιος του Απόλλωνα που με τόσο άσχημο τρόπο ήρθε στη ζωή ονομάστηκε Ίωνας.Ο Απόλλωνας λέγεται ότι αγάπησε και νέους άντρες.
Πιο σημαντική είναι η ερωτική του περιπέτεια με τον Υάκινθο, έναν παρά πολύ όμορφο νέο. Μια μέρα που έπαιζαν οι δυο τους με το δίσκο ο τρομερός Ζέφυρος (άνεμος), επειδή ζήλευε το θεό, παρέσυρε το δίσκο ο οποίος χτύπησε τον Υάκινθο και τον σκότωσε ακαριαία. Ο Φοίβος απαρηγόρητος από το θάνατο του φίλου του και για να κάνει αθάνατο το όνομά του, τον μεταμόρφωσε στο γνωστό ομώνυμο λουλούδι.
Διηγούνται πως ο Απόλλωνας δυο φορές υποχρεώθηκε να μπει δούλος στην υπηρεσία θνητών. Η πρώτη φορά ήταν όταν μαζί με τον Ποσειδώνα, την Ήρα και την Αθηνά θέλησαν να πάρουν την εξουσία του Δία και γι’ αυτό προσπάθησαν να τον δέσουν με τεράστιες σιδερένιες αλυσίδες και να τον κρεμάσουν στον ουράνιο θόλο. Η συνωμοσία όμως απέτυχε και η τιμωρία του Απόλλωνα ήταν να φυλάει τα κοπάδια του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, πάνω στις βουνοπλαγιές της Ίδης.
Ο Απόλλωνας έτσι κι έκανε, μια και δεν μπορούσε ν’ αντιμιλήσει στον πατέρα του, τον παντοδύναμο Δία. Μόλις όμως πέρασε ο ένας χρόνος, ο Λαομέδοντας αρνήθηκε να πληρώσει το θεό για τις υπηρεσίες του και τον έδιωξε κακήν κακώς.
Όταν αυτός διαμαρτυρήθηκε, τον απείλησε ότι θα του κόψει τ’ αυτιά και θα τον πουλήσει σαν δούλο. Μόλις ο Απόλλωνας ξαναβρήκε τη θεϊκή του δύναμη, έστειλε φονικό λοιμό στην Τροία που ρήμαζε τη χώρα για έξι ολόκληρους μήνες. Οι γυναίκες γεννούσαν νεκρά παιδιά, τα κοπάδια αποδεκατίζονταν και τα σπαρτά ξεραίνονταν χωρίς να δίνουν καρπούς.
Ο Απόλλωνας πέρασε τη δοκιμασία του βοσκού και για δεύτερη φορά. Αυτό έγινε όταν ο Δίας κεραυνοβόλησε τον Ασκληπιό, γιατί είχε προοδεύσει τόσο πολύ στην ιατρική, ώστε κατόρθωνε να ανασταίνει νεκρούς. Ο Φοίβος πληγώθηκε από το θάνατο του γιου του και για να εκδικηθεί σημάδεψε με τα ολόχρυσα βέλη του πάνω από τον Όλυμπο τους Κύκλωπες που είχαν κατασκευάσει τον κεραυνό.
Ο Δίας αγανακτισμένος πια από τη συμπεριφορά του Απόλλωνα δεν αστειευόταν καθόλου· ήθελε να φυλακίσει το γιο του στα ολοσκότεινα και αφιλόξενα Τάρταρα, στα έγκατα της μάνας Γαίας. Όμως η Λητώ τον παρακάλεσε να ελαφρύνει την ποινή του. Τότε μόνο ο Δίας υποχώρησε και διέταξε τον Απόλλωνα να μπει στην υπηρεσία του βασιλιά Άδμητου. Όταν ο Απόλλωνας έφτασε στις Φέρρες της Θεσσαλίας και παρουσιάστηκε στον Άδμητο, αυτός από τη γλυκύτητα της μορφής του και τη θεϊκή ομορφιά του κατάλαβε πως ήταν κάποιος θεός μεταμορφωμένος σε θνητό.
Έπεσε στα γόνατά του και του πρόσφερε το θρόνο του. Ο Απόλλωνας όμως του εξήγησε ότι ήταν θέλημα του Δία να δουλέψει στην υπηρεσία του και συγκινημένος από την καλή συμπεριφορά και το σεβασμό του Άδμητου, έφερε την ευημερία στο παλάτι και σ’ όλη τη χώρα· όλες οι αγελάδες γεννούσαν δυο μοσχάρια τη φορά, τα χωράφια κάρπιζαν δυο φορές το χρόνο και όλο και περισσότερα πλούτη συγκεντρώνονταν στα χέρια του ευγενικού Άδμητου.
