Έκανα κάποιες αλλαγές στη μετάφραση της Ranele. Κάποιες λέξεις σημειώνονται με αστερίσκο και εξηγούνται στο τέλος..Ν. Σαραντάκος
ΙΣΤΟΡΙΑ 2η
Ο μάστορας και η Κυρά.
Είχανε περάσει δύο με τρία χρόνια από τότες που εχάθη ο Ντανίλο και η Κάτια, η αρραβωνιάρα του, είχε μείνει στο ράφι αφού για αυτήν είχε περάσει πια ανεπιστρεπτί η ηλικία της παντρειάς. Σύμφωνα με τα ήθη του εργοστασίου μας οι κοπελιές μετά τα είκοσι τους χρόνια λογίζονται πια για γεροντοκόρες. Τα νέα παλικάρια σπανίως τις ζητούνε σε γάμο, πιο πολύ κάτι κακομοίρηδες χήροι. Όμως την Κάτια, την ζητούσανε πολλοί καθώς, ως λένε, ήτανε ομορφούλα, μα εκείνη μονάχα μιαν απάντηση ήξερε να δίνει σε όλο τον ντουνιά:
-Έχω δώκει λόγο στον Ντανίλο.
Δαρθήκανε και σκοτωθήκανε όλοι στο σπίτι της να την ματαπείσουνε, μα του κάκου.
-Τι να το κάμνεις, κακομοίρα! Έδωκες το λόγο, μα δεν επαντρεύτηκες. Τι ωφελάει να τα θυμούμαστε; Πάγει καιρός τώρα που εχάθη ο άνθρωπος.
Η Κάτια το δικό της:
-Έδωκα το λόγο μου στον Ντανίλο. Πού ξέρεις καμιά φορά; Κι άμα γυρίσει;
Της ξηγάνε και την ορμηνεύουνε. Της τα κάμνουνε λιανά:
-Δίχως άλλο δε ζάει πια.
Κι εκείνη επιμένει στο δικό της:
-Κανένας δεν τον είδε νεκρόν, μα κι εγώ τον νοιώθω ολοζώντανο.
Είδανε και αποείδανε να της αλλάξουνε τα μυαλά, μα η κοπελιά δεν έπαιρνε από λόγια. Στον πάτο την απαράτησαν. Άλλοι πάλι αρχίνησαν να την δουλεύουνε, την βγάλανε μνηστή του πεθαμένου. Ετούτο το παρατσούκλι της κόλλησε γάντι και έτσι ο κοσμάκης Κάτια του Πεθαμένου την ανέβαζε Κάτια του Συχωρεμένου την κατέβαζε, σάμπως δεν είχε άλλο όνομα.
Κάποτε έπεσε στον τόπο τους ένα μεγάλο θανατικό. Η Κάτια έχασε και τους δυο της γέρους. Είχε όμως μεγάλη φαμελιά: τρία παντρεμένα αδέλφια και κάμποσες παντρεμένες αδελφές. Αρχίνησαν όλοι τους να μαλώνουνε μεταξύ τους ποιος θα΄μενε στο πατρικό. Η Κάτια σιχάθηκε τη φασαρία και τους λέει:
-Ας πάγω να ζήσω στου Ντανίλο. Ο Προκόπιτς γέρασε, θέλει και κείνος κοίταγμα.
Τα αδέλφια δεν έστερξαν, αρχίνησαν να την ματαπείθουνε:
-Μπα, δεν σου πρέπει, αδελφούλα. Ο Προκόπιτς αν κι είναι γέρος άνθρωπος, δε σώνεσαι από τα κουτσομπολιά του κόσμου, θα αρχινήσει να λέει διάφορα.
-Τι με κόφτει εμένανε; – τους απαντά. Ας τους να λένε. Εγώ μια φορά κουτσομπόλα δε γένουμαι. Ο Προκόπιτς δεν μου είναι ντιπ ξένος. Θα τον φωνάζω πατερούλη μιας κι είναι θετός πατέρας του Ντανίλο μου.
Τους άφηκε λοιπόν και έφυγε. Να ειπούμε την αλήθεια, δεν την πολυκρατούσανε. Από μέσα τους συλλογιόντουσαν: ένα νομάτι λιγότερο – πιότερη ζωή. Ο Προκόπιτς όμως εχάρηκε.
-Σε φχαριστώ, – της λέει, – Κάτενκα, που αναθυμήθηκες το γέρο άνθρωπο.
Αρχίνησαν να ζουν μαζί. Ο Προκόπιτς μαστορεύει στον πάγκο και η Κάτια φροντίζει το νοικοκυριό: σκαλίζει τον κήπο, μαγειρεύει, παστρεύει και τα τοιαύτα. Το νοικοκυριό ήτανε μικρό, μαθές, δύο νοματαίων… Η Κάτια ήτανε κοπελιά προκομένη και σβέλτη, πόσην ώρα τάχατες ήθελε για να τα φτιάσει;!… Θα τα διορθώσει όλα και ύστερις καταπιάνεται με κανένα εργόχειρο: ράβει, ξηλώνει, πλέκει. Στην αρχή τα παγαίνανε καλά, μονάχα ο Προκόπιτς χειροτέρευε από μέρα σε μέρα. Μια μέρα στο πόδι, δύο ξάπλα. Γέρασε, γένηκε ντιπ ανήμπορος. Η Κάτια αρχίνησε να συλλογιέται πώς θα τα βγάζουνε πέρα από΄δω και μπρος.
«Με τα εργόχειρά μου πόσο τάχα να κερδίσω, δεν κατέχω και καμία άλλη τέχνη».
Λέει, λοιπόν στον Προκόπιτς:
-Πατερούλη! Μήπως να με μάθαινες να φτιάνω κάτιτις πολύ απλό.
Ο Προκόπιτς δεν κρατήθηκε, εγέλασε.
-Πώς σου΄ρθε! Από πού και ως πού τα κορίτσια να παλεύουνε με το μαλαχίτη; Πού ακούστηκε τέτοιο πράμα;
Κι όμως εκείνη αρχίνησε να παρακολουθάει τη δουλειά του Προκόπιτς. Του΄δινε κανένα χεράκι όπου γινότανε. Από΄κει πριόνιζε, από΄δω γυάλιζε. Ο Προκόπιτς κι εκείνος αρχίνησε να της δείχνει κατιτίς. Όχι κάτι σπουδαίο, μα έτσι … Να τορνεύσει καμιά πόρπη, να φτιάσει λαβές στα μαχαιροπίρουνα, τέτοια ψιλοπράματα, που ήτανε όμως πολύ της ζήτησης. Μαθές, τίποτα το σοβαρό, φτηνιάρικο πράμα, μα και αυτό μεγάλο δεκανίκι για το σπιτικό.
