Το αυθεντικό συναίσθημά του μας προκαλεί τέτοια καταιγιστική ευφορία που είναι αδύνατον να μην το κατατάξουμε στις ανθρώπινες ανάγκες. Δεν μπορεί να μην αποτελεί ανάγκη κάτι που η ‘τροφοδοσία’ του μέχρι και “ορμονικές διαταραχές” μας δημιουργεί!
Η απουσία του όμως; Διεγείρει τόσο έντονα αρνητικά συμπτώματα που να φτάνει να απειλεί την υγεία μας; Χωρίς τον Έρωτα μπορούμε να επιβιώσουμε ή τελικά είναι κι Αυτός άλλη μια επιβαλλόμενη κοινωνική ανάγκη;
Η παρακάτω ψυχολογική προσέγγιση απαντά στο ερώτημα:
Για κάθε τι που χρειαζόμαστε στη ζωή μπορούμε να αναρωτηθούμε: είναι μία ανάγκη μας να το έχουμε ή μπορούμε να ζούμε και χωρίς αυτό αλλά απλώς το επιθυμούμε; Η ανάγκη, σε κάθε περίπτωση, υποδηλώνει μια σοβαρότερη κινητοποίηση του οργανισμού στο να αποκτήσουμε κάτι, μιας και αυτό το κάτι, γίνεται αντιληπτό ως απαραίτητο στοιχείο της επιβίωσης και της υγείας μας. Η επιθυμία, από την άλλη, γενικώς αναφέρεται σε κάτι που θα θέλαμε να έχουμε, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί βασικό συστατικό της λειτουργικότητάς μας και να μπορούμε να είμαστε υγιείς και χωρίς αυτό. Για παράδειγμα, το νερό είναι μία ανάγκη όπως και ο αέρας: χωρίς αυτά σε λίγο χρόνο δεν θα επιβιώναμε. Το σπορ αυτοκίνητο από την άλλη, θα μπει στην κατηγορία της επιθυμίας: μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτό, και το επιθυμούμε μόνο για την απόλαυση και την κοινωνική επίδειξη που μας προσφέρει.
Ο Έρωτας σε ποια κατηγορία ανήκει; Είναι ανάγκη μας να ερωτευόμαστε ή επιθυμία; Με άλλα λόγια, χωρίς τον Έρωτα μπορούμε να ζήσουμε ή αποτελεί μία απλή «πολυτέλεια» της ψυχικής μας κατάστασης;
Η Ιστορία της ανθρωπότητας δείχνει ότι ο Έρωτας ανέκαθεν αντιμετωπιζόταν ως περιττή και επικίνδυνη κατάσταση, τουλάχιστον όσον αφορούσε στις πλατιές λαϊκές μάζες. Το έργο του εξαίρετου κοινωνιολόγου Φουκώ «η Ιστορία της Σεξουαλικότητας» μας δείχνει πολύ γλαφυρά πως ανέκαθεν και διαχρονικά η άρχουσα τάξη καταπίεζε την εκδήλωση των ερωτικών συναισθημάτων στις λαϊκές μάζες. Ο λόγος ήταν ότι έτσι οι οικογένειες και οι κοινωνίες ήταν πιο σταθερές και ο καθένας παντρευόταν άτομο της κοινωνικής του τάξης. Μάλιστα στην Αγγλία του Μεσαίωνα, για να συνουσιαστεί ένα ζευγάρι θα έπρεπε να έχει την άδεια του Βασιλιά, και όταν την έπαιρνε συνουσιαζόταν αφού πρώτα τοποθετούσε τη λέξη FUCK στην πόρτα, λέξη που τα γράμματά της ήταν τα αρχικά των λέξεων «συνουσία μετά από άδεια του Βασιλιά».
Πρώτο το κίνημα του Ρομαντισμού, λίγο μετά το Μεσαίωνα, κατάφερε και απενοχοποίησε το θέμα του Έρωτα χωρίς όμως να προκαλέσει μεγάλες κοινωνικές αλλαγές. Η μεγάλη εξέλιξη ήρθε με τα κείμενα του Φρόιντ στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου παρά το ανελέητο σφυροκόπημα που δέχτηκε για τις απόψεις από άρχοντες και επιστήμονες, τελικά έπεισε για την αναγκαιότητα της ερωτικής – σεξουαλικής έκφρασης στην ψυχική υγεία. Τέλος, με το κίνημα του φεμινισμού και ιδιαίτερα με την ιδεολογική επανάσταση το Μάιο του ’68, ήρθε η πλήρης ηθική αποκατάσταση των ερωτικών αισθημάτων (τουλάχιστον για τον δυτικό κόσμο). Το φαινόμενο αυτό αντανακλάται στις ελληνικές και όχι μόνο ταινίες εκείνης της εποχής, όπου οι νέοι και οι γυναίκες διεκδικούν την ελευθερία των ερωτικών τους αισθημάτων ακόμη και όταν υπάρξει έρωτας μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών τάξεων.