Ο Απόλλωνας έλαβε μέρος στη Γιγαντομαχία στο πλευρό του πατέρα του Δία. Επίσης συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο και ήταν πάντοτε με το μέρος των Τρώων. Ακόμη συνέβαλε στην ολοκλήρωση της Αργοναυτικής εκστρατείας βοηθώντας τον Ιάσονα να φτάσει στη μαγική χώρα του Αιήτη.Δυο φορές χρειάστηκε ο Απόλλωνας να χρησιμοποιήσει τις σαΐτες του για να υπερασπίσει τη μητέρα του, τη Λητώ.
Η πρώτη φορά ήταν όταν ο γίγαντας Τιτυός επιθύμησε τη Λητώ και προσπάθησε να τη βιάσει. Ο θεϊκός γιος της ενέργησε αστραπιαία· σκότωσε με τα βέλη του το γίγαντα λίγο πριν πραγματοποιήσει την άτιμη σκέψη του.
Κάποια άλλη φορά μαζί με την αδερφή του Άρτεμη εξόντωσαν τα παιδιά της Νιόβης, εκτός από δύο, όταν αυτή καυχήθηκε ότι ήταν πιο ευτυχισμένη και πιο τυχερή από τη Λητώ που είχε μόνο δυο παιδιά, ενώ η ίδια είχε δεκατέσσερα. Ο Απόλλωνας σκότωσε με τα βέλη του τα αρσενικά παιδιά και η Άρτεμη τις κόρες. Ο Δίας λυπήθηκε τη Νιόβη και τη μεταμόρφωσε σε βράχο που κλαίει ακόμη για το χαμό των παιδιών της.
Ο Απόλλωνας ήταν γενικά ο θεός της μουσικής και της ποίησης. Γι’ αυτό προέδρευε πάνω στον Ελικώνα, στους αγώνες των Μουσών. Επιπλέον, ήταν θεός και της μαντικής. Πίστευαν ότι εμπνέει τόσο τους μάντεις όσο και τους ποιητές. Επίσης ήταν θεός ποιμενικός που οι έρωτές του με τις Νύμφες και τους νέους που έγιναν λουλούδια τον συνέδεαν με τη βλάστηση και τη φύση. Ήταν ακόμη θεός πολεμιστής που με τα τόξα και τα ολόχρυσα βέλη του μπορούσε να στείλει από μακριά την εκδίκησή του.
Τα ιερά ζώα τα αφιερωμένα στον Απόλλωνα ήταν ο λύκος και το ελάφι. Από τα πουλιά ο κύκνος, ο γύπας και το κοράκι που από το πέταγμά τους έπαιρναν χρησμούς. Τέλος, από τα θαλάσσια ζώα το δελφίνι, που το όνομά του θύμιζε τους Δελφούς, το κυριότερο ιερό του Απόλλωνα. Η δάφνη ήταν το κατεξοχήν ιερό φυτό του θεού.
Ο Απόλλωνας ήταν η προσωποποίηση του φωτός και του ήλιου. Αντιπροσώπευε τις καλές τέχνες, τη μουσική και την ποίηση, που τόσο πολύ λάτρεψαν και καλλιέργησαν οι αρχαίοι Έλληνες.
«ἔστ’ ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται»
Πηγή
http://conspiracyfeeds.blogspot.gr/
ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ << ΣΟΦΑ ΛΑΘΗ >>
Το κουτί της Πανδώρας και άλλα «σοφά λάθη»
Posted by sarant
Την ιδέα για το σημερινό άρθρο την πήρα από μια πρόσφατη δημοσίευση του Χρίστου Γραμματίδη στο Φέισμπουκ, που αναφερόταν στο πρώτο από τα σοφά λάθη που θα δούμε.
Ο όρος «σοφά λάθη» που χρησιμοποιώ είναι εσκεμμένα ανακριβής, εξού και τα εισαγωγικά στον τίτλο. Ακριβέστερο θα ήταν να πούμε για «λαθη σοφών».