Ο Προκόπιτς δεν έζησε για πολύ ακόμη. Σαν πέθανε τα αδέρφια της αρχίνησαν να την βιάζουνε πάλι:
-Τώρα θες δε θες πρέπει να παντρευτείς. Πώς αλλιώς θα ζήσεις;
Η Κάτια τους το ξέκοψε μαχαίρι:
-Μη σκοτίζεστε. Κάτι μου χρειάστηκαν οι μνηστήρες σας. Θα γυρίσει ο Ντανίλουσκο. Θα αποσώσει τη μαθητεία του μες στο βουνό, πού θα πάγει, θα γυρίσει.
Τα αδέρφια της λυγάνε, κουνάνε τα χέρια τους:
-Πας καλά, Κατερίνα; Αμαρτία μεγάλη να το λες! Πάγει καιρός που απόθανε και η ανεπρόκοπη ακόμα να τον περιμένει! Πρόσεχε έτσι όπως κάμνεις θα αρχινήσεις να γλέπεις ίσκιους και φαντάσματα.
-Δεν τα φοβούμαι, τους απαντά.
Τότες οι δικοί της την ρωτούν:
-Πώς θα ζήσεις;
-Μη σας μέλλει, τους αποκρίνεται. Θα τα βγάλω πέρα μονάχη μου.
Τα αδέρφια της αλλιώς το πήρανε κατάλαβαν πως ο Προκόπιτς της άφηκε κανένα κομπόδεμα και άντε πάλι να της επιμένουνε:
-Είσαι ντιπ χαζή! Άμα έχεις παράδες σπίτι, κιντυνεύεις πιο πολύ δίχως άντρα! Χτύπα ξύλο, λιμπίστηκε κανένας τους παράδες σου. Τζάμπα και βερεσέ θα σου πάρουν το κεφάλι μήτε που θα προκάμεις να βγάλεις κιχ.
– Ό, τι γράφει δεν ξεγράφει, τους απαντά, θα ζήσω, λοιπόν, όσα μου γράφει.
Τα αδέρφια της σηκώσανε πάταγο. Ο ένας έσκουζε, ο άλλος την καλόπιανε, ο τρίτος έκλαιε, μα η Κάτια το δικό της:
-Μονάχη μου θα ζήσω. Δε θέλω τους μνηστήρες σας. Εδώ και καιρό τον έχω και δεν τον αλλάζω.
Οι δικοί της, μαθές, θυμώσανε:
-Μονάχα μην μας ζητήξεις καμιά βοήθεια!
-Φχαριστώ, – τους απαντά, αγαπητά μου αδέλφια! Θα σας θυμούμαι. Κι εσείς μη με λησμονάτε σαν περνάτε από κοντά!
Ακούς εκεί, να τους δουλεύει κιόλα. Άμα φύγανε οι δικοί της κοπανήσανε και την πόρτα ξοπίσω τους.
Έμεινε η Κάτια ολομόναχη. Στην αρχή έκλαψε μαθές, ύστερις λέει:
– Κυρά-Κατερίνα, δε μας τα λες καλά,! Είσαι παλικάρι του λόγου σου, δε λυγάς εσύ!
Σφούγγισε τα δάκρυα και καταπιάστηκε με τις δουλειές του σπιτιού: να φτιάσει λάτρα και πάστρα. Σαν απόσωσε τις δουλειές, έκατσε στον πάγκο. Κι αυτού αρχίνησε να συμμαζεύει. Όσα δε χρησιμοποιούσε, τα΄βαλε πιο αλάργα, όσα χρειαζότανε τακτικά, τα΄βαλε ντιπ κάτου από το χέρι της. Αφού τα ταχτοποίησε όλα, πήγε να καταπιαστεί με τη δουλειά:
«Ας δοκιμάσω να σκαλίσω μονάχη μου καμιά πόρπη».
Κοίταξε ζερβά δεξιά, δε βρήκε όμως κάνα σωστό κομμάτι πέτρα. Είχανε μείνει μονάχα τα θρύψαλα από το διαβολόβαζο του Ντανίλουσκο, μα η Κάτια τα φύλαγε ωσάν θησαυρό. Τα είχε βαλμένα σε έναν μπόγο. Υπήρχε, μαθές, πολλή πέτρα που είχε μείνει κι από τον Προκόπιτς. Μονάχα που εκείνος ως να αποθάνει αναλάβαινε μεγάλες δουλειές. Γι΄αυτό και είχανε μείνει μόνο κάτι κοτρώνες. Όλα τα θραύσματα και κομματούλια είχανε ξοδευτεί για τα μικροτεχνήματα. Η Κάτια σκέφτηκε, λοιπόν,:
«Πρέπει, φαίνεται, να πάγω σιμά στα ορυχεία να ψάξω. Μήπως πετύχω καμιά που να ΄ναι σωστή».
Από τον Ντανίλο και τον Προκόπιτς είχε ακουστά πως εκείνοι παίρνανε πέτρα στο Φιδίσιο Βουναλάκι. Τράβηξε, λοιπόν, ντουγρού κατά΄κει.