Ο Έρωτας στον 21ο αιώνα θεωρείται πια ανάγκη, τόσο που οι περισσότεροι άνθρωποι του δυτικού κόσμου αδυνατούν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς αυτόν! Τα σήριαλ, ο κινηματογράφος, η ποίηση, η λογοτεχνία και η μουσική ανταγωνίζονται στο ποια τέχνη θα παρουσιάσει την καλύτερη ερωτική ιστορία.
Ωστόσο, ο Έρωτας δεν μπορεί ποτέ να γίνει και να επιβιώσει ως ανάγκη! Εδώ είναι ακριβώς το σημείο που οι περισσότεροι το «χάνουμε»… Μόλις κανείς ερωτευτεί, ζητάει και επιδιώκει να έχει αυτόν τον έρωτα για πάντα: προσπαθεί να «δέσει» τον σύντροφο του με όρκους, με μάγια, με γάμο, με οικονομική εξάρτηση για να μην του φύγει… Αλλά ο έρωτας είναι σαν το αηδόνι: αν τον φυλακίσεις πεθαίνει!
Γιατί; Για τον απλούστατο λόγο ότι μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο σε ελεύθερα σκεπτόμενα και συναισθηματικώς ώριμα άτομα, που καταλαβαίνουν ότι μπορούν να ζήσουν και χωρίς αυτόν και ερωτεύονται χωρίς το συναίσθημα τους να αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης και υγείας. Έτσι, μπορούν να είναι ερωτευμένοι, αφήνοντας τον σύντροφο τους να είναι ο εαυτός του και η σχέση τους να παίρνει καθαρό «αέρα», χωρίς το πνίξιμο και την καταπίεση που προκαλούν τα αισθήματα ζήλιας του ατόμου που έχει ανάγκη επιβίωσης από την ερωτική του σχέση.
Με άλλα λόγια, η έκφραση «βρήκα το άλλο μου μισό» δεν θα έπρεπε να λέγεται: σημαίνει ότι βιώνω τον εαυτό μου ως μισό, επομένως αν βρω το άλλο μου μισό δεν το αφήνω να φύγει γιατί θα ξαναγίνω μισός… Αν όμως προσπαθήσω να «δέσω» το σύντροφο μου θα χάσω τον έρωτα. Θα ήταν πολύ καλύτερο να είμαι «ολόκληρος» και να βρω έναν άλλο άνθρωπο επίσης «ολόκληρο» που δεν τον χρειάζομαι αλλά τον «αγαπάω», γιατί μου κάνει τη ζωή καλύτερη και εμένα κάτι πιο μεγάλο από τον εαυτό που ήξερα! Η ερωτική αγάπη δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από την υπέρβαση του «εγώ» και την επένδυση του «εμείς»! Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο από υγιή και «ολόκληρα» άτομα.
Στο βιβλίο του A. Carotenuto με τίτλο «Έρως και πάθος» διαβάζουμε:
«Η ερωτική εμπειρία είναι μια από τις πιο σπουδαίες και για πολλούς η πλέον σημαντική εμπειρία της ζωής του ανθρώπου. Μια βαθύτερη σκέψη πάνω στον έρωτα δεν μπορεί παρά να είναι ένας στοχασμός πάνω στην έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης, χαρακτηριστικό της οποίας είναι το ανικανοποίητο, η νοσταλγία, το αίσθημα της μοναξιάς, η επιθυμία για ολοκλήρωση και τελειότητα, ο ψυχικός πόνος.
Εκείνο που κυρίως γοητεύει στον έρωτα είναι ο απόλυτος χαρακτήρας του, η απαίτησή του για αιωνιότητα και τελειότητα, η σιγουριά των ερωτευμένων ότι έχουν βρει το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να ικανοποιήσει το ατέλειωτο των πόθων τους. Το αγαπημένο πρόσωπο, εξιδανικεύεται, θεοποιείται, λατρεύεται, γίνεται στήριγμα της φαντασίας. Η αναπόφευκτη συνέπεια όλων αυτών είναι να κάνουμε τον άλλο υποχείριο και να απογοητευόμαστε όταν τον βλέπουμε στην πραγματικότητά του.
Οι απογοητεύσεις του έρωτα που στρέφεται προς ένα και μοναδικό πρόσωπο, η αγωνία της εγκατάλειψης που μας κατακυριεύει όταν παύει η αγάπη είναι μια ευκαιρία για ωρίμανση, όχι μόνο γιατί επιτρέπουν έναν υψηλότερο βαθμό αυτονομίας, αλλά και γιατί επιτρέπουν να αναπτυχθούν πιο ώριμες σχέσεις με τον κόσμο. Στον έρωτα δεν είναι σπάνιο, μαζί με το αίσθημα της ένωσης με τον εραστή, να νιώθουμε και το αίσθημα της συμφιλίωσης με όλους τους ανθρώπους και με το σύμπαν, ένα αίσθημα παγκόσμιας αγάπης.