Γιατί τα λέω έτσι;
Για να απαντήσουμε, ας σκεφτούμε το κουτί της Πανδώρας. Ξέρετε, το γνωστό κουτί που η Πανδώρα άνοιξε, μη μπορώντας να αντισταθεί στην περιέργεια, με αποτέλεσμα να ξεχυθούν από μέσα όλα τα δεινά στον κόσμο μας, αρρώστιες, πείνα, πόλεμος -αλλά και η ελπίδα, το αντίδοτο στα δεινά.
Η έκφραση έχει μπει και στη γλώσσα μας. Όταν λέμε «άνοιξε το κουτί της Πανδώρας» εννοούμε ότι έθεσε σε κίνηση μια διαδικασία που αποδεικνύεται πηγή αλλεπάλληλων κακών.
Κι όμως, το «κουτί της Πανδώρας» είναι «λάθος». Στην ελληνική μυθολογία δεν ήταν κουτί αλλά πιθάρι. Ναι, πιθάρι.
Για την Πανδώρα και το πιθάρι της μας μιλάει ο Ησίοδος στο Έργα και ημέρες. Την Πανδώρα την έφτιαξαν οι θεοί, πανέμορφη και ποθητή, για να τιμωρήσουν τους ανθρώπους μετά την αποκοτιά του Προμηθέα που έκλεψε τη φωτιά. Με εντολή του Δία, ο Ερμής τη χάρισε για σύζυγο στον Επιμηθέα, τον αδελφό του Προμηθέα.
Στο σπιτικό του Επιμηθέα υπήρχε ένα πιθάρι και η Πανδώρα έβγαλε το «μέγα πώμα» του και το άνοιξε και…
ἀλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ’ ἀφελοῦσα ἐσκέδασ’, ἀνθρώποισι δ’ ἐμήσατο κήδεα λυγρά.
Λίγο πολύ καταλαβαίνουμε τι θέλει να πει, αφού η γλώσσα είναι μία και ενιαία, έτσι; Αλλά και να μην καταλαβαίνουμε το νόημα, πάντως βλέπουμε σαφώς ότι ο Ησίοδος χρησιμοποιεί τη λέξη «πίθος».
Πώς το πιθάρι έγινε κουτί; Χρειάστηκε να μεσολαβήσει ένας σοφός -γι’ αυτό και λέω για «σοφό λάθος».
Ο μέγας Έρασμος, όταν μετέφρασε τον Ησίοδο στα Λατινικά αντί για πίθος διάβασε «πυξίς» που ήταν ένα σκεύος με καπάκι, ένα είδος κουτιού -η λέξη «πυξίς» από την οποία η δική μας πυξίδα σήμαινε κουτί, και αργότερα μόνο άρχισε να σημαίνει τον μπούσουλα, το όργανο προσανατολισμού. Από τη λέξη πυξίς, μέσω λατινικών, παράγεται και το αγγλ. box, όπως και το γαλλικό boîte (κουτί, και μεταφορικά μαγαζί, απ’ όπου και οι δικές μας μπουάτ). Αλλά αυτό θα το πούμε σε κάποιο άλλο άρθρο.
Η ουσία είναι πως μέσα από τον Έρασμο και τη μετάφρασή του έμαθε η Ευρώπη κι όλος ο κόσμος τον γοητευτικό μύθο της ελληνίδας Εύας. Το σοφό λάθος πέρασε και σε πίνακες ζωγραφικής, διδάχτηκε στα σχολεία, παγιώθηκε -και επέστρεψε και στη χώρα μας. Και είναι αξιοσημείωτο ότι το κουτί της Πανδώρας πολύ εύκολα καθιερώθηκε και σε μας, διότι δεν ξέρω να υπήρξαν ενστάσεις που να λένε ότι το σωστό είναι «πιθάρι της Πανδώρας», ενώ, ας πούμε, συνέχεια βρίσκεται κάποιος ημιμαθής ξερόλας (ή και καλοπροαίρετος καμιά φορά) να επισημάνει ότι είναι λάθος, τάχα, το «παν μέτρον άριστον» ή ότι κακώς χρησιμοποιούμε στον πληθυντικό τους ασκούς του Αιόλου.
Και πάλι καλά, διότι η χρήση φτιάχνει νόμο και θα ήταν μάταιο να επιχειρήσει κανείς σήμερα να διορθώσει το σοφό λάθος. Σήμερα, ιδίως όταν χρησιμοποιούμε μεταφορικά την έκφραση, θα πούμε για κουτί της Πανδώρας. Βέβαια, όταν διηγούμαστε τον μύθο της Πανδώρας, μπορούμε να λέμε ότι επρόκειτο για πιθάρι το οποίο επικράτησε να το λέμε κουτί.