Στα Αλώνια, μαθές, δούλευε κόσμος πολύς: κάποιοι διαλέγανε τα πετρώματα, άλλοι τα κουβαλάγανε. Μόλις είδανε την Κάτια, δεν την αφήκανε από τα μάτια και την τηρούσανε όλο περιέργεια κατά πού θα τραβήξει με το καλάθι. Δεν έστερξε η Κάτια που τόσα μάτια την ακολούθαγαν. Γι΄αυτό δεν αρχίνησε καν να ψάχνει από τούτην την πλαγιά, μα έφερε ένα γύρο το Βουναλάκι. Η άλλη πλαγιά ήτανε κατάφυτη από δάσος. Η Κάτια, λοιπόν, μέσα από τούτο το δάσος σκαρφάλωσε ψηλά στο Φιδίσιο Βουναλάκι. Σαν έφτασε στην κορφή, έκατσε χάμω. Ένας κόμπος δέθηκε στο λαιμό της –αραθύμησε τον Ντανίλουσκο. Καθότανε απάνου στο βράχο, τα δάκρυα κινούσαν ποτάμι και χύνονταν καταγής. Σαν στέρεψαν τα δάκρυα, είδε σιμά στα ποδάρια της να εξέχει μια ακρούλα της μαλαχιτένιας πέτρας καταχωνιασμένης μες στο χώμα. Πώς να τηνε βγάλει δίχως αξίνα, δίχως λοστό; Ωστόσο η Κάτια προσπάθησε να τηνε κουνήσει με τα χέρια της. Της φάνηκε πως δεν ήτανε βαθιά βαλμένη και κουνιότανε. Πήρε λοιπόν ένα χαμόκλαδο και πιάστηκε να βγάζει το χώμα από γύρω γύρω. Έβγαλε όσο χώμα μπόρεσε και αρχίνησε να τηνε ξεχώνει . Η πέτρα υποχώρησε, ακούστηκε ένας υπόκωφος θόρυβος, σάμπως να έσπασε ένα ξερόκλαδο. Η πέτρα δεν ήτανε πολύ μεγάλη, όμοιαζε με μια πλίθα γύρω στα τρία δάχτυλα πάχος, μια σπιθαμή πλάτος και δεν ήτανε μεγαλύτερη από δύο τέταρτα στο μάκρος. Η Κάτια παραξενεύτηκε:
-Ακριβώς όπως την ήθελα. Άμα την κόψω, θα βγούνε πολλές πόρπες δίχως πολλή χασούρα.
Την έφερε στο σπίτι και ευθύς αρχίνησε να την κόβει. Δουλειά μπελαλίδικη, προχωρούσε αργά, το νοικοκυριό και εκείνο ήθελε κοίταγμα. Ολημερίς έκαμε δουλειές. Πού ο χρόνος για στενοχώριες; Σαν καθότανε στον πάγκο, τότες μονάχα αναθυμότανε τον Ντανίλουσκο:
-Αχ! Πού΄ν΄τος να καμαρώσει τον καινούριο μάστορα που ξεφανερώθηκε στα ξαφνικά και έπιασε τη δική του με τον Προκόπιτς θέση!
Θες δε θες, πάντοτες υπάρχουνε κάποιοι καλοθελητές. Πώς χωρίς δαύτους… Την παραμονή κάποιας εορτής η Κάτια άργησε να αποσώσει τη δουλειά. Νύχτα, λοιπόν, μες την περιοχή της πήδησαν τρία ψευτοπαλίκαρα. Θελήσανε άραγες να σπάσουνε την πλάκα τους, να την τρομάξουνε ή άλλο τίποτες – δικό τους το κρίμα – μόνο που όλοι τους ήτανε τύφλα στο μεθύσι. Η Κάτια έτσι όπως δούλευε πέρα δώθε με τον κόφτη πού να ακούσει πως είχε κόσμο στον προθάλαμο. Τους κατάλαβε μονάχα σαν προσπάθησαν να μπουκάρουν μες την ίσμπα:
-Άνοιξε, νεκρονυμφία! Δέξου ολοζώντανους μουσαφιραίους!
Η Κάτια αρχικά προσπαθούσε να τους συνετίσει με λόγια:
-Φυγάστε, παλικάρια!
Μα ετούτοι δεν έπαιρναν από λόγια. Βάρα-βάρα κοντεύανε να σπάσουνε την πόρτα. Αυτού η Κάτια τράβηξε το σύρτη, άνοιξε φαρδιά πλατιά την πόρτα και τους φώναξε:
-Για περάστε σαν κοτάτε! Ένας ένας μη σπρώχνεστε!
Τους κόπηκε η μαγκιά, στα χέρια της βαστούσε ένα τσεκούρι.
-Κόψε την πλάκα, – της λένε.
-Δεν κάμνω πλάκα! Θα βαρέσω ίσα στο δόξα πατρί όποιον πατήσει το κατώφλι μου.
Τα παλικάρια αν και τύφλα στο μεθύσι καταλάβανε πως η Κάτια δε σήκωνε αστεία. Ήτανε γεροδεμένη, είχε αποφασιστικό βλέμμα, και έδειχνε να αδράχνει με περίσσια σιγουριά το τσεκούρι στα στιβαρά της χέρια. Οι ψευτονταήδες δεν είχαν κόρδα να μπούνε μέσα. Όλο ντόρος και σαματάς, μα πράξις καμία. Τέλος ξεκουμπίστηκαν. Αργότερα βαλθήκανε να διαδίδουνε τις ψευτοπαλικαριές τους. Μα ο κοσμάκης αρχίνησε να τους περιγελά ότι δηλαδή οι τρεις τους λάκισαν μπρος σε μια κοπελιά. Δεν τους άρεσε, μαθές, τέτοια τροπή, αρχίνησαν λοιπόν να αμολάν πως τάχατες η Κάτια δεν ήτανε μονάχη της, ξοπίσω της στεκότανε ένας πεθαμένος.
– Και ήτανε τόσο σιχαμερός που θες δε θες θα λάκιζες.
Ποιος ξέρει αν τους πιστέψανε ή μη, μα από τότες ο κόσμος αρχίνησε να λέει διάφορα:
– Δίχως άλλο το σπίτι είναι στοιχειωμένο, γι΄αυτό άλλωστε μένει μόνη της η μαγκούφα.
Οι φήμες φτάσανε και στα αφτιά της Κάτιας, μα δεν σκοτίστηκε, ίσια ίσια που σκέφτηκε: «Ας τους να λένε. Κερδισμένη θα βγω, άμα με φοβούνται, άλλη φορά θα σκεφτούνε να με πειράξουνε».
Οι γειτόνοι όμως σκανδαλίζονταν να βλέπουνε την Κάτια να δουλεύει στο μαστορικό πάγκο. Αρχίνησαν να την περιγελούνε.
-Κοίτα την που πιάστηκε με την αντρίκια τέχνη! Τάχατες τι θα βγει από αυτό; Τι ανωμαλίες είναι αυτές!