Ένα από τα χαρακτηριστικά φαινόμενα της ερωτικής εμπειρίας είναι η άμεση προσκόλληση στο αντικείμενο. Η παρουσία ή προσέγγιση του άλλου μας αιχμαλωτίζουν με ένταση και αμεσότητα που δεν συναντιούνται σε άλλες καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ερωτική σχέση «μαγεύει» τον ερωτευμένο και τον βασανίζει με την έμμονη ιδέα της εικόνας του άλλου. Αυτό το βίωμα έχει έναν αιφνίδιο, εξωπραγματικό, σχεδόν καταναγκαστικό χαρακτήρα.
Επιστρέφοντας στις πρώτες εμπειρίες του βρέφους, εκείνες που δεν μπορεί να συγκρατήσει στη μνήμη, αλλά που έχουν αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στον υπό διαμόρφωση εσωτερικό του κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι το άγχος και ο φόβος του αποχωρισμού είναι ένα συνεχώς επανερχόμενο θέμα που ξεκινάει από τη στιγμή της γέννησης.
Είναι θεμιτό να υποθέσουμε ότι στα πρώτα στάδια του έρωτα δημιουργείται η αυταπάτη πλήρωσης ενός βασικού, δομικού κενού. Αντικρίζοντας το αγαπημένο πρόσωπο, ο ερωτευμένος νιώθει ένα αίσθημα απίστευτης πληρότητας και συγχρόνως έχει την εντύπωση ότι ως εκείνη τη στιγμή ζούσε σε κατάσταση στέρησης. Η παρουσία του αγαπημένου προσώπου είναι πηγή ευεξίας που μοιάζει να έχει ανεξάντλητες δυνατότητες. Στην πραγματικότητα, όμως, ο έρωτας ζει και τρέφεται απ' αυτό που συμβαίνει σε μας, μέσα μας. Το πρόσωπο στο οποίο έχει προσηλωθεί το βλέμμα και η επιθυμία μου αποκτά για μένα μοναδική σημασία. Μόνο εκείνο μπορεί να ανακαλέσει τις πιο ενδόμυχες και ιδιαίτερες διαστάσεις μου. Η ζωτικότητα που δοκιμάζουμε όταν αγαπούμε πηγάζει από την ανανεωμένη διάθεση για «αναζήτηση» που προκαλεί και τρέφει το πάθος.
Η αναστάτωση και η επιθυμία που προκαλεί η όψη του άλλου μαρτυρούν πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη να ενωθούμε ξανά με αυτό που έμοιαζε χαμένο και που τώρα εμφανίζεται με καινούργια και ακόμη πιο ελκυστικά χαρακτηριστικά. Από τη συνάντηση δύο μοναδικοτήτων δεν μπορεί παρά να προκύψει μια ιδιαίτερη, ανεπανάληπτη σχέση. Να γιατί, όταν εκείνη η σχέση τελειώσει, είναι δικαιολογημένη η νοσταλγία, ο πόνος για κάτι που χάθηκε οριστικά, αφού καμιά νέα συνάντηση δεν θα μπορέσει ποτέ να ξαναζωντανέψει εκείνη την ίδια εμπειρία.
Υπάρχει πάντοτε ακόμη και στις πλέον εξελιγμένες ψυχικές συνθήκες μια ανεκπλήρωτη επιθυμία που ασφαλώς έχει τις καταβολές της στην παιδική ηλικία. Η επιθυμία να είμαστε αντικείμενα για κάποιον όπως ήμαστε για τους γονείς τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Αυτό είναι μια πρωτογονική μνήμη που κουβαλούμε πάντοτε μέσα μας.
Αν ο άλλος αντιπροσωπεύει κάτι που λείπει από μένα, πρέπει να το αρπάξω, να το κλέψω από τον κόσμο, γιατί αυτό που επιθυμώ δεν μου προσφέρεται αυθόρμητα κι άρα πρέπει να το αποσπάσω με τη δύναμή μου. Μόλις αποκτήσουμε αυτό που μας δίνει το αίσθημα της πληρότητας, αρχίζουμε να αντιμετωπίζουμε με τρόμο, πόνο και αγωνία την πιθανότητα να το χάσουμε.
Μπορεί κάλλιστα να υπάρχουν σχέσεις χωρίς έντονες φωτοσκιάσεις, χωρίς ρίγη και προαισθήματα, αλλά είναι άλλου τύπου. Ο έρωτας χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή της απομάκρυνσης και της επανεύρεσης, από την ανάγκη να επιβεβαιώσουμε το κεκτημένο, να λέμε «είσαι δικός μου για πάντα», ενώ την ίδια στιγμή μια φωνή μέσα μας ψιθυρίζει πως δεν είναι έτσι. Η ουσιαστική σχέση με τον άλλον δεν είναι κάτι που κερδίζεται μια κι έξω, αλλά απαιτεί συνεχή προσπάθεια».
http://www.macroskopio.gr/el