Κατά σύμπτωση, ο Έρασμος φταίει και για το δεύτερο σοφό λάθος που θα δούμε. Ξέρετε ίσως την αγγλική έκφραση to call a spade a spade, που αντιστοιχεί στη δική μας «λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη». Οι δυο εκφράσεις θα μπορούσαν να είναι ανεξάρτητοι σχηματισμοί, όπως άλλωστε συμβαίνει στα γαλλικά, όπου η αντίστοιχη έκφραση είναι appeler un chat un chat (λέω τη γάτα γάτα). Ωστόσο, για την αγγλική τσάπα (spade) φταίει ένα μεταφραστικό λάθος του Εράσμου.
Οι ταχτικοί αναγνώστες μας θα ξέρουν ότι η έκφραση «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη» είναι αρχαία και ότι στην αρχική παραδιδόμενη μορφή της είχε μόνο τη σκάφη. Όπως έχουμε ξαναγράψει, εμφανίζεται σε απόσπασμα χαμένου έργου του Αριστοφάνη, όπου ο ήρωας λέει: «Σκαιός και άγροικός ειμι την σκάφην σκάφην λέγων.» Την ίδια φράση ξαναβρίσκουμε στον Πλούταρχο, αρκετούς αιώνες αργότερα, όμως να επισημάνω ότι ο Πλούταρχος (στο έργο του Αποφθέγματα βασιλέων και στρατηγών) την αποδίδει στον Φίλιππο της Μακεδονίας, άρα το χρονικό κενό μειώνεται πολύ. Πήγαν λοιπόν κάποιοι και παραπονέθηκαν στον Φίλιππο ότι κάποιοι από το περιβάλλον του Φιλίππου τους αποκαλούν προδότες. Απάντησε λοιπόν ο Φίλιππος, σκαιούς έφη φύσει και αγροίκους είναι τους Μακεδόνας την σκάφην σκάφην λέγοντας –δηλαδή «ρε παιδιά, εμείς είμαστε από χωριό και τα πράγματα τα λέμε με το όνομά σας, αφού είστε προδότες πώς θέλετε να σας πούμε;»
Αργότερα, στον Λουκιανό, εμφανίζεται η πλήρης μορφή της φράσης, με τα σύκα μαζί, που διατηρείται ως τα σήμερα στη γλώσσα μας.
Με την Αναγέννηση, η αρχαία φράση πέρασε σε άλλες γλώσσες. Στα αγγλικά έγινε αγνώριστη εξαιτίας της απροσεξίας ενός σοφού. Λένε ότι και ο Όμηρος νυστάζει καμιά φορά, κι ο Έρασμος λοιπόν, όταν μετέφραζε στα λατινικά τον Πλούταρχο, σε μια συλλογή αποφθεγμάτων που κατάρτισε, φαίνεται πως νύσταζε.
Έτσι, μπέρδεψε τη σκάφη με το σκαφείον, την τσάπα σαν να λέμε, και τη μετέφρασε ligo, οπως είναι η τσάπα λατινιστί. Και ο Άγγλος μεταφραστής του Εράσμου μετέφρασε (σωστά) το λάθος, και έτσι γεννήθηκε η αγγλική φράση to call a spade a spade, κατά λέξη «λέω την τσάπα τσάπα» και με σημασία ολόιδια με τη δικιά μας!
Σε κάπως παρόμοιο λάθος παρανάγνωσης, αλλά χωρις να είναι γνωστό το όνομα του… δράστη, οφείλεται και ο σχηματισμός της (διεθνούς) λέξης βασάλτης.
Θα αφηγηθώ την ιστορία επιγραμματικά, διότι αξίζει άρθρο μόνη της. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τη λυδία λίθο, που ήταν ένα είδος πολύ σκληρής πέτρας που είχαν οι σαράφηδες για να ελέγχουν τα χρυσά νομίσματα: έτριβαν το νόμισμα πάνω στην πέτρα και από το ίχνος που άφηνε έκριναν αν ήταν χρυσό.
Η πέτρα αυτή ονομαζόταν βάσανος, πιθανώς επειδή ερχόταν από μια περιοχή της Παλαιστίνης ονομαζόμενη Βασάν είτε επειδή έτσι εξελληνίστηκε κάποια σημιτική ρίζα που σήμαινε «ελέγχω τη γνησιότητα του χρυσού» Από αυτή την πέτρα προήλθε το ρήμα βασανίζω, που δεν είχε τη σημασία τη σημερινή. Αυτήν την πήρε στη συνέχεια -αρχικά σήμαινε «ελεγχω τη γνησιότητα του χρυσού με τη λυδία λίθο». Μπορείτε φαντάζομαι να δείτε πώς έγινε η επέκταση του νοήματος.