Η κουβέντα αυτή την πείραξε πιο πολύ, επειδής και η ίδια είχε πολλές αμφιβολίες: «Άραγες θα τα καταφέρω μονάχη μου;» Και όμως μπόρεσε να καταπνίξει τους φόβους της: «Με το κιλό πουλιούνται τούτα τα μπιχλιμπίδια! Δε θέλουν μεγάλη τέχνη. Αρκεί να΄ναι λεία… Σάμπως δεν θα μπορέσω να τα φτιάσω;»
Άνοιξε, λοιπόν, η Κάτια την πέτρα. Μέσα της πρόβαλε ένα σπάνιο σχέδιο και σάμπως να φαινότανε καθαρά πού ακριβώς έπρεπε να κοπεί. Η ίδια δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλα παγαίνανε κατ΄ευχήν. Έκοψε όμοια κομμάτια όπως το έδειχνε η πέτρα και αρχίνησε να τα λειαίνει. Ετούτη η δουλειά δεν απαιτούσε ιδιαίτερη τέχνη, μα δίχως εξάσκηση δεν κατάφερνες μήτε αυτό. Πρώτα τυραννίστηκε, ύστερις το΄μαθε. Έφτιασε πόρπες πρώτης τάξεως και δίχως καθόλου χασούρα, μονάχα ό, τι ρινίσματα πέσανε από τον τόρνο.
Σαν έφτιασε τις πόρπες ξανασκέφτηκε πόσο βολική ξεβγήκε η πετρούλα και αρχίνησε να λογαριάζει σε ποιον να τις δώκει. Ο Προκόπιτς όποτε συνέβαινε να φτιάσει τέτοια μικροτεχνήματα, τα πήγαινε στην πόλη, σε ένα συγκεκριμένο μαγαζί. Η Κάτια είχε ακούσει πολλές φορές για τούτο το μαγαζί. Αποφάσισε, λοιπόν, να κινήσει για την πόλη.
«Ας τους κάμω μια ερώτηση. Μπας και δεχτούνε τα μικροτεχνήματά μου.»
Κλειδαμπάρωσε την ίζμπα της και τράβηξε στην πόλη με τα ποδάρια. Στην Πολεβά δεν κατάλαβε κανείς την απουσία της. Στην πόλη η Κάτια έμαθε πού βρισκότανε ο μαγαζάτορας που έπαιρνε τα εργόχειρα του Προκόπιτς και πήγε ευθύς στο μαγαζί του. Μέσα υπήρχανε λογής λογής πέτρες και είχε μια ολόκληρη προθήκη γιομάτη μαλαχιτένιες πόρπες. Είχε πολύ κόσμο: κάποιοι αγοράζανε, άλλοι πουλούσανε. Ο μαγαζάτορας φαινότανε αυστηρός και σοβαρός.
Η Κάτια στην αρχή φοβότανε να τονσιμώσει, ύστερις πήρε θάρρος και τον ρώτησε:
-Θα θέλατε μαλαχιτένιες πόρπες;
Ο μαγαζάτορας έδειξε με το δάχτυλο την προθήκη:
-Δε θωράς πόσα έχω;
Τα μαστόρια που έτυχε εκείνη την ώρα να του παραδίδουνε τη δουλειά τους, αρχίνησαν να του σιγοντάρουνε:
-Ταχιά έχουνε ξεφυτρώσει πολλά μαστόρια γιαλαντζί που τίποτες άλλο εξόν από το να φτιάχνουνε πόρπες δεν κατέχουνε, μα τζάμπα χαραμίζουνε την πέτρα. Αφού δεν νογάνε που η πόρπη για να δείξει θέλει να ΄χει περίτεχνα νερά.
Ένας από τους μαστόρους της Πολεβά λέει, λοιπόν, στ΄αφτί του μαγαζάτορα:
-Τι να την κάμνεις την μισόχαζη! Την είχανε δει κάτι γειτόνοι να σκαλίζει τάχα αυτού στον πάγκο. Έχει γούστο να τα΄φτιασε με τα χέρια της.
Τότες ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού της λέει:
-Για δείξε μας τι μας έφερες;
Η Κάτια του φανέρωσε μίαν πόρπη. Το αφεντικό έριξε πρώτα μια ματιά στην πόρπη ύστερις κοίταξε εξεταστικά την Κάτια και της είπε:
– Από ποιον την βούτηξες;
-Με ποιο δικαίωμα με κατηγοράς, δίχως να με ξέρεις; Άμα δεν είσαι αόμματος, τήρα! Πώς είναι μπορετό να κλέψει κανείς τόσες πόρπες με ολόιδιο σκέδιο; Για πες μου! – και του αραδιάζει μπρος στον πάγκο όλη της την πραμάτεια.
Κοίταξαν το αφεντικό και τα μαστόρια και τι να ιδούν; Ίδιο σκέδιο. Και τι σκέδιο; Σπάνιας εμορφιάς. Στη μέση υψωνότανε ένα δέντρο. Πάνω στα κλαδιά καθότανε ένα πουλί και στα ριζά του άλλο ένα. Όλα τούτα φαντάζανε αληθινά μιας κι ήτανε δουλεμένα δίχως παραμικρό ψεγάδι.
Κάτι πελάτες που ταίριασε να ακούσουν τη συζήτησή τους μαζευτήκανε άρον άρον για να κάνουνε χάζι τις πόρπες της Κάτιας, μα το αφεντικό με μιας τις εσκέπασε και ήτανε περιχαρής επειδής μυρίστηκε γερό μπαχτσίσι.
– Ανοίχτε, πού να τις δείτε με τέτοιο στριμωξίδι; Καθίστε πρώτα να τις απλώσω στην προθήκη και μετά διαλέγει ο καθείς ό, τι αγαπά. – Και ο ίδιος λέει στην Κάτια: – Τράβα σ΄ εκείνην την πορτούλα να λάβεις τους παράδες σου.
Πήγε η Κάτια και ξοπίσω της ακολουθούσε το αφεντικό. Έκλεισε την πόρτα και τηνε ρωτά:
– Πόσο θες;
Η Κάτια είχε ακούσει από τον Προκόπιτς ένα κάποιο ποσό. Τούτο και ανάφερε, μα το αφεντικό λύθηκε στα γέλια:
– Δε θα΄σαι με τα καλά σου! Τέτοια λεφτά τα πλέρωνα μονάχα σε έναν μάστορα σε όλη την Πολεβά ονόματι Προκόπιτς άντε ακόμα και στο θετό του γιο, τον Ντανίλο. Χαλάλι τους όμως, ήτανε τα καλύτερα μαστόρια!
– Από αυτούς το΄χα ακούσει κι εγώ, του απαντά. Από την ίδια οικογένεια είμαι κι εγώ.
-Μπα! – εξεπλάγη το αφεντικό. – Από ό, τι φαίνεται, σου έχει μείνει η δουλειά του Ντανίλο.
-Όχι, – του απαντά, δικιά μου είναι.
-Τότες σου΄χε μείνει η πέτρα του.
-Και την πέτρα μονάχη μου την βρήκα.
Δεν την πολυπίστεψε το αφεντικό, μα δεν έκανε παζάρια. Την πλέρωσε στο ακέραιο και της είπε:
– Άμα τύχει στο εξής να φτιάσεις κάτι τέτοιο, φέρ΄το. Θα το δεχτώ χωρίς παζάρια και δε θα σε ρίξω στην τιμή.
Η Κάτια έφυγε όλο χαρά, – Πω, πω παράδες που οικονόμησα!
Το αφεντικό από την άλλη έβαλε τις πόρπες στην προθήκη. Μαζευτήκανε οι αγοραστές:
-Πόσο θες;
Εκείνος, βέβαια, δεν λαθεύτηκε, ζήτηξε δέκα φορές πιο πάνω από κείνα που πλέρωσε την Κάτια και όλο παινιότανε:
– Σκέδιο σαν αυτό δεν βρίσκεις. Δουλειά του ίδιου του Ντανίλο-μάστορα της Πολεβά. Ποιος να τον παραβγεί στην μαστοριά!
Γύρισε η Κάτια σπίτι και όλο απορεί και θαυμάζει:
– Κοίτα πράματα και θάματα! Οι πόρπες μου ξεβγήκανε ανώτερες από όλες! Τι πέτρα ήτανε κι αυτή που μου΄λαχε! Τύχη βουνό! – Και ξάφνου την διαπέρασε μια σκέψη: – Μπας κι τούτη η πέτρα ήτανε μήνυμα από τον Ντανίλουσκο;
Μόλις το σκέφτηκε, ευθύς έκαμε μεταβολή πάνου στα τακούνια της και έτρεξε βολίδα στο Φιδίσιο Βουναλάκι.
Την ίδια ώρα γύρισε σπίτι κι εκείνος ο μάστορας που ηθέλησε να την διαβάλει στον μαγαζάτορα. Ζήλεψε που εκείνη πέτυχε ένα τέτοιο σπάνιο σκέδιο. Σκέφτηκε λοιπόν:
-Πρέπει να μάθω πού βρίσκει τέτοιες πέτρες. Μη της είχανε μαρτυρήσει κάνα ιδιαίτερο μέρος ο Προκόπιτς ή ο Ντανίλο;
Είδε την Κάτια να τρέχει άγνωστο για πού, την πήρε λοιπόν στο κατόπι. Είδε πως έφερε ένα γύρο τα Αλώνια δίχως να τα πλησιάσει και ύστερις τράβηξε ντουγρού κατά το Φιδίσιο Βουναλάκι. Ο μάστορας δεν την άφηκε μήτε για μια στιγμή από τα μάτια του και όλο λογάριαζε: «Αυτού έχει δάσος. Θα μου ΄ναι βολετό κρυφά να την ακολουθάω ίσαμε το σκάμμα της.»
Μπήκανε μες στο δάσος. Αυτού μέσα έφτασε σχεδόν σε απόσταση αναπνοής από την Κάτια, μα εκείνη μήτε πρόσεχε, μήτε κοίταζε ξοπίσω, μήτε έστηνε τ΄αφτί της. Ο μάστορας προχωρούσε ξοπίσω της όλο χαρά που δίχως να κοπιάσει σε λίγο θα ανακάλυπτε το γουρλίδικο σκάμμα. Ξάφνου λίγο παράμερα ακούστηκε ένας θόρυβος που τον κατατρόμαξε και τον έκαμε να κοντοσταθεί. Τι τρέχει αυτού; Ώσπου να συνέλθει από την τρομάρα του, η Κάτια γένηκε καπνός. Εκείνος έτρεχε στα χαμένα από ΄δώ και από ΄κεί μες στο δάσος. Με χίλια ζόρια κατάφερε να βγει μέσα από το δάσος κάπου κοντά στη λίμνη του Σέβερσκ – δύο χιλιόμετρα πιο μακριά από τα Αλώνια.
Πού να το σκεφτεί και πού να το διανοηθεί η Κατια ότι την ακολούθαγαν. Έφτασε λοιπόν στην βουνοκορφή, στο ίδιο μέρος όπου βρήκε και την πρώτη της πέτρα. Το σκάμμα σάμπως να μεγάλωσε λιγουλάκι και στην άκρια πάλι εξείχε μια πέτρα ίδια με την πρώτη. Μόλις την κούνησε πέρα δώθε, εκείνη βγήκε. Κι ετούτη τη φορά πάλι ακούστηκε σάμπως να έσπασε ένα ξερόκλαδο. Η Κάτια μάζεψε την πετρούλα και αρχίνησε να σκούζει και να μοιρολογάει, όπως οι γυναίκες που κλαίνε το νεκρό πλέκοντας λυπητερούς σκοπούς:
– Από τι με άφηκες, καρδούλα μου γλυκιά, – και άλλα τέτοια…
Αφού χόρτασε το κλάμα σαν να ξαλάφρωσε λιγουλάκι. Στέκεται σκεφτική και όλο ρίχνει ματιές προς τη μεριά του ορυχείου. Αυτού σαν να είχε ένα ξέφωτο. Γύρω γύρω υψωνότανε ένα πυκνό ρουμάνι που όμως αραίωνε καθώς κατέβαινε προς το ορυχείο. Ο ήλιος έδυε. Ενώ στο ξέφωτο, στα ριζά του δάσους αρχίνησε κιόλας να σκοτεινιάζει, η μεριά όπου βρισκότανε το ορυχείο φωτίστηκε από τις τελευταίες ακτίνες του ηλίου. Άξαφνα σάμπως όλο εκείνο το μέρος αρχίνησε να βγάνει φλόγες και όλες οι πετρούλες αρχίνησαν να λαμπυρίζουνε στο φως.
Της Κάτιας της φάνηκε πολύ παράξενο όλο τούτο. Θέλησε λοιπόν να το δει από κοντά. Έκαμε ένα βήμα μπρος, κάτι σάμπως να΄σπασε κάτω από το ποδάρι της. Το τράβηξε απότομα, κοίταξε χάμω και τι να ιδεί – δεν πατούσε πια στο χώμα, μα βρισκότανε ψηλά, πάνω πάνω στην κορφή ενός τεράστιου δέντρου. Ολούθε την κυκλώνανε άλλες κορφές και χάμω ανάμεσα στα δέντρα φαντάζανε χορτάρια και λούλουδα που όμως δε ομοιάζανε σαν ντόπια.