Έχουμε λοιπόν τον βασανίτη λίθο ή σκέτο βασανίτη, basanites στον Πλίνιο. Κάποιος αντιγραφέας έργων του Πλίνιου νύσταζε και το basanites το μετέγραψε basaltes. Η λάθος λέξη πιάνει, κι έτσι στις νεότερες δυτικές γλώσσες έχουμε basalt, basalte κτλ. απ’ όπου και τον δικό μας βασάλτη, είδος αντιδανείου αλλά γεννημένον κι αυτόν από ένα λάθος.
Και θα κλείσω την επισκόπηση στα λάθη που δημιούργησαν νέους σωστούς όρους με τον αγγλικό όρο acne. Έτσι λέγεται στα αγγλικά η ακμή, τα σπυράκια που βγάζουμε ιδίως όταν περνάμε την εφηβεία. Ο ελληνικός όρος είναι «ακμή», αλλά στην αντιγραφή από ένα σύγγραμμα του Αέτιου, το «ακμάς» έγινε «άκνας»:
Περὶ ἰόνθων ἐν προσώπῳ· τινὲς δὲ ἄκνας καλοῦσιν. ὄγκος μικρὸϲ καὶ σκληρὸς ἐν τῷ κατὰ τὸ πρόσωπον δέρματι γίγνεται…
Στην ελληνική γραμματεία, το «άκνας» αυτό είναι άπαξ λεγόμενο, ενώ σε άλλα ιατρικά συγγράμματα χρησιμοποιείται ο όρος «ακμή», οπότε εικάζεται ότι και πάλι έχουμε τον… δαίμονα του αντιγραφείου εν δράσει (υπήρχε, λεγόταν Titivillus), αν και έχουν δοθεί και άλλες εξηγήσεις για τη λέξη αυτή.
Κλείνουμε με ένα όνομα γεννημένο από λάθος του γραφιά. Ο Θεοχάρης, γιος του Χατζη-ηλία, προεστού της Λαπήθου που τον έσφαξαν οι Τούρκοι το 1821, ήρθε έφηβος στην επαναστατημένη Ελλάδα και πολέμησε. Στο νεοπαγές κράτος σταδιοδρόμησε στη χωροφυλακή. Οι Κύπριοι δεν είχαν επώνυμα, χρειάστηκε να αποκτήσει. Ονομάστηκε ΛΑΠΗΘΙΩΤΗΣ. Το γράφω κεφαλαία, για να δείτε πόσο μοιάζει το Η με το Α. Κάποιος γραφιάς τον μετάγραψε Λαπαθιώτη. Ο ένας γιος του Θεοχάρη, ο Λεωνίδας, κράτησε το βελτιωμένο επώνυμο, άλλα μέλη της οικογένειας ταλαντεύονταν ανάμεσα στο Λαπηθιώτης/Λαπιθιώτης και στο Λαπαθιώτης. Ο Λεωνίδας είναι ο πατέρας του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που πήρε κι αυτός το όνομά του απ’το λάθος ενός γραφιά!
https://sarantakos.wordpress.com/
ΣΥΝΕΛΗΦΘΗ Ο ΔΡΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ
Ισπανία: Συνελήφθη ο δράστης των επιθέσεων στη Βαρκελώνη
Ο 23χρονος Μαροκινός Γιουνές Αμπουγιακούμπ, ο βασικός ύποπτος για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Βαρκελόνη, συνελήφθη στο Σαντ Σαντουρνί ντ' Ανόια, σύμφωνα με την καταλανική εφημερίδα La Vanguardia. Ο μακελάρης της Βαρκελώνης συνελήφθη αργά το απόγευμα της Δευτέρας, σύμφωνα με τοπικά ΜΜΕ, που μεταδίδουν πληροφορίες από αστυνομικές πηγές.
Είχε προηγηθεί ανελέητο ανθρωποκυνηγητό από τις αστυνομικές δυνάμεις ολόκληρης της Ισπανίας για τον εντοπισμό του καθώς αναγνωρίστηκε ως ο οδηγός του φορτηγού στην επίθεση της Βαρκελώνης και τον οποίο χαρακτηρίζουν οπλισμένο και επικίνδυνο. Σύμφωνα με πληροφορίες, μετά την επίθεση σκότωσε έναν άνδρα με μαχαίρι και διέφυγε με το αυτοκίνητό του.