Καμία άλλη στη θέση της θα τρόμαζε, θα έμπηγε τις φωνές, μα εκείνη σκεφτότανε αλλόκοτα πράγματα:
«Για ιδές, το βουνό άνοιξε τα σπλάχνα του! Αχ και να΄γλεπα τον Ντανίλουσκό μου έστω με την άκρια του ματιού μου!»
Δεν πρόλαβε να αποσώσει την σκέψη της γλέπει μέσα από τα κλαδιά δέντρων κάποιονα με το σουλούπι του Ντανίλουσκο να προχωρά εκεί κάτου και να απλώνει τα χέρια του προς τα πάνου, σάμπως να θέλει να της πει κάτι. Το μυαλό της θόλωσε και μονομιάς ρίχτηκε σιμά του από ψηλά, από το δέντρο! Έπεσε καταγής ακριβώς εκεί που στεκότανε λίγα δευτερόλεπτα πιο πριν. Ήρθε στα σύγκαλά της και μολογάει:
– Δίχως άλλο γλέπω ίσκιους και στοιχειά. Πρέπει να γυρίσω όσο πιο γλήγορα γένεται σπίτι.
Έπρεπε να κινήσει εδώ κι ώρα μα όλο καθότανε και καθότανε και όλο περίμενε μην τυχόν ανοίξει και πάλι το βουνό και φανεί ξανά ο Ντανίλουσκο. Έκατσε μέχρις να σκοτεινιάσει για τα καλά. Μονάχα τότες κίνησε για το σπίτι και στο δρόμο όλο συλλογιότανε: «Τι καλά που αξιώθηκα να ιδώ τον Ντανίλουσκό μου».
Εκείνος ο μάστορας που την ακολούθαγε ως εκείνη την ώρα είχε γυρίσει στο χωριό. Βρήκε την ίσμπα της Κάτιας κλειδαμπαρωμένη. Αποφάσισε λοιπόν να κρυφτεί για να ιδεί τι θα κουβάλαγε από το βουνό. Σαν είδε την Κάτια να πλησιάζει πετάχτηκε ομπρός της:
– Πού έχεις πάγει;
-Στο Φιδίσιο Βουναλάκι, – του κρένει.
-Ούλη νύχτα; Τι να κάμνεις αυτού;
-Να ιδώ τον Ντανίλο μου …
Σαν το άκουσε ο μάστορας σκιάχτηκε και ξεκουμπίστηκε. Την άλλη μέρα στο εργοστάσιο αρχίνησαν να ψιθυρίζουνε:
-Του πεθαμένου η νύφη τα έχει χάσει εντελώς. Τις νύχτες παγαίνει στο Φιδίσιο Βουναλάκι και καρτεράει το μακαρίτη. Μη βάλει καμιά φωτιά στο εργοστάσιο πάνω στην τρέλα της. Χαθήκαμε.
Τα αδέλφια της σαν το άκουσαν, τρέξανε και άντε να την φοβερίζουνε και να την ορμηνεύουνε. Μόνο που η Κάτια δε θέλησε καν να τους ακούσει. Τους έδειξε τους παράδες και τους είπε:
-Από πού θαρρείτε πως τα ΄χω; Ενώ ακόμα και τα καλύτερα μαστόρια έχουνε αναδουλειές εγώ η πρωτάρα πλερώθηκα στο ακέραιο. Τάχα τυχαίο το θαρρείτε;
Τα αδέλφια είχανε ακούσει που η Κάτια στάθηκε τυχερή και της λένε:
– Απλά είχες τύχη βουνό. Σαν τι άλλο να΄ναι;
-Δεν έχει ξαναγένει τέτοιο πράμα, τους απαντά. Το λοιπόν, ο Ντανίλο μου και την πέτρα μού ΄στειλε και το σκέδιο ζουγράφισε πάνω της.
Τα αδέλφια αρχίνησαν να γελούν και τα χέρια τους να κουνούν.
– Μπας και τρελάθηκες στα αλήθεια! Κάλλιο να το ειπούμε στον επιστάτη, να έχει το νου του μην τυχόν και μας κάψεις το εργοστάσιο.
Δεν το ΄πανε βέβαια. Ντραπήκανε να μαρτυρήσουνε την αδελφή τους. Μόνο που φεύγοντας κανονίσανε μεταξύ τους:
-Τα μάτια μας δεκατέσσερα, πρέπει να την προσέχουμε, να την ακολουθάμε όπου και να πάγει.
Η Κάτια αφού ξεπροβόδισε το σόι της, σφάλισε την πόρτα και πιάστηκε να ανοίγει την καινούρια πέτρα. Καθώς δούλευε έβαζε με το νου της:
-Άμα μου τύχει πάλι το ίδιο σκέδιο πάγει να πει ότι δεν είδα ίσκιο, μα τον Ντανίλουσκό μου με σάρκα και οστά.
Βιαζότανε λοιπόν να την ανοίξει, είχε περιέργεια να ιδεί κατά μέσα ποιο θα ΄ναι το σκέδιο. Ήτανε περασμένα μεσάνυχτα μα η Κάτια δεν έλεγε να σηκωθεί από τον πάγκο. Μία από τις αδελφές της έτυχε να ξυπνήσει εκείνη την ώρα, είδε το φως μες στην ίσμπα της Κάτιας, έτρεξε στο παραθύρι της και κοίταξε κατά μέσα από μια σκισμή στα παραθυρόφυλλα. Όλο κοίταζε και απορούσε:
-Δεν της κολνάει και ο ύπνος! Τι κακό είναι αυτό που τηνε βρήκε!
Σαν άνοιξε στα δύο η πέτρα, από μέσα ξεπρόβαλε ένα σκέδιο τρισκαλύτερο από το προηγούμενο. Το ένα πουλί άπλωνε τα φτερά του και ριχνότανε σούμπιτο κάτω από το δέντρο καθώς το άλλο πέταγε ψηλά για να το απαντήσει. Πέντε φορές επαναλαμβανότανε το ίδιο σκέδιο. Και σάμπως ήτανε σημαδεμένο με ακρίβεια πού να κοπεί από άκρη σε άκρη. Δίχως να το πολυσκεφτεί η Κάτια αναπήδησε και βάλθηκε να τρέχει, ένας θεός ξέρει κατά πού.
Ξοπίσω της η αδελφή της. Στο δρόμο εκείνη πρόκαμε να χτυπήσει στα σπίτια των αδελφάδων τους – τρεχάτε γρήγορα, τους είπε, συφορά. Βγήκανε τα αδέλφια, μαζέψανε και άλλον κόσμο. Εκείνη την ώρα αρχίνησε να χαράζει. Τότες είδανε την Κάτια να τρέχει προς τα Αλώνια. Όλοι ριχτήκανε κατά ΄κεί, μα κείνη ως φαινότανε δεν πήρε είδηση πως ξοπίσω της έτρεχε ο λαουτζίκος. Αφού πέρασε τα Αλώνια, βράδυνε λίγο το βήμα της για να φέρει ένα γύρω το Φιδίσιο Βουναλάκι. Και ο κοσμάκης βράδυνε λίγο το βήμα να ξαποστάσει και να ιδεί τι θα κάμει η έρμη.
Η Κάτια αρχίνησε κατά το συνήθειό της να ανεβαίνει το Βουναλάκι. Κοίταξε ολόγυρα και το δάσος της φάνηκε αλλόκοτο. Άγγιξε με το χέρι της ένα δέντρο. Ήτανε κρύο και λείο ωσάν γυαλισμένη πέτρα. Και το χορτάρι χάμω ξεβγήκε πέτρινο. Τριγύρω απλώθηκε το σκοτάδι. Τότες η Κάτια σκέφτηκε:
«Φαίνεται πως βρίσκομαι μες στο βουνό».
Την ίδια ώρα τα αδέλφια της και ο κοσμάκης γενήκανε όλοι τους ανάστα :
-Πού πήγε; Τη μια στιγμή ήτανε αυτού, την άλλη εχάθη!
Αρχίνησαν να την ψάχνουνε. Όλα του κάκου. Κάποιοι ανεβήκανε το Βουναλάκι, άλλοι το΄φεραν μια γύρα. Φωνάζανε και ρωτούσανε ο ένας τον άλλονε: «Είναι αυτού;»
Εντωμεταξύ η Κάτια έκοβε βόλτες στο πέτρινο δάσος στρέφοντας τον κάθε της λογισμό στον Ντανίλο. Έφερε μερικές φούρλες(*) ακόμα και ύστερις βάλθηκε να τονε φωνάζει:
– Ντανίλουσκο, δώσε κανένα σημάδι!
Τα ξερόκλαδα κονταροχτυπηθήκανε. Όλο το δάσος αντήχησε: «Δεν είν΄τος εδώ! Δεν είν΄τος εδώ! Δεν είν΄τος εδώ!» Μα η Κάτια δεν το΄βαζε κάτω.
– Ντανίλουσκο, πού΄σαι;
Το δάσος πάλι αντήχησε: «Δεν είν΄τος εδώ! Δεν είν΄τος εδώ!»
Η Κάτια το δικό της πάλι:
– Ντανίλουσκο, πού΄σαι, φανερώσου!
Ιδού η ίδια η Κυρά του Χάλκινου Βουνού εφανερώθη ομπρός της.
-Από τι, την ρωτάει, ταράζεις το δάσος μου; Τι γυρεύεις; Άμα ζητάς καμιά καλή πέτρα, πάρε όποια θες και σύρε στο καλό!
Η Κάτια τότες της ανταπαντά:
– Κάτι μου χρειάστηκαν οι νεκρές σου πέτρες! Να μου δώκεις πίσω τον Ντανίλουσκο σώο και αβλαβή. Πού τον κρύβεις, αντροχωρίστρα;
Τα΄πε όλα χαρτί και καλαμάρι. Και δεν κώλωσε σαν είχε ομπρός της την ίδια την Κυρά του Χάλκινου Βουνού. Εκείνη απεναντίας στεκότανε αγέρωχη και ατάραχη, σάμπως δε συνέβαινε τίποτες:
-Τι άλλο έχεις να ειπείς;
-Αυτό που σου λέω: να μου δώκεις πίσω τον Ντανίλο! Εσύ τον κρατείς…
Μόλις τ΄άκουσε η Κυρά, πάτησε κάτι γέλια. Κατόπιν της λέει:
– Μωρή, γροικάς σε ποια μιλάς;
-Αόμματη δεν είμαι, της φωνάζει, γλέπω. Μόνο που δεν σε τρέμω, αντροχωρίστρα! Τόσο δα δε σε φοβούμαι! Ό,ι τερτίπια και να του κάμεις, είναι δικός μου, εμένα συλλογιέται κάθε ώρα και στιγμή. Το΄ δα πεντακάθαρα. Γιατί δεν κρένεις;
Η Κυρά τότες της λέει:
-Κάλλιο να ακούσουμε τι λέει ο ίδιος.
Και ενώ το δάσος ολόγυρα ήτανε μαύρο και άραχνο, ξάφνου σάμπως να ζωντάνεψε και γένηκε φωτερό. Το χορτάρι χάμω αρχίνησε να λαμπυρίζει με όλα τα χρώματα της ίριδας, τα δέντρα γενήκανε το ένα ομορφότερο από τ΄άλλο. Στ΄ ανοίγματα ανάμεσα στα δέντρα φάνταζε ένα ξέφωτο. Αυτού ανθίζανε λογής λογής πέτρινα λούλουδα που τα τρυγούσανε ολόχρυσες ωσάν τις φωτεινές σπίθες μελισσούλες. Άφατη, που λες, ομορφιά. Πού να χορτάσει το μάτι σου! Κι όμως ανάμεσα σε τούτην την εμορφιά το μάτι της Κάτιας ξεχώρισε μονάχα τον Ντανίλουσκο που΄τρεχε προς το μέρος της. Πετάχτηκε κι εκείνη να τον προϋπαντήσει: «Ντανίλουσκο!»
-Στάσου, της λέει η Κυρά, στρέφεται σ΄εκείνονε και τονε ρωτά: – Λοιπόν, Ντανίλο-μάστορα, ήρθε η ώρα να διαλέξεις. Τι θα κάμεις; Άμα πας μ΄εκείνην, όλα όσα σου΄χω μάθει θα τ’ αλησμονήσεις, άμα μείνεις δώθε, χρεία είναι να λησμονήσεις και κείνη και όλον τον κόσμο.
– Δεν ημπορώ μήτε τον κόσμο να ξεχάσω, μήτε εκείνην να βγάλω από το μυαλό μου.