Αφού οδήγησε με μεγάλη ταχύτητα πάνω στο πλήθος στην περίφημη λεωφόρο Ράμπλας της πόλης την περασμένη Πέμπτη, σκοτώνοντας 13 ανθρώπους, ο φερόμενος ως ισλαμιστής μαχητής διέφυγε με τα πόδια, κατέλαβε ένα αυτοκίνητο την ώρα που ο οδηγός προσπαθούσε να το σταθμεύσει και τον μαχαίρωσε μέχρι θανάτου, ανέφερε η αστυνομία. 21.8.2017 Οι πρώτες εικόνες του δράστη της επίθεσης στη Βαρκελώνη - Ανθρωποκυνηγητό σε όλη την Ευρώπη
Ο ύποπτος, ο 22χρονος Γιουνές Αμπουγιακούμπ που έχει γεννηθεί στο Μαρόκο, στη συνέχεια οδήγησε το αυτοκίνητο πάνω σε ένα σημείο ελέγχου της αστυνομίας, ανέφερε η αστυνομία. Βρέθηκε αργότερα εγκαταλειμμένο, με το πτώμα του άνδρα στο εσωτερικό του. Ο Αμπουγιακούμπ είναι ο μοναδικός από τους 12 άνδρες που εξακολουθεί να διαφεύγει. Η μητέρα του, η Χανού Γκανιμί, κάλεσε το Σαββατοκύριακο τον γιο της να παραδοθεί, λέγοντας ότι προτιμά να τον δει στην φυλακή παρά νεκρό. Ο Αμπουγιακούμπ ζούσε στη Ριπόλ, μια πόλη βόρεια της Βαρκελόνης, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία.
Οι ισπανικές εφημερίδες El Pais και La Vanguardia ανέφεραν πως είδαν πλάνα του Αμπουγιακούμπ να φεύγει από τη Ράμπλας και στη συνέχεια να διασχίζει την αγορά τροφίμων Λα Μποκερία, προτού εξαφανιστεί. Η El Pais δημοσιοποίησε σήμερα πλάνα του CCTV που δείχνουν έναν άνδρα που φοράει ένα μαυρόασμπρο πουκάμισο παρόμοιο με εκείνο που φορούσε ο Αμπουγιακούμπ στην κάμερα ασφαλείας μιας τράπεζας τη νύχτα πριν από την επίθεση. Ο Αμπουγιακούμπ άρχισε να επιδεικνύει πιο συντηρητική, από θρησκευτική άποψη, συμπεριφορά στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου, σύμφωνα με μέλη της οικογένειάς του στο Μαρόκο. Αρνήθηκε να κάνει χειραψία με μια γυναίκα στη διάρκεια μιας επίσκεψης στη γενέτειρά του τον Μάρτιο, είπαν. Ο αδελφός του Αμπουγιακούμπ Χουσάιν και τα πρώτα ξεδέλφια του Μοχάμεντ και Όμαρ Χισάμι περιλαμβάνονται μεταξύ των νεκρών από αστυνομικά πυρά στην Καμπρίλς. Όλοι κατάγονταν από τη μικρή μαροκινή πόλη Μριρτ.
lifo.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Βελούδινη Γαλατόπιτα χωρίς φύλλο💯 Είναι εύκολη μέσα σε λίγα λεπτά και με υλικά που έχετε στο σπίτι
Βελούδινη Γαλατόπιτα χωρίς φύλλο💯 Είναι εύκολη μέσα σε λίγα λεπτά και με υλικά που έχετε στο σπίτι George Zolis Μαγειρικές Απολαύσεις Βελο...
-
Ιούλιος: λαογραφία - παροιμίες- ήθη - έθιμα - τραγούδια 09:01 Σάββατο, 1 Ιουλίου 2017 ΓΙΟΡΤΕΣ ΕΛΛΑΔΑ Ιούλιος, Γιούλ...
-
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους γλάρους Οι Γλάροι είναι θαλασσοπούλια, συνήθως γκρι ή άσπρο, συχνά με μαύρα σημ...
-
Το πρώιμο κύμα ψύχους στις ΗΠΑ – Πόσο σπάνιο είναι; Μία πρώιμη γεύση χειμώνα πήραν οι κάτοικοι των κεντροδυτικών πολιτειών στις ΗΠΑ εξαιτί...