Ιδού το πρόσωπο της Κυράς φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο. Τους λέει λοιπόν:
-Μπράβο σου, Κατερίνα! Πάρ΄ τονα. Δικός σου! Και για το θάρρος και το πείσμα σου σού χαρίζω ένα δώρο. Ας κρατήσει ο Ντανίλο άσβεστα στο μνημονικό του όσα του΄χω μάθει για τις πέτρες. Μονάχα τούτο΄δω ας το ξεχάσει μια για πάντα! – Και το ξέφωτο με τα εξωτικά λούλουδα βυθίστηκε μονομιάς στο σκοτάδι. – Και τώρα πηγαίντε από΄κει, – τους έδειξε το δρόμο και τους ορμήνευσε τούτα΄δω: – Εσύ, Ντανίλο, πρόσεχε! Μην πεις κουβέντα για το Βουνό! Λέγε πως είχες πάγει για μαθητεία σε κάποιονα ξενομερίτη μάστορα. Κι εσύ, Κατερινιώ, ούτε που να το σκέφτεσαι πως πήγα τάχα να σου πάρω τον μνηστήρα σου. Μονάχος του αναζητούσε εκείνο που ήδη το΄χει αλησμονήσει.
Ιδού η Κάτια της έκαμε έναν τεμενά λέγοντας:
-Συμπάθα με αν σου΄πα καμιά κουβέντα παραπάνω!
-Δε βαριέσαι, της απαντά, τι θα πάθει τάχα η πέτρινη μου αφεντιά! Για σας τα λέγω για να μην ψυχραθείτε αναμεταξύ σας.
Η Κάτια με τον Ντανίλο πήρανε το δρόμο της επιστροφής. Καθώς προχωρούσανε μες στο δάσος, εκείνο γινότανε όλο και πιο σκοτεινό και κακοτράχαλο – όλο γούβες και τρανά λιθάρια. Σαν κοιτάξανε τριγύρω, καταλάβανε πως βρισκόντουσαν στο ορυχείο των Αλωνιών. Ήτανε πολύ νωρίς, στο ορυχείο δεν υπήρχε ψυχή. Σιγά σιγά φτάσανε μέχρι το σπίτι τους. Ενώ εκείνοι που είχανε ακολουθήσει την Κάτια, ακόμα τριγυρίζανε μες στο δάσος και όλο φωνάζανε αναμεταξύ τους: «Είναι αυτού;»
Ψάχνανε, ψάχνανε – ίχνος. Γυρίσανε στα σπίτια και τι να ιδούν; Ο Ντανίλο κάθεται καλός και ξεδιαλεγμένος στο παραθύρι.
Πρώτα φοβηθήκανε, μαθές. Σταυροκοπιούνται, φτύνουνε στον κόρφο, λένε διάφορα ξόρκια. Ύστερις βλέπουνε τον Ντανίλο να γιομίζει την πίπα του. Ξαλάφρωσαν.
«Οι πεθαμένοι, συλλογιούνται, δε φουμάρουνε.»
Δειλά δειλά αρχινήσανε να τον πλησιάζουνε. Τότες είδανε και την Κάτια μες στο σπίτι. Έφερνε φούρλες γύρω από το φούρνο και φαινότανε καταχαρούμενη. Είχανε καιρό να την δούνε έτσι. Αυτού πήρανε θάρρος και μπήκανε μες στην ίσμπα, αρχίνησαν να ρωτούν:
-Πού εχάθηκες τόσον καιρό, Ντανίλο;
-Είχα πάει στο Κολιβάν, τους απαντά. Είχα ακούσει για έναν μάστορα- λαξευτή από εκείνα τα μέρη, που τάχατες καλύτερός του δεν υπήρχε πουθενά. Θέλησα λοιπόν να μαθητεύσω σιμά του. Ο συχωρεμένος, ο μπάρμπας, δεν έστεργε. Τότες τον παράκουσα και έφυγα κρυφά, της Κάτιας μονάχα εμήνυσα.
-Κι από τι, τονε ρωτούν, έσπασες το βάζο σου;
-Πού ξέρω… Γύρισα μετά από γλέντι … Ίσως και να ήπια κάνα ποτηράκι παραπάνω… Κάτι δε μου έκατσε, φουρκίστηκα και τα΄καμα όλα γυαλιά καρφιά. Και ποιος από τα μαστόρια δεν το΄χει πάθει; Δε βαριέσαι, πάγει τώρα;
Αρχίνησαν τα αδέλφια να μαλώνουνε την Κάτια που δεν τους μαρτύρησε για το Κολιβάν. Μόνο που η Κάτια δεν είχε πολλή όρεξη για κουβέντα. Τους το ξέκοψε ευθύς:
– Ζητάτε και τα ρέστα. Λίγες ήτανε οι φορές που σας είπα ότι ο Ντανίλο δεν έχει πεθάνει. Κι εσείς; Άλλους μου προξενεύατε και όλο απ΄την στράτα τη σωστή να με βγάλετε γυρεύατε. Κάλλιο κοπιάστε στο τραπέζι. Ψηθήκανε και τα αυγά μάτια.
Έτσι τελειώσανε τα ξεκαθαρίσματα. Καθίσανε όλοι μαζί σαν σόι, είπανε για τούτο και για΄κείνο, ύστερις φύγανε να πάνε στο καλό. Το βραδάκι ο Ντανίλο παρουσιάστηκε στον επιστάτη. Εκείνος όπως ήτανε φυσικό στην αρχή γένηκε έξω φρενών, μα τελικά σύχασε.
Ζήσανε λοιπόν ο Ντανίλο με την Κάτια στο σπιτάκι τους. Έλεγε ο κοσμάκης πως ζήσανε καλά και αγαπημένα. Στη δουλειά όλοι τον φωνάζανε πρωτομάστορα. Κανένας δεν μπορούσε να του παραβγεί. Τίποτες δεν τους έλειπε. Μα πού και πού ο Ντανίλο γινότανε απόμακρος και σκεφτικός. Η Κάτια γνώριζε το γιατί κι όμως δεν του΄λεγε κουβέντα.
Γλωσσάρι
βίμπουρνο: μελανόχρωμος καρπός σαν το βατόμουρο
βάλενκι: παραδοσιακές τσόχινες μπότες από επεξεργασμένο μαλλί προβάτου
μπραγατσούλι: μικρό μπακράτσι, μικρό δοχείο
αραδώ: ψάχνω
κόσισμα: θερισμός με την κόσα
μπεζέρισε: κουράστηκε, βαρέθηκε
φούρλες: γύρες
https://sarantakos.wordpress.com/